O Ρομέο Καστελούτσι έρχεται ξανά στην Αθήνα, με την τελευταία στη σειρά παράστασή του, Go down, Moses (2014). Ο τίτλος της παραπέμπει στην Έξοδο, στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αφηγείται τη φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο και την απελευθερωτική πορεία τους προς τη Γη της Επαγγελίας. Αυτούσια η φράση είναι ο πρώτος στίχος στο ρεφρέν ενός παλιού σπιρίτσουαλ του 19ου αι. που τραγουδούσαν οι μαύροι σκλάβοι για εκφράσουν την πίστη και την ελπίδα τους ότι κάποια στιγμή κι αυτοί θα γνωρίσουν την ελευθερία τους από τη δουλεία των λευκών.
Όπως συμβαίνει, βέβαια, στις παραστάσεις του ιδιοφυούς Ιταλού δημιουργού, οι αναφορές του (ιδεολογικές, φιλοσοφικές, αισθητικές, κειμενικές) μεταφράζονται στη σκηνική δράση με μεγάλη ελευθερία. Ο ίδιος έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να αφυπνίσει το βλέμμα του κοινού και όχι να ελέγχει τις ερμηνείες – να ανοίγει στο κοινό του δρόμους στους «απέραντους κόσμους» που υπάρχουν πέρα από τη συμβατική σύλληψη της πραγματικότητας, μέσω της ελεύθερης αναγνώρισης, σύνδεσης και σύνθεσης των σκηνικών του εικόνων. Σε κείμενό του για την παράσταση (στο πρόγραμμα του Festival d' Automne 2014) αναφέρεται στον «Μωυσή» (1513), το μνημειώδες άγαλμα του Μικελάντζελο, στη μελέτη του Φρόιντ για τον μονοθεϊσμό και στα ίδια τα σημαίνοντα σύμβολα της βιβλικής Εξόδου, την Καιομένη Βάτο («βάτος εκαίετο υπό του πυρός και δεν κατεκαίετο») και τον ειδωλατρικό Χρυσό Μόσχο που έστησαν οι Ισραηλίτες κατά τη διάρκεια της 40ήμερης απουσίας του Μωυσή στο όρος Σινά. Με άλλα λόγια, συνδέει τη μυθολογία που συνέχει τον βασικό ηθικό κώδικα του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού με την υποδούλωση στο θέαμα και την υπαρξιακή εξορία του σύγχρονου ανθρώπου.
Η Έλενα Παπαλεξίου, που γνωρίζει καλά και τον δημιουργό και το έργο του (έχει γράψει για το θέατρο του Καστελούτσι τη μελέτη Όταν ο λόγος μετατρέπεται σε ύλη, εκδ. Πλέθρον, 2009) σημειώνει ότι «Η Μητέρα αποτελεί την κεντρική μορφή της παράστασης» (στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών 2015), σε μια αντιστροφή του πατριαρχικού πνεύματος που συνέχει τη δυτική κουλτούρα. Μόνον η θηλυκή αρχή, η μήτρα της γέννησης και η γη-τάφος της επιστροφής, μπορεί να αναμετρηθεί με τον ζυγό της λατρείας του Χρυσού Μόσχου και να υποσχεθεί την Έξοδο και τη σωτηρία.
Λίγες μέρες πριν από τις παραστάσεις του Go down, Moses στην Αθήνα, ο (πιεσμένος από ένα ασφυκτικό πρόγραμμα παραστάσεων σε θέατρα και φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο) Ρομέο Καστελούτσι απάντησε μέσω mail σε δέκα ερωτήσεις. Μια συνέντευξη σαν παιχνίδι μεταφράσεων.
— Η ιστορία του Μωυσή, όπως τη συναντάμε στην «Παλαιά Διαθήκη», έχει πολλά ενδιαφέροντα σημεία. Σε ποια από αυτά σταθήκατε;
Στην εξιστόρηση της πρώιμης παιδικής του ηλικίας κατά την οποία, νεογέννητο, εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα του σ' ένα καλάθι στον Νείλο. Το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε, ωστόσο, περισσότερο στη μορφή αυτής της γυναίκας, στη συνειδητή ανάγκη της να σώσει το παιδί της, εγκαταλείποντάς το. Το κύριο μέρος της παράστασης είναι αφιερωμένο σε αυτήν τη γυναικεία φιγούρα.
