Η δολοφονία του αγωνιστή της ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 τάραξε συθέμελα την πολιτική ζωή της Ελλάδας, προκαλώντας μια σειρά γεγονότων που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1967, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό για την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη της χώρας.
Μια υπόθεση που απασχόλησε για πάρα πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία, αποτέλεσε αντικείμενο πολλαπλών και αντικρουόμενων αναλύσεων, πολιτική έριδα μεταξύ των παρατάξεων, έγινε βιβλίο, ταινία με τεράστια διεθνή απήχηση και, εν τέλει, χρόνια αργότερα, εξέλεξε και Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Σύντομα η εναλλακτική σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής θα παρουσιάσει μια σύγχρονη όπερα εμπνευσμένη από τα γεγονότα, όπως καταγράφονται στο «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, μια παραγγελία σε μουσική Μηνά Μπορμπουδάκη, λιμπρέτο Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους γιατρούς της μεταπολεμικής Ελλάδας, γυναικολόγος εγκατεστημένος στον Πειραιά με ειδίκευση στην ενδοκρινολογία, με σημαντικές ανακαλύψεις στην έρευνα.
Λέγεται πως όταν το πρωί της 23ης Μαΐου ο Καραμανλής έφθασε στο γραφείο του, είπε αγανακτισμένος: «Μα, ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα;». Προφανώς δεν την κυβερνούσε εκείνος, καθώς τόσο η αστυνομία όσο και η κυβέρνηση έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια να υποβαθμίσουν και να κουκουλώσουν το γεγονός, παρουσιάζοντάς το ως τροχαίο ατύχημα.
Γεννημένος το 1912 στην Αρκαδία, παιδί πολυμελούς οικογένειας, εκτός από τις σπουδές του, ξεχώρισε στον αθλητισμό ως πανελληνιονίκης και βαλκανιονίκης, με σημαντικές επιδόσεις στο άλμα εις μήκος.
Διέθετε κοινωνικές ευαισθησίες, κάτι που απέδειξε τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν οργάνωνε αγώνες με τον Πειραϊκό Σύνδεσμο, τα έσοδα των οποίων πήγαιναν στα συσσίτια, όσο και αργότερα, που δεχόταν στο ιατρείο του μία φορά την εβδομάδα άπορους ασθενείς δωρεάν.
Όταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Θεόδωρος, βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, πέθανε ξαφνικά το 1956, αποφάσισε να πάρει τη θέση του στην πολιτική αρένα.
Μετά από άκαρπες επαφές με την Ένωση Κέντρου, κατέληξε να συνεργαστεί με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) ως ανεξάρτητος βουλευτής, με την οποία εξελέγη βουλευτής Πειραιά στις περίφημες εκλογές «βίας και νοθείας» του Οκτώβρη του 1961, οπότε εξελέγη η ΕΡΕ και πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ως ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ύφεσης και Ειρήνης, αλλά και συνεργαζόμενος με τον Σύνδεσμο Μπέρναρντ Ράσελ, ένα διεθνές κίνημα κατά των πυρηνικών όπλων, συμμετείχε σε πορείες ειρήνης στο Λονδίνο και τη Μόσχα.
Την 21η Απριλίου 1963 αποφάσισε, παρ' όλες τις επίσημες απαγορεύσεις της αστυνομίας, να πραγματοποιήσει μόνος τη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης. Από εκείνη την πορεία έχουν μείνει οι φωτογραφίες του με το πανό που γράφει «Ελλάς».
Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεχόταν απειλές από αστυνομικούς για να διακόψει, αλλά, λόγω της βουλευτικής του ασυλίας, δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν. Τα κατάφεραν μόνο όταν έφτασε στη Ραφήνα, αλλά η κράτησή διήρκεσε μόνο λίγες ώρες.
Τις επόμενες μέρες βρέθηκε στο Λονδίνο για να συμμετάσχει σε διαδήλωση Ελλήνων και Κυπρίων με αίτημα την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων.
