«Είχα τις “ψείρες” στ’ αυτιά μου. Περνούσαν φορτηγά. Έρχεται αυτός ο τύπος και μου λέει:
“Ξέρεις πού είναι η Ομόνοια;” Στην Ομόνοια ήμασταν».
Από τις πρώτες σειρές του διηγήματος «Πρέπει να μιλήσουμε», που ανοίγει τη συλλογή διηγημάτων «Δεν θυμάμαι να υπάρχει κάποια πόρτα κοντά μας» του Φώτη Μανίκα, ξεπροβάλλει μια Αθήνα βρόμικου ρεαλισμού που σε αρπάζει απ’ τον λαιμό. Οι ήρωές του −τυχαίοι κάτοικοι αυτής της πόλης− είναι αληθινοί, ολοζώντανοι, με πάθη και αδυναμίες, που πληγώνουν και τσακίζονται, φλερτάρουν με το παράλογο και γλείφουν τις πληγές τους, ερωτεύονται, κάνουν σεξ, περιφέρονται και αντιδρούν με αγριότητα αλλά και χιούμορ, είναι σαν ολογράμματα που εμφανίζονται δίπλα σου και σε αναγκάζουν να τους παρακολουθήσεις ηδονοβλεπτικά, σαν έναν τσακωμό που παρακολουθείς άθελά σου απ’ το μπαλκόνι, ή ξαφνιασμένος και αμήχανος, σαν να έπιασες τον παππού και τη γιαγιά σου σε ερωτικές περιπτύξεις.
Το βιβλίο του, που πρόσφατα απέσπασε το Βραβείο Αναγνώστη 2024 Πρωτοεμφανιζόμενου στην Πεζογραφία, περιέχει δεκαοχτώ διηγήματα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, που αφηγούνται ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας, του δρόμου, του απέναντι διαμερίσματος, ποτισμένες με κυνικότητα και οργή, αλλά και τρυφερότητα και συγκίνηση, χωρίς καμία διάθεση αυτολογοκρισίας. Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του Φώτη μιλούν τη δική τους γλώσσα και δεν ακολουθούν κανενός είδους κανόνες, είναι αυτόνομοι και αντιήρωες, φαινομενικά ασήμαντοι, αλλά γι’ αυτό και πολύ συναρπαστικοί.
Όποτε έχω ελεύθερο χρόνο σκέφτομαι, γιατί δεν είναι μόνο το γράψιμο, τι θα γράψεις, η θεματολογία ή η δομή. Η γραφή είναι παντού, όπου και να κοιτάξω, ζω με τα καρέ της και νιώθω πολύ τυχερός.
— Με τι σάουντρακ έγραψες αυτές τις ιστορίες;
Με Φίλιπ Γκλας πάρα πολύ, με alternative και indie σίγουρα, με Μπαχ, Ρίχτερ, Μιχάλι Βιγκ. Με Βίκυ Μοσχολιού και Παπάζογλου. Γενικά έπαιξαν πάρα πολλές μουσικές στα αυτιά μου, γιατί γράφω σε εξωτερικούς χώρους, γράφω μόνο έξω, σε καφέ, πλατείες, πεζούλια, με έχουνε φάει οι δρόμοι.
— Παρατηρείς γύρω σου;
Πάρα πολύ, είναι πολύ σημαντικό στοιχείο η παρατήρηση για μένα, και κατά μία έννοια το γράψιμο σε εξωτερικό χώρο έχει να κάνει με αυτό, θέλω να έχω άμεση επαφή με αυτό που συμβαίνει. Επίσης, με εμπνέει πάρα πολύ η ροή, όταν υπάρχει κόσμος και ρέει μια ενέργεια που δεν την καταλαβαίνεις.
— Δεν σε ενοχλεί η φασαρία;
Καθόλου, γιατί βάζω τα ακουστικά μου, βάζω τη μουσική μου, ουσιαστικά απομονώνομαι σε αυτό το κομμάτι, και απλώς βλέπω. Μου δίνει ρυθμό η μουσική. Στον τρόπο γραφής μου «παίζει» πολύ η συνειδησιακή ροή, δηλαδή δεν σκέφτομαι από πριν τι θα γράψω, ξεκινάω από λευκή σελίδα και όπως βγει.
— Δεν έχεις στο μυαλό σου την ιστορία...
Ποτέ, μου έρχεται μετά, όταν γίνει η πρώτη γραφή, αφαιρώ πάρα πολλά, προσθέτω άλλα. Δεν έχω κάτι στο μυαλό μου, γιατί όποτε το έχω κάνει αυτό δεν μου βγήκε ποτέ, είμαι αυτής της συνομοταξίας. Γι’ αυτό και στα κείμενά μου είναι σαν να μην υπάρχει δομή, αλλά φυσικά και υπάρχει. Προσπαθώ να ακολουθήσω τον συνειρμό.
