Φωτ.: Η Μαίρη Αρώνη στο ρόλο της Λιούμποφ Αντρέγιεβνα με τον Θόδωρο Μορίδη (Συμεόνοφ Πίστσικ), Άγγελο Γιαννούλη (Φιρς) και Νίκο Φιλιππόπουλο (Γιάσα), στον Βυσσινόκηπο του ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1969, σε σκηνοθεσία Λυκούργου Καλλέργη
Είναι Μάιος και οι βυσσινιές έχουν ανθίσει. Δώδεκα άτομα συγκεντρώνονται στο κτήμα της Λιούμποφ, στην εξοχή. Μαζί θα περάσουν τους επόμενους μήνες, μέχρις ότου ο ξακουστός βυσσινόκηπος της οικογένειας χαθεί οριστικά λόγω ανεξόφλητων χρεών.
Τους παρακολουθούμε να σμίγουν και να χωρίζουν, να γλεντούν και να δακρύζουν, να ονειρεύονται και ν' απελπίζονται. Όλοι τους, είτε κάνουν κάτι γι' αυτό είτε όχι, ζουν υπό τον ίσκιο της επερχόμενης απώλειας. Όλοι (σχεδόν) επιθυμούν να σώσουν τον βυσσινόκηπο, εφόσον θεωρούν πως το περίφημο αυτό κτήμα έχει μια σημαντική αξία –οικονομική, συναισθηματική, κοινωνική, ιστορική– την οποία λαχταρούν να διαφυλάξουν.
Για τον καθένα ενσαρκώνει κάτι διαφορετικό. Για τη Λιούμποφ και τον αδελφό της τον Γκάγιεφ είναι η ζωή τους όλη: οι αναμνήσεις, η μητέρα κι ο πατέρας τους, τα ανέμελα νιάτα τους, τότε που δεν υπήρχαν δάνεια και τόκοι και χρέη, δυσάρεστα πράγματα που τώρα απειλούν να καταστρέψουν αυτό το θαύμα που γεννήθηκε από τη φύση και την ανθρώπινη φροντίδα.
Για τη Βάρια, την υιοθετημένη κόρη της Λιούμποφ, ο βυσσινόκηπος είναι το τοπίο, οι ήχοι και οι μυρωδιές της καθημερινότητάς της, άρρηκτα συνυφασμένα με την υπαρξιακή ασφάλειά της.
«Αν οι "Τρεις αδελφές" μιλούν για τη ζωή που ζούμε ενώ δεν πηγαίνουμε στη Μόσχα, ο "Βυσσινόκηπος" μιλά για τη ζωή που κάνουμε ενώ πρέπει ν' αποχαιρετήσουμε τα δέντρα» γράφει εύστοχα, όπως πάντα, ο Ρίτσαρντ Γκίλμαν.
Για τον Λοπάχιν, το φτωχό χωριατόπαιδο που έγινε πρόσφατα πάμπλουτος επιχειρηματίας, ρούβλια κρέμονται από τα κλαδιά των βυσσινόδεντρων: βλέπει σ' αυτόν μια πολλά υποσχόμενη έκταση γης που μπορεί να τεμαχισθεί και να πουληθεί κομμάτι-κομμάτι σε ενδιαφερόμενους παραθεριστές. Για τον Τροφίμοφ, τον «αιώνιο φοιτητή», ο βυσσινόκηπος είναι το σύμβολο της καταπίεσης των γαιοκτημόνων που αγόραζαν και πουλούσαν ανθρώπους, ένα απομεινάρι μιας φριχτής εποχής που πρέπει να ξεριζωθεί για να προχωρήσει η Ρωσία μπροστά.
Για τον Φιρς, τον υπερήλικο υπηρέτη, αντιθέτως, είναι ακριβώς εκείνη η εποχή την οποία νοσταλγεί κι εύχεται να μην είχε τελειώσει ποτέ.
Όλες αυτές οι αντιλήψεις δεν παρουσιάζονται ως αντικρουόμενα μανιφέστα κατά του «κακού» καπιταλισμού ή υπέρ του αριστοκρατικού τρόπου ζωής που εξαφανίζεται μπροστά στη νέα τάξη πραγμάτων. Υπάρχουν όλες αυτές οι εντάσεις στο έργο, όμως το κείμενο ξεπερνάει πάσης φύσεως ιδεολογικές απλουστεύσεις και απλώνεται μπροστά μας ως ένα πολύβουο μωσαϊκό κραυγών και ψιθύρων, γέλιων κι αναστεναγμών, αλλόκοτων ήχων και ξέφρενων χορών.
«Αν οι "Τρεις αδελφές" μιλούν για τη ζωή που ζούμε ενώ δεν πηγαίνουμε στη Μόσχα, ο "Βυσσινόκηπος" μιλά για τη ζωή που κάνουμε ενώ πρέπει ν' αποχαιρετήσουμε τα δέντρα» γράφει εύστοχα, όπως πάντα, ο Ρίτσαρντ Γκίλμαν.
Ενώ πρέπει να αποχαιρετήσουμε τα δέντρα λοιπόν, η Σαρλότα επιδίδεται στα ταχυδακτυλουργικά της, ο Επιχόντοφ σκοντάφτει στα έπιπλα, ο γερο-Φιρς μονολογεί, ένας πλάνητας εισβάλλει από το πουθενά, στη σάλα χορεύουν υστερικά, η Βάρια κλαίει ήσυχα, η Άνια θαμπώνεται από τον Τροφίμοφ και η Λιούμποφ λαμβάνει τηλεγραφήματα από τον εραστή της στο Παρίσι.
Ο «Βυσσινόκηπος» δεν έχει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια της λέξης, είναι μάλλον ένα «θεατρικό ποίημα για την οδύνη της αλλαγής», μια σειρά επεισοδίων που στροβιλίζονται γύρω από τον άξονα της απώλειας, της ζωής που συνεχίζεται άτσαλα και λυπητερά και εύθυμα, ακόμη κι όταν πλησιάζει η ώρα να εγκαταλείψουμε αυτό που ξέρουμε, το οικείο και αγαπημένο, επειδή αυτό έχει πλέον γίνει βαρίδι κι εμπόδιο στην εξέλιξή μας.
― Απόσπασμα από κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα στη LIFO
Μετάφραση: Λυκούργος Καλλέργης
Ραδιοσκηνοθεσία: Κώστας Μπάκας
Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Ζουγανέλης
Παίζουν: Μαίρη Αρώνη, Άννα Αδριανού, Σοφία Κακαρελίδου, Θάνος Καληώρας, Γιάννης Μόρτζος, Γιώργος Μοσχίδης, Τζέση Παπουτσή, Πέτρος Φυσσούν, Μίμης Χρυσομάλλης, Ιάκωβος Ψαράς κ.α.
σχόλια