Ανάμεσά τους βρισκόταν και η Αγγλίδα σύζυγος του μετέπειτα βουλευτή της Αριστεράς Αντώνη Αμπατιέλου, Μπέτυ, η οποία ζήτησε ακρόαση από τη βασίλισσα Φρειδερίκη που βρισκόταν εκεί για να παρευρεθεί σε βασιλικό γάμο.
Εκείνη απέρριψε το αίτημα, γεγονός που οδήγησε την Αμπατιέλου να της επιτεθεί σε χώρο ξενοδοχείου, παρουσία του Λαμπράκη ‒ και ο ίδιος της είχε στείλει υπόμνημα για την απελευθέρωση των 6.000 κρατουμένων.
Η βασίλισσα θεώρησε τον βουλευτή ηθικό αυτουργό του περιστατικού, εξοργίστηκε και λέγεται ότι είπε στο περιβάλλον της: «Δεν θα με απαλλάξει κανείς από αυτό τον άνθρωπο;». Προφανώς, κάποιοι την πήραν σοβαρά.
Στη μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη του τέλους της δεκαετίας του '50 και των αρχών του '60 κυριαρχούσε ο απόλυτος σκοταδισμός. Ένα δεξιό παρακράτος που τρομοκρατούσε και βιαιοπραγούσε εναντίον οποιουδήποτε σχετιζόταν με την κομμουνιστική αριστερά αλλά και με το κέντρο.
Μέρος του αποτελούσε και η οργάνωση «Καρφίτσα», μια ομάδα κρυφών εντεταλμένων οργάνων της Ασφάλειας, η οποία αποτελούνταν από περιθωριακά στοιχεία, μικροαπατεώνες, βιαστές, παιδεραστές, κουτσαβάκηδες, δωσίλογους, τους φτωχοδιάβολους εκείνης της σκοτεινής εποχής.
Η αστυνομία τούς στρατολογούσε κρυφά, προσφέροντάς τους δουλειά ή παραβλέποντας μικροπαρανομίες τους, με αντάλλαγμα να παρέχουν πληροφορίες ή να συμμετέχουν σε αντιδιαδηλώσεις «αγανακτισμένων» εθνικοφρόνων και φιλοβασιλικών πολιτών.
Ακριβώς όπως γινόταν και εξακολουθεί να γίνεται σε κάθε γωνιά της Γης, όταν η αντίδραση κερδίζει έδαφος.
Στις 22 Μαΐου του 1963, τη μέρα που αποφασιζόταν από τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ η δημιουργία της διασυμμαχικής πυρηνικής δύναμης κρούσης ‒σε αυτές τις συζητήσεις συμμετείχε και η Ελλάδα‒, η Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη ομιλία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Η τοπική αστυνομία προσπάθησε να σαμποτάρει την εκδήλωση, πιέζοντας τον ιδιοκτήτη του Πικαντίλι στην Αριστοτέλους να μην προσφέρει την αίθουσα για την ομιλία.
Έτσι, η εκδήλωση μετακόμισε στα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος (ΔΣΚ) σε νεοκλασικό κτίριο επί της οδού Ερμού, γωνία με την οδό Βενιζέλου, πολύ κοντά στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ», όπου θα διέμενε ο Λαμπράκης.
Το κλίμα ήταν ήδη βαρύ εκείνο το βράδυ γύρω στις 8 που είχε προγραμματιστεί η ομιλία και εκατοντάδες «αγανακτισμένοι πολίτες» έκαναν την εμφάνισή τους σε μια «αυθόρμητη αντισυγκέντρωση», βρίζοντας, πετώντας πέτρες, εξαπολύοντας απειλές εναντίον του Λαμπράκη. Ο θάνατός του ήταν προαποφασισμένος.
Ανέβηκε στην αίθουσα να μιλήσει, ενώ κάτω στον δρόμο το πρώτο θύμα ήταν ο βουλευτής της ΕΔΑ του Νομού Καβάλας Γιώργης Τσαρουχάς, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους παρακρατικούς υπό την ανοχή της αστυνομίας, ακόμα και στο ασθενοφόρο που τον παρέλαβε. Αυτό οι παρευρισκόμενοι στην ομιλία δεν το πληροφορήθηκαν.
