Η «ομήγυρις», όπως επισήμανε ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης, σε αντίθεση με το «πάνελ» που στις μέρες μας παραπέμπει μάλλον στην τηλεόραση, αποτελούνταν από ανθρώπους των τεχνών, και συμπεριλάμβανε και τον ίδιο. Μέλη της ήταν ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, η χορεύτρια και ηθοποιός Έλενα Τοπαλίδου, ο κινηματογραφιστής και σκηνοθέτης της τηλεόρασης Λευτέρης Χαρίτος, ο χορευτής και χορογράφος Ηλίας Χατζηγεωργίου και οι σκηνοθέτιδες του θεάτρου Ελένη Δημοπούλου και Κατερίνα Παπαγεωργίου. Τον συντονισμό ανέλαβε η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, επίσης σκηνοθέτις θεάτρου, Κατερίνα Ευαγγελάτου. Τετάρτη 3 Ιουλίου, 8 το βράδυ, στον χώρο Ε της Πειραιώς 260, μέρος απολύτως οικείο σε όσους παρακολουθούμε τις εκδηλώσεις του φεστιβάλ.
Στο φόντο η βιντε-οθόνη έγραφε «Τέχνη και κοινωνία», ενώ μια σειρά καρέκλες του σκηνοθέτη περίμεναν τους οκτώ συμμετέχοντες για μια ανοιχτή συζήτηση με θέμα τη σχέση τέχνης και κοινωνίας. Πρώτη ανέβηκε στη σκηνή η Κατερίνα Ευαγγελάτου για να καλωσορίσει το κοινό, κυρίως ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου, όπως ήταν αναμενόμενο, και να μας εισαγάγει στη συζήτηση που θα ακολουθούσε. Όταν όλοι πήραν θέση, έθεσε το εξής ερώτημα, ξεκινώντας από τον Μαρκουλάκη: «Στη μακρά σου πορεία έχεις έρθει αντιμέτωπος με το ερώτημα αν η τέχνη έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο. Πώς το αντιμετωπίζεις; Επειδή δεν έχει νόημα να μιλήσουμε εδώ γενικά, θα καταθέσει ο καθένας τις προσωπικές του εμπειρίες». Η πρώτη αντίδραση του Μαρκουλάκη ήταν: «Έθεσες το βασικό ερώτημα». Αλλά τι εννοούσε ο δημοφιλής σε όλους ηθοποιός;
«Αυτό που κάνουμε όλοι οι καλλιτέχνες είναι ότι δίνουμε το πλαίσιο. Παίρνουμε μια πραγματικότητα που είναι ατάκτως ερριμμένη, της δίνουμε μια μορφή και η μορφή αυτή μας κάνει λιγότερο απαρηγόρητους. Έχουμε στο χέρι μας μια καταπληκτική δύναμη, μπορούμε να βάλουμε τη λέξη “τέλος”. Στη ζωή δεν μπαίνει τέλος, κάποιος αρρωσταίνει και πεθαίνει. Στις ιστορίες που λέμε, όσο ξαφνικό κι αν είναι το τέλος, έχει προετοιμαστεί. Κι αυτό δίνει στα πράγματα μια ελπίδα, μια παρηγοριά στις ζωές».
Διευκρινίζοντας ότι ως ένας άνθρωπος της σκηνής και όχι ως πρωτογενής δημιουργός πολύ συχνά τον κυριεύει μια αίσθηση έλλειψης νοήματος, συνέχισε ότι στο ενδιάμεσο των διαφορετικών πρότζεκτ πολλές φορές πέφτει «σε ένα ναδίρ τρομερής μελαγχολίας και αίσθησης αχρηστίας» ακόμα και για πράγματα που θεωρεί ότι κατάφερε να κάνει περισσότερο από ικανοποιητικά, ότι πιστεύει βαθιά πως αυτά «δεν έχουν καμιά σημασία, δεν μπορούν να επηρεάσουν με κανέναν τρόπο κανέναν, αν έλειπαν δεν θα επέφεραν καμία αλλαγή σε κανέναν».
