Τι συμβαίνει και τα σύγχρονα θεατρικά έργα δεν μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία;

Τι συμβαίνει και τα σύγχρονα θεατρικά έργα δεν μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Facebook Twitter
0
Τι συμβαίνει και τα σύγχρονα θεατρικά έργα δεν μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Facebook Twitter
Η Μεγάλη Χίμαιρα

Δεν πρόκειται για χθεσινή διαπίστωση. Από το Θέατρο του Παραλόγου, μετά το τέλος του δεύτερου μεγάλου πολέμου, ξεκίνησε η διαδικασία ρήξης με το νόημα σ' έναν κόσμο όπου το παράλογο κυριαρχεί. Η «ιδεολογική» πρόθεση δεν μπορούσε να μην επηρεάσει τον τρόπο γραφής. Από τότε το θεατρικό έργο σταδιακά έπαψε να στοχεύει σε μια ποιότητα λόγου τέτοια που να εξασφαλίζει και την αναγνωστική απόλαυση.


Επιπλέον, με τις αναζητήσεις νέων τρόπων υποκριτικής, όπου το σώμα να πρωταγωνιστεί, και με την εμφάνιση νέων σκηνικών τρόπων (περφόρμανς, physical theatre, θέατρο-ντοκουμέντο κ.ά.) από το '60 και μετά, το θέατρο του λόγου θεωρήθηκε παρωχημένο. Η ρήξη προχώρησε κι άλλο μέσα στα χρόνια. Σήμερα, πια, η τεχνολογική επανάσταση και η χρήση των νέων μέσων στη σκηνή έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον σε πρωτόγνωρα πεδία και μορφές – σε διαδράσεις που δεν αφορούν πια τη σχέση πλατείας και σκηνής, αλλά, ας πούμε, τη σχέση σκηνικής δράσης με θεατές διαφορετικών χωρών μέσω live streaming. Ο προβληματισμός είναι εύλογος. Πού οδηγείται το θέατρο, αν δεν απαιτείται πια σκηνικό κείμενο αξιώσεων και ο λόγος που ακούγεται από σκηνής είναι επιπέδου τηλεοπτικού σεναρίου ή καθημερινής συνομιλίας στα κοινωνικά δίκτυα;

Το θέατρο μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο, όταν μεγάλο μέρος του κοινού του είναι ήδη κολλημένο στο timeline του facebook και αυξάνονται διαρκώς οι δυνάμει θεατές που έχουν εθιστεί στην «επικοινωνία» των κοινωνικών δικτύων;


O Alistair McDowall, ένας από τους νέους, πολλά υποσχόμενους Βρετανούς συγγραφείς, έγραφε την περασμένη εβδομάδα στην «Guardian» ότι ακόμη και σήμερα σπάνια βλέπεις στο θέατρο έργα στα οποία να αποτυπώνεται το αχανές πολιτισμικό δίκτυο στο οποίο ζούμε. Μάλιστα, υποστηρίζοντας τον Μr Burns, το «post-electric» έργο της Anne Washburn, που το περασμένο καλοκαίρι προκάλεσε μεγάλη συζήτηση για τη «συνάντηση» υψηλής και ποπ κουλτούρας που προτείνει (σε μια κατεστραμμένη Αμερική, χωρίς καν ηλεκτρισμό, οι νέοι ραψωδοί αφηγούνται γύρω από τη φωτιά τις περιπέτειες της οικογένειας Simpson!), καλεί τους συντηρητικούς θεατρόφιλους να παραδεχθούν ότι η δημοφιλής animation σειρά «The Simpsons» είναι ένα αξιοπρόσεχτο σύγχρονο πολιτιστικό προϊόν, που έχει καταγραφεί στην κουλτούρα των νεότερων και είναι φυσιολογικό να επηρεάζει και να εμπνέει τη θεατρική γραφή.


«Αν κάτι είναι καλό, είναι καλό με τους δικούς του όρους» καταλήγει ο McDowall. Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Ποιοι είναι οι όροι της σημερινής θεατρικής τέχνης, ώστε να έχει την απαίτηση ο σημερινός να αξιολογηθεί με τους «δικούς του όρους»;

Τι συμβαίνει και τα σύγχρονα θεατρικά έργα δεν μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Facebook Twitter
To Δεκαήμερο


Είναι προφανές ότι το βασικό «ζήτημα» του μεταμοντερνισμού, η συνάντηση του υψηλού με το «χαμηλό», της απαιτητικής τέχνης με την εμπορική, εξακολουθεί να απασχολεί τους θεατρικούς δημιουργούς. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Πρώτον γιατί ζούμε σε μια εποχή που όλα κρίνονται με όρους οικονομικούς και δεύτερον γιατί η αλλαγή των μέσων παραγωγής ποτέ δεν ήταν εύκολη και ανώδυνη – ούτε τώρα είναι. Μια διαφορετική mentalité διαμορφώνεται από τη χρήση του Διαδικτύου: μπαίνεις, π.χ., στο You Tube και εισάγεσαι άμεσα σ' ένα απίστευτο πολιτιστικό patchwork, όπου τα πλέον σημαντικά, απαιτητικά και εκλεπτυσμένα από τον χώρο της επιστήμης, της διανόησης και των τεχνών συνυπάρχουν με κάθε λογής σκουπίδια από κάθε πολιτιστικό «χώρο» και απ' όλον τον κόσμο.