Ο Λαμπράκης, μέσα από τα μεγάφωνα, έκανε έκκληση στον αρχηγό της αστυνομίας να διαλύσει το πλήθος και να τον προστατεύσει, λέγοντας: «Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Βορείου Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου».
Το πλήθος προς στιγμήν κρύφτηκε στους γύρω δρόμους, αλλά με την κάθοδο του Λαμπράκη στη Βενιζέλου επανεμφανίστηκε. Παράλληλα, φρόντισαν να κλειδώσουν τα στελέχη της ΕΔΑ που είχαν παρακολουθήσει την ομιλία στο κτίριο.
Τη στιγμή που ο βουλευτής διέσχιζε το σταυροδρόμι, κατευθυνόμενος στο ξενοδοχείο του, πετάχτηκε από το στενάκι (σήμερα πεζόδρομος) της οδού Σπανδωνή ένα τρίκυκλο και έπεσε πάνω του τραυματίζοντάς τον, ενώ ο επιβαίνων στην καρότσα τού κατάφερε χτύπημα στο κεφάλι με λοστό, προκαλώντας του σοβαρό τραυματισμό.
Ο οδηγός του τρίκυκλου ήταν ένας από τους πλέον γνωστούς παρακρατικούς της πόλης, ο Σπύρος Γκοτζαμάνης, μέλος του Συνδέσμου Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης Βορείου Ελλάδος και της Αντικομμουνιστικής Σταυροφορίας Ελλάδος, που σκοπό είχε την «υπεράσπιση της πατρίδος και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μέχρι τελευταίας πνοής παντού και πάντοτε και δι' όλων των μέσων».
Ήταν ένας άνθρωπος που διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με την Ασφάλεια κι έτσι έλυνε και έδενε στην πόλη.
Ο συνεργός του ήταν ο Μανώλης Εμμανουηλίδης, οπαδός της ΕΡΕ με ποινικό μητρώο, που, εκτός από απάτες, περιλάμβανε βιασμό και ασέλγεια εις βάρος ανηλίκου.
Αυτά τα δύο ονόματα, τα οποία από εκείνη τη νύχτα έγιναν ταυτόσημα με την έννοια του παρακράτους της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, δεν θα είχαν γίνει γνωστά αν δεν είχε ορμήσει στην καρότσα ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, γνωστός και ως «τίγρης», ένας από τους συντρόφους του Λαμπράκη, για να παλέψει με τον Εμμανουηλίδη, μέχρι που ένας τροχονόμος τούς συνέλαβε, χωρίς να ξέρει περί τίνος επρόκειτο, στη συμβολή Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή.
Ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ σε κωματώδη κατάσταση, ενώ η είδηση ταρακούνησε από την πρώτη στιγμή ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο στην Αθήνα.
Διατέθηκε από την κυβέρνηση ειδικό αεροπλάνο για να μεταφέρει κορυφαίο νευροχειρουργό στη συμπρωτεύουσα, τις αμέσως επόμενες ημέρες κατέφθασαν κι άλλοι γιατροί από το εξωτερικό, αλλά τα νέα δεν ήταν καθόλου αισιόδοξα.
Στη Θεσσαλονίκη έσπευσαν και ο Θεοδωράκης με τον Γλέζο και τον Ρίτσο.
Έξω από το ΑΧΕΠΑ δεκάδες άνθρωποι περίμεναν ‒με αμέτρητους αστυνομικούς να καραδοκούν‒ ένα θαύμα, το οποίο δεν επρόκειτο να έρθει. Ο Λαμπράκης ήταν κλινικά νεκρός.
Στις 26 Μαΐου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο ειρηνιστής βουλευτής εξέπνευσε.
Λέγεται πως όταν το πρωί της 23ης Μαΐου ο Καραμανλής έφθασε στο γραφείο του, είπε αγανακτισμένος: «Μα, ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα;».
Προφανώς δεν την κυβερνούσε εκείνος, καθώς τόσο η αστυνομία όσο και η κυβέρνηση έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια να υποβαθμίσουν και να κουκουλώσουν το γεγονός, παρουσιάζοντάς το ως τροχαίο ατύχημα.
Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη στην Αθήνα και η νεκρώσιμη ακολουθία πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της 28ης Μαΐου.
Την κηδεία παρακολούθησαν όλοι οι αρχηγοί και οι βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης και δεκάδες χιλιάδες λαού, ενώ το κύμα αντιδράσεων και οι πολιτικές συνέπειες ήταν καθοριστικές για τις εξελίξεις της χώρας τα επόμενα δέκα χρόνια.
Τον σημαντικότερο ρόλο στις αποκαλύψεις της οργανωμένης δολοφονίας έπαιξαν τρεις δημοσιογράφοι: ο Γιώργος Ρωμαίος από το «Βήμα», ο Γιάννης Βούλτεψης από την «Αυγή» και ο Γιώργος Μπέρτσος από την «Ελευθερία». Ήταν χάρη στη μαχητική και πιεστική τους έρευνα και αρθρογραφία που πυροδοτήθηκαν οι εξελίξεις.
Οι ανακρίσεις διεξάγονταν από τους εισαγγελείς Δημήτρη Παπαντωνίου και Νίκο Αθανασόπουλο, όπως και από έναν καθόλα νομοταγή και αδέκαστο δικαστή, τον Χρήστο Σαρτζετάκη.
Τη γενική εποπτεία είχε ο εισαγγελέας εφετών Παύλος Δελαπόρτας, ο οποίος δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (πρώτο πρωθυπουργό της χούντας) Κωνσταντίνο Κόλλια.
Η ανακριτική επιτροπή κατέληξε ότι πέρα από τους φυσικούς αυτουργούς, ηθικοί αυτουργοί ήταν ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Τριανδρίας Μανώλης Καπελώνης και ο παρακρατικός Ξενοφώντας Γιοσμάς (τον οποίο οι Θεσσαλονικείς αποκαλούσαν «Φον Γιοσμά» λόγω της σχέσης του με τους Γερμανούς στην Κατοχή), ο οποίος έδινε εντολές στους δύο εκτελεστές.
Ακολούθησαν ο επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος Μήτσου και ο διευθυντής της αστυνομίας Καμουτσής.
Κατά τη διάρκεια της δίκης τρομοκρατήθηκαν μάρτυρες, η αλήθεια δεν έλαμψε σε όλες της τις πτυχές και οι ένορκοι αποφάνθηκαν ότι δεν επρόκειτο για πολιτική δολοφονία.
Οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης καταδικάστηκαν με κάθειρξη 11 και 8½ ετών αντίστοιχα, ενώ ο Γιοσμάς μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης. Οι δύο εκτελεστές, λίγα χρόνια αργότερα, αφέθηκαν ελεύθεροι εν μέσω της χούντας.
Η διεθνής κατακραυγή για τη δολοφονία Λαμπράκη και οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν για το πολιτικό σκηνικό στη χώρα οδήγησαν την κυβέρνηση Καραμανλή σε παραίτηση τον Ιούνιο του '63.
Η νέα κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη προχώρησε τον Νοέμβριο σε εκλογές, τις οποίες κέρδισε η Ένωση Κέντρου.
Ο Καραμανλής, του οποίου οι σχέσεις με το παλάτι είχαν έτσι κι αλλιώς διαρραγεί, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και έζησε αυτοεξόριστος μέχρι το καλοκαίρι του 1974, οπότε επέστρεψε εσπευσμένα για να αναλάβει τα ηνία της χώρας μετά την κατάρρευση της χούντας και ενώ οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν σε πολύ κρίσιμο σημείο μετά την εισβολή στην Κύπρο.
Τα γεγονότα ενέπνευσαν τη δημιουργία της Νεολαίας Λαμπράκη, με πρώτο πρόεδρο τον Μίκη Θεοδωράκη, και τον λογοτέχνη Βασίλη Βασιλικό στη συγγραφή του «Ζ» (από το «Ζει» που φώναζε ο κόσμος στην κηδεία του Λαμπράκη), ενός «λογοτεχνικού ρεπορτάζ» ή «φανταστικού ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» με τον τρόπο του «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε.
