Τίλντα Σουίντον: «Αισθάνομαι γνήσια αηδία όταν φοράω τα ρούχα από τους φασίστες του Salò» Facebook Twitter
Φωτ.: Ruediger Glatz

Τίλντα Σουίντον: «Αισθάνομαι γνήσια αηδία όταν φοράω τα ρούχα από τους φασίστες του Salò»

0

Μούσα του Καραβάτζιο, εκλεπτυσμένη βρικόλακας που δρασκελίζει τους αιώνες με τον εραστή της, εστέτ αριστοκράτισσα, επιβλητική βασίλισσα του πάγου, δυναμική δικηγόρος, σοφός Θιβετιανός μύστης, αναρχικό techno-freak, ίνδαλμα της μόδας, απόλυτη ιέρεια της (ανδρόγυνης) αισθητικής, η Τίλντα Σουίντον ζει για να μεταμορφώνεται, να πειραματίζεται, να δοκιμάζει, να τολμά, να προκαλεί το δέος, τον θαυμασμό, την περιέργεια, αφυπνίζοντας μέσα μας τη λαχτάρα για έναν τρόπο ύπαρξης που αψηφά τις επιταγές της κανονικότητας, αρνείται την υποταγή στο φύλο, στην ηλικία, στους περιορισμούς της παγιωμένης ταυτότητας, σμιλεύοντας διαρκώς το σώμα και το πνεύμα της με νέα υλικά, χρώματα, σχήματα, αισθήσεις και εντάσεις, που αποκρυσταλλώνονται για μια περίσταση, για μια ταινία, για μια εμφάνιση, για μια στιγμή, μόνο και μόνο για να εξατμιστούν την επομένη, ανάγοντας τη Διαφορά σε οντολογική προτεραιότητα και ανάγκη, δείχνοντάς μας τον δρόμο προς το διαρκές, ασίγαστο, γονιμοποιό γίγνεσθαι-κάτι-άλλο.

Κι όμως: αυτή η χαμαιλεόντεια φιγούρα, αυτή η τόσο συναρπαστική παρουσία που καθηλώνει τον χώρο και τον χρόνο γύρω της όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι κι αν κάνει –ακόμη κι όταν εμφανίζεται εξαντλημένη από την αϋπνία για να δώσει μια συνέντευξη Τύπου–, γνωρίζει πολύ καλά πώς να «σβήνει» τον εαυτό της, πώς να στέκεται με αφοπλιστική ταπεινότητα, πώς να παραδίδεται με παιδική αθωότητα στην υπηρεσία μιας αποστολής που δεν μπορεί εύκολα να προσδιοριστεί, που δεν είναι ούτε ακριβώς «θέατρο» ούτε ακριβώς «έκθεση» ούτε ακριβώς «hommage», αλλά μια ιδιότυπη περφόρμανς που την τοποθετεί επί «σκηνής» να συνομιλεί και να αλληλεπιδρά με μια σειρά από αντικείμενα, κοστούμια κινηματογραφικά, φορτισμένα μνήμες και συναισθήματα, ποτισμένα από το αναρχικό πνεύμα ενός κορυφαίου σκηνοθέτη, του Παζολίνι, σχεδιασμένα από το πηγαίο ταλέντο ενός ιδιοφυούς ενδυματολόγου, του Ντανίλο Ντονάτι, φορεμένα στο παρελθόν από ιερά τέρατα της έβδομης τέχνης αλλά και από απλούς κομπάρσους, κλεισμένα για χρόνια στα ανήλιαγα δώματα μιας αποθήκης, όπου φυλάχτηκαν μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, αναμένοντας, όπως το έθεσε η ίδια, να βγουν και πάλι στο φως, να αναπνεύσουν, να συναναστραφούν ανθρώπινα σώματα και βλέμματα, να αφηγηθούν ιστορίες από τα παλιά αλλά και να τροφοδοτήσουν καινούργιες, να παράξουν νέες εικόνες, νέες διασυνδέσεις, νέους συνειρμούς: να αποκτήσουν μια δεύτερη, τουλάχιστον, ζωή δίπλα μας...

