Μερικές δεκάδες φωτογραφίες, το έντυπο πρόγραμμα, δημοσιεύματα και κριτικές σε εφημερίδες είναι τα ίχνη που άφησε η παράσταση με την οποία ο Λευτέρης Βογιατζής σύστησε το 1985-86 στο ελληνικό κοινό το έργο του Α.Σ. Γκριμπογέντοφ Συμφορά από το πολύ μυαλό.
Ήδη πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια από τότε και οκτώ από τον θάνατο αυτού του ιδιότυπου «πειραματιστή» του ρεαλισμού, εστέτ υπέρμαχου των κλασικών κειμένων και της υψηλής υποκριτικής (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στη σημερινή αφασική σκηνική πραγματικότητα).
Το θέατρό του, της Οδού Κυκλάδων, σαν να πενθούσε κι αυτό την απώλεια του δημιουργού του – ακόμα και καλές παραστάσεις τρίτων έμοιαζαν «ξένες», αφού κάθε γωνία του χώρου θαρρείς πως ήταν εμποτισμένη από την ιδιοφυΐα του Λευτέρη Βογιατζή. Δεν ξέρω αν το νιώθω μόνο εγώ, αλλά κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί, έχω την αίσθηση ότι θα τον δω από κάπου να προβάλλει.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, το πένθος πρέπει να καταλαγιάζει, αφήνοντας χώρο στη νέα δημιουργία, στους επόμενους της τέχνης που ο Βογιατζής αγάπησε και τίμησε όσοι λίγοι. Πλέον ένα νέο κεφάλαιο στη λειτουργία του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων άνοιξε (καθώς για την επόμενη δεκαετία έχει περάσει στη δικαιοδοσία της εταιρείας Λυκόφως) και χαίρομαι που για πρώτη παράσταση επιλέχθηκε το Συμφορά από το πολύ μυαλό σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, που μοιάζει σαν συμφιλιωτική παραδοχή του αναπόδραστου της απώλειας και σαν σεβαστική υπόκλιση στο παρελθόν του θεάτρου και του δημιουργού του, δηλώνοντας ταυτόχρονα τη νέα αρχή ως συνέχεια. Γιατί, νομίζω, δεν υπάρχει άλλος σκηνοθέτης που να πλησιάζει περισσότερο τον Βογιατζή από τον Στάθη Λιβαθινό ως προς την προσήλωση στα κλασικά κείμενα, την έλξη προς τον έμμετρο δραματικό λόγο, την αντιμετώπιση του θιάσου ως ensemble, την αγωνία για την υποκριτική αρτιότητά του.
Γνωρίζοντας καλά το ρωσικό θέατρο, αφού έχει σπουδάσει στη Ρωσία και γνωρίζει τη ρωσική γλώσσα, προσέγγισε το καθόλα σημαντικό έργο του Γκριμπογέντοφ με σχετική ασφάλεια ως προς το πρώτο ζητούμενο, την απόδοση του λόγου στην ελληνική και την ερμηνεία του από τους ηθοποιούς με τρόπο που να εξασφαλίζεται η αμεσότητα της απεύθυνσης, αλλά χωρίς να χάνεται η μουσικότητα του πρωτοτύπου.
Γνωρίζοντας καλά το ρωσικό θέατρο, αφού έχει σπουδάσει στη Ρωσία και γνωρίζει τη ρωσική γλώσσα, προσέγγισε το καθόλα σημαντικό έργο του Γκριμπογέντοφ με σχετική ασφάλεια ως προς το πρώτο ζητούμενο, την απόδοση του λόγου στην ελληνική και την ερμηνεία του από τους ηθοποιούς με τρόπο που να εξασφαλίζεται η αμεσότητα της απεύθυνσης, αλλά χωρίς να χάνεται η μουσικότητα του πρωτοτύπου. Γιατί είναι κοινή παραδοχή ότι οι ανισοσύλλαβοι ιαμβικοί ομοιοκατάληκτοι στίχοι του έργου, που σφύζουν από ζωή, ευφυΐα, φυσικότητα και μαζί μουσικότητα, είναι δύσκολο να αποδοθούν σε άλλη γλώσσα.
Με οδηγό την απόδοση του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, ωστόσο, και με την καραντίνα να επιτρέπει χρονικά την απόπειρα, η Έλσα Ανδριανού παρέδωσε μια νέα μετάφραση, σύγχρονου γλωσσικού πνεύματος, που διατηρεί την ομοιοκαταληξία, χωρίς ωστόσο τον καταναγκασμένο ρυθμό που διαπιστώνουμε σε άλλες μεταφράσεις κλασικών κειμένων με παρόμοια χαρακτηριστικά. Άθλος το δίχως άλλο.
