Η ζωή του ήταν μία από τις πολλές που αναποδογύρισε η κρίση στο αποκορύφωμά της. Μια εξέλιξη που τον πολιτικοποίησε έντονα μεν, αλλά δοκίμασε αρκετά τις αντοχές, τις δεξιότητες, την αυτοπεποίθηση, την ψυχική του ισορροπία ακόμα.
Το πάλεψε φιλότιμα, όμως, κι ένας καρπός του αγώνα αυτού είναι το εν λόγω ιστορικό μυθιστόρημα που ξεκινά από την οθωμανική Κρήτη για να καταλήξει στην «Άγρια Δύση» των αρχών του εικοστού αιώνα, προτού μεταφερθεί –στο δεύτερο μέρος– στη Ρωσία της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Έχοντας σημεία αναφοράς του το μεταναστευτικό, την αναζήτηση ταυτοτήτων και τους κοινωνικούς αγώνες που συνδέθηκαν με το όραμα ενός καινούργιου κόσμου σε εποχές τεράστιων ανισοτήτων και ασύδοτης εργασιακής εκμετάλλευσης –εποχές και φαινόμενα με πολλές αναλογίες με σημερινές καταστάσεις, όπως εκτιμά–, εστιάζει ταυτόχρονα στο ζήτημα των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική που, παρότι αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας, λίγο έχει μελετηθεί και ελάχιστους λογοτέχνες έχει απασχολήσει.
Αυτό διαπίστωσε ο Νίκος Αραπάκης και στη σχολαστική έρευνα που απαίτησε η συγγραφή του «Αμερικάνου», μια έρευνα που αποδείχθηκε παραγωγική.
Βασική μου πρόθεση ήταν να συγκρίνω τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, πώς ζούσαν, πώς αντιμετωπίζονταν κ.λπ. με το πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα εμείς ως χώρα υποδοχής πλέον τον Σύριο, τον Αφγανό, τον Πακιστανό…
Στη συνάντησή μας στα Εξάρχεια, αγαπημένη και για εκείνον γειτονιά, μιλήσαμε για πολιτική, λογοτεχνία, «μπίζνες» –γιατί ασχολήθηκε και με το επιχειρείν, αν και μάλλον τυχοδιωκτικά, όπως παραδέχεται–, για δημοσιογραφία, έναν χώρο που τον διεκδίκησε νεότερο, αλλά, εν τέλει, δεν τον κέρδισε, καθώς δεν ανεχόταν, λέει, οποιαδήποτε «γραμμή» ή λογοκρισία.
Για τον ίδιο λόγο δεν τον κέρδισε η πολιτική, παρότι και με εκείνη φλέρταρε, αφού «μόνο για αδέσποτος κάνω!». Έφτιαξε, όμως, έναν λογοτεχνικό ήρωα-«alter ego», αποφασισμένο να θυσιάσει τα πάντα ώστε να γίνουν το δίκιο του αδύναμου και το συλλογικό συμφέρον η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας.
Δεν περηφανεύεται πως έγραψε κάποιο τρομερό αριστούργημα, ούτε και τον αγχώνει, λέει, η ιδέα, πιστεύει όμως –και όχι άδικα– ότι έκανε καλή δουλειά: «Φιλοδοξώ καταρχάς να γράφω βιβλία που να κεντρίζουν το ενδιαφέρον, να δίνουν ερεθίσματα, να κλέβουν μερικά χαμόγελα, να συγκινούν, να ψυχαγωγούν, να θέτουν ταυτόχρονα προβληματισμούς, και ό,τι παραπάνω προκύψει, ευπρόσδεκτο» θα πει συνοψίζοντας τη συγγραφική του φιλοσοφία.
— Πριν από τη λογοτεχνία σε διεκδίκησε, διαβάζω, η δημοσιογραφία, αλλά δεν στέριωσες εκεί, σωστά;
Μικρότερος είχα αποφασίσει πράγματι να γίνω δημοσιογράφος, ήταν το όνειρό μου. Σπούδασα σε σχολή δημοσιογραφίας, άσκησα το επάγγελμα δυο-τρία χρόνια στον Super FM, στο New Channel και μετά στον «Ριζοσπάστη», όμως το εγκατέλειψα άδοξα, ύστερα από μια τραυματική εμπειρία που είχα εκεί.
Δεν διέθετα, βλέπεις, την υπομονή ούτε το μυαλό στα είκοσι δύο-είκοσι τρία μου να καταλάβω τι ακριβώς παίζει. Νόμιζα ότι ένας δημοσιογράφος, όπου κι αν εργαζόταν, όφειλε να εκφράζεται ελεύθερα, κάτι που φυσικά δεν ίσχυε. Επιπλέον δεν ήμουν, ούτε ήθελα να γίνω μέλος του κόμματος, οπότε σηκώθηκα κι έφυγα.