Το θέατρο μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο, όταν μεγάλο μέρος του κοινού του είναι ήδη κολλημένο στο timeline του facebook και αυξάνονται διαρκώς οι δυνάμει θεατές που έχουν εθιστεί στην «επικοινωνία» των κοινωνικών δικτύων; Ήδη τα νέα μέσα έχουν εισχωρήσει στη θεατρική πράξη. Πρόσφατα, π.χ., η ομάδα Forced Entertainment παρουσίασε σε εξάωρο live-streaming από το βερολινέζικο θέατρο Hebbel am Ufer την παράσταση Speak Bitterness. Το σκηνικό κείμενο αφορούσε λάθη, αποτυχίες και ενοχές που με εξομολογητική διάθεση αποκαλύπτουν οι ηθοποιοί και οι θεατές σχολιάζουν, σημειώνοντας τι συνέβη στους ίδιους, μέσω twitter. Όλο αυτό μοιάζει με τηλε-συνεδρία ανώνυμων «ενοχικών» (και είναι σαφής η σχέση με το The Oh Fuck Moment, την περφόρμανς που παρουσιάστηκε στο Βios τον χειμώνα του 2012 και επαναλαμβάνεται τώρα ξανά στο ίδιο χώρο). Αλλά, είναι θέατρο αυτό; Η «επικοινωνία» αγνώστων και η παραδοχή ότι όλοι έχουμε κάνει λάθη αντικαθιστά την απόλαυση μιας καλής παράστασης «παλαιού τύπου»;


Οι πλέον ανοιχτοί και δεκτικοί κριτικοί μιλούν για νέα κριτήρια που δεν αφορούν πια την ποιότητα του λόγου και της ερμηνείας αλλά την επικοινωνιακή δυνατότητα του θεάτρου. Οπότε, ευλόγως αναρωτιέται κανείς: κι άλλη «επικοινωνία»; Κι άλλη διάδραση με αγνώστους; Και είναι προχωρημένη «φάση» να βλέπεις στο λάπτοπ, από τον καναπέ σου μια σκηνική δράση που συμβαίνει κάπου στον κόσμο;

Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο βασικός λόγος που η λογοτεχνία μοιάζει τόσο ελκυστική για τους καλλιτέχνες του θεάτρου: είναι μια ανοιχτή δυνατότητα.

Πίσω στη λογοτεχνία!


Ο καλλιτέχνης ανέκαθεν είχε την ευγενική φιλοδοξία να αφήσει ίχνος στον μεγάλο Χρόνο, να ακυρώσει το προσωρινό. Απ' όλες τις τέχνες κάτι «υλικό» μένει και παρά την εγγενή προσωρινότητα της σκηνικής τέχνης, από το θέατρο έμενε τουλάχιστον το κείμενο, το έργο, που μπορούσε να διαβαστεί ή/και να αναπαρασταθεί ξανά και ξανά. Αν θεωρήσουμε ότι το θέατρο της επόμενης εποχής θα ξεπεράσει τη σημασία του λόγου, είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι η τέχνη της σκηνής καταδικάζεται στην απόλυτη προσωρινότητα – σε κάτι που καταναλώνεται αμέσως, ανίκανο να προκαλέσει, σε δεύτερη φάση, κάποιας σημασίας επενέργεια.


Προφανώς, η μικρή σκέψη, το διαμεσολαβημένο –μέσα από υπολογιστές και οθόνες– συναίσθημα και ο φτωχός καθημερινός λόγος που χαρακτηρίζουν πολλές σύγχρονες σκηνικές προτάσεις δεν ικανοποιεί ούτε τους ίδιους τους δημιουργούς του θεάτρου, αν κρίνουμε από τον μεγάλο αριθμό παραστάσεων που παρουσιάζονται αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα και βασίζονται σε εγνωσμένης αξίας διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, ακόμη και σε ποιητικές συλλογές.

Τι συμβαίνει και τα σύγχρονα θεατρικά έργα δεν μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Facebook Twitter
Μεφίστο


