«Ο Γλάρος»: Νευρωτικοί εραστές σε ένα πείραμα που δεν λειτουργεί

«Ο Γλάρος»: Νευρωτικοί εραστές σε ένα πείραμα που δεν λειτουργεί Facebook Twitter
Υπάρχουν στιγμές που καταφέρνουμε να «ακούσουμε» μια σημαντική φράση και να προβούμε σε σκέψεις για τον ήρωα και τον ψυχισμό του. Αυτό όμως συμβαίνει σπάνια και κρατάει ελάχιστα. © Δημοσθένης Γρίβας
0

Είτε νέοι και άγουροι είτε ώριμοι και έμπειροι, οι ήρωες του Γλάρου ονειρεύονται τον έρωτα: τον κυνηγούν, τον εξυμνούν, τον αποθεώνουν, ακόμα και τη ζωή τους θυσιάζουν για χάρη του. Ο Μεντβεντένκο αγαπά τη Μάσα, εκείνη όμως θέλει διακαώς τον Κονσταντίν, ο οποίος λιώνει για τη Νίνα, που με τη σειρά της λαχταρά τον Τριγκόριν, που είναι υποταγμένος στην Αρκάντινα, και δεν έχει τέλος αυτός ο χορός κεραυνοβολημένων εξομολογήσεων, πονεμένων αναστεναγμών και μαζοχιστικών προσκολλήσεων.


Εν μέρει, όλη τούτη η ρομαντική υπερβολή οφείλεται στην καλλιτεχνική φύση των περισσοτέρων: ο Κονσταντίν αναζητεί τη φωνή του γράφοντας θεατρικά έργα, ενώ η Νίνα αποτολμά την πρώτη της εμφάνιση ως ηθοποιού. Στον αντίποδα, ο Τριγκόριν θεωρείται καταξιωμένος συγγραφέας και η Αρκάντινα μια διάσημη κυρία του ρωσικού θεάτρου.


Η ευερέθιστη φαντασία πολλαπλασιάζει τις ταραχές της καρδιάς. Απομονωμένοι στην εξοχή, μακριά από τους αντιπερισπασμούς της μεγαλούπολης, οι ήρωες του Γλάρου διαθέτουν αναπόφευκτα περισσότερο χρόνο για παιχνίδια, ερωτικά ή άλλα, στα οποία επιδίδονται προκειμένου να νικήσουν την πλήξη. Αφημένοι να αυτοσχεδιάζουν εκεί όπου τίποτα δεν συμβαίνει, οι τσεχοφικοί ήρωες φιλοσοφούν, ερωτοτροπούν, με λίγα λόγια κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν με τα γυμνά χέρια και τις μελαγχολικές διαθέσεις τους.

Ξεχάστε κάθε ρεαλιστική λογική υπόγειων ρευμάτων, πλάγιων βλεμμάτων, υπονοούμενων και σιωπηλής οδύνης: εδώ όλα «μεγαλώνουν», οι κινήσεις υπερτονίζονται, τα εμπόδια μεγεθύνονται, πολλαπλασιάζονται, η σωματικότητα της φάρσας διεκδικεί κι αυτή μια θέση στο γκρίζο εξοχικό τοπίο. 

Δεν υπάρχουν εδώ «σημαντικά» γεγονότα: ένας γιος παραπονιέται για την εγωπαθή μητέρα του, ένας επιστάτης γκρινιάζει για τα άλογα, ένας δάσκαλος τρέχει πίσω από τη φούστα της αδιάφορης συζύγου του, ένας φιλάσθενος συνταξιούχος θρηνεί για τη χαμένη νιότη του... Η άγαρμπη «φουτουριστική» παράσταση που ανεβαίνει στο ξύλινο θεατράκι δίπλα στη λίμνη καταλήγει σε διαπληκτισμούς και απογοητεύσεις.


