Φέρετρο ή κιβούρι; Στο διάολο ή σιχτίρ; Και τι είναι αυτή η «μιλιά» του ποταμού που ακούγεται στη σελίδα 162; Χαμένος μέσα στα διλήμματα της μετάφρασης ο Μένης Κουμανταρέας ετοίμαζε τη δική του πρόταση για το «Καθώς ψυχορραγώ» του Φώκνερ αρκετούς μήνες πριν από την τελική κυκλοφορία στον «Κέδρο» το 1970. Ο Αμερικανός συγγραφέας υπήρξε άλλωστε «σκάνδαλο» για πολλούς συνοδοιπόρους του Έλληνα μυθιστοριογράφου, οι οποίοι είδαν στον εσωτερικό μονόλογο και την αυτόματη συνειδησιακή γραφή του την επικράτηση της τεχνικής πάνω στην υπόθεση. Διόλου τυχαίο ότι ο Φώκνερ θα μεταφραστεί περισσότερο από κάθε άλλον ξένο πεζογράφο –μαζί ίσως με τον Κάφκα- από Έλληνες ομοτέχνους: Κοσμάς Πολίτης («Άγρια φοινικόδεντρα»), Κωστούλα Μητροπούλου («Άνυδρος Σεπτέμβρης»), Άρης Αλεξάνδρου («Οι αδούλωτοι»), Νίκος Μπακόλας («Βουή και πάθος», «Ένα ρόδο για την Έμιλι»), Παύλος Μάτεσις («Η βουή και η μανία»).
Η ιστορία ενός από τα κορυφαία μυθιστορήματα του 20ού αιώνα –γραμμένο μία ημέρα πριν από το Κραχ του 1929- είναι ένα γεγονός τετριμμένο όσο και αποκαλυπτικό: η περιπετειώδης προσπάθεια της αγροτικής οικογένειας Μπάντρεν να μεταφέρει τη νεκρή σύζυγο και μητέρα πίσω στην πόλη της καταγωγής της (Τζέφερσον). Στα χέρια του Φώκνερ μεταμορφώνεται σε τοιχογραφία με την τεχνική του κυβισμού: ένα ψηφιδωτό σε 59 κεφάλαια από 15 αφηγητές. Η απληστία και η αθωότητα, η απομάκρυνση από τις ρίζες, η εισβολή του πολιτισμού στην επαρχία, όλα εμπλέκονται σε αυτό το «επικό, τραγικό και συνάμα γελοίο» ταξίδι, σύμφωνα με τον μεταφραστή. Τις «ηδονικές» δυσκολίες ενός τέτοιου κειμένου επισημαίνει πρώτος ο Κουμανταρέας στον πρόλογό του. Γνωρίζει ότι πρέπει να διασχίσει και ο ίδιος με τις λιγότερες απώλειες τη φωκνερική επικράτεια: τους λαϊκούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς του αμερικανικού Νότου, την πρωτοποριακή γραφή και συγχρόνως τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης, τις χρονικές ανακολουθίες και την πυκνή συντακτική δομή.
Κι όμως, καταφέρνει να παραδώσει 15 «ασκήσεις ύφους» από 15 φωνές μέσα στην ίδια αφήγηση. Εκεί όπου συγκρούονται αρμονικά το ποιητικό με το ρεαλιστικό στοιχείο, η «λαϊκή μιλιά» και η «γλαφυρή ρητορεία». «Άφησα τη γλώσσα να εξελιχθεί καταπώς θα μιλιόταν από έναν απλό μέσο άνθρωπο στις κωμοπόλεις και στα χωριά μας, χωρίς να ξεχνώ πάντα πως βασικά πρόκειται για μια οικογένεια αγροτών... Βασικά δε θέλησα ν' απομακρυνθώ από ένα ύφος απλοϊκό και συνάμα λόγιο που χαρακτηρίζει τον πεζό λόγο του Φώκνερ...». Για την ιστορία, ο Κουμανταρέας αφιερώνει τη μετάφρασή του στον φίλο, ο οποίος τον βοήθησε και τον παρακίνησε «με την αγάπη του και με το ένστικτό του για τούτο το βιβλίο»: στον Λευτέρη Βογιατζή.
Ο δευτερότοκος της οικογένειας, Νταρλ, θυμάται την παιδική του ηλικία
«Όταν ήμουν μικρό παιδί, πρωτόμαθα πόσο γευστικότερο γίνεται το νερό σαν έχει μείνει κομμάτι μέσα σε κουβά από κέδρο. Χλιαρό προς δροσερό, μ' ανεπαίσθητη γεύση – ίδιο το άρωμα ζεστού αέρα τον Ιούλη μεσ' από κέδρους. Πρέπει να μείνει έξι ώρες τουλάχιστον και να πιωθεί από φλασκί. Το νερό δεν πρέπει να πίνεται ποτέ από μέταλλο.
