Η ΑΡΧΗ ΕΓΙΝΕ με τον Ισμαήλ Φερίκ πασά: έναν Κρητικό με διχασμένη συνείδηση, ο οποίος, παιδί, εξισλαμίστηκε, έμαθε την τέχνη του πολέμου, απέκτησε δημόσια αξιώματα και στην ωριμότητά του βρέθηκε ξανά στην Κρήτη για να συμβάλει στην τουρκική καταστολή της εξέγερσης του 1866.
Ακολούθησε ο Ανδρέας Ρηγόπουλος, εκείνος που υπέγραφε ως Λουί: ο πολιτικός που πρωτοστάτησε στην αντιοθωμανική εξέγερση της Πάτρας, ο αθεράπευτα ρομαντικός επαναστάτης και ποιητής.
Κι έπειτα, πήρε σειρά η ζωγράφος Ελένη Αλταμούρα: η Σπετσιώτισσα που ντύθηκε άντρας για να σπουδάσει και αλλαξοπίστησε για να παντρευτεί, η σύζυγος που προδόθηκε, η μάνα που έθαψε δύο παιδιά και παραδόθηκε στη μαγεία και την τρέλα.
Με το τρίτο πεζό της «Ελένη ή ο Κανένας» (Άγρα 1998, Καστανιώτης 2004) που έμελλε ν’ αποσπάσει κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, η Ρέα Γαλανάκη βυθίστηκε γι’ άλλη μια φορά στον 19ο αιώνα, εμπνεύστηκε και πάλι από τον βίο ενός υπαρκτού, επίσης διχασμένου προσώπου, ξαναείδε την Ελλάδα ως πεδίο σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής και, οπλισμένη με τις ποιητικές καταβολές της, εξερεύνησε τα προσφιλή της θέματα: τον έρωτα, τη μοναξιά, τη δημιουργία.
Ποιητικό, πυκνό, δουλεμένο σαν δαντέλα, το μυθιστόρημα της Γαλανάκη είναι από αυτά που έτσι και του παραδοθείς, σ’ αιχμαλωτίζει και σου ανταποδίδει τα μέγιστα.
Το θρυλικό πρόσωπο της Ελένης Αλταμούρα ασκεί ιδιαίτερη έλξη στις γυναίκες καλλιτέχνες. Στην ταινία της Ελένης Αλεξανδράκη «Σταγόνα στον ωκεανό», η ερωτική ιστορία ανάμεσα στην Ελληνίδα ζωγράφο και τον Ιταλό δάσκαλό της ερχόταν σε αντιδιαστολή μ’ ένα σύγχρονο ερωτικό δράμα.
Αν όμως εκεί η Αλταμούρα υπήρχε ως φιγούρα, στο μυθιστόρημα της Γαλανάκη κυριαρχεί. Εναλλάσσοντας την τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δίνοντας φωνή σε μια ηρωίδα άλλοτε ψύχραιμη κι άλλοτε αλλοπαρμένη, η Γαλανάκη ενσωματώνει αρμονικά στο κείμενο τα ευρήματα μιας εκτεταμένης ιστορικής έρευνας και επιχειρεί να εξερευνήσει το μυστήριο αυτής της τραγικής γυναίκας.
Ποια ήταν η Ελένη Αλταμούρα; Κόρη ενός ανοιχτόμυαλου πρώην καπετάνιου και μετέπειτα θεατρώνη, γεννιέται με την Επανάσταση και μεγαλώνει επί Όθωνα. Την ώρα που η Ελλάδα παραπαίει ανάμεσα στο μυθικό της παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον της, εκείνη παραμένει αφοσιωμένη στο πάθος της, τη ζωγραφική.
Μαθήτρια, ζωγραφίζει τη νύχτα στα κρυφά, με υπολείμματα κεριών που έχει προηγουμένως κλέψει. Κοπέλα, συνεχίζει την ανταρσία της. Με τη συμπαράσταση του πατέρα της φεύγει για την Ιταλία. Κι επειδή το φύλο της τής απαγορεύει το δώρο της γνώσης, μεταμφιέζεται σε άντρα κι από Ελένη γίνεται ο Κανένας.
Μυημένη από μικρή στη σοφία της μίμησης, χάρη στις γυναίκες ηθοποιούς της οικογενειακής επιχείρησης, κρατά γερά το μυστικό της κι αποκτά πρόσβαση στα καλύτερα εργαστήρια. Μόνο όταν ερωτευτεί τον Σαβέριο Αλταμούρα, τον ταλαντούχο ζωγράφο και θαρραλέο επαναστάτη, μόνο τότε θ’ αποκαλύψει την αληθινή της ταυτότητα. «Πρώτη φορά η εντός μου Ελένη εξεγέρθηκε εναντίον του Κανένα, όπως πάντα η ζωή εξεγείρεται εναντίον του θανάτου…»
Μια σύντομη περίοδος ευτυχίας, δύο εξώγαμα παιδιά –ο μετέπειτα φημισμένος θαλασσογράφος Ιωάννης Αλταμούρας και η Σοφία–, ένας εσπευσμένος καθολικός γάμος, ένα παιδί ακόμη, προδοσία από τον Σαβέριο, εγκατάλειψη, επιστροφή από την Φλωρεντία στην Αθήνα. Μια ακόμη ανταρσία: η Ελένη Αλταμούρα με δυο παιδιά –το μικρότερο το άφησε πίσω– και χωρίς περιουσία, παρά την κατακραυγή, συνεχίζει να εργάζεται έξω από το σπίτι. Κι όταν δεν διδάσκει, διοχετεύει στο καβαλέτο της τη δική της μελαγχολία.
Μέχρι που θα δεχτεί το επόμενο χτύπημα, το καθοριστικό, τον πρόωρο χαμό από φθίση και των δύο παιδιών της. Η Ελένη Αλταμούρα περνά στη «μετά τη ζωή, ζωή των γυναικών», αποσύρεται από τον δημόσιο βίο, φυλακίζεται οικειοθελώς στο πατρικό της στις Σπέτσες, καίει όλα της τα έργα και επί δεκαετίες προτιμά να συνομιλεί με φαντάσματα και πεθαμένους.
Η Ρέα Γαλανάκη αναπτύσσει την ιστορία της εξερευνώντας μια σειρά από ζεύγη αντιθέσεων: διαφωτισμός και δεισιδαιμονία, ταξίδι και εγκλεισμός, αθωότητα και ενοχή, ηδονή και πένθος. Στο «Ελένη ή ο Κανένας» οι συνεχείς αλλαγές οπτικής γωνίας, τα πισωγυρίσματα στο χρόνο, οι διαστολές των σημαντικών στιγμών, οι κοινωνικο-ιστορικές αναφορές και οι διεισδυτικές ψυχογραφικές παρατηρήσεις απλώνονται σε εικοσιτέσσερα κεφάλαια, ρίχνοντας όλο και περισσότερο φως στην αινιγματική προσωπικότητα της ηρωίδας. Ποιητικό, πυκνό, δουλεμένο σαν δαντέλα, το μυθιστόρημα της Γαλανάκη είναι από αυτά που έτσι και του παραδοθείς, σ’ αιχμαλωτίζει και σου ανταποδίδει τα μέγιστα.