Ήμουν δεν ήμουν ενός έτους όταν φύγαμε με τους γονείς μου για τον Καναδά, στο London του Oντάριο, μια ευημερούσα μικρή πόλη, δύο ώρες από το Τορόντο. Ανήκαμε στο τελευταίο κύμα μεταναστών που έφυγαν στα μέσα της δεκαετίας του '70.
Εκείνα που θυμάμαι έντονα ως παιδί είναι το πολύ χιόνι, τα δάση και τους Ινδιάνους. Υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο και θυμάμαι το ελληνικό σχολείο, όπου με ανάγκαζαν να πηγαίνω κάθε Σάββατο. Κάναμε γραφή, ανάγνωση, χορούς, και εθνικές επετείους με πολύ πλαστικό σημαιάκι. Πρόλαβα να πάω και σε καναδικό αγγλόφωνο σχολείο πριν επιστρέψουμε οριστικά στην Ελλάδα, λόγω νοσταλγίας και δυσκολίας προσαρμογής της μητέρας μου.
Μου αρέσει το φως της Αθήνας. Καθώς τα τελευταία δέκα χρόνια έχουμε γυρίσει όλη την Ελλάδα, οι περισσότερες πόλεις πια θυμίζουν συνοικίες της Αθήνας. Οπότε, έτσι κι αλλιώς έχει συμβεί μια τρομερή και ανυπολόγιστη καταστροφή. Αλλά αυτό που υπάρχει στην Αθήνα είναι η ζωή, η κίνηση και αυτό το φως που ακόμα βρίσκει τρόπους να τρυπώνει παντού, η ψυχή όλου του πράγματος.
• Αρχικά εγκατασταθήκαμε στην Κέρκυρα. Η διαφορά με τον Καναδά ήταν για μένα σοκαριστική. Πήγα δημοτικό στα Γουδιά, το οποίο ήταν ένα σχολείο σαν βγαλμένο από τον Λουντέμη. Δύο αίθουσες με τρεις τάξεις στην καθεμία κι ο δάσκαλος να τιμωρεί με βίτσα και ξύλο. Αλλά ως παιδί είχα μεγάλη ελευθερία μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούσε η φύση. Ελιές να φτάνουν μέχρι τη θάλασσα και να μην υπάρχει ψυχή σ' ένα γκρίζο χειμερινό τοπίο: αυτή η εικόνα μού έχει μείνει από την Κέρκυρα. Μετά από δύο χρόνια εγκατασταθήκαμε στη γενέτειρα Θεσσαλονίκη.
• Μεγάλωσα στη Σταυρούπολη, στις δυτικές συνοικίες, όπου υπήρχαν πολλές μονοκατοικίες, ο μπακάλης της γειτονιάς, ο φούρνος, οικεία πράγματα που με βοήθησαν να προσαρμοστώ και να περάσω μια απόλυτα φυσιολογική εφηβεία. Ήμουν ένας μέτριος μαθητής και επειδή μου ήταν αδύνατον να αποστηθίσω, σύντομα έχασα το ενδιαφέρον μου για πανεπιστημιακές σπουδές. Με το θέατρο δεν είχα πολλές σχέσεις, αν και έπαιξα σε μια μαθητική παράσταση.
Πέρασα μια περίοδο που ήθελα να γίνω μουσικός, αλλά τελικά αποφάσισα να σπουδάσω κινηματογράφο. Έγινα δεκτός σε ένα πανεπιστήμιο στον Καναδά κι ετοιμαζόμουν να φύγω, μέχρι που είδα στο Θέατρο Δάσους μια παράσταση των Βακχών. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα αρχαία τραγωδία σε ανοιχτό θέατρο. Το δάσος, ο Θερμαϊκός που φαινόταν στο βάθος από κει ψηλά, το πώς σουρούπωνε, οι ηθοποιοί που βγήκαν μέσα από το κοινό, η εξαιρετική μουσική, έκαναν την παράσταση μαγική. Ξαφνικά ήθελα να κάνω αυτό. Έμεινα, και τον επόμενο χρόνο έδωσα και μπήκα στη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ.
• Για τρία χρόνια απαρνήθηκα τα πάντα και ήμουν καθημερινά, όλη τη μέρα, εκεί, μαζί με άλλα 15 άτομα. Μεγάλη τομή. Ήταν μια σχολή που παρείχε πάρα πολύ σημαντικές βάσεις και εκτιμώ πολύ όλους τους δασκάλους μου από τότε. Είχα ιδιαίτερη αδυναμία στο μάθημα του «θεατρικού χώρου» που έκανε ο πολιτικός μηχανικός Νίκος Μπάρκας. Ομολογώ ότι ήταν κάτι που μου κέντρισε πάρα πολύ το ενδιαφέρον και με παρακίνησε να διαβάσω αργότερα άλλα πράγματα.
Όταν αποφοίτησα, συμμετείχα στις «Νέες Μορφές», ένα σχήμα με σκηνοθέτη τον Γιάννη Παρασκευόπουλο, που έφερε μια νέα αισθητική και εισήγαγε ένα άλλο πνεύμα τη δεκαετία του '90 στη Θεσσαλονίκη. Μια ομάδα με πίστη στο θέατρο, που ψαχνόταν και δεν εφησύχαζε. Έφυγα μόνο για να πάω φαντάρος.
