Η Σόνια, καθηγήτρια Λογοτεχνίας σε ένα δημόσιο λύκειο με παραβατικούς μαθητές, στοχοποιείται γιατί δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του διευθυντή προς τις καθηγήτριες και τις μαθήτριες να μην προσέρχονται στο σχολείο φορώντας φούστα. Ένα πρωί ένα τυχαίο συμβάν κατά τη διάρκεια του μαθήματος θέτει σε κίνηση μια χιονοστιβάδα απρόβλεπτων εξελίξεων. Η Σόνια, σε κατάσταση ακραίας σύγχυσης, ή ακραίας διαύγειας, κρατά ομήρους τους μαθητές της τάξης και τους κάνει μάθημα θεάτρου διά της βίας. Η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό της και καταλήγει σε ένα μεταδραματικό φινάλε.
Το Δίπυλον ανοίγει ξανά τις πόρτες τους μετά από εννέα χρόνια με τη «Μέρα της Φούστας», μια ιστορία που μας μεταφέρει σε μια σχολική τάξη, μια μικρογραφία της κοινωνίας μας.
Η Ζωή Χατζηαντωνίου, δουλεύοντας τη δραματουργία του έργου, βασίστηκε στην ομώνυμη ταινία του Ζ.Π. Λίλιενφελντ και τη γερμανική θεατρική διασκευή της με τίτλο «Τρελό αίμα» του Γ. Χίλιε, και δημιούργησε μια πιο ανοιχτή εκδοχή, βάζοντας διάφορα στοιχεία και ανοίγοντας το έργο σε νέους προβληματισμούς.
Στο έργο μάς απασχολούν η ηθική της βίας και τα όρια της ελευθερίας. Στη δική μας προσέγγιση κάθε μορφή βίας θα σημάνει βία. Η βία είναι μέσο, δεν είναι αυτοσκοπός, είναι απεριόριστη και είναι αναγκαστική. Δεν υπάρχει «πολλή ή λίγη βία» και άπαξ και ξεκινήσει δεν θα σταματήσει ποτέ.
Το έργο, σαν ένα ψυχολογικό θρίλερ με δομή αρχαίου δράματος και στοιχεία επικού θεάτρου, αποτελείται από μια σειρά κωμικοτραγικών επεισοδίων όπου θύτες και θύματα εναλλάσσουν ρόλους διαρκώς, γεννώντας ερωτήματα που αφορούν τη δύναμη της βίας και τη διαχείριση της ανθρώπινης ελευθερίας. Μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς βία η βαναυσότητα του ανθρώπου; Είναι απαραίτητη η βία προκειμένου να «μορφωθεί» κάποιος; Πρέπει η κοινότητα να αναζητήσει τον θύτη εντός της ή είμαστε όλοι θύματα ενός έξωθεν βίαιου μηχανισμού που μας διαμορφώνει και μας εξαναγκάζει σε έναν διαρκή καθημερινό πόλεμο αλληλοεξόντωσης μέχρι τελικής πτώσης;
Η Ζωή Χατζηαντωνίου μου εξηγεί τι σημαίνει «Μέρα της Φούστας»: «Η Μέρα της Φούστας γιορτάζεται στα σχολεία της Γαλλίας και του Καναδά ως μέρα κατά του σεξισμού και της βίας που απορρέει από αυτόν. Εκείνη τη μέρα στη Γαλλία και στον Καναδά μαθητές και καθηγητές πηγαίνουν στο σχολείο φορώντας φούστα.
Η Μέρα της Φούστας στις Κάτω Χώρες είναι η πρώτη ηλιόλουστη και ζεστή μέρα του χρόνου, η μέρα που μπορεί να φορεθεί φούστα. Η "Μέρα της Φούστας" για μένα ήταν μια σκέψη και μια αναμονή 23 χρόνων, έως ότου προέκυψαν οι κατάλληλες συνθήκες για να ανέβει ως θεατρικό έργο στην Αθήνα», λέει. «Για την ομάδα της "Φούστας" είναι δυόμισι μήνες καθημερινών προβών, αλλεπάλληλων εμποδίων και τεράστιων δυσκολιών που τελικά όλοι μαζί καταφέραμε να ξεπεράσουμε, όχι χωρίς κόπο ή τριγμούς, για να φτάσουμε να χαρούμε, μαζί με τους θεατές πια, τις παραστάσεις μας που μόλις ξεκίνησαν στο θέατρο Δίπυλον. Ελπίζουμε να τους μεταδώσουμε τον ενθουσιασμό και το πάθος μας για το έργο».
