Έναν θεατή τον απασχολούν κυρίως δύο ζητήματα όταν πηγαίνει στο θέατρο, εκτός από το να ευχαριστηθεί: να ακούει και να βλέπει. Και όταν μιλάμε για το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ο θεατής γνωρίζει ότι πρόκειται για το τελειότερο αρχαίο ελληνικό θέατρο από άποψη ακουστικής και αισθητικής. Μάλιστα, η ακουστική είναι κατάλληλη για την αναπαραγωγή θεατρικού λόγου σε μεγάλο ακροατήριο, έτσι ο θεατής περιμένει να ακούσει τα πάντα. Ακούει; Όχι πάντα. Είναι μύθος η ακουστική της Επιδαύρου; Όχι.
Πριν από μερικά χρόνια, η «Guardian» δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο υποτίθεται ότι «κατέρριπτε τον μύθο της ακουστικής της Επιδαύρου». Φυσικά, αν κάποιος καθίσει μαζί με άλλους πέντε χιλιάδες θεατές που μιλάνε και περιμένει να ακούσει το σκίσιμο ενός χαρτιού, αυτό δεν θα συμβεί – πρόκειται κυρίως για μια ρομαντική ανάμνηση. Σε μια πρώτη επίσκεψη στην Επίδαυρο, όταν ήμασταν παιδιά, με λιγοστό κόσμο, χωρίς φασαρία, κάποιος έριξε στη θυμέλη ένα κέρμα, και έκθαμβα ακούσαμε τον ήχο του στο επάνω διάζωμα, μέσα στην άπνοια και τη ζέστη του καλοκαιρινού πρωινού. Αυτός ο ήχος, που χτυπούσε στα λίθινα σκαλοπάτια του θεάτρου και δημιουργούσε το μαγικό εφέ, ανακόπτεται από τα χιλιάδες σώματα των θεατών που μαζεύονται για να δουν μια παράσταση. Αυτή η δημοφιλής μέθοδος της αυτοσχέδιας επίδειξης σε καμία περίπτωση δεν σχετίζεται με επιστημονικές μεθόδους μέτρησης της ακουστικής καταλληλότητας ενός χώρου.
Όταν χρησιμοποιείται ενίσχυση της φωνής, η ηχητική πηγή είναι τα μεγάφωνα και όχι ο ηθοποιός. Και δεν είναι λίγες οι φορές που τον ψάχνεις μέσα στο σύνολο των ηθοποιών στην ορχήστρα. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, εμποδίζει καθοριστικά την άμεση πρόσληψη του έργου, την αμεσότητα της εμπειρίας και της σχέσης ηθοποιού - θεατή, το άλφα και το ωμέγα του θεάτρου.
Στην Γκάρντιαν είχε απαντήσει τότε το Ελληνικό Ινστιτούτο Ακουστικής (ΕΛ.ΙΝ.Α), που έχει κάνει πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων και ερευνών για τη δικαιολογημένα παγκοσμίως γνωστή καλή ακουστική του θεάτρου αυτού και οι απαντήσεις ήταν πολύ διαφωτιστικές. Επισήμανε ότι η καλή ακουστική για τον χώρο αυτό, πρωτίστως, αφορά τη δυνατότητα της αναπαραγωγής καταληπτής ομιλίας ακόμη και στις πιο μακρινές θέσεις ακρόασης, σε αποστάσεις σχεδόν 60 μ. από την ορχήστρα-σκηνή του θεάτρου. Αυτό το αξιοσημείωτο επίτευγμα στον ακουστικό σχεδιασμό του θεάτρου έχει εν πολλοίς καταγραφεί για περιπτώσεις όπου το σήμα της φωνής είναι ισχυρό. Υπάρχει και μια πολύ ενδιαφέρουσα παράγραφος σε αυτή την ανακοίνωση του ΕΛ.ΙΝ.Α που αναφέρει:
«Σημειωτέο ότι κατά την αρχαιότητα, τόσο το σήμερα κατεστραμμένο σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου όσο και η χρήση θεατρικής μάσκας, και προφανώς η ισχυρή εκφορά θεατρικού λόγου από τους ηθοποιούς, επέτρεπαν την ακόμη ισχυρότερη μετάδοση του ήχου προς τους ακροατές.
