Πρώτα η μάνα, στη συνέχεια η «κολλητή», μετά ο πρώην, και τελευταίο το «μικρό»: όπως τα φαντάσματα των Χριστουγέννων –αλλοτινών, τωρινών και μελλοντικών– επισκέπτονται τον γέρο Σκρουτζ του Ντίκενς για να του διδάξουν ένα πολύτιμο μάθημα, έτσι και οι τέσσερις αυτοί ήρωες του Γεράσιμου Ευαγγελάτου επισκέπτονται τον Μιχάλη στο μοδάτο loft του, λίγες μέρες προτού ο κεντρικός ήρωας γίνει σαράντα πέντε ετών.
Άρτι αφιχθείσα από την κυριακάτικη Λειτουργία, σκαστή από τον σύζυγό της, η Μητέρα εισβάλλει μ’ ένα ποτήρι φυσικό χυμό στο χέρι και πολλά αφύσικα ερωτήματα στα χείλη. Γιατί έχεις κόκκινα μάτια; Γιατί δεν ξέρω τους φίλους σου; Γιατί δεν πουλάς αυτήν εδώ την τρώγλη; Γιατί δεν τα φτιάχνεις με τη Λουκία; Εξοικειωμένος με το ανακριτικό στυλ της, ο Μιχάλης παραμένει ψύχραιμος και ασυγκίνητος σε όλες τις επιθέσεις νοιαξίματος που εκείνη εξαπολύει εναντίον του. «Μεγαλώνεις και πρέπει να σοβαρευτείς», επιμένει η εισβολέας, «δεν είναι μέρος για σένα αυτό εδώ, σπίτι χωρίς δωμάτια και τοίχους στην ηλικία σου». Αφού ασκήσει κριτική σε κάθε πτυχή της ζωής του –στα μαλλιά του που γκριζάρουν, στo άδειο ψυγείο, στον μοναχικό τρόπο ζωής του–, η συμπαθέστατη μητέρα-κροκόδειλος θ’ ανοίξει για μία ακόμη φορά το λαλίστατο στόμα της, λαχταρώντας να τον καταπιεί. Προσφορές ζεστού παστίτσιου, υπομνήσεις οικογενειακής θαλπωρής, υποσχέσεις για αγορά ευρύχωρου διαμερίσματος στο Παγκράτι –στην ίδια πολυκατοικία όπου διαμένει εκείνη–, δεν υπάρχει δόλωμα που θα μείνει αναξιοποίητο προκειμένου να παρασυρθεί ο γιόκας της στη φωλιά της – έστω δύο ορόφους παρακάτω. Πάνω απ’ όλα, του λέει φεύγοντας, «θέλω να είσαι καλά, να μη σε νιώθω μόνο σου και λυπημένο»...
Με τις λέξεις εγκλωβισμένες στην πρώτη, την κυριολεκτική, σημασία τους, κάθε προοπτική πολυσημίας και βάθους εξαλείφεται ριζικά από το κείμενο: χωρίς παιχνίδι με το «αλλού», το νόημα πλήττει, μικραίνει, μαραζώνει θανάσιμα.
Η αποχώρηση της Μητέρας προσφέρει το τερέν στη Λουκία, την παιδιόθεν κολλητή φιλενάδα, που επισκέπτεται κι αυτή τον Μιχάλη εις αναζήτηση παρηγοριάς. Η έφηβη κόρη που διεκδικεί διακοπές, ο άφαντος πρώην σύζυγος με τις τσέπες σφιχτές, τα προβλήματα στη δουλειά, σχέδια εκδοτικά («κάτι φρέσκο, κάτι με άποψη... conceptual φωτογραφίσεις, αντισυμβατικές συνεντεύξεις, απρόβλεπτες συναντήσεις»), ο γκόμενος που της είπε ότι κάνει «σαν τη μάνα του», η μεγάλη απόφαση («τέρμα τα τσογλάνια»), η αναπόληση των άγριων καλοκαιριών της νεότητας («θυμάσαι πόσο γαμάτοι ήμασταν;»), η φιλία τους ως σανίδα σωτηρίας στους ωκεανούς μοναξιάς που τους περιμένουν στα ογδόντα («εμείς οι δύο μαζί θα γεράσουμε, γιατί μόνο εγώ σε καταλαβαίνω και μόνο εσύ με καταλαβαίνεις»), μια ατελείωτη σειρά μικρών και μεγάλων εξομολογήσεων ολοκληρώνουν τον χρόνο παραμονής της Λουκίας στο loft του Μιχάλη, ο οποίος παραμένει μπλαζέ και δηλώνει συνοπτικά: «Τους βαριέμαι όλους».