Δυσκολεύομαι να ορίσω τον εαυτό μου ως ηθοποιό... Ποτέ δεν αισθάνθηκα άνετα με αυτόν το χαρακτηρισμό, δεν αυτοπροσδιορίζομαι έτσι, δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Και τούτο το έργο με πολλούς τρόπους έρχεται πολύ κοντά σε αυτό το “no man’s land”, όπου αισθάνομαι να κατοικώ.

Η ιδέα για αυτή την περφόρμανς ανήκει στον Γάλλο ιστορικό τέχνης και μόδας, Ολιβιέ Σαγιάρ, ο οποίος το 2000 ανέλαβε υπεύθυνος προγραμματισμού των εκθέσεων μόδας στο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού και το 2010 διευθυντής του Palais Galliera, του Μουσείου Μόδας του Παρισιού. Έχει οργανώσει πληθώρα εκθέσεων για σημαντικούς σχεδιαστές μόδας, όπως ο Yamamoto, ο Balenciaga, η Madame Grès, η Jeanne Lanvin κ.ά., ενώ παράλληλα τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια σειρά από ποιητικούς στοχασμούς υπό τη μορφή περφόρμανς (The Impossible Wardrobe, Eternity Dress, Cloakroom – Vestiaire obligatoire), εκ των οποίων το Embodying Pasolini συνιστά το τελευταίο εγχείρημά του, που παρουσιάζεται και στην Αθήνα (μετά τη Ρώμη και το Παρίσι), στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

Ο Σαγιάρ, όμως, επιμένει ότι το Embodying Pasolini δεν συνιστά αποκλειστικά δική του δημιουργία. Είναι παιδί τόσο δικό του όσο και της Τίλντα Σουίντον: μαζί το φαντάστηκαν, μαζί το σκηνοθέτησαν και μαζί συνεχίζουν να το αναδιαμορφώνουν και να το εμπλουτίζουν κάθε φορά που το παρουσιάζουν στο κοινό, ανακαλύπτοντας διαρκώς νέες πιθανότητες και δυνατότητες, όπως αυτές αναδύονται σε κάθε περίσταση, σε κάθε χώρο, σε κάθε έμπνευση, σε κάθε ερέθισμα που γεννάται από αυτήν τη θαυμαστή αλληλεπίδραση του υλικού και του άυλου, των ζωντανών και των νεκρών, των πνευμάτων και των σωμάτων, της Ιστορίας και του εφήμερου.

Η Τίλντα ζει για να μεταμορφώνεται Facebook Twitter
Ο Ολιβιέ Σαγιάρ επιμένει ότι το «Embodying Pasolini» δεν συνιστά αποκλειστικά δική του δημιουργία. Είναι παιδί τόσο δικό του όσο και της Τίλντα Σουίντον. Φωτ.: Ruediger Glatz

