Τι σημαίνει «αφηγούμαι μια ζωή»; Τι δείχνω από τη ζωή αυτή, έτσι ώστε να συλλάβω τη βαθύτερη αίσθησή της; Σε ποια κομβικά σημεία αναζητώ την αλήθεια της; Mέσα από ποιο βλέμμα την κοιτάζω; Και πώς μπορεί η δική μου συμπάσχουσα ευαισθησία, όσο οξυμένη και αν είναι, να διαπεράσει τα αλλεπάλληλα στρώματα του «έξω» για να φτάσει στο «μέσα»;
Τέτοιου είδους ερωτήματα μας απασχολούν μετά τη λήξη της παράστασης του Αλεξάντερ Ζέλντιν που είδαμε στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. «Μίλησα με τη μητέρα μου αρκετές μέρες. Η ζωή της είναι η βάση της ιστορίας, αν και το σενάριο που έφτιαξα είναι φανταστικό», έχει δηλώσει σχετικά με τη συγκεκριμένη δουλειά του ο Βρετανός σκηνοθέτης. «Οι “Εξομολογήσεις” είναι η γιορτή μιας απλής, συνηθισμένης ζωής. Αυτή είναι μια σημαντική λειτουργία του θεάτρου: να κάνει τους ανθρώπους να αισθανθούν τον πλούτο της ζωής».
Αν και ο ίδιος ο σκηνοθέτης τη χαρακτηρίζει ως «απλή, συνηθισμένη ζωή», η ιστορία της κεντρικής ηρωίδας προσφέρει άπλετες δυνατότητες για την εξερεύνηση μιας κλασικής αλλά διαχρονικής θεματικής που αφορά τις ωδίνες της ενηλικίωσης, τον αγώνα για αυτονομία, την εναντίωση στην πατριαρχία, την αναζήτηση ταυτότητας, την επούλωση του τραύματος.
Αφού εγκαταλείψει κάθε φιλοδοξία να σπουδάσει και να ασχοληθεί με την τέχνη, μια νεαρή γυναίκα ωθείται σε γάμο υπακούοντας στη μητρική επιταγή. Εξοργισμένος από την άρνησή της να τεκνοποιήσει, ο φαλλοκράτης σύζυγός της θα ζητήσει διαζύγιο. Ελεύθερη πια, η νεαρή γυναίκα θα μπορέσει να ακολουθήσει τα όνειρά της, να πειραματιστεί, να ερωτευτεί αλλά και να κακοποιηθεί από έναν καθηγητή της. Μεταναστεύοντας από την Αυστραλία στην Αγγλία, θα δημιουργήσει δική της οικογένεια, επιλέγοντας ως πατέρα των παιδιών της έναν άνδρα για τον οποίο τρέφει απεριόριστο σεβασμό και εκτίμηση αλλά καθόλου επιθυμία. Πολλά χρόνια μετά, ο δεύτερος αυτός σύζυγός της θα πεθάνει, αφού βασανιστεί από μια ανίατη ασθένεια. Στη διάρκεια της κηδείας του, ο νεαρός γιος –ο δεκαπεντάχρονος τότε Ζέλντιν, όπως φανταζόμαστε– θα ανέβει στο βήμα, όπου θα σταθεί αδύνατο να εκφραστεί λεκτικά για την απώλειά του: «Πρέπει να μιλήσεις, Λεάντερ, πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη φωνή σου», επιμένει η μητέρα του.
Αν και ο ίδιος ο σκηνοθέτης τη χαρακτηρίζει ως «απλή, συνηθισμένη ζωή», η ιστορία της κεντρικής ηρωίδας προσφέρει άπλετες δυνατότητες για την εξερεύνηση μιας κλασικής αλλά διαχρονικής θεματικής που αφορά τις ωδίνες της ενηλικίωσης, τον αγώνα για αυτονομία, την εναντίωση στην πατριαρχία, την αναζήτηση ταυτότητας, την επούλωση του τραύματος κ.ο.κ. Όλα αυτά θίγονται αλλά μόνον «δρασκελιστά» – κανένα δεν αναπτύσσεται σε ικανοποιητικό βαθμό. Η συμβατική αφήγηση όχι μόνο δεν μας βοηθά να αισθανθούμε «τον πλούτο της ζωής», αλλά μας παρακινεί να αντιμετωπίσουμε την τελευταία ως μια στιβαρή και οριοθετημένη παράταξη «εμπειριών».
