Η εταιρεία θεάτρου «Οι όπερες των ζητιάνων» ανεβάζει την ξεχασμένη οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη Η κόρη της καταιγίδος μέσα από μια εντελώς νέα ματιά, απαλλαγμένη από τα θεατρικά κλισέ της αθηναϊκής μπελ επόκ. Ο μουσικός διευθυντής του εγχειρήματος κι ενορχη- στρωτής της παράστασης Χαράλαμπος Γωγιός μάς εξηγεί γιατί και πώς αποφάσισαν ν’ αποκαταστήσουν αυτό το παλιό είδος ελαφρού μουσικού θεάτρου και τη φήμη του σπουδαίου συνθέτη του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα.
Τι είναι η «Κόρη της καταιγίδος»; Γιατί οπερέτα, σήμερα;
Η Κόρη της καταιγίδος είναι ένα έργο του 1923 ξεχασμένο εντελώς, που έχει να παιχτεί περί τα εξήντα χρόνια. Το ανασύραμε από το αρχείο Σακελλαρίδη από το Θεατρικό Μουσείο, κι επί της ουσίας επιχειρούμε για πρώτη φορά, μετά από αρκετά χρόνια στην Αθήνα, να κάνουμε μια παράσταση ελληνικής οπερέτας με σύγχρονη ματιά.
Τι εννοείτε λέγοντας «με σύγχρονη ματιά»;
Προσπαθούμε ν’ απαλλάξουμε το είδος από τη μέχρι τώρα ανάγνωση, που είναι βασισμένη στη νοσταλγία και στο ρετρό, αλλά και ν’ αποφύγουμε τον τρόπο με τον οποίο ανεξαιρέτως και κατά κανόνα ανεβαίνει η οπερέτα εδώ και χρόνια. Εμείς πήραμε τη δραματουργία του έργου στα σοβαρά κι όχι ως μια αφορμή για νοσταλγικές μελωδίες. Το αντιμετωπίσαμε ως ένα έργο το οποίο μιλάει για το σήμερα με μια κριτική ματιά.
Δηλαδή, θα σχολιάσετε μέσα από το έργο το σήμερα;
Η οπερέτα την εποχή που ήταν της μόδας, ως ένα είδος που τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα άφησε μια παραγωγή σχεδόν χιλίων έργων (πεντακόσιες οπερέτες κι άλλες τόσες επιθεωρήσεις, εκ των οποίων σήμερα παίζονται ελάχιστες), ήταν απολύτως σύγχρονη. Στα εξώφυλλα έγραφαν «εποχή σύγχρονος» και μιλούσαν για την κοινωνία της εποχής τους με σατιρική και συχνά σαρκαστική διάθεση. Τα έργα ήταν πολλές φορές ιδιαίτερα τολμηρά, συγγενικά με την επιθεώρηση, που όμως δεν είχαν να κάνουν με την επικαιρότητα και τα πολιτικά, και με μεγαλύτερη έμφαση στη μουσική δραματουργία.
Έθιγαν την αστική τάξη περισσότερο κι εν μέρει τα λαϊκά στρώματα…
Ακριβώς. Οι τύποι κι οι χαρακτήρες της ήταν αναγνωρίσιμοι. Ένα άλλο στοιχείο στο οποίο διέφερε από την επιθεώρηση ήταν ότι η μουσική ήταν πρωτότυπα νούμερα, δεν ανακύκλωνε επιτυχίες. Γραφόταν, όπως και η όπερα, από μουσικούς μεγάλου βεληνεκούς. Στην Ελλάδα είχε επιρροές από τη γαλλική και βιεννέζικη παράδοση κι ενίοτε από κάποια πράγματα που σχετίζονταν με την ελληνική παράδοση. Είναι καταπληκτικό πόσο ενημερωμένοι ήταν οι παραγωγοί της οπερέτας της αστικής Αθήνας για τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Το συγκεκριμένο έργο είναι διασκευή μιας γαλλικής φάρσας, η οποία γράφτηκε δύο χρόνια πριν την ελληνική της εκδοχή. Μάλιστα, ο Σακελλαρίδης, όπως έκανε με τον Βαφτιστικό και άλλα έργα, μετέφερε πολύ δημιουργικά τη γαλλική κοινωνία στις ιδιαίτερες καταστάσεις της ελληνικής πραγματικότητας. Το έκανε με μεγάλη κοινωνική ευαισθησία. Δεν είναι μια απομίμηση ξένη προς την εδώ πραγματικότητα. Έτσι, εμάς μας ενδιαφέρει να το αντιμετωπίσουμε σε σχέση με το σήμερα.