— Όταν βρίσκεστε επί σκηνής, στη διάρκεια της περφόρμανς Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι, ενεργείτε και υπάρχετε ως Τίλντα ή ερμηνεύετε κάποιον ρόλο;
Τίλντα Σουίντον:
«Είμαι μέσα στην περφόρμανς ως Τίλντα, δηλαδή είμαι “εγώ”, αλλά ταυτόχρονα αντιδρώ και συνδιαλέγομαι με όσα συμβαίνουν γύρω μου, τυχαία ή μη∙ με όσα φέρνει ο άνεμος. Αυτό μπορεί να σημαίνει “αντιδρώ στο παλτό του ηλικιωμένου ή στο νυφικό της νεαρής κοπέλας”, αλλά όταν τα ακουμπώ στη θέση τους, τότε αποδεσμεύομαι από αυτά και προχωρώ στα επόμενα για να συνδιαλλαγώ εκ νέου με εκείνα. Οπότε θα έλεγα ότι και τα δύο ισχύουν: είμαι δηλαδή παρούσα ως Τίλντα, αλλά ερμηνεύω και κάποιον ρόλο. “Τίλντα” αλλά διαθέσιμη... Δεν είναι, άλλωστε, μυστικό ότι δυσκολεύομαι να ορίσω τον εαυτό μου ως ηθοποιό... Ποτέ δεν αισθάνθηκα άνετα με αυτόν το χαρακτηρισμό, δεν αυτοπροσδιορίζομαι έτσι, δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Και τούτο το έργο με πολλούς τρόπους έρχεται πολύ κοντά σε αυτό το “no man’s land”, όπου αισθάνομαι να κατοικώ. Δεν νομίζω ότι αυτό που συνεισφέρω στο έργο –σε όλα τα έργα στα οποία συμμετέχω– έχει να κάνει με υποκριτικές ικανότητες. Δεν έχει να κάνει με το επάγγελμα του ηθοποιού. Αφορά περισσότερο μια αυθεντική ανταπόκριση. Αντλεί από τη συγγραφέα εντός μου, αντλεί από τη live performer εντός μου, ενέχει κάποιες στιγμές υποκριτικής τέχνης, αλλά κυρίως έχει να κάνει με αληθινή, γνήσια ανταπόκριση. Δεν υπάρχει ερμηνεία. Και γι’ αυτόν τον λόγο συνιστά για μένα ένα έργο που με εμπνέει τόσο πολύ, όπως και όλα τα έργα που δουλεύουμε μαζί με τον Ολιβιέ εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Είναι πολύ καθησυχαστικό: σε άλλους τομείς μπορεί να χρειάζεται να “δραπετεύω”, αλλά εδώ δεν χρειάζεται. Το φτιάχνουμε μαζί. Είμαστε συν-δημιουργοί».

— Γιατί επιλέξατε την Τίλντα Σουίντον για το Embodying Pasolini αλλά και για τις προηγούμενες συνεργασίες σας;
Ολιβιέ Σαγιάρ:
«Ξέρετε, την προσκάλεσα αρχικά να συνεργαστούμε, επειδή είχα ερωτευτεί το χρώμα του δέρματός της: μου θύμιζε το χρώμα του Palais Galliera [του περίφημου μουσείου μόδας του Παρισιού]. Η Τίλντα ήταν για μένα μια ζωντανή μεταφορά για το Palais Galliera. Και δεν θα μπορούσα να το πω αυτό για άλλες ηθοποιούς, ούτως ή άλλως δεν με ενδιαφέρει να παίξω με ηθοποιούς [ο Ολιβιέ Σαγιάρ βρίσκεται και αυτός επί σκηνής στην περφόρμανς]. Το Embodying Pasolini το συνθέτουμε μαζί με την Τίλντα: έχω εγώ μια ιδέα, εκείνη έχει μια άλλη, αλλά τελικά εκείνη είναι που προσδίδει κίνηση, που προσφέρει το σώμα της. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Πάνω απ’ όλα, όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι το επινοούμε μαζί παρά ότι το παρουσιάζουμε μαζί. Επιπροσθέτως, προτού καν συναντήσω την Τίλντα, είχα εντοπίσει το ενδιαφέρον της για τα ρούχα. Για κάτι πέρα από τα ρούχα. Όχι ακριβώς για τη μόδα, αλλά για τη μεταμόρφωση, που είναι μια ψυχική ανάγκη. Ως ηθοποιό την ήξερα, φυσικά, κυρίως μέσα από τις ταινίες του Ντέρεκ Τζάρμαν∙ και τη θαύμαζα. Είναι μοναδική».

Τίλντα Σουίντον: «Από αυτή την άποψη, η δουλειά που κάνουμε με τον Ολιβιέ είναι πολύ κοντά, πνευματικά, με τη δουλειά που κάναμε με τον Ντέρεκ Τζάρμαν. Η οποία δεν ενέπλεκε όλους εμάς που βρισκόμασταν μπροστά από την κάμερα ως ηθοποιούς. Δεν ήμασταν ηθοποιοί».