Ο Τσέχοφ αντιδρά στην κυρίαρχη αντίληψη της εποχής του ότι μόνο τα γεγονότα υψηλής δραματικής –και συνήθως κούφιας– έντασης δικαιούνται μια θέση στη σκηνή. Ανοίγει διάπλατα τις κουρτίνες για να υποδεχτεί τα μικρά και τα αθόρυβα, αυτά που δεν εκρήγνυνται με λάμψη, που δεν κυλάνε στο αίμα. Εξορίζει κάθε επεισόδιο που θα εντυπωσίαζε εγγυημένα τους θεατές. Ο πυροβολισμός του γλάρου, ο γάμος της Μάσα, η ερωτική συνεύρεση της Νίνας και του Τριγκόριν, ο χωρισμός τους, η απώλεια του μωρού, όλα αυτά τα μαθαίνουμε εκ των υστέρων, και τα απορροφούμε σε άλλες, χαμηλότερες θερμοκρασίες. Όχι, το αποτέλεσμα δεν είναι η ψυχρότητα της αποστασιοποίησης αλλά ο επαναπροσδιορισμός του οικείου. Αυτού που συμβαίνει καθημερινά γύρω μας, μας περιβάλλει με αυξομειούμενη ροή, άνθρωποι σε σύγχυση, με εμμονές που μοιάζουν γελοίες, που ανοίγουν τα φτερά τους και τα χτυπάνε στην πρώτη γωνία, που επιθυμούν τους ακατάλληλους ανθρώπους, που δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του έρωτα ή πώς να χαράξουν την πορεία τους στη ζωή.

«Ο Γλάρος»: Νευρωτικοί εραστές σε ένα πείραμα που δεν λειτουργεί Facebook Twitter
Οι διάλογοι αποδυναμώνονται, η συγκέντρωσή μας το ίδιο, ενώ στην πραγματικότητα τίποτε απ' όλα αυτά δεν είναι ούτε αστείο ούτε ευρηματικό – οι απόπειρες θυμίζουν ατυχή ανέκδοτα με τα οποία κανένας δεν γελάει.

Ο Τσέχοφ χαρακτήρισε τον Γλάρο κωμωδία – όπως και τον Βυσσινόκηπο.


Πώς μπορεί να είναι κωμικό ένα έργο που τελειώνει με αυτοκτονία;


Προφανώς ο χαρακτηρισμός δεν αφορά την πλοκή αλλά τον κυρίαρχο τόνο: το αίσθημα που διαπερνάει όσα λέγονται, όσα πράττονται, όσα μένουν μετέωρα. Και ο τόνος αναδύεται πότε τρυφερός και χαριτωμένος, πότε κοροϊδευτικός κι ανάλαφρος, πότε θλιμμένος και σπαρακτικός, ποτέ όμως ζοφερός. Όποτε τα πράγματα τείνουν να αποκτήσουν αβάσταχτο βάρος, υπονομεύονται. Μια ωμή ερωτική απόρριψη ακολουθείται από σνιφάρισμα καπνού και πρόβλεψη καιρού. Ένα περιπαθές εγκώμιο διακόπτεται από ήχους ροχαλητού. Αυτό που μένει κυρίως στον θεατή δεν είναι η συντριβή από την αυτοκτονία του Τρέπλιεφ: είναι η συγκίνηση για τη δύναμη της Νίνας, του νεαρού γλάρου που λαβώθηκε θανάσιμα, αλλά συνεχίζει ευσυνείδητα την πορεία του. Με αυτή την έννοια είναι κωμωδία το έργο: όχι επειδή προσφέρει γέλιο αλλά επειδή κρύβει ενθάρρυνση κι ελπίδα.


Την κωμική διάσταση επιχείρησε να αναδείξει ο Γιάννης Χουβαρδάς, επιλέγοντας μια εξπρεσιονιστική αισθητική, κυρίως όσον αφορά το παίξιμο των ηθοποιών. Ξεχάστε κάθε ρεαλιστική λογική υπόγειων ρευμάτων, πλάγιων βλεμμάτων, υπονοούμενων και σιωπηλής οδύνης: εδώ όλα «μεγαλώνουν», οι κινήσεις υπερτονίζονται, τα εμπόδια μεγεθύνονται, πολλαπλασιάζονται, η σωματικότητα της φάρσας διεκδικεί κι αυτή μια θέση στο γκρίζο εξοχικό τοπίο.