— Μιλώντας για την παράστασή σας, έχετε τονίσει τη σημασία της Καιομένης Βάτου και του Χρυσού Μόσχου. Τι συμβολίζουν για σας; Να υποθέσω ότι σας απασχολεί το ζήτημα της πίστης, η ανάγκη των ανθρώπων για το θαύμα, η δύναμη του υλισμού ή κάτι άλλο;
Στην παράσταση τα θέματα αυτά δεν θίγονται άμεσα αλλά μόνο μέσα από τα λόγια της μητέρας – είναι μια σημερινή γυναίκα που δίνει την κατάθεσή της σ' έναν αστυνομικό σχετικά με την εξαφάνιση του νεογέννητου. Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στον Χρυσό Μόσχο, στην αόρατη υποδούλωση του πολιτισμού μας, στην ασυνείδητη υποταγή μας στον Φαραώ. Η γυναίκα αυτή απορρίπτει την εξάρτησή μας από την Αυτοκρατορία. Γι' αυτόν το λόγο εγκατέλειψε το παιδί της: προσπαθώντας να το σώσει, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια νέα συμμαχία μ' έναν θεό ικανό να μας απελευθερώσει από τη σκλαβιά.
Δεν υπάρχει καμία παρηγοριά στην τέχνη. Είναι αλήθεια ότι η θρησκεία και η τέχνη γεννήθηκαν με τα χέρια ενωμένα, αλλά ο σκοπός τους εν όψει των ίδιων αναγκών είναι τελείως διαφορετικός.
— Ίσως γνωρίζετε ότι οι Έλληνες ήταν από τους πρώτους που πίστεψαν στον Χριστό, επειδή η διδασκαλία του τους πρόσφερε κάτι που η δική τους θρησκεία απέκλειε: την προοπτική της μετά θάνατον ζωής. Τι πιστεύετε γι' αυτό το κρίσιμο κοινό στοιχείο θρησκείας και τέχνης – την παρηγορητική τους δύναμη;
Δεν υπάρχει καμία παρηγοριά στην τέχνη. Είναι αλήθεια ότι η θρησκεία και η τέχνη γεννήθηκαν με τα χέρια ενωμένα, αλλά ο σκοπός τους εν όψει των ίδιων αναγκών είναι τελείως διαφορετικός. Η θρησκεία πρεσβεύει ότι προσφέρει σωτηρία, η τέχνη είναι πέρα από κάθε σωτηρία. Για την τέχνη, καταδίκη και εξιλέωση έχουν το ίδιο ενδιαφέρον. Και οι αρχαίοι Έλληνες το γνώριζαν καλά: προσλάμβαναν την Τραγωδία ως δηλητήριο, όχι για να σωθούν αλλά για να ιαθούν από ένα ισχυρότερο δηλητήριο, την ύπαρξη. Και για να γίνουν, βέβαια, συνειδητοί πολίτες.
— Κατάγεστε από μια βαθιά θρησκευόμενη χώρα, με εκπληκτική καλλιτεχνική κληρονομιά που συνδέεται στενά με την Εκκλησία (από την παραγωγή έως τη θεματολογία της). Στα έργα σας φαίνεται ότι αυτό το δίπολο σας απασχολεί έντονα. Ποια είναι η σχέση σας με τη θρησκεία και τον Θεό;
Η σχέση της δουλειάς μου με τη θρησκεία είναι υπαρκτή και αναμφισβήτητη απλώς και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθώ στην Ιταλία – δεν έχει να κάνει με πίστη στον Θεό ή στο καθολικό δόγμα. Πρόκειται για ένα ψυχρό αντικειμενικό γεγονός, ενάντια στο οποίο κάθε μάχη είναι μάταιη. Δεν μπορώ να πω αν υπάρχει ή όχι Θεός και δεν είναι κάτι που με απασχολεί καλλιτεχνικά. Η θρησκεία με ενδιαφέρει μόνο ως αφηγηματικό γεγονός, ως αφετηρία της Ιστορίας της Τέχνης, ως δύναμη άμεσα συνδεδεμένη με την αισθητική των μορφών.