Κι ακόμα καλύτερα τις νύχτες. Ξάπλωνα σ' αχυρένιο στρώμα στο διάδρομο περιμένοντάς τους ωσότου κοιμηθούν όλοι, έπειτα σηκωνόμουν και ξαναγύριζα στο μαστέλο. Μαύρος ο κάδος, το σανίδι μαύρο, η ακύμαντη επιφάνεια του νερού ένα στρόγγυλο χάσμα στην ανυπαρξία, όπου, προτού την αναταράξω ξυπνώντας την μες στο κανάτι, μπόραγα ίσως να δω κανένα αστέρι ή δυο μες στο μαστέλο και ίσως μες στο κανάτι κανένα αστέρι ή δυο προτού το πιω. Ύστερα έριξα μπόι, αντρώθηκα. Τότες περίμενα μέχρι να πλαγιάσουν όλοι, για να μπορώ να μένω ξαπλωμένος, με την άκρια της πουκαμίσας μου ανασηκωμένη, ακούοντάς τους βυθισμένους σε ύπνο, νιώθοντας εμένα τον ίδιο χωρίς ν' αγγίζομαι, νιώθοντας τη δροσερή σιωπή να φυσάει πάνω στα μεριά μου και βασανίζοντας το μυαλό μου να βρω αν πέρα εκεί μες στο σκοτάδι ο Κας έκανε και αυτός το ίδιο, κι αν είχε αρχίσει να το κάνει τα τελευταία δυο χρόνια, προτού θελήσω είτε μπορέσω να το κάνω κι εγώ».
Ο εσωτερικός μονόλογος –εξού και η έλλειψη σημείων στίξης- της μοναχοκόρης των Μπάντρεν, Ντιούη Ντελ
«Όταν κοιμόμουν στο ίδιο κρεβάτι με τον Βάρνταμαν είδα κάποτες έναν εφιάλτη θαρρούσα πως ήμουν ξυπνή όμως δεν μπόραγα να δω ούτε να νιώσω το κρεβάτι μου και δεν μπόραγα να σκεφτώ τι ήμουν δεν μπόραγα να σκεφτώ τ' όνομά μου δεν μπόραγα καν να σκεφτώ ότι είμαι κοπέλα δεν μπόραγα ούτε να σκεφτώ είμαι ούτε να σκεφτώ πως ήθελα να ξυπνήσω ούτε να θυμηθώ τι είναι το αντίθετο του να ξυπνά κανείς για να μπορέσω να το κάνω καταλάβαινα πως κάτι έτρεχε αλλά δεν μπόραγα ούτε να σκεφτώ το χρόνο και τότες άξαφνα εντελώς κατάλαβα πως ήταν κατιτίς ήταν ο αγέρας που με φυσούσε ήταν θαρρείς κι ο αγέρας ερχόταν να με σπρώξει από κει που δεν ήμουν φυσώντας το δωμάτιο και τον Βάρνταμαν που κοιμόταν κι όλους τους άλλους ξανά από κάτω μου θαρρείς κι ήταν ένα κομμάτι δροσερό ύφασμα μεταξωτό καθώς περνούσε ξυστά μέσ' απ' τα γυμνά μου ποδάρια».
Ο γείτονας των Μπάντρεν, Βέρνον Ταλ, που παραστέκεται στα βάσανά τους. Η Κόρα είναι η σύζυγός του
«Σα γύρισα να κοιτάξω το μουλάρι μου ήταν θαρρείς και το 'βλεπα σαν μέσα από την ανάποδη από κιάλια, μπόραγα και το τηρούσα να στέκει εκεί, κι αγνάντευα όλο τον απέραντο κάμπο και το σπιτικό μου βγαλμένο μεσ' απ' τον ιδρώτα μου θαρρείς όσος περισσότερος ίδρωτας τόσο περισσότερη γης. κι όσο περσότερος ίδρωτας τόσο περισσότερο το σπίτι γιατί ταιριάζει στην Κόρα να 'χει ένα σπιτικό στέρεο για να κρατάει την Κόρα καθώς η δροσερή πηγή μια στάμνα γάλα: γιατί χρειάζεται να 'χεις μια δυνατή πηγή για να 'χεις στέρεη στάμνα, γιατί έτσι κι έχεις πηγή καλή αυτό σου δίνει όρεξη να 'χεις στέρεες, καλοφτιαγμένες στάμνες, γιατί ξινό για όχι, έχεις να κάνεις με το δικό σου γάλα, γιατί βέβαια προτιμάς να 'χεις γάλα που να ξινίζει παρά να μην έχεις καθόλου γάλα, κι αυτό επειδής είσαι άντρας».
