Τα τρένα που περνούν (και δεν ξαναγυρνούν)

Τα τρένα που περνούν (και δεν ξαναγυρνούν) Facebook Twitter
Μια ατελείωτη σειρά μικρών και μεγάλων εξομολογήσεων ολοκληρώνει τον χρόνο παραμονής της Λουκίας στο loft του Μιχάλη. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης
0

Πρώτα η μάνα, στη συνέχεια η «κολλητή», μετά ο πρώην, και τελευταίο το «μικρό»: όπως τα φαντάσματα των Χριστουγέννων –αλλοτινών, τωρινών και μελλοντικών– επισκέπτονται τον γέρο Σκρουτζ του Ντίκενς για να του διδάξουν ένα πολύτιμο μάθημα, έτσι και οι τέσσερις αυτοί ήρωες του Γεράσιμου Ευαγγελάτου επισκέπτονται τον Μιχάλη στο μοδάτο loft του, λίγες μέρες προτού ο κεντρικός ήρωας γίνει σαράντα πέντε ετών.

Άρτι αφιχθείσα από την κυριακάτικη Λειτουργία, σκαστή από τον σύζυγό της, η Μητέρα εισβάλλει μ’ ένα ποτήρι φυσικό χυμό στο χέρι και πολλά αφύσικα ερωτήματα στα χείλη. Γιατί έχεις κόκκινα μάτια; Γιατί δεν ξέρω τους φίλους σου; Γιατί δεν πουλάς αυτήν εδώ την τρώγλη; Γιατί δεν τα φτιάχνεις με τη Λουκία; Εξοικειωμένος με το ανακριτικό στυλ της, ο Μιχάλης παραμένει ψύχραιμος και ασυγκίνητος σε όλες τις επιθέσεις νοιαξίματος που εκείνη εξαπολύει εναντίον του. «Μεγαλώνεις και πρέπει να σοβαρευτείς», επιμένει η εισβολέας, «δεν είναι μέρος για σένα αυτό εδώ, σπίτι χωρίς δωμάτια και τοίχους στην ηλικία σου». Αφού ασκήσει κριτική σε κάθε πτυχή της ζωής του –στα μαλλιά του που γκριζάρουν, στo άδειο ψυγείο, στον μοναχικό τρόπο ζωής του–, η συμπαθέστατη μητέρα-κροκόδειλος θ’ ανοίξει για μία ακόμη φορά το λαλίστατο στόμα της, λαχταρώντας να τον καταπιεί. Προσφορές ζεστού παστίτσιου, υπομνήσεις οικογενειακής θαλπωρής, υποσχέσεις για αγορά ευρύχωρου διαμερίσματος στο Παγκράτι –στην ίδια πολυκατοικία όπου διαμένει εκείνη–, δεν υπάρχει δόλωμα που θα μείνει αναξιοποίητο προκειμένου να παρασυρθεί ο γιόκας της στη φωλιά της – έστω δύο ορόφους παρακάτω. Πάνω απ’ όλα, του λέει φεύγοντας, «θέλω να είσαι καλά, να μη σε νιώθω μόνο σου και λυπημένο»...  

Με τις λέξεις εγκλωβισμένες στην πρώτη, την κυριολεκτική, σημασία τους, κάθε προοπτική πολυσημίας και βάθους εξαλείφεται ριζικά από το κείμενο: χωρίς παιχνίδι με το «αλλού», το νόημα πλήττει, μικραίνει, μαραζώνει θανάσιμα.