Η Αλέκα κοιμόταν ένα οχτάωρο γεμάτο κι είχε σαλιώσει το μαξιλάρι της. Χθες το βράδυ την πήραν παρτούζα σε μια οικοδομή στο Μενίδι. Τέσσερις φίλοι· την κατούρησαν κιόλας. Δυο απ’ αυτούς έμοιαζαν γύφτοι, παραήταν μελαμψοί. Κανένας μ’ ωραίο πούτσο. Την παράτησαν κι έφυγαν. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ταγκιές Αλβανών γκραφιτάδων. Αναγκάστηκε να περπατήσει τρία χιλιόμετρα στα σκοτάδια. Βρήκε ταξί έξω από ένα σουβλατζίδικο. Είχε στην τσάντα της καμιά δεκαριά ευρώ σε ψιλά, άλλα τόσα στην κάρτα. Πήρε δυο σουβλάκια για το σπίτι. Ο σουβλατζής τής είπε μια ιστορία για δυο Αλμπίνους αδερφούς, οι οποίοι αυτοκτόνησαν με ένα ψαροντούφεκο. Τα κατάφεραν με μια βέργα κι οι δυο μαζί, ένας θεός ξέρει πώς το έκαναν. Ο σουβλατζής διάβασε παλιότερα ένα βιβλίο του Νταν Μπράουν που έλεγε για έναν Αλμπίνο δολοφόνο. Ήθελε για μια φορά στη ζωή του να δει από κοντά Αλμπίνο. Παλιά τούς είχαν στους ζωολογικούς κήπους. Της έδωσε τα σουβλάκια κι αυτή του πήρε πίπα στην τουαλέτα, οπότε θεωρητικά έφαγε τσάμπα. Ο σουβλατζής ήταν ευαίσθητος άνθρωπος. Έχυσε στο στόμα της και μετά τον έπιασαν τα κλάματα.
(Η εκδρομή με το Τογιότα)
— Τις ιστορίες του βιβλίου είναι σαν να τις έχουν γράψει διαφορετικοί άνθρωποι.
Ναι, γράφω πάρα πολλά χρόνια, έχω γράψει πάρα πολλά πράγματα τα οποία δεν έχουν γίνει τίποτα και δεν θα γίνουν. Είναι το πρώτο βιβλίο στο οποίο πραγματικά δεν ήμουν εγώ, δανειζόμουν δηλαδή τους χαρακτήρες και αυτό μου έβγαινε φυσικά και όχι τεχνητά. Είμαι και εγώ μέσα σε όλα τα πράγματα, απλώς ένιωσα μια απελευθέρωση όταν περιόρισα το εγώ μου. Άφησα χώρο στους χαρακτήρες να εκφραστούν, περιορίζοντας τον εαυτό μου σε υπονοούμενα.
— Αυτοσυγκρατείσαι να μη γίνεις ο ήρωας μιας ιστορίας;
Το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκε με τον κανόνα ότι, όποτε θα σου ’ρχεται, θα το κόβεις. Γιατί δεν ήθελα να μιλήσω για ‘μένα, καμιά φορά όμως βγαίνει, δεν μπορείς να το αποφύγεις.
— Σε ρωτάω γιατί αισθάνομαι ότι οι πιο πολλοί συγγραφείς κάνουν ένα πολύ αυστηρό εσωτερικό moderation όταν γράφουν, δεν χρησιμοποιούν τη γλώσσα που μιλάμε.
Δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω έτσι, γιατί θεωρώ ότι για να μπορέσεις να γράψεις και να βγει κάτι ελεύθερο, πρώτον δεν πρέπει να αυτολογοκριθείς και δεύτερον −και δυσκολότερο− δεν πρέπει να αισθάνεσαι ότι ανήκεις κάπου. Αυτό είναι το πρόβλημα του συγγραφέα κατά κάποιον τρόπο στην καθημερινότητά του, είναι πιο πολύ παρατηρητής, φευγαλέος, κι όταν πάει να γράψει τού βγαίνουν επιρροές, άσχετα πράγματα, εμμονές, και μπορεί να καταλήξει φερέφωνο. Αλλά ούτε το λογοτεχνίζον ήθελα να μου βγει. Με ενοχλεί όταν πρέπει να κρατήσουμε μια μεριά ανθρώπων στο απυρόβλητο και να αναφερθούμε μόνο σε πράγματα που μας συμφέρουν.