Αυτό έγινε ταινία το 1969, την εποχή της δικτατορίας. Γυρίστηκε στην Αλγερία από τον Κώστα Γαβρά, με τον Ιβ Μοντάν στον ρόλο του Λαμπράκη, την Ειρήνη Παππά στον ρόλο της γυναίκας του και τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν στον ρόλο του Χρήστου Σαρτζετάκη. Ο Τρεντινιάν κέρδισε και το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ των Καννών.
Η ξεσηκωτική μουσική που ήταν του Μίκη Θεοδωράκη, κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Μουσικής της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (BAFTA).
Η ταινία έκανε την Υπόθεση Λαμπράκη παγκοσμίως γνωστή, πήρε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, εκπροσωπώντας την Αλγερία (της οποίας οι διανοούμενοι βρήκαν ομοιότητες της χώρας με το πολιτικό σκηνικό της ιστορίας), και για πολλές δεκαετίες παρέμεινε πρώτη σε εισπράξεις ξένη ταινία στις ΗΠΑ.
Το όνομα του Γρηγόρη Λαμπράκη, ενός ανθρώπου ελεύθερου και υπεράνω κομμάτων, που αγωνίστηκε για την ειρήνη και το πλήρωσε με τη ζωή του, έχει δοθεί σε οδούς, περιοχές, όπως και στον Κλασικό Μαραθώνιο της Αθήνας.
Είχε πει ο ίδιος: «Είναι τόσο όμορφο να ζεις για την ειρήνη και τόσο μεγάλο να πεθαίνεις γι' αυτήν».
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, που σκηνοθετεί για την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής το έργο του Μηνά Μπρομπουδάκη, είπε για το εγχείρημα:
«Εύστοχη, γρήγορη, κινηματογραφική εκδοχή με επίκεντρο τα πρόσωπα και την ατμόσφαιρα της εποχής, πολιτική και κοινωνική, που εστιάζει πάρα πολύ στο "Ζ".
Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης έχει συμπυκνώσει την προσωπική του οπτική όσον αφορά το βιβλίο και το γεγονός.
Μιλάμε για μια στυγνή και προσχεδιασμένη δολοφονία, όπως απέδειξε η Ιστορία. Στη δίκη αποσιωπήθηκαν πολλά στοιχεία, τρομοκρατήθηκαν, και δολοφονήθηκαν, μάρτυρες.
Υπήρχαν όμως και σοβαροί μάρτυρες, οι οποίοι εμφανίζονται στην παράστασή μας, όπως ο "Νικήτας", στον οποίο ο Γκοτζαμάνης ("Γρύλος" στην παράσταση) είχε εκμυστηρευτεί ότι εκείνο το βράδυ θα σκότωνε άνθρωπο ‒ τελικά αποκαλύφθηκε η εμπλοκή πολλών υψηλόβαθμων αξιωματούχων στην υπόθεση.
Έγινε πολύ σοβαρή δουλειά από τον Μηνά Μπορμπουδάκη και τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, που χτίστηκε παράλληλα, και το αποτέλεσμα είναι μια ζύμωση από τις μεταξύ τους συζητήσεις σχετικά με τη μορφή που ήθελαν να δώσουν στο όραμά τους.
Αυτό το όραμα είναι βαθιά ανθρώπινο, σκληρό και ταυτόχρονα ονειρικό, καθώς έχει μια πολύ έντονη μη ρεαλιστική διάθεση που διαπερνά το έργο.
Ενώ παρακολουθούμε τη γραμμική εξέλιξη των γεγονότων, η δράση διακόπτεται από κάποιους μονολόγους, σαν να ακούμε τις σκέψεις των κεντρικών χαρακτήρων, σαν να επικεντρώνουμε στην ψυχή και στην πάλη για δικαιοσύνη.
Έχω τη χαρά να δουλεύω χαρακτήρες όπως ο Ζ, ο Αρχιδεινόσαυρος που είναι η εξουσία, στην οποία συμπυκνώνονται όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί που εμπλέκονται στη δολοφονία Λαμπράκη, η γυναίκα του και ο δημοσιογράφος που εκπροσωπεί τους τρεις δημοσιογράφους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση.