«Ο Γλάρος»: Νευρωτικοί εραστές σε ένα πείραμα που δεν λειτουργεί Facebook Twitter
Ο Τσέχοφ χαρακτήρισε τον Γλάρο κωμωδία – όπως και τον Βυσσινόκηπο. Πώς μπορεί να είναι κωμικό ένα έργο που τελειώνει με αυτοκτονία;


Το πείραμα όμως δεν λειτουργεί. Ίσως επειδή δεν εκτελείται σωστά. Νευρωτικοί εραστές περπατάνε πάνω-κάτω καταναλώνοντας τη μισή τους ενέργεια για να διασχίσουν την τεράστια σκηνή του θεάτρου, την ίδια στιγμή που το νόημα των λόγων τους σκορπίζει στους πέντε ανέμους. Ένα σύννεφο από μικροδράσεις θολώνει την προσπάθεια επαφής μας με το κείμενο. Μια ηθοποιός που σκύβει και «κρύβεται» από το κοινό (εις τριπλούν), μια άλλη που λέει «υποφέρω» και τυλίγεται μέχρι να πάθει ασφυξία: η αγωνία μήπως τυχόν ειπωθεί φράση χωρίς «συνοδευτικό» τρυπώνει παντού και διαρκώς.

Και, φυσικά, ανώτερη όλων, η μεγαλειώδης κουρτίνα: ένα τεράστιο διαφανές κομμάτι πλαστικού που χωρίζει τη σκηνή στα δύο. Στις τρεις πρώτες πράξεις οι ηθοποιοί συμπεριφέρονται λες και έχουν λάβει αυστηρή σκηνοθετική οδηγία: «κάνε ό,τι θες, αρκεί να συμπεριλάβεις την κουρτίνα». Έτσι, διαδοχικά ή ανά ζεύγη, ξαπλώνουν επάνω της, σκουντουφλάνε επάνω της, κολλάνε επάνω της, σκαρφαλώνουν επάνω της, τσουλάνε επάνω της, πνίγονται μαζί της και ό,τι άλλο μπορεί να κάνει άνθρωπος και πλαστικό το εκτελούν ενώπιόν μας. Επιπλέον, σαν να μην έφτανε αυτό, επιμένουν να μιλούν εξ αποστάσεως, ο ένας στη μια άκρη και ο άλλος στην άλλη, πάντα με την κουρτίνα ανάμεσά τους: πόσο πιο προφανές; Η επικοινωνία τους συναντά εμπόδια.


Οι διάλογοι αποδυναμώνονται, η συγκέντρωσή μας το ίδιο, ενώ στην πραγματικότητα τίποτε απ' όλα αυτά δεν είναι ούτε αστείο ούτε ευρηματικό – οι απόπειρες θυμίζουν ατυχή ανέκδοτα με τα οποία κανένας δεν γελάει. Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος θα χρειαζόταν κοφτερή αίσθηση ρυθμού, υψηλές ταχύτητες και μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, η οποία μοιάζει άφαντη. Το άγχος του μοντέρνου οδηγεί συχνά σε βεβιασμένες αποφάσεις.

«Ο Γλάρος»: Νευρωτικοί εραστές σε ένα πείραμα που δεν λειτουργεί Facebook Twitter
Ανώτερη όλων, η μεγαλειώδης κουρτίνα: ένα τεράστιο διαφανές κομμάτι πλαστικού που χωρίζει τη σκηνή στα δύο. Στις τρεις πρώτες πράξεις οι ηθοποιοί συμπεριφέρονται λες και έχουν λάβει αυστηρή σκηνοθετική οδηγία: «κάνε ό,τι θες, αρκεί να συμπεριλάβεις την κουρτίνα».