— Πόσο σε αφορά η πολιτική ορθότητα όταν γράφεις;
Δεν με αφορά όταν γράφω, απλώς πιστεύω ότι η πολιτική ορθότητα σε πάρα πολλά σημεία είναι σωστή, δεν διαφωνώ καθόλου, αν αυτό το πράγμα δεν οδηγεί στη λογοκρισία. Αν εγώ λειτουργήσω με το politically correct στο κεφάλι μου όταν γράφω, θα λογοκρίνω πράγματα. Στην καθημερινότητά μου το χρησιμοποιώ όταν χρειάζεται, αλλά στη λογοτεχνία έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό. Δεν μπήκα για να εκφραστώ ως Φώτης Μανίκας στο βιβλίο αυτό, δανείστηκα χαρακτήρες που δεν είχαν ιδέα τι σημαίνει πολιτική ορθότητα και μίλησα μέσα από τα λόγια τους. Όταν έχουμε να κάνουμε με έναν χαρακτήρα ο οποίος είναι σεξιστής, αν λειτουργήσει το politically correct, έχει γίνει κάτι άλλο το κείμενο. Tώρα, αν με ρωτάς γιατί πιάνω τέτοιους χαρακτήρες, θα πω ότι με απασχολεί πολύ αυτή η πλευρά. Ουσιαστικά νιώθω ότι είναι εύκολο να σε διαβάλει μια τέτοια πλευρά, αν την αφήσεις δίχως να ασχοληθείς μαζί της, ακόμα κι όταν δεν θέλεις κάτι τέτοιο. Πάντοτε αμφιβάλλω για τον εαυτό μου και προσπαθώ να καταλάβω ποιος είμαι και τι κάνω ανά πάσα στιγμή. Έχω δει ανθρώπους να ξεκινούν από ένα σημείο στη ζωή τους και στο τέλος να γίνονται κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι που ούτε θα φαντάζονταν ποτέ. Δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο με απειλεί, βλέπω ότι αυτό το πράγμα γίνεται όλο και πιο απειλητικό στην ελληνική κοινωνία, γενικότερα στην Ευρώπη με την άνοδο της ακροδεξιάς κ.λπ., οπότε θεωρώ σημαντικό να ασχοληθούμε και με αυτούς που είναι σε μια γωνιά κρυμμένοι για να μην τους βλέπουμε. Γιατί κάποια στιγμή αυτό έρχεται στην επιφάνεια και τότε μένουμε υποκριτικά όλοι με ανοιχτό το στόμα. Επίσης είμαι από το Περιστέρι, έχω μεγαλώσει στο Περιστέρι, στον λόφο Αξιωματικών, στη δεκαετία του ’90 που όλο αυτό ήταν απλώς μια πραγματικότητα. Στο σχολείο είχα δυο συμμαθητές που έμπαιναν σε σπίτια και έκλεβαν τηλεοράσεις, σαν να πήγαιναν για καφέ. Ήταν μια καθημερινότητα για εμένα. Σίγουρα στο κέντρο της Αθήνας ήταν πιο άγρια τα πράγματα, αλλά και στα δυτικά προάστια ήταν άγρια. Θεωρώ ότι έως έναν βαθμό η απειλή ξεκινάει από μέσα μας, έχουμε χωνέψει αρκετό φόβο την τελευταία δεκαπενταετία, πρέπει να ξεφοβηθούμε, να δούμε την πραγματικότητα όπως είναι, να επινοήσουμε τρόπους. Όχι ότι δεν υπήρχε αυτό στο παρελθόν, αλλά νομίζω ότι μεταφράζεται με διαφορετικό τρόπο στο μυαλό μας πλέον.
— Πόσο σε αφορά το ασήμαντο;
Πάρα πολύ, θεωρώ ότι το ασήμαντο με την έννοια που του δίνουμε δεν υφίσταται πραγματικά. Είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ γιατί είναι εκεί που δεν κοιτάζει ο πολύς κόσμος, και πάντα, αν κοιτάξεις εκεί, κάτι θα βγάλεις μέσα απ' αυτό.
Έσκασε από δίπλα και το δεύτερο μηχανάκι. Ήταν δύο μαμμόθρεφτα με ξυρισμένα κεφάλια και μαύρα ρούχα.
«Γιατί δεν μιλάτε, ρε;»
Έβγαλα το τσαντάκι και το έδωσα στον τύπο να το κρατήσει λίγο. Είχα μέσα το κινητό. Φορούσα πουκάμισο και σήκωσα τα μανίκια. Όταν είχα δει τον δεινόσαυρο, καθόμουν κάτω στο χώμα και στήριζα την πλάτη μου σ’ έναν φαρδύ κορμό. Ούτε ξέρω τι δέντρο ήταν. Ο Ρεξ έσκυψε με την αγριόφατσά του και με μύρισε. Μια χαψιά με είχε. Μιλάμε είδα τον θάνατο στα μάτια αυτού του κτήνους και θυμάμαι πως ξύπνησα εκείνο το βράδυ τίγκα στον ιδρώτα. Είχα δει τον θάνατο με τα μάτια μου, τι να φοβηθώ τώρα;
«Εγώ δεν ξεμπερδεύω με αστυνομίες και τέτοια», τους είπα. «Καθαρίζω μόνος μου».