Εξαίρεση ως προς αυτό φαίνεται να αποτελεί ο Γιάννης, η μοναδική μακροχρόνια σχέση της ζωής του, που έρχεται κι αυτός να χτυπήσει την πόρτα του σήμερα. «Έχεις κάνει εξετάσεις τελευταία; Να πας για τσεκάπ, μεγαλώνεις», είναι το πρώτο που εκστομίζει ετούτο το φάντασμα του παρελθόντος. Όπως αποκαλύπτεται, ο τριανταπεντάχρονος πρώην όχι μόνο μετακομίζει μόνιμα στην Κύπρο μαζί με τον σύντροφό του, τον Θοδωρή, αλλά οι δυο τους ετοιμάζονται να παντρευτούν μέσα στο καλοκαίρι. Άλαλα τα χείλη των ασεβών, εν προκειμένω του Μιχάλη, που δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ο Γιάννης πήρε τέτοια απόφαση: «Μαλάκα, τι έχετε πάθει όλοι; Τι γάμοι και σύμφωνα και οικογένειες μου λέτε ένας-ένας; Εμείς αυτά τα κοροϊδεύαμε, το ξέχασες; Δε γίνεται να 'χετε ξεχάσει πόσο ξερνούσαμε με όλ’ αυτά: λοβοτομή σας έκαναν;».
Ανένδοτος ο Γιάννης, υπερασπίζεται με πάθος την επιλογή του, πεπεισμένος για την ενδεδειγμένη σειρά των πραγμάτων: «Να μεγαλώσουμε μαζί. Να ταξιδέψουμε μαζί. Να γεράσουμε μαζί. Να βγούμε στη σύνταξη μαζί», ορίστε τα ζητούμενα της επικείμενης γαμήλιας ένωσης. Στο κάτω κάτω, «είναι γελοίο να νομίζεις ότι μπορείς να συνεχίσεις να είσαι είκοσι χρονών σε όλη σου τη ζωή... Κάτι πρέπει να γίνει! Κάπως να πάει παραπέρα! Δεν κουράστηκες να ζεις τη μέρα της μαρμότας;», ρωτάει εμφατικά τον Μιχάλη, λίγο προτού εξαπολύσει εναντίον του την ultra φράση-μπαμπούλα όλων των εποχών, την υπαρξιακή βόμβα μεγατόνων, σχεδιασμένη να επαναφέρει στην τάξη ακόμη και τις πιο τολμηρές, ανυπότακτες ψυχές: «Θα γεράσεις μόνος σου!».
Στη μεγαλύτερη διάρκεια της παράστασης, η επέλαση των κλισέ μοιάζει ατελείωτη. Το άλλοθι της αληθοφάνειας (ότι, δηλαδή, «έτσι μιλάνε οι άνθρωποι»), ένας άψυχος, επιδερμικός «ρεαλισμός», δεν αρκεί για να απαλύνει την αβάσταχτη φτώχεια της γλώσσας που επιστρατεύεται εδώ στην πιο πεζή επικοινωνιακή λειτουργία της. Με τις λέξεις εγκλωβισμένες στην πρώτη, την κυριολεκτική, σημασία τους, κάθε προοπτική πολυσημίας και βάθους εξαλείφεται ριζικά από το κείμενο: χωρίς παιχνίδι με το «αλλού», το νόημα πλήττει, μικραίνει, μαραζώνει θανάσιμα. Το «Μπλε τρένο» που ζωγράφισε ο Μιχάλης στα νιάτα του, σύμβολο της αλλοτινής επιθυμίας του να δραπετεύσει σε χώρες μακρινές, έχει τώρα μετατραπεί σε ένα βουνό από παλιοσίδερα: τετριμμένοι διάλογοι, χιλιοειπωμένες φράσεις, ατάκες-αφορισμοί, «μου θυμίζεις τη μάνα μου» ή «δε θέλω να γίνω η μάνα μου» και άλλα παρεμφερή. Η επανάληψη του οικείου σε σημείο υπερκορεσμού όχι απλώς δεν συνιστά το υλικό της τέχνης, αλλά μας φυλακίζει στο προφανές, το αυτονόητο, το μασημένο. Όσο προσεκτικά κι αν εκπονείται, μια συλλογή από γενικότητες δεν παράγει ποτέ μοναδικότητες.