Συμφορά από το πολύ μυαλό, λοιπόν. Μοναδικό έργο ενός πολυτάλαντου ανθρώπου, του ευγενικής καταγωγής Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ (1795-1829), που σπούδασε φιλολογία και νομικά, ήξερε γλώσσες, έπαιζε πιάνο και συνέθετε μουσική, υπηρέτησε στον στρατό όταν ο Ναπολέων εισέβαλε στη Ρωσία και κατέληξε πρέσβης στο Ιράν. Είχε γράψει μόνο τη Συμφορά όταν λιντσαρίστηκε(!) από τον όχλο μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό της πρεσβείας, πληρώνοντας τις κακές σχέσεις Ρωσίας - Ιράν κατά τη δεκαετία του 1820.
Κι όμως, μ’ αυτό το μοναδικό του έργο έγραψε ιστορία, όχι μόνο γιατί πολλοί στίχοι του έργου πέρασαν ως αφορισμοί και ρητά στη ρωσική γλώσσα αλλά και γιατί ο Τσάτσκι, ο κεντρικός ήρωας της Συμφοράς, αναγνωρίζεται ως το ρωσικό αντίστοιχο του Άμλετ και, περισσότερο, του Μισάνθρωπου του Μολιέρου, επηρεάζοντας πολλούς μεταγενέστερους Ρώσους συγγραφείς. Στοιχεία του Τσάτσκι αναγνωρίζουμε από τον Ομπλόμοφ του Γκοντσαρόφ έως τον Ιβάνοφ και τον Τούζενμπαχ του Τσέχοφ.
Οπωσδήποτε το Συμφορά από το πολύ μυαλό δεν είναι απλώς μια σατιρική κωμωδία ηθών της μοσχοβίτικης αριστοκρατίας των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα, όπως ευρέως γράφεται για το έργο. Η αξία του υπερβαίνει την εποχή του και συγκινεί ακόμα και σήμερα ακριβώς λόγω του νεαρού Τσάτσκι.
Ανήσυχος, ευφυής, ασυμβίβαστος, εντόνως επικριτικός για την κυριαρχία των ασήμαντων και την τελματώδη ρουτίνα των κοινωνικών σχέσεων και συναθροίσεων, ο Τσάτσκι τολμά να λέει ελεύθερα τη γνώμη του, να γίνεται δυσάρεστος. Ακόμα και η αγαπημένη του, η Σοφία Πάβλοβνα, για την οποία επιστρέφει μετά από τριετή απουσία, (ήθελε, βλέπετε, να γνωρίσει τον κόσμο) τον αποστρέφεται – λογικό ίσως, πλήγωσε τον εφηβικό της έρωτα. Και, ναι, η ευφυΐα πάντα φλερτάρει με την αλαζονεία. Οι ιδέες και οι προθέσεις του Τσάτσκι είναι αγνές, αλλά τελικά συντρίβεται απ’ αυτούς που περιφρονεί.
Είναι πιθανό ο Γκριμπογέντοφ να είχε διαβάσει Ζαν-Ζακ Ρουσό, ειδικά τις Εξομολογήσεις και τις Ονειροπολήσεις του μοναχικού οδοιπόρου (και τα δύο εκδόθηκαν το 1782).
Για μένα έχει πολύ ενδιαφέρον η παράλληλη ανάγνωση των αυτοβιογραφικών κειμένων του Ρουσό και της έμμετρης πικρής κωμωδίας του Γκριμπογέντοφ, αυτού του άτυπου διαλόγου ενός χαρισματικού δημιουργού στην «πρωτόγονη» Ρωσία των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα με τον πιο «προσωπικό» φιλόσοφο της καθ’ όλα προηγμένης (και με πρόσφατη ακόμα την εμπειρία της Επανάστασης του 1789) Γαλλίας.
Αν στο Παρίσι του Ρουσό «κανείς δεν τολμά να είναι ο εαυτός του», να εκφράζεται με ειλικρίνεια, να λέει ευθαρσώς τη γνώμη του, να ζει σύμφωνα με τα αισθήματά του, στη Μόσχα του Γκριμπογέντοφ δεν τίθεται καν αυτό το ζήτημα – ο εαυτός έχει απορροφηθεί απολύτως από την κοινωνική σύμβαση. Υλικό συμφέρον και φιλαυτία ορίζουν και καθορίζουν το αδιέξοδο των σχέσεων.