Συνεχίζοντας, ομολόγησε πως απ' όταν ήταν μικρό παιδί μέχρι σήμερα, κάθε φορά που συναντάει «άνθρωπο που το αποτύπωμα της εργασίας του ή του πνευματικού του κάματου έχει συγκεκριμένο, μετρήσιμο όφελος, όπως αυτό ενός καρδιοχειρουργού ή ενός καλού γιατρού» κάνει γονυκλισίες μπροστά του. Και συμπλήρωσε: «Τον τιμώ με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν χρειάζεται να είναι επιστήμονας, μπορεί να είναι οποιοσδήποτε φέρει μετρήσιμο αποτέλεσμα για τη βελτίωση αυτού που συμβαίνει γύρω του». Αμέσως μετά πέρασε σε πιο ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις: «Η τέχνη δεν μπορεί να επηρεάσει άμεσα με τον τρόπο που θα το έκανε μια επανάσταση ή ένα συγκεκριμένο δοκίμιο ή κείμενο. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι αμιγώς πολιτική πράξη, καλό είναι να μην είναι στρατευμένη. Καλό είναι επίσης να μην υποκύπτει σε συγκεκριμένες εξωτερικές οδηγίες για το τι πρέπει να είναι. Υπάρχουν μικρά παραδείγματα που στην εποχή τους έχουν επηρεάσει πάρα πολύ. Ένα τέτοιο είναι το μυθιστόρημα “Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά”, γραμμένο λίγο πριν το από 1860, ακριβώς πριν από τον Αμερικανικό Εμφύλιο, το οποίο επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο που άρχισαν να αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί τους Αφροαμερικανούς αλλά και τη ματιά των Αφροαμερικανών στις βόρειες και στις νότιες Πολιτείες. Υπήρξε μια θρυαλλίδα που έπαιξε ρόλο στην καινούργια ιπτική αλλά και στο ξέσπασμα του Εμφυλίου. Το ερώτημα είναι αν το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό. Η συγγραφέας του ήταν μια επαναστάτρια, προάγγελος μιας εποχής που δεν είχε έρθει. Σκέφτηκε κάτι πάρα πολύ ιδιαίτερο και μετακίνησε τους ανθρώπους μπροστά ή ήταν ένας από τους ανθρώπους που ανήκαν στην επόμενη ματιά; Που έδωσε δικαιώματα στους Αφροαμερικανούς και το μόνο που έκανε ήταν να εκφράσει τον κόσμο μας;».
Κλείνοντας, έκανε μια αναφορά στη διάσημη μετάφραση του «Άμλετ» από τον Γιώργο Χειμωνά, συγκεκριμένα σε έναν στίχο: «Η τέχνη δεν είναι για τους πολλούς, δεν είναι ούτε για τους λίγους. Μόνο για τον καθένα χωριστά». Συμφωνώντας με τον αείμνηστο συγγραφέα και ψυχαναλυτή (καθώς ο στίχος δεν είναι πιστή μετάφραση του Σαίξπηρ), κατέληξε στο συμπέρασμα: «Επηρεάζουμε τους ανθρώπους με έναν πολύ ουσιώδη τρόπο, έναν προς έναν».