— Σήμερα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την εξής αντίφαση: από τη μια την «απομάγευση του κόσμου» και, από την άλλη, μια νέα ακμή της θρησκευτικής πίστης, ενίοτε με ακραίες εκφάνσεις. Έχει να κάνει με την έρημο των ιδεών, με την κατάρρευση της ορθολογικής θεώρησης των πραγμάτων;
Έχει να κάνει με μια γενικότερη φάση κρίσης του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι επονομαζόμενες νέες θρησκείες, ο εξωτικός μυστικισμός και ο μαζικός θρησκευτικός τουρισμός είναι θλιβερά φαινόμενα, γιατί, κατά την άποψή μου, εκφράζουν με τρόπο οδυνηρό τον σημερινό φόβο για το τίποτα, για το κενό – ένα τίποτα που αντικατοπτρίζεται, ωστόσο, στις τάσεις αυτές με τρόπο συμμετρικό. Αυτή η ιδέα της σωτηρίας προκαλεί έντονη ανησυχία γιατί είναι μηχανική, όπως και η ανάσταση που υπόσχεται. Επιπλέον, είναι ένα καθαρά «επικοινωνιακό» φαινόμενο.
— Η κυριαρχία του γερμανικού μεταμοντερνισμού, που επικράτησε στο ευρωπαϊκό θέατρο τα τελευταία είκοσι χρόνια, μοιάζει ότι έφτασε στο τέλος της. Μοιάζει, ακόμη, περισσότερο αναγκαία από ποτέ η επανεξέταση του τι ακριβώς σημαίνει «αβανγκάρντ». Τι γνώμη έχετε;
Προσωπικά, θεωρώ ότι το μεταμοντερνιστικό γερμανικό θέατρο δεν διαδραμάτισε ποτέ κανέναν ρόλο, δεν είχε καμία σημαντική επίδραση. Έχω δει πολλές γερμανικές παραστάσεις όλα αυτά τα χρόνια, αλλά, δυστυχώς, στην πλειονότητά τους ήταν οπισθοδρομικές, προβλέψιμες, κακόγουστες και σταθερά προσηλωμένες σε μια ακλόνητη, αναχρονιστική πίστη στον ρόλο του συγγραφέα, στον ρόλο του βιβλίου, της λογοτεχνίας, στην απεικόνιση όλων αυτών. Αλλά και ο ίδιος ο όρος «αβανγκάρντ» είναι προβληματικός, κατά την άποψή μου. Είναι μια λέξη άσχημη, που (στα ιταλικά) ομοιοκαταληκτεί με την οπισθοφυλακή (avanguardia/retroguardia), με κάτι δηλαδή που μπορεί μόνο να αντιδρά μπροστά στο ήδη υπάρχον, όπως κάθε αντιδραστικό κίνημα. Αυτό δεν ισχύει για τις ιστορικές πρωτοπορίες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, που προκάλεσαν ρήξεις με τρόπους που σήμερα δεν υπάρχουν αντίστοιχοί τους. Το μόνο θέατρο που έχει αξία και σημασία για μένα είναι εκείνο που αντιτίθεται στην κλασική αναπαράσταση και στους κανόνες της.
— Έχετε πει ότι «οι εικόνες είναι το μόνο που έχουμε» – παρότι παραδέχεστε ότι οι κοινωνίες μας νοσούν από υπερβολική κατανάλωση εικόνων. Αναρωτιέμαι: πόσο μπορεί μια παράσταση που βασίζεται στις εικόνες να επηρεάσει πραγματικά ένα κοινό που είναι ήδη καταπονημένο από την επιθετικότητα της σύγχρονης οπτικής κουλτούρας; Στο πλαίσιο αυτό δεν έχει ατονήσει η ικανότητα, και η επιθυμία μας, να σκεφτόμαστε και να συσχετίζουμε μέσω εικόνων;
Οι εικόνες σ' ένα θέατρο –ή σ' ένα μουσείο– έχουν το χαρακτηριστικό ότι διακόπτουν την επικοινωνία και δημιουργούν έναν χώρο σκέψης και στοχασμού. Πρόκειται για εικόνες που εμπλέκουν το πνεύμα του θεατή, όχι απλές απεικονίσεις. Στο θέατρο, αυτό που βλέπουμε πρώτα απ' όλα είναι η ίδια η πράξη της θέασης. Στους θεατές, που κάθονται μες στη σκοτεινή αίθουσα, βλέπουμε τους εαυτούς μας να βλέπουν. Η θέαση γίνεται επιλογή, μια ισχυρή πράξη παρουσίας, μια δήλωση.