Η Τίλντα ζει για να μεταμορφώνεται Facebook Twitter
Φωτ.: Ruediger Glatz
Η Τίλντα ζει για να μεταμορφώνεται Facebook Twitter
Φωτ.: Ruediger Glatz

— Μα και ο Παζολίνι χρησιμοποιούσε πολλούς μη ηθοποιούς...
Τίλντα Σουίντον:
«Ναι, ο Ντέρεκ αισθανόταν έντονα όχι τόσο την επιρροή όσο την υποστήριξη του Παζολίνι, το καλλιτεχνικό ένστικτό του έβρισκε στήριγμα στο παράδειγμα του Παζολίνι. Θυμάμαι όταν κάναμε τον Caravaggio [την πρώτη ταινία όπου συνεργάστηκαν, το 1986], ο φίλος μου Σάιμον Φίσερ-Τέρνερ, που έγραψε τελικά τη μουσική, είχε αρχικά αναλάβει την ανεύρεση των κομπάρσων της ταινίας. Και πήγαινε σε όλα τα ελληνικά καφέ του Λονδίνου για να τους εντοπίσει, και, ως αποτέλεσμα, πολλοί Έλληνες με υπέροχα πρόσωπα κατέληξαν να παίζουν Ρωμαίους πάπες και άλλους βωβούς ρόλους στην ταινία. Μια επιλογή καθαρά παζολινική!».

Αν η δουλειά μας μπορεί να εμπνεύσει την περιέργεια στους νεότερους ανθρώπους να ξαναδούν τις ταινίες του Παζολίνι, τότε αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Και είχαμε τέτοιες εμπειρίες, με νέους ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ ακούσει για τον Παζολίνι, οι οποίοι ερχόντουσαν και μας έλεγαν: «Είναι τόσο μοντέρνος! Είναι το σήμερα!».

— Η Γερτρούδη Στάιν είχε προσπαθήσει να φτιάξει ένα θέατρο του παρόντος, ένα θέατρο που λαμβάνει χώρα σε χρόνο ενεστώτα, στο «τώρα». Και στη δική σας περφόρμανς, ενώ υπάρχουν από τη μία τα κοστούμια που φέρουν το ένδοξο παρελθόν και όλη αυτή τη σχεδόν ιερή ιστορία, ταυτόχρονα υπάρχει εξίσου έντονα η αίσθηση ότι βρισκόμαστε εδώ, σε ένα δωμάτιο μαζί σας και όσα συμβαίνουν εκτυλίσσονται στο «τώρα», πλέκοντας μια δυναμική σχέση γύρω από τα σώματά μας και απ’ αυτά τα κοστούμια που διεκδικούν να τα κοιτάξουμε με βλέμμα σημερινό, φρέσκο...
Τίλντα Σουίντον:
«Νομίζω πως αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ότι δημιουργείται ένα τρίγωνο: έχουμε το μακρινό παρελθόν, τις ταινίες του Παζολίνι που γυρίστηκαν πριν από πολλά χρόνια, μετά έχουμε το πρόσφατο παρελθόν, τα κοστούμια που ζούσαν ξεχασμένα στα Ateliers Farani στη Ρώμη, και τέλος έχουμε το τώρα. Και όλα αυτά συνομιλούν μαζί μας. Όταν κάναμε το Impossible Wardrobe με ενδύματα από το Musée Galliera κι εκεί είχαμε το ίδιο τρίγωνο: πρώτον, την “ιστορική” ζωή των κοστουμιών, το σακάκι που φορούσε o Ναπολέων στον πόλεμο –όπως διατηρήθηκε, με την πιτυρίδα του άθικτη επάνω στον γιακά (κάποιος είχε τη λαμπρή ιδέα να μην καθαρίσει αυτό το κομμάτι του ρούχου)–, δεύτερον, την περιφρουρημένη ζωή τους στο μουσείο και, τρίτον, τη ζωή τους πάνω στη σκηνή γι’ αυτά τα λίγα λεπτά, κατά τη διάρκεια της περφόρμανς. Χρειάζονται, προφανώς, και οι τρεις άξονες έτσι ώστε να γεννηθεί ένα είδος “μετατόπισης” του θεατή».