Υπάρχουν στιγμές που καταφέρνουμε να «ακούσουμε» μια σημαντική φράση και να προβούμε σε σκέψεις για τον ήρωα και τον ψυχισμό του. Αυτό όμως συμβαίνει σπάνια και κρατάει ελάχιστα. Υπακούοντας στη σκηνοθετική κατεύθυνση, οι ηθοποιοί εγκλωβίζονται στη λογική της άσκοπης και άγαρμπης εξωτερίκευσης. Ακόμα και όσοι διατηρούν την ψυχραιμία τους δεν προλαβαίνουν να δημιουργήσουν κάτι ολοκληρωμένο.


Στην τέταρτη πράξη φανερώνεται λίγο περισσότερο ο Τρέπλιεφ του Νίκου Κουρή, ενώ περιμένουμε να ξεδιψάσουμε συναισθηματικά με τον περίφημο μονόλογο της Νίνας: η Άλκηστις Πουλοπούλου όμως, παρόλο που ερμηνεύει συμπαθητικά την ηρωίδα στις τρεις πρώτες πράξεις –όταν δηλαδή είναι ακόμη άμαθη, αφελής και ονειροπαρμένη–, δεν μεταδίδει στο τέλος την ψυχική ωριμότητα που κατακτήθηκε μέσα από τις αλλεπάλληλες μάχες της. Η αλλαγή παραμένει εξωτερική: άλλο χτένισμα, θυμωμένο ύφος, χειρονομίες μεγάλες κι υπερβολικές, απλώς τώρα αγριεμένες.

 

Info:

Ο Γλάρος

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ

Απόδοση, Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Δημοσθένης Γρίβας

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Κουρής, Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Ήμελλος, Άλκηστις Πουλοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Μπίτος, Σύρμω Κεκέ

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Ηρώων Πολυτεχνείου 32, 210 4143310

Τετ.-Παρ. 20:30, Σάβ. 17:00 & 21:00, Κυρ. 19:00

Διακεκριμένη Ζώνη: €30

Α' Ζώνη: €25, Β' Ζώνη: €20, Γ' Ζώνη: €15 & €10 (φοιτητικό-ανέργων)

ΑΓΟΡΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ηow to resuscitate a dinosaur/ Έι, Romeo, πώς δίνεις το φιλί της ζωής σε έναν δεινόσαυρο;

Guest Editors / «Ο Καστελούτσι σκηνοθετεί μια υπόσχεση· και κάνει τέχνη εκκλησιαστική»

«Πέρασαν μέρες από την πρώτη μου επαφή με τη Βερενίκη. Μάντρωσα ένα κοπάδι σκέψεις» – ο Κυριάκος Χαρίτος γράφει για μια από τις πολυσυζητημένες παραστάσεις της σεζόν, που ανέβηκε στη Στέγη.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
Onassis Dance Days 2025: Ένας ύμνος στα αδάμαστα σώματα

Θέατρο / Onassis Dance Days 2025: Ένας ύμνος στα αδάμαστα σώματα

Ένα νέο, αλλιώτικο σύμπαν για τον «χορό» ξεδιπλώνεται από τις 3 έως τις 6 Απριλίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, μέσα από τα πρωτοποριακά έργα τεσσάρων κορυφαίων Ελλήνων χορογράφων και του διεθνούς φήμης Damien Jalet.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κώστας Νικούλι

Θέατρο / «Μπορώ να καταλάβω το πώς είναι να νιώθεις παρείσακτος»

Ο 30χρονος Κώστας Νικούλι μιλά για την πορεία του μετά το «Ξενία» που του χάρισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού όταν ήταν ακόμα έφηβος, για το πόσο Έλληνας νιώθει, για την πρόκληση του να παίζει τρεις γκέι ρόλους και για το πόσο τον έχει αλλάξει το παιδί του.
M. HULOT
Μέσα στον θησαυρό με τις εμβληματικές φορεσιές της Δόρας Στράτου

Θέατρο / «Κάποτε έδιναν τις φορεσιές για έναν πλαστικό κουβά, που ήταν ό,τι πιο μοντέρνο»