Ο Τσάτσκι, σαν τον Ρουσό, παιδεύεται με τα κρίσιμα σε κάθε εποχή ερωτήματα: «Ποιος είμαι;», «Ποιος υπήρξα στη ζωή μου;», «Ήμουν πιστός (αλλιώς, σε συμφωνία) με τον βαθύτερο εαυτό μου;». Μέσα στον αναβρασμό της νιότης του, ο Τσάτσκι νιώθει ότι το να είσαι ο εαυτός σου είναι πρωτίστως ηθική επιταγή: πράττεις ηθικά μόνον εφόσον ακολουθείς αυτό που ο έσω εαυτός επιτάσσει.
Αφαιρώντας από τη διανομή του πρωτοτύπου τα πρόσωπα που συνθέτουν την πινακοθήκη της εποχής, αλλά δεν έχουν σημασία στην εξέλιξη της υπόθεσης, ο Στάθης Λιβαθινός απέφυγε το στρίμωγμα στον περιορισμένο σκηνικό χώρο του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων.
Στο κέντρο του το κυκλικό σκάμμα (σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου), ένα υπερμέγεθες ρολόι (η ιστορία εξελίσσεται στη διάρκεια μίας ημέρας), ανακαλεί σκηνογραφικές λύσεις παραστάσεων του Λευτέρη Βογιατζή. Για άλλη μια φορά στέκομαι στη γέφυρα που είναι αυτή η παράσταση με την πολύτιμη παρακαταθήκη του Βογιατζή.
Οι ηθοποιοί της παράστασης αποτελούν ένα θαυμάσια δουλεμένο σύνολο: Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Θέμης Θεοχάρογλου, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Αθανασία Κουρκάκη, Νέστωρ Κοψιδάς, Μάριος Κρητικόπουλος, Πάρις Λεόντιος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Λίλλυ Μελεμέ, Ερρίκος Μηλιάρης, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Δημήτρης Φιλιππίδης, Γιλμάζ Χουσμέν.
Δεν μπορώ, ωστόσο, να μην ξεχωρίσω την έξοχη Ιωάννα Κολλιοπούλου σε έναν ρόλο που δεν έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο έχει ερμηνεύσει μέχρι τώρα, τον Νέστορα Κοψιδά, τη Νεφέλη Μαϊστράλη στον κρίσιμο ρόλο της υπηρέτριας. Και, βέβαια, τον Δημήτρη Φιλιππίδη στον δύσκολο ρόλο του Τσάτσκι, ορμητικό και ευαίσθητο όσο χρειάζεται, στον πρώτο ρόλο μιας, νομίζω, πολλά υποσχόμενης πορείας.
Ας μου επιτραπούν μόνο δύο παρατηρήσεις: πρώτον, το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων είναι μικρό και η ένταση των φωνών πρέπει πάντα να ρυθμίζεται αναλόγως και, δεύτερον, η 4η και 5η Σκηνή της Δ’ Πράξης μπορούσαν να κοπούν χωρίς να αλλοιωθεί κατ’ ελάχιστον το θαυμάσιο τελικό αποτέλεσμα.
Η μουσική που συνέθεσε ο Δημήτρης Μαραμής, εμπνεόμενος από τα δύο βαλς του ίδιου του Γκριμπογέντοφ και τη Ρομάντσα του Γκλίνκα, δένει υπέροχα με την παράσταση. Ωραία ιδέα να αξιοποιηθούν οι φωνές των ηθοποιών (ανακαλώντας ρυθμικά τους χτύπους ρολογιού) στις αλλαγές των σκηνών. Μπράβο σε όλους.
«Συμφορα από το πολύ μυαλό» του Α.Σ. Γκριμπογέντοφ
Μετάφραση: Έλσα Ανδριανού
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Κίνηση: Πάρις Λεόντιος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Έμιλυ Λουίζου, Σοφία Παλάτη
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Παίζουν (αλφαβητικά): Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Θέμης Θεοχάρογλου, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Αθανασία Κουρκάκη, Νέστωρ Κοψιδάς, Μάριος Κρητικόπουλος, Πάρις Λεόντιος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Λίλλυ Μελεμέ, Ερρίκος Μηλιάρης, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Δημήτρης Φιλιππίδης, Γιλμάζ Χουσμέν
Θέατρο Οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής
Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη, 210 8217877
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετ., Κυρ. 19:00, Πέμ.-Παρ. 20:30, Σάβ. 21:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.