— Από άποψη πολιτικο-οικονομική, το οπτικό θέατρο (όπως και οι άλλες παραστατικές μορφές που δεν βασίζονται στον λόγο) ταιριάζει θαυμάσια με την παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα. Η γλώσσα είναι ένα ανεπιθύμητο εμπόδιο. Μήπως έχει έρθει η ώρα να δούμε το όλο θέμα αλλιώς;
Δεν θα χαρακτήριζα το θέατρό μου οπτικό. Ο λόγος είναι πάντα παρών, ακόμα και όταν είναι καλυμμένος. Δεν θεωρώ ότι ο ελάχιστος λόγος καθιστά μια παράσταση «συμβατή» με τη σύγχρονη, παγκοσμιοποιημένη εποχή – δεν είναι τόσο απλό. Αρκεί να μη μιλάμε για να είμαστε συνδεδεμένοι και να συμβαδίζουμε με την εποχή μας; Εμένα μου αρέσουν τα γλωσσικά «εμπόδια», αγαπώ τις διαφορές και τις αποστάσεις που χωρίζουν τον έναν πολιτισμό από τον άλλο. Έχω ανάγκη το όριο, γιατί η λέξη ελευθερία για μένα στερείται νοήματος στο θέατρο, και γενικά στην τέχνη.
— Και μια τελευταία ερώτηση: Υπάρχει ένα δίκτυο μεγάλων φεστιβάλ, θεάτρων και οργανισμών που υποστηρίζουν τους πλέον αναγνωρισμένους ή/και ενδιαφέροντες δημιουργούς, εντός του οποίου οι παραστάσεις ταξιδεύουν με τρόπο σχεδόν κυκλικό. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις γιατί όλοι οι «παίκτες» είναι γνωστοί: το ίδιο πλαίσιο, οι ίδιοι καλλιτέχνες, το ίδιο κοινό. Είναι ένα φαινόμενο που σας προβληματίζει ή όχι;
Φυσικά και με προβληματίζει. Αλλά υπάρχει έλλειψη νέων καλλιτεχνών με φωνή, και ψυχή, ιδιαίτερη και αυθεντική. Μιλάω εκ πείρας. Διηύθυνα την Biennale της Βενετίας το 2005 και θυμάμαι ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν άγνωστοι καλλιτέχνες με έργα δυνατά και αξιοπρόσεχτα. Σήμερα πολλοί ξέρουν να κάνουν τα πάντα, καλά – κατέχουν τον τρόπο και γνωρίζουν να ικανοποιούν το γούστο του κοινού. Αυτό είναι το πρόβλημα. Λίγοι, ελάχιστοι, ξεχωρίζουν, κάνοντας «λάθη» με ιδιοφυή τρόπο.
Societas Raffaello Sanzio- Ρομέο Καστελούτσι
Go Down, Moses
28-30 Ιουνίου
Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, 21:00
Aφιέρωμα στον Ρομέο Καστελούτσι
Προβολές
28 Ιουνίου - Πειραιώς 260 (Δ) και 29 Ιουνίου - Πειραιώς 260 (H)
Συνάντηση του Ρoμέο Καστελούτσι με το κοινό
29/06/2015, 18:00-19:45 - Πειραιώς 260 (Η)
Όποιος έχει προμηθευτεί εισιτήριο για τις παραστάσεις «Go down, Moses» δικαιούται να παρακολουθήσει δωρεάν τη μία από τις δύο ημέρες προβολών. Θα πρέπει να δηλώσει το ενδιαφέρον του και να λάβει νέο δελτίο εισόδου για όποια ημέρα επιθυμεί.
σχόλια