Τίλντα Σουίντον: «Αισθάνομαι γνήσια αηδία όταν φοράω τα ρούχα από τους φασίστες του Salò» Facebook Twitter
«Είμαι μέσα στην περφόρμανς ως Τίλντα, δηλαδή είμαι “εγώ”, αλλά ταυτόχρονα αντιδρώ και συνδιαλέγομαι με όσα συμβαίνουν γύρω μου, τυχαία ή μη∙ με όσα φέρνει ο άνεμος». Φωτ.: Ruediger Glatz

— Τι σημασία έχει για σας να θυμόμαστε και να αποτίουμε φόρο τιμής στους νεκρούς καλλιτέχνες;
Τίλντα Σουίντον:
«Τώρα πια, στη μακρά διάρκεια του βίου μου, μετράω δυστυχώς πολλούς φίλους καλλιτέχνες που έχουν φύγει: ο Ντέρεκ Τζάρμαν, ο Τζον Μπερν, ο Τζον Μπέρτζερ, ο Ντέιβιντ Μπάουι και άλλοι... Η δουλειά τους, όμως, παραμένει ζωντανή. Κι αυτό είναι ένα από τα μεγάλα προνόμια των καλλιτεχνών: δεν είναι τόσο σημαντικό το γεγονός ότι δεν πατούν πλέον σε αυτήν τη γη, επειδή το έργο τους βρίσκεται ακόμη εδώ. Και άρα είναι, κυριολεκτικά, αθάνατοι. Επειδή το έργο τους είναι αθάνατο. Έτσι, όταν παίρνουμε τη δουλειά τους και την επενδύουμε εκ νέου με την ενέργειά μας, ακόμη και για ένα λεπτό, αυτό τους φέρνει πίσω στη ζωή».

Ολιβιέ Σαγιάρ: «Δεν είναι τόσο θέμα “τιμής”, να αποτίουμε δηλαδή φόρο τιμής, δεν θα του άρεσε αυτό του Παζολίνι, αλλά περισσότερο η ισχυρή επιθυμία να εξετάσουμε ξανά το πώς η έννοια του δημιουργού, του καλλιτέχνη, επιβιώνει στα σώματα. Και ίσως τα ρούχα να είναι μια γοητευτική μεταφορά αυτού του πράγματος: τα ρούχα ως αντικείμενα τα οποία επιβιώνουν ενός σώματος που έχει χαθεί. Σίγουρα ο Παζολίνι δεν έχει ανάγκη από εμάς για να υπάρξει στο σήμερα, αισθανόμαστε πολύ ταπεινοί ως προς τα τόσα σημαντικά ιδρύματα που τον τίμησαν πρόσφατα [σ.σ. πέρυσι εορτάστηκαν τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του], έκανα κι εγώ μια έκθεση αφιερωμένη στον Ιταλό σκηνοθέτη στη Ρώμη, απλώς ελπίζω ότι αυτό που κάνουμε εμείς τώρα θα εκτιμηθεί ως ένα νέο είδος έκθεσης, ως μια νέα φόρμα, ως ένας νέος τρόπος να σχετίζεται κανείς με έναν καλλιτέχνη».

Τίλντα Σουίντον: «Αν η δουλειά μας μπορεί να εμπνεύσει την περιέργεια στους νεότερους ανθρώπους να ξαναδούν τις ταινίες του Παζολίνι, τότε αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Και είχαμε τέτοιες εμπειρίες, με νέους ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ ακούσει για τον Παζολίνι, οι οποίοι ερχόντουσαν και μας έλεγαν: “Είναι τόσο μοντέρνος! Είναι το σήμερα!”. Το ίδιο ισχύει και για τον Τζάρμαν. Οπότε αν μπορούμε να εμπνεόμαστε από τέτοιους αιώνιους και ρηξικέλευθους δημιουργούς, αν μπορούμε να συνδεόμαστε μαζί τους, να δεχόμαστε την ενθάρρυνσή τους, τότε αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να τους διατηρούμε ζωντανούς».    