Η αποχώρηση της Μητέρας προσφέρει το τερέν στη Λουκία, την παιδιόθεν κολλητή φιλενάδα, που επισκέπτεται κι αυτή τον Μιχάλη εις αναζήτηση παρηγοριάς. Η έφηβη κόρη που διεκδικεί διακοπές, ο άφαντος πρώην σύζυγος με τις τσέπες σφιχτές, τα προβλήματα στη δουλειά, σχέδια εκδοτικά («κάτι φρέσκο, κάτι με άποψη... conceptual φωτογραφίσεις, αντισυμβατικές συνεντεύξεις, απρόβλεπτες συναντήσεις»), ο γκόμενος που της είπε ότι κάνει «σαν τη μάνα του», η μεγάλη απόφαση («τέρμα τα τσογλάνια»), η αναπόληση των άγριων καλοκαιριών της νεότητας («θυμάσαι πόσο γαμάτοι ήμασταν;»), η φιλία τους ως σανίδα σωτηρίας στους ωκεανούς μοναξιάς που τους περιμένουν στα ογδόντα («εμείς οι δύο μαζί θα γεράσουμε, γιατί μόνο εγώ σε καταλαβαίνω και μόνο εσύ με καταλαβαίνεις»), μια ατελείωτη σειρά μικρών και μεγάλων εξομολογήσεων ολοκληρώνουν τον χρόνο παραμονής της Λουκίας στο loft του Μιχάλη, ο οποίος παραμένει μπλαζέ και δηλώνει συνοπτικά: «Τους βαριέμαι όλους». 

Τα τρένα που περνούν (και δεν ξαναγυρνούν) Facebook Twitter
«Ζήσε τη ζωούλα σου όπως θες», λέει ο χαριτωμένος νεαρός στον μπλοκαρισμένο Μιχάλη, ανοίγοντας έτσι, με την αθωότητά του, μια φευγαλέα χαραμάδα φωτός μέσα στον ζόφο. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Εξαίρεση ως προς αυτό φαίνεται να αποτελεί ο Γιάννης, η μοναδική μακροχρόνια σχέση της ζωής του, που έρχεται κι αυτός να χτυπήσει την πόρτα του σήμερα. «Έχεις κάνει εξετάσεις τελευταία; Να πας για τσεκάπ, μεγαλώνεις», είναι το πρώτο που εκστομίζει ετούτο το φάντασμα του παρελθόντος. Όπως αποκαλύπτεται, ο τριανταπεντάχρονος πρώην όχι μόνο μετακομίζει μόνιμα στην Κύπρο μαζί με τον σύντροφό του, τον Θοδωρή, αλλά οι δυο τους ετοιμάζονται να παντρευτούν μέσα στο καλοκαίρι. Άλαλα τα χείλη των ασεβών, εν προκειμένω του Μιχάλη, που δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ο Γιάννης πήρε τέτοια απόφαση: «Μαλάκα, τι έχετε πάθει όλοι; Τι γάμοι και σύμφωνα και οικογένειες μου λέτε ένας-ένας; Εμείς αυτά τα κοροϊδεύαμε, το ξέχασες; Δε γίνεται να 'χετε ξεχάσει πόσο ξερνούσαμε με όλ’ αυτά: λοβοτομή σας έκαναν;». 

Ανένδοτος ο Γιάννης, υπερασπίζεται με πάθος την επιλογή του, πεπεισμένος για την ενδεδειγμένη σειρά των πραγμάτων: «Να μεγαλώσουμε μαζί. Να ταξιδέψουμε μαζί. Να γεράσουμε μαζί. Να βγούμε στη σύνταξη μαζί», ορίστε τα ζητούμενα της επικείμενης γαμήλιας ένωσης. Στο κάτω κάτω, «είναι γελοίο να νομίζεις ότι μπορείς να συνεχίσεις να είσαι είκοσι χρονών σε όλη σου τη ζωή... Κάτι πρέπει να γίνει! Κάπως να πάει παραπέρα! Δεν κουράστηκες να ζεις τη μέρα της μαρμότας;», ρωτάει εμφατικά τον Μιχάλη, λίγο προτού εξαπολύσει εναντίον του την ultra φράση-μπαμπούλα όλων των εποχών, την υπαρξιακή βόμβα μεγατόνων, σχεδιασμένη να επαναφέρει στην τάξη ακόμη και τις πιο τολμηρές, ανυπότακτες ψυχές: «Θα γεράσεις μόνος σου!». 