Από την καταδίκη αυτή ξεφεύγουμε μονάχα στο τελευταίο από τα τέσσερα επεισόδια, εκεί όπου η κυριαρχία του (πετυχημένου) χιούμορ, καθώς και η ανακουφιστική κωμική φρεσκάδα του ηθοποιού Γιάννη Τσουμαράκη στον ρόλο του δεκαεννιάχρονου αγοριού που επισκέπτεται τον Μιχάλη για λίγο σεξ εξασφαλίζει μια προσωρινή διαφυγή από την μπαναλιτέ των προτηγανισμένων συναντήσεων που προηγήθηκαν.
Γιατί δεν είναι μόνον ο λόγος ή οι χαρακτήρες που μοιάζουν να εξήλθαν από κάποιο λυσάρι «τύπων» (η «μάνα-παστίτσιο», ο «πρώην-παντρεύομαι», η «κολλητή-θα γεράσουμε μαζί»), υπηρετώντας καλόβολα τα οφθαλμοφανή συγγραφικά σχήματα. Οι εκφερόμενοι προβληματισμοί εντυπωσιάζουν επίσης με την απλοϊκότητα τους, με τις αφελώς σχηματοποιημένες αγωνίες τους: δεν είναι το σύμφωνο συμβίωσης αυτό που σκοτώνει το παιδί μέσα μας, την «αέναη παιδικότητά» μας¹, αυτό που μας καθιστά ενήλικες ή που σηματοδοτεί το τέλος της ανεξαρτησίας μας, όπως μοιάζει να ανησυχεί ο «ασυμβίβαστος» Μιχάλης, ενόσω εξοργίζεται με τον Γιάννη ή αντιστέκεται στις νουθεσίες των οικείων του να «μεγαλώσει» και να «σοβαρευτεί».
Δεν είναι ο γάμος ή ο μη-γάμος –οποιοδήποτε «οριστικό βήμα ενηλικίωσης»²– αυτό που καθορίζει το γίγνεσθαι, την εξέλιξη, την πολλαπλότητα, την ανοιχτότητα των υποκειμένων, που περιορίζει ή αυξάνει τις δυνατότητες του επιθυμείν, του αισθάνεσθαι, του συνδέεσθαι με τους άλλους και με τον κόσμο. Το αναμάσημα παρόμοιων μικροαστικών ψευδοδιλημμάτων καταφέρνει μόνο να μεθοδεύει εκ νέου την υποταγή μας σε παραπλανητικές φούσκες και πλαστά αδιέξοδα. «Ζήσε τη ζωούλα σου όπως θες», λέει ο χαριτωμένος νεαρός στον μπλοκαρισμένο Μιχάλη, ανοίγοντας έτσι, με την αθωότητά του, μια φευγαλέα χαραμάδα φωτός μέσα στον ζόφο.
Το υποκριτικό στυλ «δεν αντιδρώ-δεν εκδηλώνομαι-είμαι βαρύ πεπόνι» που υιοθετείται από τον Σπύρο Χατζηαγγελάκη ουδέποτε μάς ευαισθητοποιεί απέναντι στις υποτιθέμενες αναζητήσεις του Μιχάλη, ενώ περισσότερο πειστικός αποδεικνύεται ο Γιώργος Μπένος ως μέλος των μουτζαχεντίν της σοβαρότητας και αδέκαστος υπασπιστής της νομοτέλειας των πραγμάτων. Η Λουκία Πιστιόλα προσδίδει μια αύρα αυθεντικότητας στον, κατά τα λοιπά, ευκόλως αναγνώσιμο ρόλο της μάνας-«γύρνα-κοντά-μας». Τέλος, η σκηνοθεσία, συρρικνωμένη σε ένα ανέμπνευστο mise en place, επιτείνει απλώς την αίσθηση ρηχότητας και προχειρότητας που διακρίνει το σύνολο του εγχειρήματος.
[1, 2]. Από το σημείωμα του συγγραφέα στο δελτίο Τύπου της παράστασης.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Blue Train» εδώ.