Ολιβιέ Σαγιάρ: «Και, ξέρετε, μπορεί κανείς πάντοτε να συναντήσει τον Παζολίνι μέσα από μια έκθεση, μέσα από τις ταινίες ή τις φωτογραφίες, αλλά τα κοστούμια είναι πάντα το τελευταίο πράγμα με το οποίο θα ασχοληθούμε. Κι εμένα με ενδιέφεραν πολύ αυτά τα objets disparus, τα χαμένα αντικείμενα που όλοι τα περιφρονούν. Και είναι πολύ παζολινικό, επίσης, να δίνεις φωνή στα κοστούμια».

Η Τίλντα ζει για να μεταμορφώνεται Facebook Twitter
Φωτ.: Ruediger Glatz

— Να μιλήσουμε εδώ και για έναν άλλο καλλιτέχνη, τον Ντανίλο Ντονάτι, που σχεδίασε όλα τα κοστούμια που χρησιμοποιούνται στην περφόρμανς... Ποιο ήταν το ιδιαίτερο γώρισμα του Ντονάτι; Πού έγκειται η ιδιοφυΐα του;
Ολιβιέ Σαγιάρ:
«Ως γνωστόν, ο Παζολίνι είχε συνεργαστεί και με άλλους ενδυματολόγους, π.χ. στη Μήδεια ενδυματολόγος ήταν o Πιέρο Τόζι, αλλά εμείς επιλέξαμε μόνο δημιουργίες του Ντονάτι. Ήταν σημαντικό για εμάς, όπως σε μία έκθεση, να αναβιώσουμε το έργο ενός ανθρώπου».

Τίλντα Σουίντον: «Στην ενότητα του Δεκαήμερου [της ταινίας του 1971], όταν παίρνω τα κοστούμια και τα ακουμπάω στο πάτωμα, αυτά στέκονται! Δεν ξέρω πόσο κοντά καθόσασταν κι αν μπορούσατε να δείτε λεπτομέρειες, αλλά μοιάζουν σαν να έχουν φτιαχτεί στο νηπιαγωγείο – με μπογιές και με τελειώματα που θυμίζουν μπιχλιμπίδια χριστουγεννιάτικα, θα έλεγε κανείς πως είναι κατασκευασμένα από ύφασμα ταπετσαρίας: σκληρό, τρισδιάστατο, ιδανικό για γλυπτική. Η δουλειά του Ντονάτι είναι ωμή, ακατέργαστη, αφτιασίδωτη».

— Κι αυτή η αγριάδα ήταν κάτι που ο Παζολίνι ζητούσε από τον Ντονάτι ή συνιστούσε πρόταση του Ντονάτι;
Ολιβιέ Σαγιάρ:
«Δεν γνωρίζουμε. Έχουν δώσει και οι δύο συνεντεύξεις όπου μιλάνε για τα κοστούμια, αλλά δεν ξέρουμε πολλά. Ξέρουμε, ας πούμε, ότι συχνά ο Παζολίνι πήγαινε στον Ντονάτι με εικόνες από τον Τζιότο...»

Τίλντα Σουίντον: «Αν παρατηρήσουμε τη διαδρομή από τον Oedipus Rex στο Salò, θα αντιληφθούμε ότι τα κοστούμια του Salò έχουν μια σχεδόν φωτορεαλιστική αίσθηση, πράγμα που προσδίδει μια ακόμη πιο δυσοίωνη διάσταση στην ταινία. Κι όμως: είναι ο ίδιος ενδυματολόγος που, σε προηγούμενες ταινίες, είχε φιλοτεχνήσει πλεκτά μάλλινα παλτό, τόσο βαριά ώστε μετά βίας μπορείς να τα σηκώσεις. Είναι ο ίδιος καλλιτέχνης που εμπνεύστηκε αυτά τα τόσο διαφορετικά ρούχα, οπότε σίγουρα είχε μεγάλη ευελιξία».