Τα τρένα που περνούν (και δεν ξαναγυρνούν) Facebook Twitter
Η ανακουφιστική κωμική φρεσκάδα του ηθοποιού Γιάννη Τσουμαράκη στον ρόλο του δεκαεννιάχρονου αγοριού που επισκέπτεται τον Μιχάλη για λίγο σεξ εξασφαλίζει μια προσωρινή διαφυγή από την μπαναλιτέ των προτηγανισμένων συναντήσεων που προηγήθηκαν. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Στη μεγαλύτερη διάρκεια της παράστασης, η επέλαση των κλισέ μοιάζει ατελείωτη. Το άλλοθι της αληθοφάνειας (ότι, δηλαδή, «έτσι μιλάνε οι άνθρωποι»), ένας άψυχος, επιδερμικός «ρεαλισμός», δεν αρκεί για να απαλύνει την αβάσταχτη φτώχεια της γλώσσας που επιστρατεύεται εδώ στην πιο πεζή επικοινωνιακή λειτουργία της. Με τις λέξεις εγκλωβισμένες στην πρώτη, την κυριολεκτική, σημασία τους, κάθε προοπτική πολυσημίας και βάθους εξαλείφεται ριζικά από το κείμενο: χωρίς παιχνίδι με το «αλλού», το νόημα πλήττει, μικραίνει, μαραζώνει θανάσιμα. Το «Μπλε τρένο» που ζωγράφισε ο Μιχάλης στα νιάτα του, σύμβολο της αλλοτινής επιθυμίας του να δραπετεύσει σε χώρες μακρινές, έχει τώρα μετατραπεί σε ένα βουνό από παλιοσίδερα: τετριμμένοι διάλογοι, χιλιοειπωμένες φράσεις, ατάκες-αφορισμοί, «μου θυμίζεις τη μάνα μου» ή «δε θέλω να γίνω η μάνα μου» και άλλα παρεμφερή. Η επανάληψη του οικείου σε σημείο υπερκορεσμού όχι απλώς δεν συνιστά το υλικό της τέχνης, αλλά μας φυλακίζει στο προφανές, το αυτονόητο, το μασημένο. Όσο προσεκτικά κι αν εκπονείται, μια συλλογή από γενικότητες δεν παράγει ποτέ μοναδικότητες. 

Από την καταδίκη αυτή ξεφεύγουμε μονάχα στο τελευταίο από τα τέσσερα επεισόδια, εκεί όπου η κυριαρχία του (πετυχημένου) χιούμορ, καθώς και η ανακουφιστική κωμική φρεσκάδα του ηθοποιού Γιάννη Τσουμαράκη στον ρόλο του δεκαεννιάχρονου αγοριού που επισκέπτεται τον Μιχάλη για λίγο σεξ εξασφαλίζει μια προσωρινή διαφυγή από την μπαναλιτέ των προτηγανισμένων συναντήσεων που προηγήθηκαν.

Τα τρένα που περνούν (και δεν ξαναγυρνούν) Facebook Twitter
Το υποκριτικό στυλ «δεν αντιδρώ-δεν εκδηλώνομαι-είμαι βαρύ πεπόνι» που υιοθετείται μονολιθικά από τον Σπύρο Χατζηαγγελάκη ουδέποτε μάς ευαισθητοποιεί απέναντι στις υποτιθέμενες αναζητήσεις του Μιχάλη. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Γιατί δεν είναι μόνον ο λόγος ή οι χαρακτήρες που μοιάζουν να εξήλθαν από κάποιο λυσάρι «τύπων» (η «μάνα-παστίτσιο», ο «πρώην-παντρεύομαι», η «κολλητή-θα γεράσουμε μαζί»), υπηρετώντας καλόβολα τα οφθαλμοφανή συγγραφικά σχήματα. Οι εκφερόμενοι προβληματισμοί εντυπωσιάζουν επίσης με την απλοϊκότητα τους, με τις αφελώς σχηματοποιημένες αγωνίες τους: δεν είναι το σύμφωνο συμβίωσης αυτό που σκοτώνει το παιδί μέσα μας, την «αέναη παιδικότητά» μας¹, αυτό που μας καθιστά ενήλικες ή που σηματοδοτεί το τέλος της ανεξαρτησίας μας, όπως μοιάζει να ανησυχεί ο «ασυμβίβαστος» Μιχάλης, ενόσω εξοργίζεται με τον Γιάννη ή αντιστέκεται στις νουθεσίες των οικείων του να «μεγαλώσει» και να «σοβαρευτεί». 