• Στον στρατό συμμετείχα σε μια θεατρική ομάδα που οργάνωσε το ΓΕΣ με σκηνοθέτη τον Θοδωρή Ευστρατιάδη και περιοδεύαμε από στρατόπεδο σε στρατόπεδο με το Η μαριχουάνα της μαμάς είναι πιο γλυκιά του Ντάριο Φο. Όταν απολύθηκα, με κάλεσε το Κρατικό πίσω στη Θεσσαλονίκη για να παίξω στο Καλοκαίρι και Καταχνιά του Τένεσι Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Βουτσινά.
Έπαιζα στην τελευταία σκηνή με τη Λυδία Φωτοπούλου, που το θεώρησα μεγάλη τύχη. Ήταν μια ηθοποιός που έβλεπα και θαύμαζα από μικρός. Στο Κρατικό έμεινα τέσσερα χρόνια. Από το '96, που έγινε διευθυντής ο Βασίλης Παπαβασιλείου και το έβαλε στην Ένωση Θεάτρων της Ευρώπης, αρχίσαμε να βλέπουμε σπουδαίες διεθνείς παραγωγές και μυριστήκαμε τι θα μπορούσε να είναι το σύγχρονο θέατρο.
• Είχα εγκαταλείψει την ιδέα του σκηνοθέτη, μέχρι που μου ήρθε στο μυαλό το concept για την Γκόλφω. Μια αναζήτηση πάνω στην ελληνικότητα, την ταυτότητα, στο ίδιο το θέατρο. Η Gολfω! ανέβηκε το 2004 στο φουαγέ του Κρατικού και ήταν μια παράσταση με αφετηρία όλες τις σχολικές γιορτές που είχα στη μνήμη μου, από τον Καναδά μέχρι τα γυμνασιακά μου χρόνια. Με πλαστικά σημαιάκια, παταράκι, οθόνη με γαλάζιες σημαίες και σύννεφα: «Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά;».
Το καλοκαίρι κάναμε και μια περιοδεία με το Gολfω Summer Mix. Έγινε διευθυντής ο Τσακίρογλου και δεν ήθελε να το επαναλάβουμε κι έτσι, με μια ομάδα παιδιών, αποφασίσαμε να φύγουμε και να ιδρύσουμε την ομάδα «Χώρος». Το 2005 κατεβήκαμε στην Αθήνα στις Χοροροές με το Golfo Reloaded. Εκεί το είδαν και μας πρότειναν στον Γιώργο Λούκο. Την επόμενη χρονιά εμφανιστήκαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών με το Golfω 2.3 Beta.
• Την Αθήνα τη γνώρισα αρκετά μεγάλος, αλλά ήταν μια πολλή γοητευτική γνωριμία. Όλο αυτό που ξεδιπλώνεται γύρω από την Ομόνοια, τα τρόλεϊ, η βρομιά στους δρόμους, είναι η ελληνική πραγματικότητα. Μου έκαναν εντύπωση οι έντονοι ρυθμοί της, όλες αυτές οι διαδρομές που γίνονται με έναν έξαλλο τρόπο, αλλά δεν ξεπερνούν τα σύνορά της. Πιστεύω ότι είναι ένα ελληνικό φαινόμενο. Μας αρέσει να ζούμε αποκλεισμένοι με τον εαυτό μας, κάτι που τώρα τελευταία έχει αρχίσει να φεύγει.
• Μου αρέσει το φως της Αθήνας. Καθώς τα τελευταία δέκα χρόνια έχουμε γυρίσει όλη την Ελλάδα, οι περισσότερες πόλεις πια θυμίζουν συνοικίες της Αθήνας. Οπότε, έτσι κι αλλιώς έχει συμβεί μια τρομερή και ανυπολόγιστη καταστροφή. Αλλά αυτό που υπάρχει στην Αθήνα είναι η ζωή, η κίνηση και αυτό το φως που ακόμα βρίσκει τρόπους να τρυπώνει παντού, η ψυχή όλου του πράγματος.
• Η σύγχρονη Ελλάδα είναι ένας τόπος που δεν ξέρει τι είναι. Ή που θέλει να ξεχάσει τι είναι ή να το θάψει, και προτιμά να βλέπει μερικά μόνο από το σύνολο πραγμάτων που είμαστε. Έχουν περάσει πάρα πολλοί πολιτισμοί από αυτό τον τόπο και όλοι έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους. Πρέπει να δεχτείς το σύνολο, δεν γίνεται διαφορετικά. Ο Οιδίποδας παθαίνει ό,τι παθαίνει γιατί δεν ξέρει ποιος είναι. Η παράσταση που τώρα ετοιμάζω έχει μια σχέση με τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.
• Βρίσκω μαγικό και υπέροχο ότι μιλιέται ακόμα η γλώσσα αυτή και πέρα από κάποιες παραδόσεις, αυτή είναι η γλώσσα που μοιραζόμαστε. Αυτό εμένα μου αρκεί, γιατί είναι ένα πολύ βαθύ πράγμα. Όλο το υπόλοιπο δεν με αφορά, οπότε δεν μπορώ να το πάρω και στα σοβαρά. Εκεί ξεκινά όλος ο προβληματισμός που άρχισε με την Gολfω!, με το πλαστικό σημαιάκι, το σουβλάκι, τη μουσική, την ευκολία μας.
Πρέπει να προβληματιστούμε ως προς το αν είμαστε κάτι μέσα σε μια Ευρώπη που είναι ό,τι είναι κι αν υπάρχει οτιδήποτε σύγχρονο να αρθρώσουμε πέρα από το ποιοι ήμασταν, πράγμα πάρα πολύ κουραστικό. Πάει αυτό, τέλειωσε. Πρέπει να σιωπήσουμε λιγάκι. Το Σύσσημον είναι μια άσκηση σιωπής.
σχόλια