Ακόμη και στις σημερινές συνθήκες, είναι γνωστό στους περισσότερους ότι όταν το ακροατήριο σε παραστάσεις είναι ήσυχο και οι ηθοποιοί έχουν δυνατή φωνή, η ομιλία είναι κατανοητή σε όλες τις θέσεις. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει σε περιπτώσεις με μη εξοικειωμένο και θορυβώδες κοινό, ιδίως στις κωμωδίες, με σκηνικούς και σκηνοθετικούς πειραματισμούς που δυσκολεύουν τη σωστή ακουστική λειτουργία του θεάτρου και με ηθοποιούς που απαιτούν χρήση μικροφώνων και ηχητικής εγκατάστασης για να πετύχουν την απαιτούμενη στάθμη στη φωνή τους. Επιπλέον, μελέτη Ελλήνων ερευνητών που κατέγραψαν –για πρώτη και μοναδική φορά διεθνώς– την ακουστική του θεάτρου αυτού με παρουσία ακροατηρίου έχει αναδείξει το γεγονός ότι η καλή ακουστική δεν μεταβάλλεται παρουσία ήσυχου ακροατηρίου».
Συζητάμε συχνά αν στην Επίδαυρο είναι θεμιτό να χρησιμοποιούμε μέσα για την ενίσχυση της φωνής. Άλλες φορές μας ενοχλούν, άλλες όχι. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι θίασοι φτάνουν στο συγκεκριμένο θέατρο και παίζουν με ψείρες, όπως αποκαλούμε τα χειλόφωνα. Δείχνει αυτό κάτι για τη δυνατότητά τους, τη φωνή τους, την παράσταση; Αναρωτιέμαι, κάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου, δεν έχουμε δει κακές παραστάσεις με φυσικό ήχο και καλές με ψείρες; Όποιος είχε δει τον «Οιδίποδα» του Μπομπ Ουίλσον θυμάται τη Λυδία Κονιόρδου να αφηγείται. Φορούσε ψείρα αλλά τι σημασία έχει όταν υπήρχε αυτό το εκτόπισμα, αυτή η τοποθέτηση της φωνής, η εκφορά του λόγου, η στάση του σώματος, όλα υπό έλεγχο; Δεν ακουγόταν πιο δυνατά, ακούγαμε κάθε λεπτή απόχρωση, κάθε κυματισμό της φωνής, αντηχούσε το ηχείο του σώματος, αυτό συνέβαινε.
Το να ενισχύουν τη φωνή τους οι ηθοποιοί είναι κάτι που απασχολεί από την αρχαιότητα. Υπάρχει ολόκληρη θεωρία για τις θεατρικές μάσκες και τον ρόλο της ακουστικής βοήθειας που προσέφεραν στον ηθοποιό. Δεν ήταν τυχαίο ότι ήταν κατασκευασμένες από άριστα υλικά για να ενισχύουν την ευρύτητα της φωνής τους. Ήταν μια βοηθητική –ας το πούμε και έτσι– «συσκευή» της εποχής, που εξυπηρετούσε τόσο την αισθητική όσο και την ακουστική προσέγγιση του έργου, κάτι που δεν απέχει από το σήμερα και την πρόθεση πολλών σκηνοθετών.
Πώς ακούγαμε χωρίς ψείρες;
Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν σε όλες τις παραστάσεις που έχω δει στην Επίδαυρο έχω ακούσει τα πάντα. Θα απαντήσω ειλικρινά, όχι. Και δεν είναι λίγες οι φορές που, από τότε που μπήκαν οι υπότιτλοι, στρέφομαι για να διαβάσω γιατί δεν ακούω καλά. Εννοώ τον φυσικό ήχο. Για διάφορους λόγους. Γιατί ο ηθοποιός έχει στραφεί με τέτοιον τρόπο που η φωνή χάνεται, γιατί το play back της μουσικής των χορικών ακούγεται πιο δυνατά και από άλλη πηγή και τέλος γιατί ένα ακροατήριο πολλών χιλιάδων δεν είναι σε κατάνυξη.
Με τα χειλόφωνα κάποιες φορές τα πράγματα συσκοτίζονται περισσότερο. Όταν χρησιμοποιείται ενίσχυση της φωνής, η ηχητική πηγή είναι τα μεγάφωνα και όχι ο ηθοποιός. Και δεν είναι λίγες οι φορές που τον ψάχνεις μέσα στο σύνολο των ηθοποιών στην ορχήστρα. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, εμποδίζει καθοριστικά την άμεση πρόσληψη του έργου, την αμεσότητα της εμπειρίας και της σχέσης ηθοποιού - θεατή, το άλφα και το ωμέγα του θεάτρου. Η σκηνοθεσία έρχεται εδώ και βοηθά όταν συνδημιουργεί το ηχητικό τοπίο με τον σχεδιαστή ήχου. Πιο απλά, κάπως φαίνεται, με κίνηση ή ακινησία ή όπως αλλιώς, αυτός που μιλά.
