Ο Δημήτρης Τσιάμης σκηνοθετεί το έργο του Γιώργου Πρεβερουδάκη που εμπνέεται από το πρώτο και το τρίτο μέρος του «Ουρλιαχτού» και από τα ποιήματα «Αμερική» και «Θεία Ρόζα» του Γκίνσμπεργκ για να μιλήσει για την Ελλάδα της καθημερινής μας αναχώρησης, για την Ελλάδα ως γη ξένη, για την πατρίδα ως ξενιτειά.
Και, ξαφνικά, σε καιρούς αντιποιητικούς –ή μήπως ακριβώς γι' αυτό;– νέοι ποιητές μπήκαν ορμητικά στη ζωή μας, και μάλιστα με τον απαιτητικό τρόπο της σκηνικής έκθεσης. Το περσινό καλοκαίρι ο Γιάννης Σκουρλέτης σύστησε τη Γλυκερία Μπασδέκη (που το 2012 εξέπληξε το ευάριθμο κοινό του ποιητικού λόγου με το «Σύρε καλέ την άλυσον», εκδ. Ενδυμίων) με το Στέλλα travel: η γη της απαγγελίας. Η περφόρμανς στο άλλοτε Δημοτικό Σφαγείο της οδού Πειραιώς, ως λόγος και πράξη, ήταν μια ειρωνική διαχείριση της μυθολογημένης Στέλλας του Κακογιάννη και της Μελίνας, που ο Σκουρλέτης ενίσχυσε με αναφορές, εν είδει μνημοσύνου, στην Ελλάδα που δεν έγινε ποτέ αυτό που οραματίστηκε –ως ενυπάρχουσα δυνατότητα– η γενιά του '30. Το φετινό καλοκαίρι θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών ένα καινούργιο κείμενο της Μπασδέκη με τίτλο Ραμόνα Travel: η γη της καλοσύνης», πάλι σε σκηνοθεσία του Σκουρλέτη.
Κοιτάξτε τώρα πώς έρχονται και δένουν παλιές και νέες φωνές μέσα στην καινούργια ανάγκη. Ο Σκουρλέτης παρουσίασε τον φετινό χειμώνα τον Πολιτισμό, ένα ανέκδοτο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη, στο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη. Ανατρέποντας τον μύθο της Μήδειας, ο σπουδαίος συγγραφέας τοποθετεί την τρομερή ηρωίδα σ' έναν κόσμο μετά τον πολιτισμό, χωρίς θεούς, χωρίς πίστη κι ελπίδα. Η βαρβαρότητα του τέως πολιτισμένου κόσμου ακυρώνει, καταπίνει, στην καταστροφική δύναμή της (την εν συγκρίσει «αθώα» βαρβαρότητα του πρωτόγονου που εκφράζει η Μήδεια). Η μάγισσα δεν έχει πια ξόρκια ικανά να υπηρετήσουν τις σκοτεινές της επιθυμίες.
Ο Σκουρλέτης διεύρυνε την έννοια της σκηνογραφίας ή, μάλλον, θέλησε έναν χώρο υποδοχής του έργου που να αντλεί την ύπαρξή του από τις ιδέες του έργου αλλά να λειτουργεί και ως αυτόνομο σχόλιο. Μεταμόρφωσε το υπόγειο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη σ' ένα τεράστιο γιουσουρούμ όπου είναι συγκεντρωμένα, ατάκτως ερριμμένα, πάρα πολλά αντικειμενα χωρίς πραγματική αξία. Ανάμεσά τους, ωστόσο, μπορείς να απομονώσεις ουκ ολίγα, συμβολικά διαδοχικών εποχών (μικροαστισμού), από το κρεβάτι από σανό και τη φλοκάτη έως τα σύνθετα, την τηλεόραση και την οθόνη του κομπιούτερ, και από την ελληνική σημαία ως τα λούτρινα κουκλάκια κινεζικής παραγωγής. Ένα σκηνικό αντι-εικαστικό, που μοιάζει να 'χει προκύψει σαν από ακαριαίο μοντάζ εσωτερικών ελληνικών σπιτιών (με πανωσήκωμα), ένα άλλοτε απωθητικό, άλλοτε συγκινητικό βλαχομπαρόκ, εγκαταλειμμένο από ζωή μόλις ένα λεπτό πριν – ένα λεπτό μετά: σκουπιδότοπος.