«Καλά, ρε φίλε, μια μαλακία κάναμε, ηρέμησε», είπε ο ένας.
Τον φαντάστηκα να βαράει μαλακία στο δωμάτιό του. Τάκα τούκα κάτω από το σεντόνι. Εγώ συνήθιζα να μαλακίζομαι με κάλτσες. Τις φορούσα από πάνω κι έχυνα μέσα. Στην τελική, θα μπορούσα να έχω γιο στην ηλικία τους.
«Άντε, πηγαίνετε», τους είπα. «Κι όχι μαλακίες».
Άναψαν τα μηχανάκια τους κι εξαφανίστηκαν. Το ένα κωλόπαιδο σηκώθηκε σούζα και πήγε όλη τη Μάρνης έτσι.
«Τα μαλακισμένα. Έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους».
Ο τύπος μού έδωσε πίσω το τσαντάκι. Από συνήθεια το άνοιξα κι έψαξα για το κινητό.
«Καμιά φορά προσεύχομαι να πέσουν μπας και γίνει κάνα θαύμα».
(Πρέπει να μιλήσουμε)
— Πόσο σκληρή πόλη είναι η Αθήνα;
Όχι πολύ, είναι, αλλά όχι όσο τη θεωρούν. Εμένα μου αρέσει πολύ η Αθήνα, μέχρι πρόσφατα τη θεωρούσα πολύ real, τώρα με τους τουρίστες και τα Airbnb κάπως αλλάζουν τα πράγματα, πάμε να γίνουμε Ευρώπη απ' την πίσω πόρτα. Έχει μια σκληρότητα, αλλά είναι και πολύ γοητευτική παράλληλα. Με τη λέξη «τουρίστες» δεν εννοώ τους ανθρώπους που έρχονται για μια επίσκεψη, εννοώ τη βιομηχανία πίσω από αυτό που τροφοδοτεί τις πόλεις με τουρισμό χαμηλού επιπέδου. Εννοώ αυτή την «τρέλα» με τον τουρισμό που πρόκειται να λύσει όλα μας τα προβλήματα. Παρότι αυτό το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, υποπτεύομαι ότι η «τρέλα» αυτή είναι ελληνική. Όλο αυτό παρασέρνει και οικονομικά τα πράγματα, δεν μπορούμε να βρούμε σπίτια μετά εμείς που μένουμε εδώ. Αλλάζει η πραγματικότητα των ανθρώπων με το έτσι θέλω. Το «όλα στον βωμό του χρήματος» είναι παράλογο όταν δεν υπάρχουν καν οι υποδομές για να υποδεχτεί η πόλη τόσο κόσμο. Έχουμε μια αλλαγή στην Αθήνα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια πάρα πολύ έντονη, πρέπει κάπως να τη διαχειριστούμε εμείς που ξέραμε πώς ήταν πριν. Πάντως, δεν θα μπορούσα να ζήσω σε μια πόλη χωρίς φως, το φως με απασχολεί πάρα πολύ, επιδρά στην ψυχοσύνθεσή μου και στο άνοιγμά μου.
— Τι σε ενοχλεί πιο πολύ γύρω σου;
Η έλλειψη αλληλεγγύης, η σκληρότητα προς τους αδύναμους. Έχει τύχει πάρα πολλές φορές να δω κάποιον να τσακώνεται και να φωνάζει με μεγάλη ένταση σε κάποιον ο οποίος είναι πιο μικρόσωμος, να εκμεταλλεύεται μια κατάσταση και να βγάζει το άχτι του, να εκτονώνεται πάνω σε ανθρώπους που δεν το αντέχουν ή είναι πιο αδύναμοι. Και η φτωχοποίηση στην οποία έχουμε περιέλθει όλοι με κάποιον τρόπο μετά την κρίση.
— Για ποιον λόγο γράφεις;
Δεν ξέρω, με επέλεξε, δεν το επέλεξα. Απ’ το 1998 ξεκίνησε, όταν ήμουν 16-17, για μια δεκαετία το πασάλειβα, προτιμούσα να ζήσω δηλαδή, και απ’ το 2009, μετά και από κάποια προσωπικά προβλήματα τα οποία με έστρεψαν προς τον εαυτό μου, προς το να δω τις αδυναμίες μου, να αλλάξω, κατάλαβα ότι είναι πολύ σημαντικό για μένα. Η γραφή είναι για μένα ζήτημα ζωής και θανάτου, αυτό το πράγμα είναι ό,τι είμαι.