Η Επίδαυρος κάποτε είχε διώροφο σκηνικό οικοδόμημα πίσω από την ορχήστρα, σήμερα βλέπουμε τα ίχνη του, μια «πλάτη» που σαφώς βοηθούσε στην ακόμη ισχυρότερη μετάδοση του ήχου προς τους ακροατές. Αν δείτε φωτογραφίες παλιών παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου, ο σκηνογράφος Κλεόβουλος Κλώνης όρθωνε τα πρωτοποριακά σκηνικά του οικοδομήματα έχοντας προφανώς κατά νου ότι από την αρχαιότητα οι μηχανικοί είχαν κατανοήσει τα φαινόμενα της αντήχησης και των ηχοανακλάσεων σε σχέση με τον ρόλο της σκηνογραφίας, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι ακουστικές παρεμβολές. Στα πρακτικά του συνεδρίου ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ 2010, Αθήνα, ΕΜΠ, οι Μαρία Αγγελική́ Ζάννη, Σοφία Μαυρογονάτου και Νίκος Μπάρκας παρουσιάζουν την «Ακουστική Λειτουργία της Σκηνογραφίας σε Σύγχρονες Παραστάσεις Αρχαίου Δράματος» και γράφουν για τη σκηνογραφία του Κλεόβουλου Κλώνη σε σχέση με την ακουστική:
«Στον "Οιδίποδα επί Κολωνώ" (Επίδαυρος, 1958) παρατηρούμε σημαντική βελτίωση των ακουστικών συνθηκών: στο μέσον της σκηνογραφίας βρίσκεται επιβλητικό πρόπυλο και μπροστά του κεκλιμένο επίπεδο που συνδέει το χαμηλό προσκήνιο με την ορχήστρα. Ο συνδυασμός της ενιαίας πλάτης και του χαμηλού προσκηνίου επιτρέπουν την έγκαιρη ομαδοποίηση των δύο βασικών ηχοανακλάσεων (από το σκηνικό πλαίσιο και την ορχήστρα) και την επιτυχημένη ενίσχυση του κατευθείαν ήχου. Παράλληλα η κάτοψη σχήματος Π, με τα παρασκήνια στις άκρες, βοηθά στον εστιασμό της δέσμης των ηχοανακλάσεων από τη σκηνή προς το κοίλο και διοχετεύει τις καθυστερημένες ανακλάσεις στις παρόδους».
Οι καιροί αλλάζουν, τα σκηνικά είναι πολύ πιο ελαφρά, από άλλα υλικά, οι νεότεροι σκηνογράφοι κάνουν μελέτες και αυτοί γιατί ο ήχος έχει πνιγεί σε σκηνικούς χώρους που φράζουν την ορχήστρα. Αυτό που έχει αλλάξει περισσότερο φυσικά είναι οι σκηνοθεσίες. Οι σκηνοθεσίες στην Επίδαυρο ήταν συγκεκριμένες. Ο Χορός είχε, πλην εξαιρέσεων, περιορισμένη κίνηση, ήταν πολυμελής σε σχέση με αυτόν των περισσότερων παραστάσεων που βλέπουμε σήμερα και όλη η σκηνική δράση ήταν σχεδόν μετωπική. Είχε έναν στόχο: να ακουστεί ο λόγος μέχρι το πάνω διάζωμα δυνατά και καθαρά. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι ηθοποιοί που έφταναν στην Επίδαυρο έκαναν επί μήνες μαθήματα, με τις καθηγήτριες και τους καθηγητές φωνητικής να συνεργάζονται μόνιμα με τα θέατρα, όπως και οι σκηνοθεσίες που τους έκαναν να μην απομακρύνονται από τη θυμέλη. Πριν όλος ο θίασος φορέσει ψείρες, φορούσαν κάποιοι πρωταγωνιστές. Και πολύ πριν οι σκηνικές αναγνώσεις αρχίσουν να εξελίσσονται και να θέλουν να προσεγγίσουν τις λεπτές αποχρώσεις, τα συναισθήματα και να αναδείξουν τα ημιτόνια, δεν ήταν και λίγες οι παραστάσεις που αναδείκνυαν κυρίως τη φωνητική δεξιοτεχνία, τη δυνατότητα και την ικανότητα των πρωταγωνιστών – μιλάμε πάντα για την Επίδαυρο.