Το έργο διαδραματίζεται σε ένα δημόσιο πολυπολιτισμικό σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προφανώς σε μια περιοχή της πόλης που δεν κατοικείται από προνομιούχους. Η Σόνια, που την υποδύεται η Θεοδώρα Τζήμου, καθηγήτρια Λογοτεχνίας και Θεάτρου, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια «ευρωπαΐστρια» και επιπλέον ένα θύμα της βίας που προκαλεί η οικονομική και κοινωνική ανισότητα του καπιταλιστικού συστήματος, πιο συγκεκριμένα της διαστρεβλωμένης ηθικής και λειτουργίας του σε χώρες όπως η Ελλάδα. Όταν της παρουσιάζεται η ευκαιρία, την αρπάζει για να δώσει ένα ωραίο μάθημα στους οργισμένους και ανυπάκουους μαθητές της.
Η τάξη στην ελληνική εκδοχή του έργου είναι έφηβοι 17-18 χρονών, στην τελευταία τάξη του δημόσιου λυκείου γενικής εκπαίδευσης. Αντιπροσωπεύουν μια σημερινή γενιά εφήβων πανευρωπαϊκά. Πρόκειται για Έλληνες, παιδιά μεταναστών ή αλλοδαπών που έχουν πολιτογραφηθεί Έλληνες, παιδιά που οι οικογένειές τους βρίσκονται προσωρινά στη χώρα, ελπίζοντας να βρεθούν κάπου αλλού στην Ευρώπη ή και να γυρίσουν στις χώρες προέλευσής τους.
Το μάθημα που διδάσκει η καθηγήτριά τους αφορά το λογοτεχνικό κίνημα «Θύελλα και Ορμή» που σάρωσε την κεντρική Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις αρχές του 19ου ως αντίδραση των νέων στην καθεστηκυία τάξη, στο οικονομικό σύστημα των φεουδαρχών, στους κανόνες που διδάσκονταν στις σχολές και στις ακαδημίες και τελικά εναντίον της κυριαρχίας της Λογικής και της Ηθικής. Οι άγριοι νέοι έδωσαν προτεραιότητα στην καρδιά και στο συναίσθημα, στην ιδιοφυΐα και στη μοναδικότητα του ατόμου, στην έξαρση και στη βαίαιη αντίδραση που προκύπτει από την κοινωνική και ηθική αδικία. Η δραματική ποίηση με θέμα την αισθητική εκπαίδευση του ανθρώπου είναι το κύριο είδος που εκφράζει αυτό το νεανικό κίνημα.
«Στο έργο που κάνουμε μας απασχολεί η ηθική της βίας και τα όρια της ελευθερίας. Στη δική μας προσέγγιση κάθε μορφή βίας θα σημάνει βία. Η βία είναι μέσο, δεν είναι αυτοσκοπός, είναι απεριόριστη και είναι αναγκαστική. Δεν υπάρχει “πολλή ή λίγη βία” και άπαξ και ξεκινήσει δεν θα σταματήσει ποτέ. Η βία όχι μόνο παράγει βία αλλά, νομοτελειακά, επιστρέφει πάντοτε σ’ αυτόν που την ξεκίνησε. Οπότε ο κύκλος, ο μηχανισμός της βίας, δεν έχει όρια», λέει η Ζωή Χατζηαντωνίου. Ανατρέχει στο μότο του διανοούμενου και αυτόχειρα Βάλτερ Μπένγιαμιν «κάθε μνημείο πολιτισμού είναι και ένα τεκμήριο βαρβαρότητας» και λέει ότι χωρίς εξαίρεση «ό,τι θεωρείται φορέας εκ-πολιτισμού έχει καταγωγή που δεν μπορεί να τη σκεφτεί κανείς χωρίς αποτροπιασμό».
Τα έργα του ανθρώπινου πολιτισμού, αναφέρει ο Μπένγιαμιν, «χρωστάνε την ύπαρξή τους όχι μόνο στον κόπο των μεγαλοφυών που τα δημιούργησαν αλλά και στην ανώνυμη βαριά δουλική εργασία των σύγχρονών τους. Δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο βαρβαρότητας. Κι όπως ένα τέτοιο τεκμήριο δεν στερείται βαρβαρότητας, το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία μεταβίβασής του, με την οποία πέφτει από το ένα χέρι στο άλλο». Ο σουρεαλισμός μόνο πλησιάζει στην επαναστατική απάντηση του ερωτήματος για τη σχέση ηθικής και εξουσίας (άρα της βίας). Κι αυτό είναι πεσιμισμός σε όλα τα μέτωπα. Ασφαλώς και απολύτως. Δυσπιστία στη μοίρα της λογοτεχνίας. Δυσπιστία στη μοίρα της ελευθερίας, δυσπιστία στη μοίρα των Ευρωπαίων ανθρώπων, αλλά προπάντων δυσπιστία, δυσπιστία και πάλι δυσπιστία σε κάθε είδους συνεννόηση, μεταξύ των τάξεων, μεταξύ των λαών, μεταξύ των ατόμων».
Μέσα σε έναν κόσμο που είναι ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή, σε μια μικρή τάξη, γεννιέται ένα έργο που περικλείει τον κόσμο μας και τη ζωή των ανθρώπων, γεμάτη αντιφάσεις που γεννούν βία στο όνομα μιας διαστρεβλωμένης ευημερίας.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