Τη σκυτάλη πήρε ο χορευτής και χορογράφος Ηλίας Χατζηγεωργίου, ο οποίος ετοιμάζει για το φεστιβάλ το «Scared», μια χορογραφία που η Ευαγγελάτου χαρακτήρισε ως μια δημιουργία για μια φοβισμένη κοινωνία. Ο ίδιος το επιβεβαίωσε λέγοντας: «Η αφορμή για το “Scared” ήταν ότι πιστεύω ακράδαντα πως έχουμε μπει σε ένα καθεστώς φόβου ως κοινωνία γενικά εδώ και πολλά χρόνια. Αν σκεφτούμε όλα όσα έχουν συμβεί τελευταία, από την οικονομική κρίση μέχρι τον κορωνοϊό, και τα συμπυκνώσουμε χρονικά, για μένα αποτελούν έναν εφιάλτη». Μίλησε επίσης για την έλλειψη ενσυναίσθησης στην εποχή των ηλεκτρονικών μέσων, είπε ότι η σύγχρονη ζωή του φόβου επηρεάζει και τη σχέση μας με το σώμα μας, το εργαλείο της δικής του δουλειάς. Κατέληξε: «Εμένα με μετακίνησε η τέχνη, και με επηρέασε πριν πω ή κάνω κάτι».
Στο ερώτημα της Ευαγγελάτου προς τον Χρήστο Χωμενίδη πώς εμπνέεται τα μυθιστορήματά του από τη ζωή και πώς καταφέρνει να τη μετουσιώνει σε μια προσωπική γραφή, απάντησε: «Πιστεύω ακράδαντα ότι ζω μέσα στην κοινωνία και εμπνέομαι από αυτήν. Φροντίζω να συναναστρέφομαι και να συνδιαλέγομαι με όλους τους ανθρώπους. Ζω στην πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή όλη μου τη ζωή, την Κυψέλη, και διατηρώ σχέσεις με όλη τη γειτονιά, από τη φουρνάρισσα μέχρι τον κουρέα, που μου κάνουν εκμυστηρεύσεις και μου λένε ωραία ψέματα. Κυκλοφορώ όσο μπορώ με τα μέσα συγκοινωνίας και ταξί». Σχετικά με τους ταξιτζήδες είπε πως του ανοίγονται και του μιλάνε, καθώς πάντα, μπαίνοντας σε ένα ταξί, κλείνει το κινητό και πιάνει κουβέντα με τον οδηγό.
Πάντως, η μεγαλύτερη επιθυμία του από μικρό παιδί, η οποία ως έναν βαθμό έχει εκπληρωθεί, είναι να είναι λαϊκός συγγραφέας, να απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Είπε χαρακτηριστικά: «Τα τελευταία χρόνια με σταματούν στον δρόμο για να μου μιλήσουν απλοί άνθρωποι, όχι διανοούμενοι, και κυρίως άντρες». Είπε και κάτι ακόμα: «Αυτό που κάνουμε όλοι οι καλλιτέχνες είναι ότι δίνουμε το πλαίσιο. Παίρνουμε μια πραγματικότητα που είναι ατάκτως ερριμμένη και της δίνουμε μια μορφή. Η μορφή αυτή μάς κάνει λιγότερο απαρηγόρητους. Έχουμε στο χέρι μας μια καταπληκτική δύναμη, μπορούμε να βάλουμε τη λέξη “τέλος”. Στη ζωή δεν μπαίνει τέλος, κάποιος αρρωσταίνει και πεθαίνει. Στις ιστορίες που λέμε, όσο ξαφνικό κι αν είναι το τέλος, έχει προετοιμαστεί. Κι αυτό δίνει στα πράγματα μια ελπίδα, μια παρηγοριά στις ζωές».