Συνέβη το εξής ενδιαφέρον: τόσο το σκηνικό όσο και ο ερμηνευτικός τρόπος που πρότεινε ο Σκουρλέτης λειτούργησε ανταγωνιστικά προς το έργο του Δημητριάδη, που ήθελε «ησυχία» για να ακουστεί. Κατά τη γνώμη μου, είναι ένας λόγος μετά-την-κραυγή, που έχει εσωτερικεύσει την κραυγή και απαιτεί την απόλυτη γύμνια. Όμως, αυτό ακριβώς το σκηνικό διαμόρφωσε τον ιδανικό χώρο για να ακουστεί το κείμενο του Δημητριάδη Εμείς και οι Έλληνες (από το Πέρασμα στην άλλη όχθη - Συζητήσεις με τον Γ. Καλιεντζίδη, εκδ. Άγρα, 2005) που ακούγεται ηχογραφημένο στην παράσταση Φευγάδα - Εμείς κι οι Έλληνες» της 27χρονης Ηλέκτρας Ελληνικιώτη.
Το πρώτο συνθετικό του τίτλου, ωστόσο, είμαι μια λέξη επινοημένη από τον Γιώργο Πρεβερουδάκη, από το Κλέφτικο (εκδ. Πανοπτικόν, Φεβρουάριος 2013). Ο 37χρονος ποιητής εμπνέεται από το πρώτο και το τρίτο μέρος του «Ουρλιαχτού» και από τα ποιήματα «Αμερική» και «Θεία Ρόζα» του Γκίνσμπεργκ για να μιλήσει για την Ελλάδα της καθημερινής μας αναχώρησης, για την Ελλάδα ως γη ξένη, για την πατρίδα ως ξενιτιά.
Ποια δύναμη οδήγησε δύο σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς να στραφούν στο Κλέφτικο και να θελήσουν να το κοινωνήσουν στο κοινό του θεάτρου; Νομίζω ότι είναι η δύναμη της απελπισίας που νιώθουν οι νέοι (όσοι εξ αυτών τουλάχιστον δεν αναλώνουν την ενέργειά τους σε ποστάρισμα selfies στα κοινωνικά δίκτυα) για τη σημερινή Ελλάδα, όχι της κρίσης απλώς αλλά του πλήρους αδιεξόδου. Μια Ελλάδα γερασμένη, χωρίς μέλλον, που οι νέοι της, τα καλύτερα μυαλά ανάμεσα τους, είτε φεύγουν είτε καθηλώνονται στη «φαιδρότερη Λογική», σ' έναν μίζερο αγώνα επιβίωσης, «θωπεύοντας στις ουρές του ΟΑΕΔ το μακρύτερο μανίκι της μεταμοντερνίλας». Η Ελληνικιώτη συνέδεσε εύστοχα τον λόγο του Δημητριάδη με την κραυγή του Πρεβερουδάκη με συνδετικό υλικό το μετά-την-καταστροφή σκηνικό του Σκουρλέτη. Ο Δημήτρης Τσιάμης στράφηκε αλλού, στις τελετουργίες της άνοιξης, που έχουν διττή φύση: σημαίνουν τη νίκη της ζωής επί του θανάτου κι εμπεριέχουν τόσο τον θρήνο και το πένθος για τη ζωή που χάθηκε όσο και τον ύμνο και τη χαρά για την καινούργια ζωή. Οι τελετές της άνοιξης δεν αποχαιρετούν απλώς τον χειμώνα, γιορτάζοντας την αναγέννηση της φύσης, αλλά ξορκίζουν το Κακό (το κάψιμο των ξοάνων ή του Ιούδα). Τον Επιτάφιο Θρήνο ακολουθεί το «Χριστός Ανέστη».
