Εννέα άνθρωποι μέσα σε έναν κύκλο. Ο κύκλος –ένας μεταλλικός δίσκος που καλύπτει πλήρως την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου– περιστρέφεται ασταμάτητα. Εξίσου ασταμάτητα, όμως, περπατά και ο Χορός των εννέα νέων, που κοιτάζουν διαπεραστικά προς το μέρος μας.
Μοιάζουν θυμωμένοι. Με τα μαύρα, see-through μπλουζάκια και τα φθαρμένα άρβυλά τους, βηματίζουν εμμονικά, λες και όλα εξαρτώνται από το αδιάκοπο της κίνησής τους, λες κι αυτοί είναι που κάνουν τη «Γη» να γυρίζει.
Βηματίζουν και θυμούνται τα παλιά, ιστορίες φρίκης για γονείς που έσφαξαν τα παιδιά τους και τα πρόσφεραν στους θεούς, μαντείες σκοτεινές, όνειρα παραπλανητικά, ετοιμόγεννες λαγουδίνες που σπαράχθηκαν από αετούς, οδύνες δεκαετούς πολέμου, υδρίες με στάχτες νεκρών, απομεινάρια πολεμιστών, απάτες θεών, μίσος που σιγοβράζει για τη γενιά των Ατρειδών.
Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς τους στέκεται προ των πυλών.
Εκείνοι, όμως, δεν το γνωρίζουν. Δεν γνωρίζουν ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει και απευθύνονται στον Δία, επειδή ένα «μάταιο βάρος σφίγγει την ψυχή» τους. Η θλίψη τους μαστιγώνει την ατμόσφαιρα κι η οργή τους δονεί τα κρουστά.
Η διαρκής επανάληψη –άνθρωποι που βαδίζουν μιλώντας, μουρμουρίζοντας ή φωνάζοντας, βαδίζουν και βαδίζουν δίχως προορισμό– οξύνει μια ζοφερή αίσθηση αδιεξόδου. Ο αυστηρός ρυθμός και η μουσικότητα του λόγου, η εναρμόνιση με τους ήχους των κρουστών, η περίμετρος του δίσκου, η επίμονη περιστροφή του, δημιουργούν την εντύπωση ότι προσπαθούν να τιθασεύσουν ασφυκτικά, ακατανόητα αλλά και δεινά συναισθήματα, σε μια φόρμα, όμως, μονότονη, κουραστική, επίπεδη.
Είναι κάτι τέτοιες στιγμές, όπως θα έλεγε ο Μερλώ-Ποντύ, όπου η ηθική, η πολιτική, ο μύθος, η ποίηση και η ύπαρξη σημαίνουν η μία την άλλη μέσα στην ενότητα του θεατρικού συμβάντος, «όπως τα μέρη του σώματος εμπεριέχονται το ένα στο άλλο μέσα στην ενότητα μιας χειρονομίας».
«Έτσι, λοιπόν, θα εξελιχθεί όλη η παράσταση;» αναρωτιόμαστε. Η συνθήκη μπορεί να διαθέτει μια μπεκετική γοητεία, το μπεκετικό χιούμορ, όμως, απουσιάζει (και όχι μόνον αυτό).
Πράγματι, για αρκετή ώρα δεν γνωρίζουμε αν ο Χορός θα καταφέρει να σπάσει τις αλυσίδες του (και τις δικές μας), εντοπίζοντας μια γόνιμη διέξοδο, ή αν θα παραμείνει εγκλωβισμένος σε έναν στείρο καταναγκασµό, σε µια ανούσια επανάληψη, σ’ ένα αυτάρεσκο «κλάμα» που θα διαβρώσει κάθε εξέλιξη, κάθε ενδιαφέρον, κάθε δυνατότητα μετασχηματισμού και προόδου.
Για την ακρίβεια, εισπράττουμε όλο αυτό το φορτίο –τη σφιχτή, αλύγιστη, συναρμογή λόγου, κίνησης, τέμπου και τόνου– ως κάτι βασανιστικό, αφόρητο.
Επιπροσθέτως, ο Αγαμέμνων εμφανίζεται «σβησμένος», χωρίς πυγμή. Η Κλυταιμνήστρα μάς αφήνει αδιάφορους. Οι αντοχές μας φτάνουν στα όριά τους. Όμως εκεί, σε αυτό το breaking point, είναι που η εκβιασμένη υπομονή μας ανταμείβεται.
Η πρώτη θραύση της ανίας γίνεται με την τρισώματη Κασσάνδρα: τρεις γυναίκες ηθοποιοί (Liliane Amuat, Anna Bardavelidze, Myriam Schröder) μιλούν διαδοχικά, μοιράζοντας αλλά και συγχρόνως πολλαπλασιάζοντας την επίδραση του προφητικού μονολόγου που βλέπει τον οίκο των Ατρειδών να βουλιάζει στο αίμα, πνίγοντας όχι μόνον τη διχασμένη βασιλική οικογένεια αλλά και όσους, όπως η Τρωαδίτισσα πριγκίπισσα, βρέθηκαν ακουσίως εντός του φαύλου τούτου κύκλου εκδίκησης και αντεκδίκησης.
Διαρκώς επερχόμενη, η πολλαπλώς δυσοίωνη περιπέτεια προαναγγέλλεται από τις ηλεκτρισμένες ηθοποιούς με ισχύ και πειθώ που συνεπαίρνει, επιτέλους, τον θεατή.
Ο Αγαμέμνων σφαγιάζεται, μαζί κι η άτυχη ερωμένη του. Τα μαθαίνουμε από τον Άγγελο, ενώ η σκηνή λούζεται σ’ ένα κατακόκκινο φως και τα καπνογόνα θολώνουν την ατμόσφαιρα: οι ατμοί του μοιραίου βασιλικού λουτρού διαχέονται στο κοίλον.