— Συνεπώς ο Ντονάτι είχε συντονιστεί με το όραμα του Παζολίνι και είχε καταλάβει ότι στον τελευταίο δεν θα ταίριαζαν απαλά υφάσματα και περίτεχνες λετομέρειες, όπως για παράδειγμα, στον Βισκόντι...
Τίλντα Σουίντον:
«Ακριβώς! Και αυτό, παρεμπιπτόντως, είναι γνώρισμα θεατρικό... Όταν φτάνουμε στην ενότητα του Salò, αισθανόμαστε πάντοτε πολύ άβολα. Και φυσικά αντιλαμβάνομαι ότι αυτό, σε μεγάλο βαθμό, έχει να κάνει με την ίδια την ταινία, αλλά έχει επίσης να κάνει με την υφή των κοστουμιών: φαντάζουν τόσο αληθινά, δημιουργούν την αίσθηση ότι θα μπορούσαν να είχαν φορεθεί από αληθινούς ανθρώπους στη δεκαετία του ‘40 και του ‘50. Κι αυτή η υφή του πραγματικού είναι πιο τρομακτική από τη θεατρικότητα των προηγούμενων κοστουμιών του Ντονάτι».

Η Τίλντα ζει για να μεταμορφώνεται Facebook Twitter
«Ένα ύφασμα πρέπει να φορεθεί από ένα ανθρώπινο ον για να αποκτήσει μνήμες». Φωτ.: Ruediger Glatz

— Υπήρχε μια στιγμή στη διάρκεια της περφόρμανς που δοκιμάσατε κάποια καπέλα και κοστούμια από το Salò. Και τότε ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό σας μια αίσθηση αηδίας και αποστροφής... Αμέσως σκέφτηκα ότι αυτά πρέπει να τα φορούσαν οι φασίστες στην ταινία...
Τίλντα Σουίντον:
«Ναι, είναι τα ρούχα που φοράνε όταν ντύνονται γυναικεία. Είναι πραγματικά αηδιαστικό να τα δοκιμάζει κανείς. Αισθάνομαι γνήσια αηδία. Είναι πολύ δύσκολο αυτό το κομμάτι της παράστασης».

— Έχει ζωή το ύφασμα; Έχει μνήμη;
Τίλντα Σουίντον:
«Ένα ύφασμα πρέπει να φορεθεί από ένα ανθρώπινο ον για να αποκτήσει μνήμες».

Ολιβιέ Σαγιάρ: «Ναι, ακριβώς. Και τώρα αποκτούν νέες μνήμες, μέσα από την περφόρμανς μας».

— Εσείς νιώθετε καθόλου ότι μοιράζεστε τις δικές τους αναμνήσεις;
Ολιβιέ Σαγιάρ:
«Χθες για πρώτη φορά, καθώς κρατούσα το καπέλο της Ιοκάστης [από την ταινία Oedipus Rex του 1967], σκέφτηκα ότι αυτό το καπέλο είχε ακουμπήσει το κεφάλι της Σιλβάνα Μαγκάνο αλλά τώρα έπαιρνε νέα ζωή στο κεφάλι της Τίλντα Σουίντον και στο μέλλον ποιος ξέρει σε ποιο άλλο κεφάλι, σε ποια άλλη περφόρμανς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί... Δεν είναι το ύφασμα από μόνο του που δημιουργεί την ανάμνηση, είναι η επαφή του υφάσματος με τον άνθρωπο».