— Γράφεις συνέχεια;
Όλη την ώρα. Όποτε έχω ελεύθερο χρόνο σκέφτομαι, γιατί δεν είναι μόνο το γράψιμο, τι θα γράψεις, η θεματολογία ή η δομή. Η γραφή είναι παντού, όπου και να κοιτάξω, ζω με τα καρέ της και νιώθω πολύ τυχερός.
— Τι άλλο κάνεις εκτός από το να γράφεις;
Η φωτογραφία μού αρέσει πάρα πολύ, ασχολούμαι ερασιτεχνικά. Βγάζω φιλμάκια και μετά τα πετάω στο συρτάρι, δεν τα εμφανίζω ποτέ. Διαβάζω φυσικά, αλλιώς δεν γίνεται. Εδώ και είκοσι χρόνια διαβάζω ιστορία προτού να κοιμηθώ, κουβαλάω τόμους στις παραλίες και με κοιτάνε σαν να είμαι βλαμμένος.
— Σε τι περιβάλλον μεγάλωσες;
Στο Περιστέρι της δεκαετίας του ’90, πολύ λαϊκό περιβάλλον, χωρίς ούτε ένα βιβλίο μέσα στο σπίτι, πέρα από μία εγκυκλοπαίδεια για το σεξ. Ουσιαστικά το πρώτο βιβλίο που διάβασα το έφερε ο νονός της αδελφής μου, ο οποίος ήρθε να της φέρει λαμπάδα το Πάσχα και σε μένα έφερε ένα βιβλίο για να βγάλει την υποχρέωση. Και το πήρα αυτό το βιβλίο, νομίζω ότι το έλεγαν «Το ασημένιο καραβάνι», παιδική λογοτεχνία, και το «έφαγα» τελείως, και από τότε ξεκίνησε σιγά σιγά μια διαδικασία αργή που με έφερνε όλο και πιο κοντά σε κάτι εσωτερικό που μου έλεγε «ψάξε, ψάξε», μια φωνή που δεν μπορώ να την εξηγήσω. Το γιατί γράψιμο και όχι κάτι άλλο στην τέχνη δεν το ξέρω, μου βγήκε ενστικτωδώς. Ίσως είμαι και πολυλογάς.
— Ποια βιβλία σε έχουν καθορίσει;
Τα κλασικά, ο «Οδυσσέας» του Τζόις με συγκλόνισε όταν τον διάβασα, κατάλαβα πόσο άπειρα είναι τα θέματα, διαβάζοντας τον Τζόις λύθηκα τελείως, χαλάρωσα, μπορείς να γράψεις ό,τι θες, αυτό μου έδωσε ο Τζόις διαβάζοντάς τον πεισματικά. Ο Κάφκα μου άρεσε πάρα πολύ, ο Μπέκετ, με τον Μπέκετ είχα μεγάλο κόλλημα για χρόνια. Διάβασα κλασικούς γιατί είναι δάσκαλοι.
— Υπάρχει κάποιο βιβλίο που θα ήθελες πολύ να είχες γράψει;
Ζηλεύω πάρα πολύ την ελευθερία του Τζόις, τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα, οπότε είναι παράδειγμα για μένα.
— Από ελληνική λογοτεχνία;
Λατρεύω τον Γονατά από την ελληνική λογοτεχνία την παλιά, τον «Λούσια» του Χουλιαρά, με τον Καρούζο είχα πάθει πριν από μερικά χρόνια ταράκουλο, τώρα έχω χαλαρώσει.
— Τώρα τι διαβάζεις;
Τη «Μοντέρνα Τέχνη» του Δασκαλοθανάση για τη σχολή μου.
— Ποια είναι η σχολή σου;
Είμαι στην Καλών Τεχνών, τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης, έχω κι ένα βιβλίο του Ντελέζ, «Η λογική του νοήματος», στην τσάντα μου. Παλιά η τσάντα μου ζύγιζε δέκα κιλά το λιγότερο από τα βιβλία που κουβαλούσα, τώρα το έχω μειώσει γιατί δεν βγαίνει.
— Πότε μπήκες στην Καλών Τεχνών;
Το ’21 πέρασα με κατατακτήριες, ήταν κάτι που μου το έβγαλε η γραφή, δηλαδή με οδήγησε πάρα πολύ προς αυτό το μέρος. Θυμάμαι, όταν πρωτοπάτησα στη σχολή, θαύμαζα ακόμα και τις καμινάδες και τους βαμμένους τοίχους. Μαθαίνω τη θεωρία και την ιστορία της τέχνης, θεωρητικά μαθήματα περισσότερο, αλλά πολύ χρήσιμα, το θεωρώ πολύ χρήσιμο κομμάτι για τη γραφή.