Όλα εδώ υπακούουν σε μια λογική κατατμητικότητας: κάθε επεισόδιο αναπαριστά ένα μείζον γεγονός, καταλαμβάνει τον πρέποντα χρόνο, ομογενοποιείται υφολογικά με τα υπόλοιπα, κορυφώνεται και ολοκληρώνεται. Το τακτοποιημένο άθροισμα των γεγονότων αυτών, συμπεραίνουμε, συνθέτει μια ζωή, τη ζωή αυτής της γυναίκας, η οποία εμφανίζεται σε μεγάλη πλέον ηλικία να παρακολουθεί τη δράση, μπαίνοντας και βγαίνοντας στη «σκηνή» όποτε η σκηνοθεσία θεωρήσει απαραίτητο να μας υπενθυμίσει ότι έχουμε να κάνουμε με μια «αναδρομή».
Το εύρημα αυτό, όμως, μένει αναξιοποίητο: ουδέποτε δημιουργείται η αίσθηση μιας συνείδησης που επαναβιώνει και επανεξετάζει το παρελθόν της, αναστοχάζεται τον εαυτό της, μέσα από το πρίσμα της μνήμης. Γιατί η μνήμη ούτε χρονολογικά ούτε τακτοποιημένα λειτουργεί, όπως άλλωστε ούτε και η ζωή. Αντιθέτως, διαπλέκει τους χρόνους, διαστέλλει και συστέλλει τα γεγονότα, εμμένει επιλεκτικά στις λεπτομέρειες, στις φράσεις, στις χειρονομίες, εκτελεί άλματα ή μένει προσηλωμένη, συνάπτει απρόσμενες συνδέσεις, δέχεται επιθέσεις, αμύνεται, μυθολογεί, υποχωρεί και ανακάμπτει, νοσταλγεί και παραδίδεται, παρασύρεται και βυθίζεται, βιώνει δηλαδή μια μεικτή, ρευστή και μη καθαρή κατάσταση: το αντίθετο από αυτό που εκτυλίσσεται ενώπιόν μας, με τον χρόνο να κυλά στρωτά, τα γεγονότα να ακολουθούν το ένα το άλλο, περιχαρακωμένα και αυτόνομα, ορφανεμένα από το ζωτικό φίλτρο της υποκειμενικότητας.
Δεν είναι να απορεί κανείς, τελικά: το βρετανικό θέατρο φημίζεται για την αδυναμία του να σπάσει τους «κανόνες», να πειραματιστεί με τη φόρμα, να ρισκάρει. Αν ο Ζέλντιν θεωρείται «ανερχόμενο αστέρι του βρετανικού θεάτρου», όπως διαβάζουμε, είναι ίσως επειδή τοποθετεί το θέαμα μέσα σε ένα σχετικά αφαιρετικό, ευέλικτο σκηνικό και καλεί τους ηθοποιούς του σε εναλλαγές ρόλων, δημιουργώντας έτσι μια μοντερνίζουσα αύρα. Λεπτομερής υποκριτική χωρίς εξάρσεις και υπερβολές, ένας «ανάλαφρος» ρεαλισμός που δείχνει κάτι να ψυχανεμίζεται, αφήνει ελπίδες για ένα ενδεχόμενο βήμα μελλοντικής απελευθέρωσης, αλλά ως εκεί. Υπάρχουν προφανώς μερικές συγκινητικές στιγμές (η σύγκρουση με τον κομπλεξικό σύζυγο είναι ίσως η πιο δυνατή εξ αυτών), οι οποίες δεν ανατρέπουν, δυστυχώς, την ασφυκτική λογική ενός «παλιομοδίτικου», επί της ουσίας, θεάτρου.