Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου φέρνει στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου τον «Θυέστη» του Σενέκα, μια τραγωδία που δεν έχει παρασταθεί ποτέ στην ελληνική σκηνή, ένα από τα σκοτεινότερα έργα εκδίκησης και άμετρου πάθους, με εικονοποιία εφάμιλλη εκείνης των ταινιών τρόμου, πρόδρομο των δραμάτων εκδίκησης της ελισαβετιανής και ιακωβιανής δραματουργίας.
Ο Σενέκας ήταν Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας, δραματουργός και στωικός φιλόσοφος, γεννήθηκε περίπου το 4 π.Χ. και αυτοκτόνησε το 65 μ.Χ. με διαταγή του Νέρωνα, του οποίου ήταν παιδαγωγός. Πολυσχιδής προσωπικότητα, μας παρέδωσε φιλοσοφικά έργα και αρκετές τραγωδίες, οι περισσότερες απ’ τις οποίες είναι βασισμένες σε αρχαίους ελληνικούς μύθους. Οι τραγωδίες του, ενώ ως φόρμα και θεματολογία μοιάζουν αρκετά με τις αττικές τραγωδίες, είναι αρκετά διαφορετικές ως προς τη λειτουργία τους και κυρίως ως προς την παρουσία του Χορού μέσα στην πλοκή.
Τα χορικά εδώ ολοένα και περισσότερο λειτουργούν ως φιλοσοφικά ιντερμέδια μέσα στα οποία ακούμε την άποψη του συγγραφέα για τα κυρίαρχα θέματα της πλοκής. Δεν έχουμε πια ένα θέατρο για την πόλη, όπως με τους Έλληνες τραγικούς, έχουμε ένα θέατρο του κόσμου − σε πλήρη συμφωνία με το πνεύμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέσα στην οποία γεννήθηκαν τα κείμενα αυτά.
Αν υπάρχει ένα “φρένο” ενάντια στην αποκτήνωση, αυτό ίσως είναι ο πολιτισμός. Δεν πιστεύω πως το μαύρο φως δεν έχει γοητεία. Για μένα έχει και αρκετά ισχυρή μάλιστα.
Ειδικά ο «Θυέστης», η πιο αιμοσταγής τραγωδία του (που λέγεται ότι γράφτηκε για τον Νέρωνα), είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα: το κείμενο είναι μεγαλόστομο, ακραίο, υπερβολικό, ένα μνημείο φρίκης και αγριότητας πολύ πιο κοντά, κατ’εμέ, σε ιαπωνικές ταινίες τρόμου παρά στη διαλεκτική τελετή μύησης και αποκάλυψης που θεωρώ πως είναι η αττική τραγωδία. Τα κείμενα της αττικής τραγωδίας, φυσικά, είναι πολύ πιο σπουδαία ποίηση σε σύγκριση με του Σενέκα και είναι επίσης και τα πρότυπα πάνω στα οποία πάτησε ο ίδιος. Είναι λογικό που τα έργα του δεν ανεβαίνουν συχνά. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς αν παίχτηκαν ποτέ μπροστά σε κοινό ή αν ήταν ρητορικές ασκήσεις στο πλαίσιο της εκπαίδευσης.
«Η ενασχόληση με κείμενα της τραγωδίας πάντα είναι μια πρόκληση. Ειδικά αν δεν ενδιαφέρεται κανείς να τα αντιμετωπίσει ως αρχαίες ιστορίες για αγρίους, τα πράγματα γίνεται ακόμα πιο σύνθετα. Για μένα δεν είναι τόσο θεατρικά κείμενα, αλλά μυστήρια μέσα στα οποία ο θίασος αποκαλύπτει κάτι στην κοινότητα. Αυτό που αποκαλύπτεται δεν είναι κάτι ευχάριστο, και, όπως το αντιλαμβάνομαι, πάντα είναι σε συνομιλία με τη βάρβαρη καταγωγή μας, με την προέλευσή μας από το αίμα του ζώου ή το DNA του θηρευτή που ακόμα κουβαλάμε ως πληροφορία μέσα μας» λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης Θάνος Παπακωνσταντίνου. «Το συγκεκριμένο έργο, λόγω θεματολογίας αλλά και ύφους, ήταν πάντα μια από τις εμμονές μου και ήθελα πολύ να ασχοληθώ μαζί του. Είναι πολύ μεγάλη χαρά, λοιπόν, που θα παρουσιαστεί πρώτη φορά στον συγκεκριμένο θεσμό και με τη συγκεκριμένη σύνθεση ηθοποιών και συντελεστών, είμαι πολύ ευτυχής».
Στην ιστορία του θεάτρου, όποια κίνηση έγινε προς ένα θέατρο της σκληρότητας (από τον Αρτό μέχρι την performance art της δεκαετίας του 1960, βλ. τους αξιονιστές της Βιέννης) είχε πάντα ως σταθερή αναφορά το συγκεκριμένο κείμενο. Για τον σκηνοθέτη ανήκει στην ίδια κατηγορία «μνημείων φρίκης» όπως η «Αποκάλυψη» ή −με άλλο τρόπο− τα κείμενα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Αυτά τα κείμενα τον ελκύουν και τον γοητεύουν βαθιά γιατί φωτίζουν τα άκρα στα οποία μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο είδος. «Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει το λευκό και το μαύρο φως, εδώ σίγουρα έχουμε να κάνουμε με τη γοητεία του μαύρου φωτός», λέει.