— Γράφεις μόνο μικρή φόρμα;
Όχι, έχω γράψει και μεσαία και μεγάλη, αλλά δεν έχω κυκλοφορήσει τίποτα από αυτά, γιατί το ένα ήταν πειραματικό και για το άλλο έγραφα, δοκίμαζα πράγματα και πήγαινα στο επόμενο χωρίς πολλά λόγια. Τα κράταγα για πολλά χρόνια στην άκρη κι εκεί θα μείνουν.
— Τα διηγήματα του βιβλίου πότε τα έγραψες;
Αυτό το βιβλίο γράφτηκε σε δύο περιόδους, από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του ’22, οπότε προέκυψαν 18 κείμενα τα οποία τα πήγα στον εκδότη. Μετά, το καλοκαίρι του ’23, όταν έλαβα το οκ από τον εκδότη, έπαθα μια υστερία έμπνευσης, δηλαδή έγραφα όλους τους καλοκαιρινούς μήνες ασταμάτητα, χωρίς να ξέρω γιατί. Οπότε, όταν ήρθε η στιγμή της επιμέλειας, είδαμε με την επιμελήτριά μου, τη Φίλια Μπουγιούκου, και τον εκδότη μου, τον Νίκο Κουφάκη, ότι τέσσερα κείμενα από τα αρχικά ήταν πιο αδύναμα, έτσι τα αφαιρέσαμε και προσθέσαμε πέντε νέα. Ουσιαστικά είναι η σύμπραξη δύο καλοκαιριών.
— Τα έστειλες κι αλλού τα διηγήματα;
Όπως και κάθε πρωτοεμφανιζόμενος, τα έστειλα παντού. Δεν είχα κανέναν γνωστό. Θυμάμαι, ήμουνα στην Πολιτεία και κοιτούσα διάφορα βιβλία στους πάγκους. Όσα μου άρεσαν και είχαν μια αισθητική που να μου ταιριάζει τα έβγαλα φωτογραφία με τα στοιχεία επικοινωνίας τους και μόλις πήγα σπίτι κάθισα κάτω και το έστειλα σε όλους αυτούς. Μόνο στον εκδότη μου το πήγα φωτοτυπημένο και όχι με μέιλ.
— Άκουγες σχόλια;
Σε όλη μου τη ζωή ακούω σχόλια. Έχω πολύ ανοιχτά αυτιά γενικά, ακούω, γιατί δεν θεωρώ ότι μπορείς να προχωρήσεις αν ακούς μόνο τον εαυτό σου και την πάρτη σου. Γιατί θα μπλεχτείς. Θα χάσεις την μπάλα στο τέλος. Έχω φάει πάρα πολλές απορρίψεις, είναι πολύ γόνιμο αυτό στη γραφή και ευχαριστώ που μου συνέβη. Τότε ξενέρωνα, θύμωνα, αλλά αυτός ο θυμός σ’ εμένα λειτουργούσε ανάποδα, πείσμωνα και έσκυβα το κεφάλι.
— Νομίζω ότι λείπουν μυθιστορήματα στη νέα ελληνική λογοτεχνία που να μιλάνε τη γλώσσα που ακούς γύρω μας, που το άτομο που γράφει να μην έχει την ανάγκη να αποδείξει ότι είναι λόγιο.
Είναι στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας αυτό, να θες να δείξεις ότι είσαι καλύτερος απ’ τους άλλους, πρέπει υποχρεωτικά να είσαι καλύτερος από τον γείτονά σου. Κάπως αυτό με τη λογιοσύνη λειτουργεί σαν απωθημένο στους ανθρώπους εδώ. Κι εμένα με δυσκόλεψε στην αρχή, ξέρεις, να βάζω απλά, καθημερινά ονόματα στη θέση πιο εύηχων, πιο λογοτεχνικών. Μόλις το κατάφερα, κατάλαβα πόσο σημαντικό ήταν για μένα. Αν εννοείς το σεξ, είναι πολύ μέσα στη ζωή μου και στη ζωή των ανθρώπων γενικά, αλλά με δυσκόλεψε ο τρόπος με τον οποίο θα το έθετα. Πολλές φορές σταματούσα και έλεγα, τώρα είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το πεις αυτό; Όχι για να αυτολογοκριθώ, απλώς είναι δύσκολο να το τοποθετήσεις σωστά. Πολλοί πιστεύουν ότι θα χάσουν το λογοτεχνίζον στυλ τους, ότι είναι λίγο σόκιν όλο αυτό, θεωρείται ταμπού. Υπάρχει μεγάλος ελιτισμός πάνω σε αυτό το κομμάτι, της σεξουαλικότητας. Όσο κι αν έχουμε προχωρήσει με τα φύλα και τις ταυτότητες, είναι πολύ δύσκολο να ασχοληθείς με αυτό το θέμα. Εμένα μου βγήκε φυσικά, πάντως, σαν να το έλεγα σε έναν φίλο μου. Ήταν και ένα τεστ, επίσης, για το τι θα νιώσω γράφοντας για κάτι τέτοιο, πώς θα μου βγει, γιατί δεν γίνονται όλα συνειδητά στη γραφή, σου βγαίνουν και πράγματα που δεν έχεις καταλάβει ότι σου συμβαίνουν ή πράγματα που προσκρούουν σε ηθικούς κανόνες ή στερεότυπα τα οποία δεν ήξερες ότι ακολουθούσες.