Όσο σημαντικό είναι σήμερα να ακούς τη φωνή του ηθοποιού, άλλο τόσο είναι να διακρίνεις –και μέσα στη φωνή του– ηχοχρώματα και συναισθηματικές μεταπτώσεις, όχι μόνο σε ένα κλειστό αλλά και στα ανοιχτά θέατρα που πλημμυρίζουν από θεατές κάθε καλοκαίρι. Τι θέλουμε να ακούσουμε; Πώς θέλουμε να το ακούσουμε; Και τελικά έχει σημασία η ψείρα, που μάλλον δαιμονοποιείται αδίκως (ένα βοηθητικό εργαλείο είναι), για το αποτέλεσμα μιας παράστασης; Πόσο μας ενοχλούν οι ψείρες; Ή μας ενοχλούν αν δεν είναι τεχνικά και αισθητικά ενταγμένες στο θέαμα; Μας απαντούν η θεατρική κριτικός της LiFO Λουίζα Αρκουμανέα, ο Αργύρης Ξάφης που πέρσι επέλεξε να σκηνοθετήσει τον «Αίαντα» χωρίς χειλόφωνα, ο Άρης Μπινιάρης που σκηνοθέτησε στην Επίδαυρο «Πέρσες» και «Προμηθέα Δεσμώτη» επιλέγοντας τα χειλόφωνα, η Λυδία Κονιόρδου που έχει παίξει στην Επίδαυρο με φυσικό ήχο και με χειλόφωνο στην παράσταση «Οιδίποδας» του Μπομπ Ουίλσον, ο sound designer Κώστας Μπώκος που σχεδίασε, ανάμεσα σε άλλες, παραστάσεις του Μπομπ Ουίλσον και τους «Ιχνευτές» του Μιχαήλ Μαρμαρινού και ο αρχαιολόγος και επί σειρά ετών υπεύθυνος της Επιδαύρου Χρήστος Πιτερός.
Λουίζα Αρκουμανέα
«Οι εποχές και οι ανάγκες αλλάζουν. Από τη στιγμή που τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν πλέον χειλόφωνα στην Επίδαυρο, για κάποιον σοβαρό λόγο το κάνουν. Όλα φυσικά θέλουν τον τρόπο τους... Υπάρχουν φορές που η χρήση τους δεν μας ενοχλεί καθόλου, σχεδόν ούτε τα προσέχουμε: κι αυτό επειδή έχει προηγηθεί σωστή τεχνική μελέτη, τα χειλόφωνα είναι υψηλής ποιότητας και απόδοσης και ο σκηνοθέτης έχει διδάξει τους ηθοποιούς πώς να μιλούν και να κινούνται, με αποτέλεσμα να είναι όλοι στο ίδιο μήκος κύματος – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τότε αισθανόμαστε κι εκείνοι κι εμείς ευτυχείς».
Αργύρης Ξάφης
«Μιλώντας για το καλλιτεχνικό κομμάτι, αν πρόκειται για ένα θέαμα όπως το "Rohtko" του Ταρκόβσκι που είδαμε στη Στέγη, εκεί ήταν μέσα στο σκεπτικό της παράστασης η χρήση της ψείρας, ήταν μέρος της παράστασης και το σέβομαι απόλυτα. Και ας μην ήταν στην Επίδαυρο, το χρησιμοποιώ ως παράδειγμα αρμονικής σχέσης δραματουργίας και τεχνολογίας. Μια άλλη παράσταση που μπορώ να φέρω ως παράδειγμα λεπτών αποχρώσεων, στη Μικρή Επίδαυρο, ήταν η "Μήδεια" του Δημήτρη Καραντζά, παράσταση φτιαγμένη για να παιχτεί με χειλόφωνα.
Σε ό,τι με αφορά, επέλεξα να μη χρησιμοποιήσω ψείρες γιατί έκανα μια παράσταση με το Εθνικό Θέατρο και ήξερα ότι ο αριθμός των παραστάσεων στη συνέχεια θα ήταν περιορισμένος. Αποφάσισα να πάμε με τον φυσικό ήχο. Επίσης η Επίδαυρος είναι ένα θέατρο με την καλύτερη ακουστική και σε ήσυχο περιβάλλον. Οπότε εμείς πέρσι το προσπαθήσαμε και το φέραμε σε πέρας χωρίς ψείρες εξαιτίας της συνθήκης.