Στη μία και μοναδική αφήγησή της η «νεκρή» Άντυ Μπάντρεν εξιστορεί τη γνωριμία της με τον Ανς
«Το λοιπόν έτσι πήρα τον Ανς. Και όταν κατάλαβα πως ήμουν έγκυος στον Κας, ένιωσα το πως να ζει κανείς είναι κάτι το τρομαχτικό και να την η απάντηση. Τότες έμαθα για πρώτη φορά πως τα λόγια δε φελάνε κι ότι δεν είναι τρόπος οι λέξεις να κολλήσουν πουθενά οτιδήποτε κι αν είναι αυτό που πασχίζουν να το εκφράσουν. Όταν ο Κας γεννήθηκε κατάλαβα ότι η λέξη μητρότητα εφευρέθηκε από κάποιον που ήθελε σώνει και καλά να της δώσει ένα όνομα γιατί όσοι κατέχουν τα παιδιά πεντάρα δε δίνουν αν υπάρχει μια λέξη γι' αυτά ή όχι. Κατάλαβα ότι ο φόβος εφευρέθηκε από κάποιον που ποτές του δεν απόχτησε φόβο. περηφάνια που δεν υπερηφανεύτηκε ποτέ. Τότε κατάλαβα πως δεν ήταν επειδής ήσαν βρώμικα και μυξιασμένα, αλλά ότι ο λόγος ήταν πως ήμασταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον με μέσο τις λέξεις σαν τις αράχνες που κρεμασμένες σε δοκάρι απ' το στόμα τους ταλαντεύονται στο κενό, γυρνοφέρνοντας δίχως ν' αγγίζονται ποτές τους, και πως μόνο με τα χτυπήματα της βέργας μπόραγε το αίμα μου και το αίμα τους να τρέξει αντάμα στο ίδιο το αυλάκι. Ένιωσα τότες πως η μοναξιά μου δεν ήταν ανάγκη να παραβιάζεται, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, μα πως μέχρι τη μέρα που γέννησα τον Κας δεν είχε ποτές της παραβιαστεί, ούτε καν απ' τον ίδιο τον Ανς τις νύχτες.
Ο Άρμστιντ φιλοξενεί στο υποστατικό του την οικογένεια Μπάντρεν μαζί με το κιβούρι
«Κάπου γύρω στις εννιά ο καιρός πήρε να ζεσταίνει. Τότες δα βλέπω και το πρώτο κοράκι – ένεκα η υγρασία, λέω. Όπως και να 'χει το πράγμα δεν τα πρόσεξα παρά σαν ο ήλιος είχε πια ψηλώσει. Και ήταν ευχής έργον που τ' αεράκι δε φύσαγε κατά το σπίτι, έτσι αργοπόρησαν κομμάτι, θα 'χε πια προχωρήσει η μέρα. Όμως δεν είχα προκάμει να τα δω όταν μου φάνηκε πως άρχισα κιόλας να μυρίζω την αποφορά ως πέρα κάτω στο χωράφι μου μακριά κάπου ένα μίλι. και μόνο που τα 'βλεπα, αυτό μου 'φτανε. Κι αυτά να κόβουν ολοένα τις γυροβολιές τους σαν για να δείξουν σ' ολο τον ντουνιά το τι εγώ είχα φυλαγμένο μέσα στο στάβλο μου.... Θα 'πρεπε να 'σαν καμιά ντουζίνα από δαύτα, κουρνιασμένα πάνω στο δοκάρι της στέγης του στάβλου, και ο μικρός να 'χει πάρει καταπόδι ένα από δαύτα θαρρείς κι είχε να κάνει με καμιά γαλοπούλα, και κάθε που πήγαινε να το πιάσει, το πουλί υψωνόταν ξεφεύγοντάς του με τέχνη. ώσπου τελικά πήγε εκεί όπου ο μικρός το 'χε βρει, θρονιασμένο πάνω στο κιβούρι».
INFO
Η παράσταση «Καθώς ψυχορραγώ», στη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα, ανεβαίνει σε σκηνοθεσία της Σοφίας Φιλιππίδου στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, από τις 20 Φεβρουαρίου.
Παίζουν: Σοφία Φιλιππίδου, Κώστας Βασαρδάνης, Μιχάλης Καλιότσος, Έλενα Μεγγρέλη, Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης και Μορφέας Παπουτσάκης
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη. Ώρα έναρξης: 21.00.
Πληροφορίες: Τηλ.: 2108217877
Τιμές εισιτηρίων: 15€, 10€ μειωμένο