— Φαίνεται ότι η παρουσία του/της Ορλάντο είναι συνεχής στη ζωή σας. Αγαπάτε τις μεταμορφώσεις, σαν να είναι εκεί το μέρος όπου αισθάνεστε περισσότερο άνετα, σαν να είναι για σας το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο συνεχώς να αλλάζετε και να δοκιμάζετε κάτι διαφορετικό. Πώς συνδέεται αυτό με μια θέαση της τέχνης και της ζωής ως πειράματος, ως διαδικασίας γίγνεσθαι και διαρκούς αλλαγής;
Τίλντα Σουίντον:
«Το θέσατε πολύ ωραία, έτσι πράγματι αισθάνομαι. Θα το έβρισκα παράξενο αν έλεγε κανείς ότι δεν αισθάνεται το ίδιο για τη δική του ζωή, αλλά εμένα μου φαίνεται απόλυτα φυσικό. Ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου –όπως και στο τωρινό μου σπίτι– είχαμε πολλούς πίνακες από διαφορετικές περιόδους, πορτρέτα ανθρώπων από άλλες εποχές που έμοιαζαν εντελώς με μένα, και τώρα με τον γιο μου, είμαστε όλοι ίδιοι. Υπάρχει η αίσθηση λοιπόν ότι ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία. Στη δουλειά μου, επίσης, μου αρέσει να εξερευνώ διαρκώς νέες περιοχές. Νομίζω πως έχω πολύ μικρή ανεκτικότητα στην ανία». (γέλια)

— Μα το παράδειγμά σας συνεισφέρει επίσης στη διάλυση αυτού του κραταιού μύθου της «αληθινής» ταυτότητας. Του μύθου που υποστηρίζει ότι πρέπει να βρεις «ποιος πραγματικά είσαι», λες και υπάρχει κάτι τέτοιο, λες και ο εαυτός είναι ένα πράγμα, μοναδικό, σταθερό και αναλλοίωτο...
Τίλντα Σουίντον:
«Θεέ μου, αυτό ακούγεται σαν φυλακή! Πραγματικά με εντυπωσιάζει ο τρόπος που η κοινωνία ενθαρρύνει τους ανθρώπους, ειδικά τους νέους, να το κάνουν αυτό: Βρες ποιος είσαι! Κατοχύρωσέ το! Προώθησέ το! Και μετά μην το αλλάξεις! Κι έτσι πολλοί καταλήγουν να βιώνουν μια μεγάλη υπαρξιακή κρίση στην ηλικία των σαράντα πέντε ή πενήντα. Γιατί φυσικά αυτή η “μηχανή” ξεμένει κάποια στιγμή από καύσιμα...»

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Ο Στρίντμπεργκ και η «Ορέστεια» προσγειώνονται στον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο / Η Μαντώ, ο Αισχύλος και ο Στρίντμπεργκ προσγειώνονται στον κόσμο της Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου της έργου όλοι αναποδογυρίζουν, συντρίβονται, μοντάρονται, αλλάζουν μορφές και λένε λόγια άλλων και τραγούδια της καψούρας. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Οι Αθηναίοι / «Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Η ηθοποιός Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου θυμάται τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, το πείραμα και τις επιτυχίες του Χυτηρίου, περιγράφει τι σημαίνει γι' αυτή το θεατρικό σανίδι και συλλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θωμάς Μοσχόπουλος

Θέατρο / «Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα»

Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει τον δικό του «Γκοντό». Έχει επιλέξει μόνο νέους ηθοποιούς για το έργο, θέλει να διερευνήσει την επίδρασή του στους εφήβους, πραγματοποιώντας ανοιχτές πρόβες. Στο μεταξύ, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αργυρώ Μποζώνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Θέατρο / Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Ένα συναρπαστικό υβρίδιο θεάτρου, συναυλίας, πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου και rave party, βασισμένο στο έργο του επικηρυγμένου στη Ρωσία δραματουργού Ιβάν Βιριπάγιεφ, ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και αποπειράται να δώσει απάντηση σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

The Review / Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και ο δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Γιώργος Βουδικλάρης μιλούν για την παράσταση «Ο Χορός των εραστών» της Στέγης, τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει το κείμενο του Τιάγκο Ροντρίγκες και τη χαρά τού να ανακαλύπτεις το next best thing στην τέχνη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Όπερα / Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, με αφορμή την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το «Κυανιούχο Κάλιο» είναι μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων 

Θέατρο / «Κυανιούχο Κάλιο»: Μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά και στον δημοκρατικό κόσμο, η συζήτηση για το δικαίωμα της γυναίκας σε ασφαλή και αξιοπρεπή ιατρική διακοπή κύησης παραμένει τρομακτικά επίκαιρη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

Θέατρο / Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