Σύμφωνα με τον μύθο, μετά από μια μακροχρόνια διαμάχη για τον θρόνο, ο Θυέστης επιστρέφει στην πατρίδα του, μετά από πρόταση του αδελφού του Ατρέα, για να κυβερνήσει ως συμβασιλέας. Ο Ατρέας παράλληλα ετοιμάζει την τελευταία πράξη εκδίκησής του και την πραγματοποιεί: σκοτώνει, διαμελίζει, μαγειρεύει και σερβίρει στον αδελφό του τα ίδια του τα παιδιά.
«Η ίδια η πλοκή κάνει σχεδόν αδύνατη την όποια προσπάθεια ρεαλιστικής ανάγνωσης, οπότε ο δρόμος που ακολουθούμε στην παράσταση είναι να αποτυπωθεί η αγριότητα κατά κύριο λόγο μέσω του ήχου και της εικαστικότητας της συνολικής σύνθεσης» λέει ο σκηνοθέτης, που βλέπει τη δημιουργία ως συνομιλία: με τους νεκρούς και με τους ζωντανούς, ανάλογα με τη συνθήκη και το έργο, και με διαφορετικούς κάθε φορά «συνομιλητές», όπως σε αυτή την περίπτωση ο Αρτό, οι αξιονιστές της Βιέννης, ο Μπέκετ, ο Πολ Μακάρθι, η Diamanda Galàs, ο Merzbow, οι Sunn O))), ο Μπαχ, ο Βάλτερ Μπούρκερτ και ο «Homo Necans» του.
Ενώ καταρχάς μοιάζει με μια τραγωδία εκδίκησης, κατά τη διάρκεια των δοκιμών αποκαλύφθηκε και κάτι επιπλέον. Η τραγωδία ξεκινά με την ανάδυση του Ταντάλου, του προπάτορα του οίκου, από τον κόσμο των νεκρών. Ο Τάνταλος είναι καταδικασμένος επειδή και ο ίδιος σκότωσε, μαγείρεψε και σέρβιρε στους θεούς τον γιο του, Πέλοπα, λόγω της αμφιβολίας του για το αν είναι όντως θεοί (οι θεοί, σύμφωνα με τον μύθο, τρώνε μόνο νέκταρ και αμβροσία − αν έτρωγαν το μαγειρεμένο κρέας θα σήμαινε ότι δεν ήταν θεοί). Το μαρτύριό του είναι η αιώνια πείνα και δίψα. «Με μια τέτοια έναρξη κατάλαβα πως έχουμε μια τραγωδία για την ακόρεστη ανθρώπινη επιθυμία. Ο άνθρωπος επιθυμεί με αγριότητα, αδιάφορος για το αν στην προσπάθεια να ικανοποιήσει όλες του τις επιθυμίες θα καταστρέψει και θα καταστραφεί» λέει ο Θάνος Παπακωνσταντίνου. «Ο Τάνταλος, λοιπόν, στην παράστασή μας γίνεται ο ιδανικός θεατής, ο οποίος, ως ένα ακόμα βασανιστήριο, έρχεται με τη βία να παρακολουθήσει το κακό που έσπειρε στους απογόνους του. Η αμφισβήτηση των θεών είναι στη ρίζα του συγκεκριμένου μύθου και, αν θες, το “προπατορικό αμάρτημά” του. Τα δυο αδέλφια μέσω της αποτρόπαιης πράξης στην πραγματικότητα θέλουν να ξεπεράσουν τους ίδιους τους θεούς και να πάρουν τη θέση τους ως τα επόμενα ιερά τέρατα. Ο ίδιος ο Ατρέας λέει ότι θέλει με τις πράξεις του να κάνει τους θεούς να εγκαταλείψουν τον ουρανό. Στο τέλος το πετυχαίνει κιόλας: μια έκλειψη ηλίου βυθίζει όλον τον κόσμο στο σκοτάδι. Η Ρώμη καίγεται και ο Νέρων στέκεται ψηλά και παρακολουθεί. Είναι αυτό αρκετό ή μήπως θέλει και κάτι περισσότερο; Ο άνθρωπος είναι μια επιθυμητική μηχανή που θα βασανίζεται για πάντα να επιθυμεί ακόρεστα, χωρίς ποτέ να μπορεί να ικανοποιηθεί απολύτως».