Αμέσως μετά μίλησε η Έλενα Τοπαλίδου αναφερόμενη στην εμπειρία της από τη δημιουργία της ταινίας «Μαγνητικά πεδία» του Γιώργου Γούση, που είναι εμπνευσμένη από μια δική της ιστορία. Ο απολαυστικός έως και σπαρταριστός τρόπος της (αλήθεια, γιατί κανείς δεν έχει σκεφτεί να κάνει κωμωδία μαζί της;) κορυφώθηκε ως εξής: «Επεξεργαζόμασταν επί 10 μέρες κάτι που ήταν η προσωπική μου ιστορία, για να τη μεταφέρουμε στο κοινό. Άρα δεν ήταν πλέον η προσωπική μου ιστορία, γιατί οι προσωπικές μου ιστορίες εμένα δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Τα ξένα λόγια που θα πω με ενδιαφέρουν πιο πολύ κι έτσι, την ώρα των γυρισμάτων, όσο κι αν πρόκειται για την Έλενα, την οποία βαριέμαι, αναγκαζόμουν να φτιάξω ιστορίες. Αυτό που συνέβη στην ταινία και είναι πολύ ωραίο είναι ότι δόθηκαν οι καλύτερες εκδοχές αυτών των 6 ανθρώπων που ήμασταν εκεί, χωρίς καθόλου χρήματα, εν μέσω κορωνοϊού, τις κάμερες να χαλάνε και να μην τραβάνε. Μετά από καιρό, στη Θεσσαλονίκη, στον Βαρδάρη ξημερώματα με είδε κάποιος, ήμουν χάλια, και μου είπε είσαι η Έλενα από τα “Μαγνητικά πεδία”; Είχε δει την ταινία!». Συμπερασματικά, η δική της άποψη ήταν ότι «αυτό που μπορεί να βοηθήσει είναι οι καλύτερες στιγμές των λεπτών και των δευτερολέπτων των ανθρώπων. Αυτό μπορεί να κάνει καλύτερη τη ζωή». Όπως και η δουλειά της ως δασκάλας μπαλέτου, όταν μεταφέρει τις γνώσεις της σε νεότερους καλλιτέχνες.
Στον ιδιαίτερα γνωστό λόγω της μεγάλης επιτυχίας των «Άγριων Μελισσών» σκηνοθέτη Λευτέρη Χαρίτο η Ευαγγελάτου έκανε την ερώτηση αν η τηλεόραση, που από τη φύση της απευθύνεται σε πολύ μεγάλο κοινό, έχει τη δύναμη να αλλάξει συνειδήσεις, να κάνει κάποιον να μετατοπιστεί, να κάνει μια κοινωνική αλλαγή. Κι εκείνος, με εύθυμη διάθεση και αισιοδοξία, όπως πάντα, απάντησε: «Η τηλεόραση είναι διαβολικό εργαλείο γιατί μπαίνει στο σπίτι σου και σε επηρεάζει θέλοντας και μη. Το ερώτημα αν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο είναι σημαντικό, και το λέω με την έννοια ότι ίσως και να μπορεί. Διάβασα ότι μια σειρά στο Netflix την είδαν 1 δισ. άνθρωποι. Δηλαδή 1 δισ. είχε πρόσβαση στο ίδιο πολιτιστικό προϊόν. Η κινηματογραφίστρια Λένι Ρίφενσταλ κατηγορήθηκε ότι με τις ταινίες της επηρέασε την άνοδο του Χίτλερ. Όλο και πιο πολύ τα προϊόντα μοιάζουν. Ένα πράγμα που έχει χαθεί είναι η διαφορετικότητα των λαών. Εμείς οι παλιοί, των δεκαετιών του '70 και του '80, θεωρούσαμε οτιδήποτε προερχόταν από την Αμερική ως κακό και τώρα το δεχόμαστε στο σπίτι μας χωρίς να το κρίνουμε. Η τηλεόραση έχει τεράστια δύναμη». Πρόσθεσε ότι συμφωνεί με τον Χρήστο Χωμενίδη για τη λαϊκότητα της τέχνης και είπε πως η πρωταγωνίστρια της σειράς Μαρία Κίτσου λάμβανε πληθώρα γραμμάτων από κακοποιημένες γυναίκες όταν η ηρωίδα που ενσάρκωνε στη σκηνή ήταν στη φυλακή και κακοποιούνταν σεξουαλικά από τον διευθυντή της φυλακής, ρόλο που υποδυόταν ο Βασίλης Μπισμπίκης. Αυτό αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για το πώς η τηλεόραση έχει δύναμη και θετική επιρροή στην κοινωνία.