Με ποια πλευρά του σήμερα;
Η Κόρη της καταιγίδος έχει να κάνει με τα έθιμα του αστικού γάμου της εποχής. Βλέπουμε έναν μεγαλόσχημο γάμο που διαλύεται λόγω των μηχανορραφιών της πεθεράς σε τρομερά σύντομο χρονικό διάστημα. Εμπλέκονται μια πιθανή αιμομιξία κι άλλα τολμηρά θέματα, ενώ έχει σκηνές που αγγίζουν τα όρια της πορνογραφίας σχεδόν.
Σαν Βέντεκιντ;
Μ’ έναν τρόπο, ναι! Έχουμε ντύσει μια ηρωίδα, τη στριπτιζέζ, σαν τη Λούλου του Βέντεκιντ. Αυτό που συμβαίνει στο δικό μας ανέβασμα επί της ουσίας είναι ότι έχουμε πάρει το αστικό περιβάλλον του τότε και το έχουμε μετατοπίσει στο σύγχρονο μικροαστικό περιβάλλον. Ο γάμος με τον οποίο ξεκινάει το έργο θυμίζει τους γάμους των δυτικών προαστίων ή των τηλεοπτικών εκπομπών, όπως το «Μην το πεις στη νύφη». Ένας γάμος εξαιρετικά κακόγουστος, γιγαντιαίος και ογκώδης. Στον πρώτο διάλογο που γίνεται, λένε: «Μα, τρελάθηκαν οι Γκραντίνηδες (σ.σ.: έτσι λένε την οικογένεια), λες και παντρεύτηκε βασιλόπουλο… να εκθέτουν τα προικιά… τι επαρχιωτισμός, αγαπητοί μου!».
Όπως οι γάμοι που γίνονται μιμούμενοι τον αμερικανικό κινηματογράφο και τα lifestyle περιοδικά.
Ακριβώς! Βέβαια, προσπαθούμε να διατηρήσουμε το κείμενο αυτούσιο, όπως και την πρωτότυπη γλώσσα και τις πραγματικές αναφορές.
Πότε πρωτοπαίχτηκε;
Το 1923, την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στις παρυφές αυτών που συμβαίνουν επί σκηνής, υπάρχει η συνείδηση ότι η Αθήνα βρίσκεται σε τρομερή κρίση, με τους πρόσφυγες και την πείνα.
Έδαφος για παραλληλισμούς με το σήμερα…
Αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι ότι η μουσικοθεατρική γραφή του έργου μάς αφορά και σήμερα. Ότι η οπερέτα είναι ένα πολύ σοβαρό κομμάτι του αστικού μας πολιτισμού κι ότι το ιδεολόγημα ότι τάχα ήταν μια απομίμηση της Ευρώπης και δεν μας ενδιαφέρει είναι μεγάλο ψέμα. Μιλάμε για έργα συγκλονιστικής τεχνογνωσίας. Ακόμα και δραματουργικά, βλέπει κανείς ότι η μεταγραφή σ’ ένα σύγχρονο μικροαστικό περιβάλλον είναι πολύ κοντά μας. Αυτό μας εξυπηρετεί στο να «διαβάσουμε» για πρώτη φορά στη σύγχρονη παραστασιολογία μια οπερέτα έξω από το πλέγμα της νοσταλγίας που όλα αυτά τα χρόνια ήταν η μεγάλη άγκυρα που είχε καθίσει το πλοίο, παρουσιάζοντας τις οπερέτες πάντα μέσα από μια ρετρό οπτική. Φέρνοντας το έργο στην εποχή μας, ο θεατής θα το δει μέσα από μια φρέσκια ματιά και θα μπορέσει να το ερμηνεύσει από διαφορετικές γωνίες ως ένα οποιοδήποτε σοβαρό έργο ρεπερτορίου.
σχόλια