Αν είχα μια παράσταση με σαράντα πιάτσες στη γύρα, σε ό,τι θεατρική συνθήκη να 'ναι, με αμάξια και αεροπλάνα να περνάνε γύρω από ένα ανοιχτό θέατρο και τους ηθοποιούς να καταστρέφουν το όργανό τους, να μην τους μένει φωνή, θα διάλεγα να βάλουμε ψείρα. Νομίζω είναι μια πρακτική επιλογή. Οι παραστάσεις που βλέπουμε στην Επίδαυρο δεν παίζονται μόνο εκεί, κάνουν περιοδεία, αποκλείεται να παίξεις χωρίς ψείρα, αλλιώς δεν θα έχεις όργανο να παίξεις στην υπόλοιπη ζωή σου. Το έκανα το 2005 και κάθε μέρα έκλεινα, έκανα αφωνία και πάλι από την αρχή, απορώ πώς έχω φωνή σήμερα. Δυστυχώς, δίπλα στα περισσότερα θέατρα που παίζουμε, τα ανοιχτά, υπάρχουν συναυλίες, ακούς αυτοκίνητα, φωνές του κόσμου, είναι δίπλα σε γήπεδα, γίνεται πόλεμος κυριολεκτικά και αυτό δεν μπορείς να το νικήσεις.
Τώρα, αν φοράμε ψείρα, η χρήση της είναι θέμα και εξάσκησης. Τώρα μαθαίνουμε καλά αυτή την τεχνολογία και τώρα έχουν εμφανιστεί γενιές ηχοληπτών που μπορούν να φέρουν σε πέρας αυτές τις τεχνικές απαιτήσεις. Αυτοί έρχονται και σώζουν παραστάσεις. Δεν είμαστε κακοί ηθοποιοί ή μη γυμνασμένοι φωνητικά, δεν είμαστε εξασκημένοι. Αν κάναμε δουλειά με ψείρα δυο μήνες, θα ήμασταν αστέρια. Τώρα βρίσκουμε τον βηματισμό μας. Και φυσικά δεν θέλω να παραλείψω τη σημασία της ποιότητας της ψείρας, που παίζει τεράστιο ρόλο και κάνει μεγάλη διαφορά, είναι μια επένδυση αν θέλεις να έχεις άριστο ήχο».
Κώστας Μπώκος, sound designer
«Ψείρες μπορεί να χρησιμοποιούμε όταν συνδέονται με το δραματουργικό, το συναισθηματικό ή το ψυχολογικό εύρος της παράστασης. Όσον αφορά την Επίδαυρο, εμείς οι τεχνικοί έχουμε κάνει πολλές δοκιμές μέσα στα χρόνια. Η απόσταση είναι μεγάλη, ειδικά με το πάνω διάζωμα, και είναι δύσκολο να ακούνε όλοι όταν έχουμε μια παράσταση στην οποία δεν έχουμε ενισχυμένο ήχο και δεν χρησιμοποιούμε και μικρόφωνα.
Γενικότερα, στις σύγχρονες παραστάσεις δεν έχουμε τη συνθήκη των παλιότερων. Τότε αρκούσε η εκφορά του λόγου και μια σκηνοθετική οδηγία πιο απλή, οι ηθοποιοί είχαν μια εκπαίδευση στη φωνή τους και μια ειδική κατεύθυνση προς το κοινό, σχεδόν μετωπική. Τώρα οι ηθοποιοί οδηγούνται σκηνοθετικά με διαφορετικό τρόπο, να γυρίζουν πλάτη στο κοινό ή να μιλούν χαμηλόφωνα, άλλες φορές υπάρχει play back μουσική που καλύπτει τον φυσικό λόγο ως μέρος της δραματουργίας, οπότε χάνουμε τον φυσικό ήχο και υποχρεωνόμαστε να περάσουμε μικρόφωνα στους ηθοποιούς για να μπορούμε να ισορροπήσουμε το ηχητικό αποτέλεσμα.
Δεν είναι μόνο αν θα βάλουμε ή όχι μικρόφωνα. Είναι μια σειρά πραγμάτων και πρέπει να συνεννοηθούμε με τον σκηνοθέτη και να πάμε όλοι προς μια κατεύθυνση. Αν έχουμε μια πιο παλιά αισθητική και θέλουμε απλώς να ενισχύσουμε τον ήχο, δεν θα λειτουργήσει, γιατί ο ήχος είναι μέρος της παράστασης, μπαίνει στη δραματουργία και εγώ σαν επαγγελματίας θέλω να υπηρετήσω την παράσταση και το δημιουργικό κομμάτι του καλλιτέχνη για να έχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα.