Δεκαήμερον (1350) του Βοκάκιου, Kόλχαας (1810-11) του Χάινριχ φον Κλάιστ, Από τι ζουν οι άνθρωποι του Λέοντος Τολστόι, Θηρίο στη ζούγκλα (1903) του Χένρι Τζέιμς, Μεταμόρφωση (1915) του Κάφκα, Ο αναρχικός τραπεζίτης (1922) του Φερνάντο Πεσόα, Μεφίστο (1936) του Κλάους Μαν, Αλεξανδρινό Κουαρτέτο (1957-1960) του Λόρενς Ντάρελ, και Οδύσσεια, Το αμάρτημα της μητρός μου (1883) του Γεωργίου Βιζυηνού, Μία ψυχή (1891) του Παπαδιαμάντη (διήγημα στο οποίο βασίζεται η μονολογική παράσταση «Φεύγουσα Κόρη»), Το παράπονο του νεκροθάπτου (1895) του Ροΐδη, Μυστικοί Αρραβώνες (1915) του Γρηγορίου Ξενόπουλου, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931) του Κώστα Βάρναλη, Το θείο Τραγί (1931) του Γιάννη Σκαρίμπα, Ο Μέγας Ανατολικός (1945-1951) του Ανδρέα Εμπειρίκου, Η Μεγάλη Χίμαιρα (1953) του Καραγάτση, Ωδές στον πρίγκιπα (1981) του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, Η μητέρα του σκύλου (1990) του Παύλου Μάτεσι.


Αν σ' αυτά υπολογίσει κανείς ότι κείμενο παράστασης αποτελούν το Α' Βιβλίο της Ιστορίας του Θουκυδίδη, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και οι λογοτεχνικής αξίας επιστολές του Λιούις Κάρολ, του συγγραφέα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», με άλλα λόγια ιδιαίτερες μορφές πρόζας, τότε δικαιολογημένα θα σκεφτεί ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι του θεάτρου εμμέσως διατυπώνουν την αμηχανία τους για τη σύγχρονη θεατρική γραφή. Έχει ενδιαφέρον, ακόμη, το γεγονός ότι η πλειονότητα των λογοτεχνικών κειμένων που διασκευάζονται και παρουσιάζονται αυτήν τη στιγμή στα θέατρα της Αθήνας είναι γραμμένα πριν από το 1950.


Βέβαια, ο θαυμαστός κόσμος της λογοτεχνίας από παλιά ενέπνεε τη σκηνική τέχνη. Απλώς στο παρελθόν συνηθίζονταν οι κατά το δυνατόν πιστές στο πρωτότυπο διασκευές για τη σκηνή. Και μολονότι δεν λείπουν παραστάσεις που ακολουθούν αυτή την κατεύθυνση, όπως η Μεγάλη Χίμαιρα που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Τάρλοου στο θέατρο Πορεία, είναι περισσότερες οι παραστάσεις που αντιμετωπίζουν το λογοτεχνικό έργο ως πεδίο έμπνευσης και ελεύθερης διαχείρισης. Αυτές οι απόπειρες είναι σαφώς πιο «επικίνδυνες» αλλά και δημιουργικές. Γιατί προϋποθέτουν δύσκολη αναμέτρηση με το πρωτότυπο, ώστε, μέσα από διαδικασίες συμπύκνωσης και αφαίρεσης, να αποσπαστεί το σκηνικό κείμενο. Απαιτούν, επιπλέον, ευρηματικότητα και σκληρή δουλειά, ώστε να μπορέσουν οι ηθοποιοί να αποδώσουν με την ερμηνεία τους το πλούσιο σε ιδέες, αισθήματα και καταστάσεις αφηγηματικό υλικό.

Τι συμβαίνει και τα σύγχρονα θεατρικά έργα δεν μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Facebook Twitter
Θηρίο στη ζούγκλα. Φωτό: Πάνος Μιχαήλ


Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, ο βασικός λόγος που η λογοτεχνία μοιάζει τόσο ελκυστική για τους καλλιτέχνες του θεάτρου: είναι μια ανοιχτή δυνατότητα. Μπορούν να επιλέξουν πού θα σταθούν, ποια πλευρά θα φωτίσουν και ποιοι ερμηνευτικοί τρόποι ταιριάζουν καλύτερα στην προσέγγισή τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ομάδας Splish-Splash που παρουσιάζει στο Vault τη Μεταμόρφωση του Κάφκα σαν χιουμοριστική παντομίμα χωρίς λόγο, αλλά και η Αλεξάνδρεια στο Θέατρο Τέχνης, που συνδέει την τετραλογία του Λόρενς Ντάρελ Αλεξανδρινό Κουαρτέτο με κείμενα του καθηγητή Φιλοσοφίας, Θεοφάνη Τάση, της Βαλεντίνας Καραμπάγια, του Μαρκήσιου ντε Σαντ, ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Σαρλ Μποντλέρ, του Κόβεντρι Πάτμορ αλλά και ιστορικά και πολιτικά ντοκουμέντα.


Η εποχή είναι μεταβατική και ο τεχνολογικός πολιτισμός έχει ακυρώσει ισορροπίες και αξίες παγιωμένες για πολλούς αιώνες, προκαλώντας μετεωρισμό και αγωνία για την καινούργια πραγματικότητα. Η ισορροπία μεταξύ αυτού που πέρασε κι αυτού που έρχεται είναι ζητούμενο. Η λογοτεχνία, έτσι όπως εμπνέει το θέατρο, εξακολουθεί να προστατεύει από τον ίλιγγο του καινούργιου, ενώ υπηρετεί ακριβώς το καινούργιο. Πόσο καλύτερα πια;

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