Μια γνωριμία με τη μεγάλη κληρονομιά της Δόρας Στράτου μέσα από τον πλούτο αυθεντικών ενδυμάτων που δεν μπορούν να ξαναραφτούν σήμερα και συντηρούνται με μεγάλο κόπο, χάρη στην αφοσίωση και την εθελοντική προσφορά μιας ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν και συνεχίζουν το όραμά της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Οι Αθηναίοι / Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τους ανθρώπους με αναπηρία, η Βασιλική Δρίβα περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και τις χαρές, και μπορεί πλέον να δηλώνει, έστω δειλά, πως είναι ηθοποιός. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ξαναγράφοντας τον Ίψεν

Θέατρο / Ο Ίψεν στον Πειραιά, στο μουράγιο

«Δεν είναι εύκολο να είσαι ασυμβίβαστη. Όπως δεν είναι εύκολο να ξαναγράφεις τον Ίψεν» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Εχθρός του λαού» σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Lifo Videos / «Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Η ηθοποιός Παρασκευή Δουρουκλάκη μιλά για την εμπειρία της με τον Πέτερ Στάιν, τις προσωπικές της μάχες με το άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και για το θέατρο ως διέξοδο από αυτές.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Θέατρο / Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Από τον ρόλο της Μάσα στην πραγματική ζωή, από το Ηράκλειο όπου μεγάλωσε μέχρι τη ζωή με τους ανθρώπους του θεάτρου, από τον φόβο στην ελευθερία, η ζωή της Μαρίας Σκουλά είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος που όμως την οδήγησε σε κάτι δυνατό και φωτεινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Θέατρο / Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Μέσα από την εναλλαγή αφηγήσεων, εμπειριών, αναπαραστάσεων, χορού, βίντεο και ήχου, η παράσταση του Γιώργου Βαλαή αναδεικνύει τις διαφορές αλλά και τις συνδέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυο διαφορετικών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρομέο Καστελούτσι: «Όπου παρεμβάλλεται το κράτος, δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εναντίον του κράτους και το κράτος εναντίον του έρωτα».

Θέατρο / Ρομέο Καστελούτσι: «Πάντα κάποιος πολεμά τον έρωτα. Και οι εραστές είναι πάντα τα θύματα»

Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, λίγο πριν επιστρέψει στην Αθήνα και στη Στέγη για να παρουσιάσει τη «Βερενίκη» του, μας μίλησε για τον έρωτα, τη γλώσσα και τη μοναξιά, την πολιτική και την ανυπέρβλητη Ιζαμπέλ Ιπέρ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
CHECK How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της συστημικής ιστορίας

Θέατρο / How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της Iστορίας

Σκηνοθετημένη από έναν νέο δημιουργό, η παράσταση που βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη επιχειρεί έναν διάλογο με μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αγορίτσα Οικονόμου

Αγορίτσα Οικονόμου / «Πέφτω να κοιμηθώ και σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει καλά»

Βρέθηκε να κυνηγάει το όνειρο της υποκριτικής, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, αλλά με τη βεβαιότητα ότι δεν ήθελε ποτέ να μείνει με την απορία «γιατί δεν το έκανα;». Μέσα από σκληρή δουλειά και πολλούς μικρούς ρόλους, κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην τέχνη, στον οποίο προχωρά και αισθάνεται τυχερή. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ 

Θέατρο / «Αν κλάψω με ένα έργο, είμαι σε καλό δρόμο»

Ο Χρήστος Θεοδωρίδης, που έχει σκηνοθετήσει με επιτυχία δύο έργα φέτος, του Βιριπάγιεφ και της Αναγνωστάκη, εξηγεί γιατί τον ενδιαφέρουν τα κείμενα που μιλάνε στον άνθρωπο σήμερα, ακόμα κι αν σε αυτά ακούγονται ακραίες απόψεις που ενοχλούν και τον ίδιο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Να είσαι γκέι στη Νέα Υόρκη

Θέατρο / «Η Κληρονομιά μας»: Τι αποκομίσαμε από την εξάωρη παράσταση στο Εθνικό

«Μία ποπ queer saga, παραδομένη πότε στη μέθη των κοκτέιλ Μανχάταν και πότε στο πένθος μιας αλησμόνητης συλλογικής απώλειας» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το πολυβραβευμένο έργο του Μάθιου Λόπεζ, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Γιάννη Μόσχο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