Το ζήτημα της αντιμετώπισης του ήχου σε ένα θέατρο σαν την Επίδαυρο είναι σύνθετο. Όλοι θέλουμε να έχουμε την αίσθηση του φυσικού ήχου, αλλά όταν έχουμε και φυσικό και ενισχυμένο ήχο η ισορροπία είναι δύσκολη και είναι θέμα απόφασης προς τα πού θα κινηθούμε. Είναι ένας δύσκολος χώρος για να καλυφθεί με ενισχυμένο ήχο ούτως ώστε να έχουμε όλοι οι θεατές την ίδια αντιμετώπιση ως προς την ακουστική. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα στην Επίδαυρο είναι πού τοποθετούμε τα ηχεία. Εμείς μερικές φορές τα βάζουμε σε άλλες θέσεις από αυτές που πρέπει, γιατί η Επίδαυρος θεωρείται από κάποιους σκηνοθέτες ένας ιδιαίτερος χώρος, δεν τα θέλουν σε ορατή θέση, όμως, τεχνικά, δεν μπορείς αλλιώς να καλύψεις ένα τέτοιο θέατρο. Και φυσικά θέμα απόφασης είναι να ξέρουμε σε τι ένταση θέλουμε να ακούσει το κοινό τον ήχο της παράστασης, όχι μόνο την πρόζα αλλά και τους ήχους και τα εφέ, και μετά να προχωρήσουμε σε έναν σωστό σχεδιασμό, για το πού θα σταθούν οι ηθοποιοί, πώς θα μιλήσουν, ώστε να έχουμε μια πλήρη μελέτη του χώρου.
Έχουν γίνει αρκετά καλές παραστάσεις με ενισχυμένο ήχο και όλο και περισσότερο κατανοούμε τη σημασία αυτού του σχεδιασμού. Δεν είναι μόνο αν θα βάλουμε ή όχι μικρόφωνα. Είναι μια σειρά πραγμάτων και πρέπει να συνεννοηθούμε με τον σκηνοθέτη και να πάμε όλοι προς μια κατεύθυνση. Αν έχουμε μια πιο παλιά αισθητική και θέλουμε απλώς να ενισχύσουμε τον ήχο, δεν θα λειτουργήσει, γιατί ο ήχος είναι μέρος της παράστασης, μπαίνει στη δραματουργία και εγώ σαν επαγγελματίας θέλω να υπηρετήσω την παράσταση και το δημιουργικό κομμάτι του καλλιτέχνη για να έχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα. Όλα αυτά γίνονται με σχεδιασμό. Στους "Ιχνευτές" οι ηθοποιοί φορούσαν ψείρες, αλλά συνεργαστήκαμε πολύ στενά με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό για να λύσουμε μια σειρά θεμάτων. Βάλαμε μικρόφωνα και άρχισαν να εκπαιδεύονται οι ηθοποιοί. Είχαν κουδούνια και πολλή κίνηση, χτυπούσαν στα μικρόφωνα και κάνανε τρελό ήχο. Βρήκαμε τρόπους: μικρούς σιγαστήρες στα κουδούνια, οι ηθοποιοί έκαναν συγκεκριμένες κινήσεις για να μη χτυπάνε στα μικρόφωνα, μελετήσαμε ακόμα και το σωστό μήκος στα κολιέ τους. Όλα έγιναν όχι μόνο για τον ήχο αλλά και για την παράσταση. Δεν είναι μόνο ηχοληπτικό το ζήτημα. Χρειάζεται μια συνολική φροντίδα».
Άρης Μπινιάρης
«Για μένα η χρήση των χειλοφώνων ήταν μια αισθητική επιλογή της παράστασης, και των "Περσών" και του "Προμηθέα", είτε παίζαμε στην Επίδαυρο είτε αλλού. Δεν νιώθω να με δεσμεύει η συνθήκη, μπορεί κάποια στιγμή να κάνω παράσταση χωρίς τη χρήση χειλοφώνων. Ήταν μέρος της αισθητικής του ήχου της παράστασης και εξυπηρετούσε και τη δραματουργία. Για παράδειγμα, στον "Προμηθέα" ήθελα να δώσω ένα μεταφυσικό στοιχείο, να ακούγονται ανάσες, να έχει γίνει μια επεξεργασία του ήχου, να ακούγεται κάτι απόκοσμο, δεν μπορούσε να γίνει αυτό χωρίς χρήση χειλόφωνων.
Όταν παίζεις με φυσικό ήχο πρέπει να ποστάρεις τη φωνή από μια ένταση και πάνω και μπορεί να χάνεις κάποιες ποιότητες που έχεις με τα χειλόφωνα. Τίποτα δεν είναι απόλυτο, είμαστε στα 2023 και δεν έχουμε λόγο να κινδυνολογούμε για τη χρήση της ψείρας. Αν εξυπηρετείται η αισθητική της παράστασης, δεν πειράζει ο καθένας με οποιοδήποτε μέσο να αποδώσει το έργο του. Μιλώντας για την Επίδαυρο, νομίζω είναι παρωχημένο να βάζουμε απαγορεύσεις, είναι ένα λαϊκό θέατρο και το όριο το βάζει ο κόσμος τελικά, που διαλέγει αυτό που του αρέσει.