Δεν είναι ο γάμος ή ο μη-γάμος –οποιοδήποτε «οριστικό βήμα ενηλικίωσης»²– αυτό που καθορίζει το γίγνεσθαι, την εξέλιξη, την πολλαπλότητα, την ανοιχτότητα των υποκειμένων, που περιορίζει ή αυξάνει τις δυνατότητες του επιθυμείν, του αισθάνεσθαι, του συνδέεσθαι με τους άλλους και με τον κόσμο. Το αναμάσημα παρόμοιων μικροαστικών ψευδοδιλημμάτων καταφέρνει μόνο να μεθοδεύει εκ νέου την υποταγή μας σε παραπλανητικές φούσκες και πλαστά αδιέξοδα. «Ζήσε τη ζωούλα σου όπως θες», λέει ο χαριτωμένος νεαρός στον μπλοκαρισμένο Μιχάλη, ανοίγοντας έτσι, με την αθωότητά του, μια φευγαλέα χαραμάδα φωτός μέσα στον ζόφο. 

Τα τρένα που περνούν (και δεν ξαναγυρνούν) Facebook Twitter
Ο Γιώργος Μπένος ως μέλος των μουτζαχεντίν της σοβαρότητας και αδέκαστος υπασπιστής της νομοτέλειας των πραγμάτων. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης
Τα τρένα που περνούν (και δεν ξαναγυρνούν) Facebook Twitter
Εξοικειωμένος με το ανακριτικό στυλ της, ο Μιχάλης παραμένει ψύχραιμος και ασυγκίνητος σε όλες τις επιθέσεις νοιαξίματος που εκείνη εξαπολύει εναντίον του. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Το υποκριτικό στυλ «δεν αντιδρώ-δεν εκδηλώνομαι-είμαι βαρύ πεπόνι» που υιοθετείται από τον Σπύρο Χατζηαγγελάκη ουδέποτε μάς ευαισθητοποιεί απέναντι στις υποτιθέμενες αναζητήσεις του Μιχάλη, ενώ περισσότερο πειστικός αποδεικνύεται ο Γιώργος Μπένος ως μέλος των μουτζαχεντίν της σοβαρότητας και αδέκαστος υπασπιστής της νομοτέλειας των πραγμάτων. Η Λουκία Πιστιόλα προσδίδει μια αύρα αυθεντικότητας στον, κατά τα λοιπά, ευκόλως αναγνώσιμο ρόλο της μάνας-«γύρνα-κοντά-μας». Τέλος, η σκηνοθεσία, συρρικνωμένη σε ένα ανέμπνευστο mise en place, επιτείνει απλώς την αίσθηση ρηχότητας και προχειρότητας που διακρίνει το σύνολο του εγχειρήματος.

[1, 2]. Από το σημείωμα του συγγραφέα στο δελτίο Τύπου της παράστασης.  

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Blue Train» εδώ. 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Οι Αθηναίοι / Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τους ανθρώπους με αναπηρία, η Βασιλική Δρίβα περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και τις χαρές, και μπορεί πλέον να δηλώνει, έστω δειλά, πως είναι ηθοποιός. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ξαναγράφοντας τον Ίψεν

Θέατρο / Ο Ίψεν στον Πειραιά, στο μουράγιο

«Δεν είναι εύκολο να είσαι ασυμβίβαστη. Όπως δεν είναι εύκολο να ξαναγράφεις τον Ίψεν» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Εχθρός του λαού» σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Lifo Videos / «Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Η ηθοποιός Παρασκευή Δουρουκλάκη μιλά για την εμπειρία της με τον Πέτερ Στάιν, τις προσωπικές της μάχες με το άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και για το θέατρο ως διέξοδο από αυτές.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Θέατρο / Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Από τον ρόλο της Μάσα στην πραγματική ζωή, από το Ηράκλειο όπου μεγάλωσε μέχρι τη ζωή με τους ανθρώπους του θεάτρου, από τον φόβο στην ελευθερία, η ζωή της Μαρίας Σκουλά είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος που όμως την οδήγησε σε κάτι δυνατό και φωτεινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Θέατρο / Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Μέσα από την εναλλαγή αφηγήσεων, εμπειριών, αναπαραστάσεων, χορού, βίντεο και ήχου, η παράσταση του Γιώργου Βαλαή αναδεικνύει τις διαφορές αλλά και τις συνδέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυο διαφορετικών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρομέο Καστελούτσι: «Όπου παρεμβάλλεται το κράτος, δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εναντίον του κράτους και το κράτος εναντίον του έρωτα».