— Δεν αναζήτησες εργασία σε κάποιο άλλο μέσο;
Όχι, γιατί πίστεψα ότι κάπως έτσι θα είναι παντού και όντας αψύς και οξύθυμος χαρακτήρας, στράβωσα, είπα, «άσε, δεν μου κάνει τελικά αυτή η δουλειά…». Λάθος μου, ίσως, αλλά δεν είναι το μόνο που έκανα!
— Μετά ήταν που ασχολήθηκες με το επιχειρείν;
Ναι, άνοιξα διάφορα μαγαζιά, αρχικά ένα μπιλιαρδάδικο, ύστερα ένα κατάστημα με δερμάτινα εισαγωγής κ.λπ. – τυχοδιωκτισμός στην πραγματικότητα, γι’ αυτό ούτε εκεί πρόκοψα. Ό,τι δίνεις, παίρνεις, τουλάχιστον το διασκέδασα, ώσπου ήρθε η καταστροφή εκεί γύρω στο ’10-’12.
Είχα στήσει τότε μια μικρή επιχείρηση στην Καλαμάτα, τη γενέτειρά μου, με επώνυμα ρούχα. Συνέχιζα να ζω στην Αθήνα, πηγαινοερχόμουν δηλαδή, είχα κιόλας ξεκινήσει ήδη τη συγγραφή και νόμιζα ότι βρισκόμουν γενικά σε καλό δρόμο, ώσπου η επιχείρηση, που ως τότε πήγαινε καλά, ξαφνικά κατέρρευσε, με τον τζίρο να πέφτει κάτω από το μισό. Έβαλα λουκέτο, λοιπόν, και σε μια ηλικία που υποτίθεται ότι έχεις ήδη κάνει πέντε πράγματα, δρέπεις τους καρπούς του κόπου σου και προγραμματίζεσαι αλλιώς, βρέθηκα στο κενό, όπως συνέβη εξάλλου με δεκάδες χιλιάδες άλλους επαγγελματίες – πολλές ζωές αναποδογύρισαν τότε.
Με έριξε, που λες, πολύ ψυχολογικά αυτή η κατάσταση, έπαθα κατάθλιψη κανονικά. Δεν μπορούσα ούτε να γράψω για ένα διάστημα, προέκυψε κι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, που ευτυχώς εν τέλει ξεπεράστηκε, τέτοια πράγματα. Ευτυχώς το «χαρτί» γύρισε, σήμερα είμαι και νιώθω πολύ καλύτερα. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε και η στήριξη της συντρόφου μου, την οποία και ευγνωμονώ γι’ αυτό.
— Σε όλες αυτές τις περιπέτειες οφείλεται, λοιπόν, και το ότι είχαμε χρόνια να δούμε βιβλίο σου.
Ναι, τουλάχιστον δέκα χρόνια. Συνέβαλαν έπειτα αφενός το αμόκ που έπαθα με την πολιτική στο μεταξύ, αφετέρου το ότι έπιασα να γράφω πράγματα μάλλον αντιεμπορικά σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για την αγορά. Είχα τελειώσει ένα μυθιστόρημα «βλάσφημο», που διακωμωδεί ό,τι ιερό και όσιο και το θεωρώ το καλύτερό μου ως τώρα –θα το κυκλοφορήσω, ελπίζω, κάποια στιγμή!–, και εκεί που πριν επέλεγα εκδότη, ξαφνικά δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον.
Είπα, λοιπόν, «μεγάλε, κάτσε γράψε ένα βιβλιαράκι που μπορεί να περπατήσει εμπορικά, γιατί δεν σε βλέπω καλά». Και όντως δεν ήμουν, όλα ανάποδα πήγαιναν, πώς να μην αρρωστήσω μετά, σωματικά και ψυχολογικά! Κάθισα λοιπόν και τα έβαλα κάτω, λέω «το ιστορικό μυθιστόρημα και μου αρέσει και διαβάζεται», έτσι προέκυψε ο «Αμερικάνος». Χρειάστηκε βέβαια πολλή δουλειά, είναι άλλωστε μόνο το πρώτο μέρος μιας τριλογίας η οποία εκτυλίσσεται το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Η έμπνευση γι’ αυτό το μυθιστόρημα μου ήρθε, ξέρεις, έτσι, ξαφνικά, σαν φλας, ενώ είχα ξεκινήσει να γράφω κάτι άλλο με φόντο την εκστρατεία της Κριμαίας το 1919, όπου συμμετείχε και η Ελλάδα. Εκεί μάλιστα θα βρεθεί ο κεντρικός ήρωας του «Αμερικάνου», ο Τουρκοκρητικός Ισμαήλ-Ηρακλής, στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας – είναι η πρώτη φορά που χτίζω έναν ολοκληρωμένο λογοτεχνικό χαρακτήρα, από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του, και με έχει συνεπάρει αυτό.