Νομίζω αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε την ενίσχυση του ήχου όχι για να ακουγόμαστε πιο δυνατά, αλλά ως αισθητικό εργαλείο. Μην ξεχνάμε ότι και οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τεχνολογία αντίστοιχη του καιρού τους στα έργα αυτά, που όταν τα πρωτοπαρουσίασαν συνέστησαν ένα νέο θεατρικό είδος. Οπότε και εμείς οφείλουμε να τολμάμε με όλα τα μέσα που μας δίνονται, αρκεί να έχουν λόγο ύπαρξης.
Επίσης θα ήθελα να σημειώσω τις συνθήκες μέσα στις οποίες εργαζόμαστε και καλούμαστε να δημιουργήσουμε και τις οποίες πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Για παράδειγμα, φτάνουμε σε μια Επίδαυρο –που είχε κάποτε πολυμελείς Χορούς– δέκα άτομα για να φέρουμε σε πέρας μια παράσταση, ικανή και σε όγκο και σε ένταση και σε συναίσθημα. Στις δικές μου παραστάσεις κάναμε μεγάλη εξάσκηση, ειδικές ασκήσεις για το τι ακούνε στον χώρο οι ηθοποιοί, τι ήχο παράγουν, πώς αλλάζει το κέντρο προσοχής της ακοής, είναι ζητήματα που με απασχολούν, τα ψάχνω μέσα στα χρόνια και δεν είναι εύκολη και αβίαστη υπόθεση».
Χρήστος Πιτερός, αρχαιολόγος, επίτιμος δ/ντής Δ’ ΕΠΚΑ
«Αν και εμένα με ευχαριστεί περισσότερο να ακούω φυσικές φωνές, ο ηθοποιός για να ακούγεται στο πάνω διάζωμα με γεμάτο θέατρο πρέπει να είναι στο κέντρο της ορχήστρας. Αυτό δεν συμβαίνει σε πολλές σύγχρονες παραστάσεις, οπότε τα βοηθήματα έχουν πλεονέκτημα για τον ηθοποιό. Η ακουστική της Επιδαύρου είναι μοναδική, υπάρχει αντανάκλαση του ήχου με ακρίβεια στα σκαλοπάτια, αλλά όταν έχει 10.000 ανθρώπους το θέατρο ο ήχος βρίσκει στο ανθρώπινο σώμα, το οποίο δεν έχει την ηχητική αντανάκλαση που έχει ο λίθος και έχουν γίνει πολλές μετρήσεις γι' αυτό.
Για να παίξει ένας ηθοποιός στην Επίδαυρο πρέπει να είναι και γυμνασμένος και ασκημένος και οι παραστάσεις με φυσικό ήχο προϋποθέτουν μια εξειδίκευση, κάτι που γινόταν παλιά. Θυμάμαι στις παραστάσεις του Εθνικού ο σκηνοθέτης λάμβανε υπόψη πού θα σταθεί ακριβώς ο ηθοποιός στην ορχήστρα για να ακούγεται, υπήρχαν βοηθοί που παρακολουθούσαν από το πάνω διάζωμα και σημείωναν αν ακούνε καλά από τη συγκεκριμένη σειρά και ο σκηνοθέτης προσπαθούσε να θεραπεύσει όσο μπορούσε την ακουστική δυνατότητα. Ας πούμε, να μη γυρίζει ο ηθοποιός πλάτη ή στο πλάι.
Είναι και θέμα άσκησης του ηθοποιού να παίζει σε ανοιχτό χώρο, ακόμα και οι πρόβες της Επιδαύρου γίνονται σε κλειστούς χώρους ή σε μέρη με εντελώς διαφορετική ακουστική και η πρώτη φορά για έναν ηθοποιό που δεν είναι έμπειρος νομίζω είναι πολύ δύσκολη. Σήμερα υπάρχουν τα εργαλεία, υπάρχουν και μελέτες και μετρήσεις, τι ακούγεται σε μια πρόβα, σε μια παράσταση, και νομίζω αυτές οι μελέτες και στο μέλλον θα είναι πολύ χρήσιμες ώστε να γίνεται ένας συνδυασμός σκηνοθεσίας και ακουστικής μελέτης. Είναι ένα θέμα που αφορά σκηνοθέτες, ηθοποιούς και όλους τους συντελεστές μιας παράστασης που φτάνει εδώ».