Η Ελένη Δημοπούλου, σκηνοθέτις από τη Θεσσαλονίκη και καλλιτεχνική διευθύντρια της θεατρικής ομάδας Εν Δυνάμει, μιας «κολεκτίβας καλλιτεχνών με ή χωρίς αναπηρία» που μας έδωσε την υπέροχη παράσταση «Ερωτευμένα άλογα», αναφέρθηκε στην ανάγκη για δημιουργία ομάδας. Την ίδια, μητέρα μιας κόρης με σύνδρομο Down –σήμερα πια, ως ηθοποιός με το όνομα Λωξάνδρα Λούκας (Lloxy), έχει παίξει στην Επίδαυρο με το ΚΘΒΕ, στο Εθνικό αλλά και σε τηλεοπτική σειρά– την ενδιέφερε πρωτίστως να θέσει κάποια ερωτήματα. «Στα 15 χρόνια που έχουμε ιδρύσει την ομάδα δεν θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία αλλά τους εαυτούς μας, ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε όλοι μαζί. Για να θέσουμε όλα μας τα ερωτήματα, θελήσαμε να ενωθούμε σε μια ομάδα με την Ελένη Ευθυμίου. Χαίρομαι που μιλάμε για καλλιτεχνικό προϊόν και όχι για μια ομάδα με αναπηρία. Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη “συμπερίληψη” αλλά τη “συμμετοχικότητα”. Θέλουμε να βεβαιώσουμε όσο περισσότερους πολίτες γίνεται ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο που έχουμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Αν θέλουμε να εξελιχθούμε ως ομάδα και να μας δέχονται, πρέπει να έχουμε υψηλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα».
Τέλος, τον λόγο πήρε η 27χρονη σκηνοθέτις Κατερίνα Παπαγεωργίου που μπήκε στις φυλακές Κορυδαλλού μετά από πρόταση ενός κρατούμενου με αναστολή να δείξει παράστασή της που ανέβασε στο θέατρο Μπέλλος. Στη συνέχεια της πρότειναν να συμμετάσχει στο θεατρικό εργαστήρι τους. «Η τέχνη, η όλη διαδικασία, προσφέρει μια διαφυγή από την παραβατικότητα, το περιθώριο και το σκληρό περιβάλλον, μια επιβίωση από την τιμωρία. Τους δίνει τη δυνατότητα να εξοικειωθούν με όσα βιώνουν και να βάλουν έναν στόχο που θα εκπληρώσουν, τη στιγμή που, όντες στη φυλακή, νιώθουν ματαιωμένοι και ηττημένοι. Δουλεύοντας την “Αντιγόνη”, μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν ένα από τα μέλη της ομάδας είπε “ο Χορός φταίει που εμείς άκριτα δεχόμαστε την πολιτική ηγεσία”. Η ομάδα αλλάζει τους έγκλειστους και τους δίνει τρομερή ελπίδα, βοηθώντας τους έτσι και στο κομμάτι της επανένταξης. Ναι, η τέχνη μπορεί να αλλάξει την κοινωνία».
Ο Ηλίας Χατζηγεωργίου, έχοντας παρόμοιες εμπειρίες από τις φυλακές Αυλώνα και φέρνοντας ως παράδειγμα το είδος του χιπ-χοπ στην Αμερική, που έφερε την ανακωχή ανάμεσα σε συμμορίες του δρόμου, συμπλήρωσε πως χάρη στη θεατρική δημιουργία νεαροί άντρες μεταπηδούν από τις συγκρουσιακές και ανταγωνιστικές σχέσεις χλευασμού και βίας σε μια συνθήκη συνύπαρξης και αλληλοϋποστήριξης. Η ανοιχτή συζήτηση ολοκληρώθηκε με αισιοδοξία για το μέλλον της τέχνης και γέλια που οφείλονταν στη χαρισματική Έλενα Τοπαλίδου.