Προσπαθούμε να φωτίσουμε και την εποχή μέσα από τους χαρακτήρες. Το λιμπρέτο έχει και στιγμές με μαύρο, σαρκαστικό χιούμορ, που είναι απαραίτητο.
Πρόκειται για ένα στοιχείο ευφυές από την πλευρά του Βαγγέλη, το οποίο ο Μηνάς φώτισε υπέροχα με τη μουσική και τις χιουμοριστικές νύξεις του.
Προσωπικά, δεν θα το ονόμαζα όπερα αλλά μουσικό θέατρο. Άλλωστε ο Ζ δεν είναι λυρικός τραγουδιστής αλλά ο ηθοποιός Δημήτρης Παπανικολάου, που δεν τραγουδάει. Αυτό που προτείνει ο Μπορμπουδάκης είναι ένα προκλητικό είδος σε σχέση με το σύγχρονο μουσικό έργο-όπερα και είναι μεγάλη μου τιμή που το σκηνοθετώ εγώ, γιατί είναι μια καινοτομία».
Ο συγγραφέας Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, που ανέλαβε τη μεταφορά του βιβλίου του Βασιλικού σε λιμπρέτο, λέει συμπληρωματικά:
«Ο Βασιλικός υπήρξε πολύ εύστοχος και ως προς το θέμα των υπόγειων διασυνδέσεων αλλά και ως προς την πραγματική ροή των γεγονότων. Είχε κάνει έρευνα και ήταν ακριβής, μολονότι το συμβάν ήταν ζεστό ακόμα τότε.
Βέβαια, ένα ιστορικό γεγονός είναι πάντα ανοιχτό σε ερμηνείες και αναγνώσεις από τον μελετητή του μέλλοντος.
Βασίστηκα στο μυθιστόρημα, αλλά η σκέψη μας και επιθυμία μας με τον Μηνά ήταν να φύγουμε από τα γεγονότα και να εισδύσουμε στον κόσμο των ηρώων με τρόπο που να αναδείξει τα πρόσωπα.
Το υλικό μας αντλείται φυσικά από το βιβλίο, αλλά ταυτόχρονα πήραμε και μια μεγάλη ελευθερία, η οποία έχει να κάνει τόσο με την άρθρωση της πλοκής όσο και το ψυχογράφημα των ηρώων.
Παρά την ελευθερία αυτή, όμως, προσπάθησα να μείνω πιστός στο πνεύμα του κειμένου, της εποχής και του Βασιλικού.
Αλλά δεν γινόταν, δεν θα είχε νόημα να αρκεστούμε σε μια απλή μεταποίηση δίχως την προσωπική μας ματιά, τη δική μας καλλιτεχνική συμβολή.
Κάθε κρίσιμη πολιτική στιγμή, οσοδήποτε μακρινή κι αν είναι, σου δίνει ένα πάτημα για να ερμηνεύσεις το τώρα και να βγάλεις χρήσιμα συμπεράσματα για την εποχή σου, ακόμα κι αν οι αναλογίες φαίνονται λιγοστές.
Στην καρδιά υπάρχει πάντα ο άνθρωπος, το ανθρώπινο κίνητρο, η ανθρώπινη μικρότητα, το ανθρώπινο μεγαλείο.
Αυτό, με έναν τρόπο, είναι το ίδιο σε κάθε εποχή. Θέλω να πω, σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο, πάντα κάτι καταλαβαίνουμε για τον άνθρωπο, ως μονάδα και ως σύνολο».
Info
Μηνάς Μπορμπουδάκης - Ζ
Μουσική διεύθυνση: Μηνάς Μπορμπουδάκης - Νίκος Βασιλείου
Λιμπρέτο: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
2, 3, 8, 10, 11, 15, 17, 18 Μαρτίου 2018
14, 15, 17, 18 Απριλίου 2018
Ώρα έναρξης: 20.30
Τιμές εισιτηρίων 18, 25 € / Φοιτητικό, παιδικό 12 €