Και τότε συμβαίνει το «θαύμα»: η ηθοποιός (Pia Händler), που καθ΄ όλη τη διάρκεια του πρώτου μέρους μάς είχε φανεί άχρωμη κι ανεπαρκής ως Κλυταιμνήστρα, ξαφνικά εκτινάσσεται παρασύροντάς μας μαζί της.
Η αγέρωχη κορμοστασιά, το ατσάλινο βλέμμα της, η σκληρή χροιά της φωνής της, και, προπαντός, το ολόγυμνο σώμα της, απόλυτα καθαρμένο από πάσης φύσεως ενοχή, εντός ή εκτός ρόλου, απαστράπτον στη ροδαλή λευκότητά του, αναδύεται μέσα από το σκοτάδι καθώς η συζυγοκτόνος βγαίνει από παλάτι για να σύρει ενώπιόν μας τα θύματά της.
Το πρόσωπό της δονείται και συσπάται από τη διαστροφική χαρά μιας δικαιωμένης τιμωρού που εξετέλεσε αριστοτεχνικά το δαιμόνιο σχέδιό της, επιφέροντας πλήγμα όχι μόνο στον σύζυγο-σφαγέα της κόρης της (πόσο συγκινητικός γίνεται ο λόγος της όταν μιλάει για την Ιφιγένεια), αλλά και στην πατριαρχική συνωμοσία που στήριξε μια τέτοια αποτρόπαια πράξη στο όνομα ενός πολύπικρου πολέμου.
Η αισθητική και ψυχική ανάταση που προκαλεί η θριαμβευτική μεταμόρφωση της ηθοποιού καταλύει κάθε προηγούμενη αίσθηση δυσφορίας ή απογοήτευσης. Για μια τέτοια στιγμή, για ένα τέτοιο coup de théâtre μπορούμε, αλήθεια, να συγχωρήσουμε πολλά.
Γιατί σε αυτή τη μαγική φανέρωση δεν είδαμε μονάχα μιαν ηθοποιό να εξασκεί υποδειγματικά τη δύναμη της τέχνης της, ούτε μονάχα μια γυναίκα να σπάει τον κλοιό της καταπίεσης και να διατρανώνει λαμπερά το ανάστημά της (εξαιρετικά σημαντικά και τα δύο)∙ αλλά υπήρχε, περαιτέρω, στην τοποθέτησή της –έτσι όπως έκανε ένα βήμα μπροστά από τη μάζα και στάθηκε μονάχη, γυμνή, ολόφωτη–, μια αύρα αρχέγονη, ένας απόηχος της Εύας που τώρα όχι απλώς δεν απολογείται για το μήλο αλλά το εκσφενδονίζει στα πρόσωπα των κατηγόρων της, έχοντας μάλιστα στο πλευρό της τον Αδάμ (τον επίσης γυμνό Αίγισθο) να υπερασπίζεται κι εκείνος, εξίσου σθεναρά, την αμαρτωλή υπέρβαση του ζεύγους που ανάγκασε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν τη θνητότητα ως καταστατική συνθήκη του είδους τους.
Και είναι κάτι τέτοιες στιγμές, όπως θα έλεγε ο Μερλώ-Ποντύ, όπου η ηθική, η πολιτική, ο μύθος, η ποίηση και η ύπαρξη σημαίνουν η μία την άλλη μέσα στην ενότητα του θεατρικού συμβάντος, «όπως τα μέρη του σώματος εμπεριέχονται το ένα στο άλλο μέσα στην ενότητα μιας χειρονομίας». Μιας χειρονομίας που θα αποκρυπτογραφηθεί κατά βούληση και, αν η συνάντησή μας μαζί της αποδειχθεί αρκετά ισχυρή, τότε κάτι μικρό αλλά ζωτικής σημασίας θα έχει μετακινηθεί... Η συνείδηση θα έχει διευρυνθεί.
Ακόμα κι αν ξεχάσουμε τι συνέβη κάποτε στο Άργος, δεν έχει σημασία: η μεταδοτική δύναμη της μεταμόρφωσης αυτής της γυναίκας, η ανεμπόδιστη ανάδυση της παρουσίας της από το σκοτάδι στο φως, από την κρυφή ζωή στη φανερή, από τη μεταμφίεση στην απέκδυση, από την απραξία στην πράξη, από την υποταγή στην κοινωνική ανυπακοή και στην οργιώδη διαδήλωση του Είναι, ε, αυτή είναι μία από τις σπάνιες εμπειρίες που μόνο το θέατρο μπορεί να προσφέρει τόσο εύγλωττα, τόσο σάρκινα, τόσο άμεσα, τόσο αιφνιδιαστικά.
Σκηνοθεσία - Σκηνικά: Ulrich Rasche
Μετάφραση - Διασκευή: Walter Jens (Πνευματικά δικαιώματα: Theater-Verlag Desch GmbH)
Μουσική σύνθεση - Μουσική διεύθυνση: Nico van Wersch
Κοστούμια: Romy Springsguth
Διεύθυνση Χορού: Jürgen Lehmann
Φωτισμοί: Gerrit Jurda
Δραματουργία: Michael Billenkamp
Συμπαραγωγή: Residenztheater - Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Παίζουν: Liliane Amuat, Anna Bardavelidze, Pia Händler, Thomas Lettow, Niklas Mitteregger, Max Rothbart, Lukas Rüppel, Noah Saavedra, Myriam Schröder, Moritz Treuenfels