Στην πραγματικότητα έχουμε μάχη σκότους με σκότος. Κανένας δεν είναι αθώος: κάθε μέλος του οίκου των Τανταλιδών είναι μολυσμένο από τη μανία της επιθυμίας. «Νόμιζα αρχικά ότι είχαμε να κάνουμε με έναν προχριστιανικό Κάιν και Άβελ. Εδώ όμως δεν υπάρχει φως πουθενά. Περισσότερο μπορώ να πω πως έχουμε να κάνουμε με “τα πάθη της γενιάς του Κάιν”, της γενιάς των δολοφόνων και αδελφοκτόνων − της γενιάς στην οποία (κατά τη χριστιανική παράδοση βέβαια) ανήκουμε όλοι μας» σημειώνει ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, επισημαίνοντας ότι ολόκληρη η ιστορία βρίθει από παραδείγματα στα οποία άνθρωποι ή και γενιές ολόκληρες «τρώνε» τα παιδιά τους είτε μέσα σε μια λυσσαλέα διεκδίκηση της εξουσίας είτε απλώς και μόνο από αδιαφορία ή αδυναμία.
«Τα παραδείγματα, τόσο από την επικαιρότητα όσο και από το πρόσφατο και από το απώτερο παρελθόν, είναι πάρα πολλά. Δεν θέλω να τα αναφέρω ονομαστικά, όχι από κάποιο φόβο, αλλά γιατί πιστεύω σε ένα θέατρο που δεν εκθέτει και δεν καταγγέλλει δημοσιογραφικά, με όρους επικαιρότητας και επικαιροποίησης, πρόσωπα και καταστάσεις. Πιστεύω όμως βαθιά στη δύναμη του μύθου, της παραβολής. Θεωρώ πως μέσω του μύθου μπορούμε να επικοινωνήσουμε με μεγαλύτερη διαύγεια και σαφήνεια με το “καταραμένο DNA” που έχουμε ως άνθρωποι. Όσο τα πράγματα και οι καταστάσεις προσωποποιούνται είναι σαν να θέλουμε να εξαιρέσουμε εαυτούς από το μερίδιο που όλοι έχουμε, άλλοτε ως θύτες, άλλοτε ως θύματα, σ’ αυτή την έκθεση ωμοτήτων που θεωρώ πως είναι ο κόσμος μας» λέει.
«Ανίσχυροι δεν θεωρώ πως είμαστε. Να μαθαίνεις, να παραδέχεσαι, να διορθώνεις, να αλλάζεις, δεν είναι μικρά πράγματα. Το να αποφεύγεις, να αρνείσαι, να παραμένεις αμετακίνητος, αυτά είναι οι ευκολίες μας.
Αν υπάρχει ένα “φρένο” ενάντια στην αποκτήνωση, αυτό ίσως είναι ο πολιτισμός. Δεν πιστεύω πως (ας μην πω “το κακό”) το μαύρο φως δεν έχει γοητεία. Για μένα έχει και αρκετά ισχυρή μάλιστα. Ο ίλιγγος μπροστά στην άβυσσο διεγείρει τις αισθήσεις και σε γεμίζει με αδρεναλίνη. Πραγματικά, μια κλωστή μάς χωρίζει από το να πάρουμε στα χέρια μας π.χ. ένα μαχαίρι και να επιτεθούμε σε κάποιον που μας έκανε κάτι. Όλοι νομίζω έτσι είμαστε, εγώ τουλάχιστον έτσι είμαι. Το ότι δεν το κάνουμε, το να βάζουμε ένα φρένο και να λέμε “μέχρι εδώ”, είναι μια κατάκτηση του πολιτισμού, όταν και όπου, βέβαια, επιτυγχάνεται. Το να μπορούμε στο θέατρο ή μέσω της τέχνης να εκφράζουμε όλη αυτήν τη λύσσα που έχουμε μέσα μας, όμως, το θεωρώ τεράστια ανακούφιση και απελευθέρωση».
Η παράσταση είναι δομημένη σαν ένα ορατόριο, μια λειτουργία για την ακόρεστη ανθρώπινη επιθυμία. Καθοριστικής σημασίας είναι η παρουσία του ήχου μέσα στον κόσμο αυτό. Ενώ σκηνικά προτείνεται μια τελετουργική, συμβολική αφήγηση, η αγριότητα του κόσμου δομείται με τον ήχο: τον ήχο των φωνών, τις παραμορφώσεις, τη ρυθμολογία της εκφοράς του λόγου, τη μουσική και τον συνολικό σχεδιασμό του ήχου, που υπακούει στη βασική αρχή του άδειου και του γεμάτου. Όπως και σε επίπεδο πλοκής ο οίκος «γεμίζει με Τάνταλο», γεμίζει με μια λυσσασμένη και ακόρεστη επιθυμία, έτσι και ο ήχος −ξεκινώντας από τον ελάχιστο ήχο της αναπνοής− εξελίσσεται σε ενοχλητικό θόρυβο.
Έχοντας αποφασίσει να ακολουθήσει έναν δρόμο μοναχικών επιλογών, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου κινείται σε μια «ενδιάμεση περιοχή» με μεγάλες επιρροές και συνδέσεις με πολλά είδη θεάτρου και μουσικής. «Όλοι είμαστε δέσμιοι των επιθυμιών μας», λέει. «Δεν ξεφεύγω καθόλου από τον κανόνα αυτόν. Επιθυμώ και επιμένω στις επιθυμίες μου και στις εμμονές μου και ελπίζω να έχω το σθένος να συνεχίσω να το κάνω».
Δείτε πληροφορίες για την παράσταση εδώ