— Αυτή είναι και η γοητεία της λογοτεχνίας, το ότι σου βγαίνει μόνη της και σε πάει όπου θέλει, όχι όπου θες εσύ.
Επειδή το έχω κάνει πάρα πολύ αυτό, έχω ανοίξει λευκή σελίδα στο word και έχω γράψει ό,τι θέλεις, σε φάση αυτόματης γραφής, σε φάση συνειδησιακής ροής, εμένα μου συνέβαινε για κάποια χρόνια πολύ έντονα το εξής φαινόμενο: έγραφα κάτι τελείως συνειρμικά και αυτοσχεδιαστικά, και μου ερχόντουσαν λέξεις στο μυαλό που δεν τις ήξερα, ελληνικές λέξεις, νέα ελληνικά, τα οποία όμως είχα την εντύπωση ότι δεν τα είχα ξαναδεί στη ζωή μου, λέξεις για τις οποίες χρειάζεσαι λεξικό, κι έμπαινα στο online λεξικό και ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να πω εκείνη τη στιγμή. Προφανώς υπάρχει κάποια απάντηση στο για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό, αλλά για εμένα ήταν ένα είδος μαγείας των λέξεων, της γραφής της ίδιας, που με βοήθησε πάρα πολύ να αντέξω, γιατί έγραφα χωρίς κάποιο αύριο, σαν να ήμουν μέσα σε τούνελ για πολλά χρόνια, οπότε αυτό με κράτησε στο να συνεχίσω να γράφω, να μην τα παρατήσω, γιατί τουλάχιστον επί δεκατέσσερα χρόνια προσπαθούσα να εκδώσω.
— Πες μου για τον τίτλο.
Όταν τέλειωσα το πρώτο σύνολο κειμένων τον Σεπτέμβρη του 2022, ήθελα να βρω έναν τίτλο που να μην υπάρχει μέσα στα κείμενα, οπότε έκανα ένα brainstorming, έγραψα καμιά τριανταριά τίτλους και μετά πήγαινα σε παρέες και έκανα ψηφοφορίες. Αυτός ο τίτλος ήταν πάντα μέσα στην πρώτη τριάδα, αλλά τον επέλεξα τελείως ενστικτωδώς γιατί πάντοτε μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Έβαλα λοιπόν αυτόν τον τίτλο, ο οποίος έχει να κάνει με το αδιέξοδο, ένα βίωμα που κυκλώνει όλους τους χαρακτήρες του βιβλίου. Όλοι έχουν τα δικά τους αδιέξοδα χωρίς να το γνωρίζουν. Όταν με κάλεσε λοιπόν ο εκδότης μου να μου πει ότι προχωράμε, με ρώτησε αν έχω γράψει κάτι άλλο στο παρελθόν. Του λέω «θα σου διαβάσω μια νουβέλα που έγραψα το 2017, για να πάρεις μια γεύση». Του διαβάζω την πρώτη παράγραφο και στην πρώτη παράγραφο ήταν ο τίτλος του βιβλίου αυτούσιος. Δεν το ήξερα, το αντιλήφθηκα εκεί πρώτη φορά. Είναι περίεργο πώς λειτουργεί το ασυνείδητο.
Κάποτε την έστειλε η μάνα της να αγοράσει κρέας. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα, γιατί ο χασάπης ήξερε από πριν την παραγγελία. Πήγε και στάθηκε στην ουρά. Για ώρα τον κοιτούσε να κόβει αρνίσια παϊδάκια, να σκίζει στη μέση με τον μπαλτά του μια μοσχαρίσια σπάλα, να ετοιμάζει χοιρινό κιμά για μπιφτέκια. Ήταν πολύ καλός σε αυτό που έκανε, αλλά λίγο αργός. Όταν έφτασε η σειρά της, είχε στα χέρια της ένα τοσοδούλι λουλούδι με κίτρινα πέταλα. Το έκοψε από τη διπλανή αυλή. Πήγε να το δώσει στον χασάπη, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε και το έλιωσε μέσα στην παλάμη της. Το άφησε να της γλιστρήσει και το πάτησε με την παντόφλα της.
Αυτός της είπε:
-Έχεις διαβάσει τον ποιητή Καρούζο;
Ναι, τι;
-Έχεις διαβάσει;
Όχι, δεν έχω, πες μου ένα ποίημά του.