Βασική μου πρόθεση ήταν να συγκρίνω τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, πώς ζούσαν, πώς αντιμετωπίζονταν κ.λπ. με το πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα εμείς ως χώρα υποδοχής πλέον τον Σύριο, τον Αφγανό, τον Πακιστανό…
— Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν μοιράζονται λίγο-πολύ κοινά προβλήματα, ανεξάρτητα από τόπο και εποχή.
Ακριβώς. Με κέντριζε κιόλας το γεγονός ότι ελάχιστοι ερευνητές ή λογοτέχνες εδώ ή εκεί έχουν ασχοληθεί με εκείνη την περίοδο, ο Τζορτζ Παπανικόλας, ας πούμε, που έγραψε ένα βιβλίο για τον συνδικαλιστή Λούις Τίκας και ο Κωστής Καρπόζηλος στην «Κόκκινη Αμερική». Ένας λόγος ίσως ήταν το ότι στις ΗΠΑ, τις πρώτες δεκαετίες ειδικά, δεν είχαμε καθόλου καλή φήμη, μας θεωρούσαν παρακατιανούς, κλέφτες, αναξιόπιστους, μάλιστα το 1909 εξαπολύθηκε στην Ομάχα πογκρόμ εναντίον της ελληνικής παροικίας. Το ίδιο συνέβη και στο Τορόντο εννιά χρόνια αργότερα.
— Έκανες, δηλαδή, κανονική έρευνα.
Ναι και ήταν η πρώτη φορά που επιχείρησα κάτι ανάλογο, διαφορετικά δεν θα έβρισκα πού να «πατήσω», οι διαθέσιμες πηγές ήταν, όπως είπαμε, ελάχιστες. Εκτός από το να βρω και να διασταυρώσω στοιχεία, όμως, έπρεπε να αναδημιουργήσω και το κλίμα της εποχής, την καθημερινότητα των ανθρώπων, τι περνούσαν, τι συναντούσαν, τι ήλπιζαν κ.λπ.
Πήγα στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών –πριν αγνοούσα ακόμα και την ύπαρξή του!–, ανακάλυψα εκεί μια θαυμάσια διατριβή του Ιωάννη Παπαδόπουλου για τη μετανάστευση των Ελλήνων και των Ρωμιών (Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) στην Αμερική, ανέτρεξα στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου βρήκα ότι είχε κυκλοφορήσει μέχρι και «Οδηγός του Μετανάστη» για τους νεοφερμένους Έλληνες, στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής επίσης, όπου υπάρχουν αρχεία εφημερίδων της ομογένειας, έψαξα σε βιβλιοπωλεία, παλαιοβιβλιοπωλεία, χρειάστηκε να διαβάσω ή να ξαναδιαβάσω πολλά πράγματα για το εργατικό κίνημα, τους συνδικαλιστικούς αγώνες, την Οκτωβριανή Επανάσταση…
— Ενδιαφέρον είναι και το εύρημα του Τουρκοκρητικού πρωταγωνιστή.
Α, μα το έβαλα για να τσιγκλίσω! Είναι έπειτα κι ένας προβληματισμός πάνω στο τι είναι τελικά και πώς αναπτύσσεται αυτό που λέμε εθνική συνείδηση, δεδομένου ότι ο Ισμαήλ-Ηρακλής (το ελληνικό όνομα που υιοθέτησε στην Αμερική για να κρύψει την καταγωγή του) εθνικά δεν νιώθει ούτε Τούρκος, ούτε Έλληνας, ούτε Οθωμανός, ούτε Αμερικάνος. Το αν θα «νιώσει» Ρώσος ή, μάλλον, Σοβιετικός θα φανεί στο επόμενο βιβλίο!
— Απ' ό,τι καταλαβαίνω, πάντως, δεν είναι εντελώς «ταμένος» στη λογοτεχνία, δεν κοιμάσαι και ξυπνάς μαζί της ας πούμε, τη βλέπεις πιο χαλαρά.
Ομολογώ ότι είμαι τεμπέλης, της σχολής Λαφάργκ! Οραματίζομαι μια ιδανική κοινωνία όπου θα μπορούμε να συνδυάζουμε τις ανάγκες με τα χόμπι μας. Ζητάω πολλά, το ξέρω, καθένας όμως έχει τους δικούς του ρυθμούς, τις δικές του προσδοκίες.