Η παράστασή του ξεκινά με έναν ηθοποιό, που ανεβασμένος σε μια σκάλα μυεί το κοινό στη ναρκω-θετημένη ποίηση του Γκίνσμπεργκ – η εικόνα φέρνει στον νου την πρώτη ανάγνωση του «Ουρλιαχτού», τον Μάρτιο του 1956, όταν ο Γκίνσμπεργκ, πάνω σ' ένα δέντρο και γυμνός, απάγγειλε τους στίχους του σε φίλους του. Η απόσταση από τους στίχους του Πρεβερουδάκη δεν είναι μεγάλη και το πέρασμα στη σκηνή του Bios γίνεται τόσο αρμονικά, ώστε πραγματικά θαυμάζεις το ότι ένα ποίημα, γραμμένο 60 χρόνια πριν, σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες και για άλλο κοινό, δίνει έμπνευση για ένα νέο ποίημα, μιας εντελώς διαφορετικής εποχής – κι απελπισίας.
«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιά μου / χαλασμένα απ' την τρέλα / λιμασμένα υστερικά γυμνά / να σέρνονται μέσα απ' τους νέγρικους δρόμους την αυγή / γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση» γράφει ο Γκίνσμπεργκ. «Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου / διαλυμένες στη φαιδρότερη Λογική / υστερικές, γυμνές και χρεωμένες / να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας / τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση» γράφει ο Πρεβερουδάκης.
Το χρονικό σημείο είναι οριακό –την περασμένη Κυριακή ψηφίστηκε από μια πλειοψηφία τρόμου το περίφημο «πολυνομοσχέδιο»-ταφόπλακα, που δικαιώνει τον Δημητριάδη όταν γράφει (αναπτύσσοντας, με τη γνωστή οξύτητά του, εκείνο το παλιό σύνθημα στους δρόμους, «Έλληνας δεν είσαι, Έλληνας γίνεσαι»):
«[...] Οι Έλληνες είναι Έλληνες επειδή και όταν η Ελλάδα δεν τους ανήκει.
Το ανάποδο σλόγκαν, δημαγωγικό και παραπλανητικό, στην πραγματικότητα αντιλαϊκό και στην ουσία ανθελληνικό, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σημερινού μηδενός, κολάκευε το αταβιστικό αίσθημα κυριότητας επιστεγάζοντας, με την αγοραία μαυλιστικότητά του, τη βολεμένη και ανέξοδη βεβαιότητα του αυτοβαυκαλιζόμενου κατέχοντος.
Διότι, πίσω από την ύπουλη φτήνια αυτού του σλόγκαν κρυβόταν ο απεριχώρητος τρόμος της απώλειας. Μιας απώλειας συντελεσμένης».
Για ποιον πολιτισμό και για ποια τέχνη να μιλήσουμε, λοιπόν, αυτήν τη στιγμή; Την απάντηση δίνουν νέοι καλλιτέχνες όπως ο Τσιάμης και η Ελληνικιώτη, που αποσπώντας τους στίχους του Πρεβερουδάκη από το βιβλιαράκι που τους περιέχει τους μετατρέπουν σε υλικό αντίστασης, αποδεικνύοντας ότι η ήττα δεν θα εγκατασταθεί όσο νέοι άνθρωποι αντιδρούν και πιστεύουν. Στη ζωή. Στην τέχνη. Στους ανθρώπους που μπορούν και θέλουν να καταλάβουν το αναγκαίο: για να δούμε καθαρά γύρω μας και μέσα μας άλλος τρόπος δεν υπάρχει από το να πάρουμε απόσταση απ' ό,τι θεωρούμε δεδομένο, κεκτημένο, συντελεσμένο. Εμείς ως μη Έλληνες.
Το Κλέφτικο
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τσιάμης
Πρωταγωνιστούν: Μάγια Ανδρέου, Κατερίνα Βούρτση, Κωσταντίνος Παπαθεοδώρου, Αντώνης Τσίλλερ
BIOS
Πειραιώς 84, 210 3425 335
Έως 06/04
σχόλια