Λυδία Κονιόρδου, ηθοποιός
«Σχετικά με την παρεμβολή της τεχνολογίας στον ήχο στις παραστάσεις, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς απόλυτα και με γενικεύσεις. Αν ο λόγος που χρησιμοποιούνται π.χ. τα χειλόφωνα ή τα μικρόφωνα, ακόμα και οι κάμερες, έχει σχέση με καλλιτεχνική ανάγκη και άποψη, τότε κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Όταν όμως γίνεται για λόγους είτε ευκολίας είτε λόγω του γεγονότος ότι οι ηθοποιοί έχουν όλο και λιγότερο την τεχνική της φωνής για να ακουστούν σε εξωτερικό χώρο, τότε πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός.
Το ποιητικό θέατρο χρειάζεται τεχνική φωνής και κίνησης που να εκφράζει τη διάσταση του λόγου ο οποίος υπερβαίνει την καθημερινότητα. Χρειάζονται λοιπόν κώδικες έντεχνοι που απαιτούν από τον ηθοποιό τεχνική λόγου, κίνησης, μουσικότητα, αίσθηση μέτρου, πιο κοντά στον χορό και στο τραγούδι πάρα στην καθημερινή έκφραση. Η τεχνική ενίσχυση του λόγου είναι μια παγίδα, δίνει την αίσθηση της οικειότητας χωρίς να έχει προηγηθεί η έντεχνη υπέρβαση του πεζού λόγου μέσω της τεχνικής.
Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να σκεφτεί κανείς είναι τι θυσιάζεται χάριν ευκολίας από τη δυνατότητα του ανθρώπινου σώματος να δονείται αναπτύσσοντας τα ηχεία του και έτσι να δονεί και τα σώματα των ηθοποιών. Όταν στα κύματα του ήχου παρεμβάλλεται μια τεχνική μεγέθυνση, τότε υπερέχει η δύναμη, η ποσότητα και όχι η ποιότητα του ήχου.
Σήμερα επικρατεί όλο και πιο δυνατός ήχος με μεγάλα ηχεία που παρεμβάλλονται ισοπεδώνοντας την ποικιλία της έκφρασης της φωνής χάριν της ποσότητας. Όσο πιο δυνατά τόσο πιο εντυπωσιακά. Με αυτό διαφωνώ, το νιώθω στο σώμα μου σαν βιασμό των αισθήσεων, σαν επιβολή μιας αισθητικής από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις.
Σιγά σιγά αμβλύνεται η ακουστική μας ικανότητα και θέλουμε όλο και πιο δυνατό ήχο για να ξυπνήσουμε ως θεατές. Η μεγάλη φωνή στον ηθοποιό προϋποθέτει μεγάλο εσωτερικό κραδασμό από τη διεύρυνση των ηχείων που συνδέονται άμεσα με την ικανότητα να δονείται με πιο υψίσυχνη ενέργεια και έτσι να ανοίγει η οδός για την έκφραση βαθυτέρων περιοχών της ύπαρξης, της ψυχής και της διάνοιας. Ακόμα επιτρέπει, με εξάσκηση, την υπέρβαση του εαυτού τη στιγμή της δημιουργίας. Αυτές είναι στιγμές μοναδικές για τον ηθοποιό και το κοινό όταν συμβαίνουν.
Είχα την εμπειρία να παίξω με χειλόφωνο στις συνεργασίες μου με τον Μπομπ Ουίλσον. Ο κώδικας του Ουίλσον είναι μοναδικός. Το κείμενο γι' αυτόν είναι εξίσου σημαντικό με το φως, το σκηνικό, τη μουσική, την κίνηση των ηθοποιών και των σκηνικών αντικειμένων. Είναι σαν ομιλούντες εικαστικοί πίνακες σε εξέλιξη.
Απαιτεί από τον ηθοποιό απόλυτη συγκέντρωση και κατάθεση της ενέργειάς του σε διάρκεια, ακόμα και στη φαινομενική ακινησία. Εκ των πραγμάτων το αποτέλεσμα είναι στον αντίποδα του ρεαλισμού και της καθημερινότητας.
Η χρήση του χειλοφώνου, από την άλλη, απαιτεί μια άλλη τεχνική φωνής που δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Λειτουργείς πιο πολύ σαν μουσικό όργανο, το νόημα εκφράζεται με πολύ διαφορετικό και απρόσμενο τρόπο, και το εκφράζουν τα πάντα επί σκηνής, όχι μόνο ο ηθοποιός».