-Δεν θυμάμαι απ’ έξω.
Οι περισσότεροι περίμεναν τη σειρά τους σταβομούτσουνοι, άλλοι κοιτούσαν κάτω. Ο χασάπης κρατούσε ακόμη τον μπαλτά στο σηκωμένο χέρι του. Τον κατέβασε απότομα πάνω σ’ ένα χοντρό κομμάτι κρέας με κόκαλο και το έκοψε στη μέση. Τα γάντια του ήταν τσαλακωμένα και γεμάτα αίμα. Της φάνηκε ότι φορούσε δαχτυλίδι μέσα από τα γάντια. Ένας ξινισμένος ιδιωτικός υπάλληλος παραπονέθηκε ότι αργεί η παραγγελία του. Της Μαρίας τής έμοιαζε με χυμό ροδοδάφνης το αίμα πάνω στα γάντια του χασάπη. Ο τύπος πίσω της απάντησε σ’ ένα τηλεφώνημα κι άρχισε να βρίζει. Η Μαρία ένιωσε το χέρι κάποιου ν’ αγγίζει το στήθος της, αλλά δεν ήταν κανένας. Ο χασάπης τής έδωσε να κρατήσει την παραγγελία της μάνας της.
-Είναι βαριά;
Όχι, εντάξει.
(Το τσιρότο)
— Ποια είναι η αγαπημένη σου από τις ιστορίες;
Δύσκολο, αλλά αγαπάω πολύ το «Μπορεί να ήταν και κοτσύφια», γιατί έχει να κάνει με την παιδική ηλικία. Έχει κάποια βιογραφικά στοιχεία μέσα. Κοινά οράματα και τόπους στους οποίους υπήρξα με κάποιον τρόπο. Όλες οι ιστορίες κάτι μου λένε, δεν μπορώ να διαλέξω εύκολα, και τα «Φαντάσματα» ήταν πολύ ψυχοβγαλτικά για μένα, γιατί έχει να κάνει με τις αναμνήσεις του χωριού, τη σκληρότητα της επαρχίας. Όλοι στην Ελλάδα μέχρι πρότινος είχαμε ένα χωριό, δεν γίναμε Βερολίνο ακόμα.
— Ποιο είναι το χωριό σου;
Ο πατέρας μου είναι απ’ το Αίγιο και η μητέρα μου είναι από Φολέγανδρο και Κρήτη.
— Τώρα τι γράφεις;
Γράφω κάτι ελαφρώς μεγαλύτερο, μάλλον νουβέλα, μια ερωτική ιστορία μεταξύ δυο ανθρώπων που νομίζουν ότι είναι στρέιτ, σαν αντιρομάντσο, δείχνοντας πέρα από τον έρωτα και τους προβληματισμούς, τα προβλήματα του καθενός, γιατί πάνε πακέτο αυτά. Μια σχέση δεν είναι μόνο οι υπέροχες στιγμές, είναι και οι δύσκολες, και προσπαθώ λίγο να το δείξω με έναν τρόπο πιο σφαιρικό. Μια ανθρώπινη σχέση ερωτική.
— Είσαι άνθρωπος του κέντρου, κυκλοφορείς εκτός κέντρου;
Από μικρό παιδί, από το γυμνάσιο, έφευγα μόνος μου από το Περιστέρι για να έρθω στο κέντρο. Προτού ακόμα να γίνει το μετρό. Έλεγα ότι πηγαίνω στο Μπουρνάζι κι εγώ κατέβαινα Ομόνοια. Είχα και μια φωτογραφική του πατέρα μου, μια Ζενίτ, και έβγαζα φωτογραφίες. Τα θυμάμαι αυτά τα χρόνια με αγάπη. Αυτό το μπέρδεμα, το θολό μυαλό που κουβαλούσα. Μου αρέσουν πολύ τα Εξάρχεια ως περιοχή, είναι τόπος έμπνευσης για μένα, γιατί ακόμα κρατάνε αυτόν τον κόσμο που με εμπνέει να ζω μέσα του. Για να καταλάβεις πώς λειτουργεί η κοινωνία σε μια πόλη πρέπει να πάρεις τις συγκοινωνίες και να δεις τα πρόσωπα, βγες έξω απ’ το κέντρο με το λεωφορείο, πάρε τον ηλεκτρικό προς Πατήσια και το μετρό και θα δεις ποια είναι η διαφορά, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά. Μου άρεσε στο άσχετο να παίρνω ένα λεωφορείο γι’ αυτόν το λόγο, γιατί έβλεπα τους ανθρώπους στην αληθινή τους πλευρά, πλέον όμως προτιμώ να περπατάω.
Ευχαριστούμε τη Gonia, Lab Piree Super Studio, Ιπποκράτους 48 & Βαλτετσίου 11 για τη φιλοξενία.