Θέατρο / Ρομέο Καστελούτσι: «Πάντα κάποιος πολεμά τον έρωτα. Και οι εραστές είναι πάντα τα θύματα»

Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, λίγο πριν επιστρέψει στην Αθήνα και στη Στέγη για να παρουσιάσει τη «Βερενίκη» του, μας μίλησε για τον έρωτα, τη γλώσσα και τη μοναξιά, την πολιτική και την ανυπέρβλητη Ιζαμπέλ Ιπέρ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
CHECK How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της συστημικής ιστορίας

Θέατρο / How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της Iστορίας

Σκηνοθετημένη από έναν νέο δημιουργό, η παράσταση που βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη επιχειρεί έναν διάλογο με μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αγορίτσα Οικονόμου

Αγορίτσα Οικονόμου / «Πέφτω να κοιμηθώ και σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει καλά»

Βρέθηκε να κυνηγάει το όνειρο της υποκριτικής, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, αλλά με τη βεβαιότητα ότι δεν ήθελε ποτέ να μείνει με την απορία «γιατί δεν το έκανα;». Μέσα από σκληρή δουλειά και πολλούς μικρούς ρόλους, κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην τέχνη, στον οποίο προχωρά και αισθάνεται τυχερή. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ 

Θέατρο / «Αν κλάψω με ένα έργο, είμαι σε καλό δρόμο»

Ο Χρήστος Θεοδωρίδης, που έχει σκηνοθετήσει με επιτυχία δύο έργα φέτος, του Βιριπάγιεφ και της Αναγνωστάκη, εξηγεί γιατί τον ενδιαφέρουν τα κείμενα που μιλάνε στον άνθρωπο σήμερα, ακόμα κι αν σε αυτά ακούγονται ακραίες απόψεις που ενοχλούν και τον ίδιο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Να είσαι γκέι στη Νέα Υόρκη

Θέατρο / «Η Κληρονομιά μας»: Τι αποκομίσαμε από την εξάωρη παράσταση στο Εθνικό

«Μία ποπ queer saga, παραδομένη πότε στη μέθη των κοκτέιλ Μανχάταν και πότε στο πένθος μιας αλησμόνητης συλλογικής απώλειας» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το πολυβραβευμένο έργο του Μάθιου Λόπεζ, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Γιάννη Μόσχο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη

Θέατρο / «Έχω νιώσει ακατάλληλος και παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα στο θεατρικό τοπίο που αλλάζει»

Με αφορμή το έργο του Μπέρνχαρντ «Η δύναμη της συνήθειας», ο Γιάννος Περλέγκας μιλά με ταπεινότητα και πάθος για το θέατρο, με το οποίο συνεχίζει να παλεύει και που διαρκώς τον νικά. Αυτό, όμως, είναι που τον κρατά ζωντανό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Άρης Χριστοφέλλης

Όπερα / «Ακόμα και όσοι θαυμάζουν σχεδόν ειδωλολατρικά την Κάλλας, λίγα γνωρίζουν για την τέχνη της»

Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, επιστημονικός σύμβουλος του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η θρυλική σοπράνο παραμένει μια ανυπέρβλητη καλλιτέχνιδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Θέατρο / Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Ποια είναι τα προσωπικά της στοιχήματα και ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού - η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτή τη θέση από το 1994.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η Κληρονομιά μας, ένα πανόραμα της και της ιστορίας των γκέι ανδρών

Θέατρο / «Η κληρονομιά μας»: Η ιστορία της gay κοινότητας γίνεται ένα συγκινητικό θεατρικό έργο

Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετεί το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Μάθιου Λόπεζ, ένα έργο με αφετηρία την γκέι ζωή που αφορά την αγάπη και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, είτε ομόφυλες είτε ετερόφυλες, τα όνειρα, τους φόβους και τα ματαιωμένα σχέδια. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