Έπειτα, δεν αγχώνομαι να γράψω ντε και καλά το αριστούργημα, φιλοδοξώ καταρχάς να γράφω βιβλία που να κεντρίζουν το ενδιαφέρον, να δίνουν ερεθίσματα, να κλέβουν μερικά χαμόγελα, να συγκινούν, να ψυχαγωγούν, να θέτουν ταυτόχρονα προβληματισμούς, και ό,τι παραπάνω προκύψει, ευπρόσδεκτο.
— Εκεί γύρω στο ’15 ήσουν από τις δυνατές φωνές του αντιμνημονιακού «μετώπου», μάλιστα είχες συμμετάσχει στην έκδοση «Η έρευνα για την κρίση 2010-14» (Κρυσταλία Πατούλη, εκδ. Κέδρος). Θα υποστήριζες και σήμερα εκείνες τις απόψεις;
Βεβαίως. Πίστευα πράγματι ότι έπρεπε να είχαμε φύγει από το ευρώ και ότι μένοντας χάσαμε μια τεράστια ευκαιρία να πορευτούμε διαφορετικά. Εξάλλου, με τους όρους που επέβαλαν οι δανειστές σύντομα θα χρεοκοπήσουμε πάλι, ήδη έχουμε το μεγαλύτερο χρέος στον κόσμο, πάνω από 200%.
Έλα όμως που δεν υπήρχαν οι συνθήκες και η κοινωνική δυναμική που θα στήριζαν σοβαρά μια τέτοια προοπτική και αν τελικά ο Τσίπρας ακολουθούσε το «Όχι» του δημοψηφίσματος στις πρώτες κιόλας μεγάλες δυσκολίες, που ήταν βέβαια αναμενόμενες, οι ίδιοι άνθρωποι που τον ζητωκραύγαζαν εκείνη τη νύχτα στο Σύνταγμα θα πέφτανε να τον φάνε. Εγγυημένα!
Παρότι, λοιπόν, μου κακοφάνηκε η υπαναχώρηση στο «Ναι», την κατανόησα απολύτως, γιατί η πραγματική επανάσταση θα ξεκινούσε όταν θα άρχιζαν να εξαφανίζονται οι βελγικές μπίρες από τα ράφια!
Όμως το κύριο πρόβλημα της χώρας δεν είναι πολιτικό, είναι η βαθιά διαφθορά που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα. Αν δεν απαλλαγούμε από αυτήν, δεν πρόκειται να πάμε ποτέ μπροστά. Αυτό άλλωστε αντικατοπτρίζεται και στους δείκτες ελευθερίας και αξιοπιστίας των ΜΜΕ, που είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη.
— Κάποιοι λένε ότι πρόβλημα είναι και ο λαϊκισμός.
Ποιοι το λένε και τι εννοούν; Εγώ, να σου πω, είμαι υπέρ του λαϊκισμού, όπως το θέτει ο Ερνέστος Λακλάου, το θέμα είναι πώς τον χρωματίζεις. Να μη διαμαρτυρόμαστε δηλαδή, να μη διεκδικούμε, να δουλεύουμε για ένα ξεροκόμματο και να λέμε κι ευχαριστώ, μην τυχόν μας χαρακτηρίσουν λαϊκιστές οι έχοντες και κατέχοντες, δηλαδή η ελίτ;
Μεταξύ λαϊκισμού και ελιτισμού, συντάσσομαι σαφώς με τον πρώτο! Αν δεν βγαίνω πλέον να πολιτικολογώ με την ίδια ζέση, είναι επειδή μπάφιασα, όχι επειδή άλλαξα πλευρά. Και ένας από τους λόγους που έγραψα τον «Αμερικάνο» ήταν για να δείξω ότι κινήματα όπως ο συνδικαλισμός και ο σοσιαλισμός που τόσο απαξιώνουν σήμερα ορισμένοι δεν προέκυψαν τυχαία, υπήρχε απίστευτη καταπίεση και εκμετάλλευση, τρομερή εξαθλίωση, οπότε η οργάνωση των αποκάτω ήταν ζήτημα επιβίωσης.
Δεν είναι π.χ. τυχαίο που ο Ισμαήλ, έχοντας ζήσει όλη αυτή την εκμετάλλευση στις ΗΠΑ και όντας παρών στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων του Λάντλοου το 1914, που εξελίχθηκε σε σφαγή, θα μεταμορφωθεί σε φανατικό μπολσεβίκο όταν θα καταφύγει στην ΕΣΣΔ. Οι αναφορές που γίνονται σχετικά στο βιβλίο είναι ακριβώς μια προσπάθεια να εξετάσω το πώς και το γιατί και να συνδυάσω το τότε με το τώρα, γιατί, ελλείψει πλέον αντίπαλου δέους, όπως η ΕΣΣΔ, με όλα της τα προβλήματα, και η αριστερά γενικότερα, ως μαζικό πολιτικό πρόταγμα, τα λαϊκά στρώματα επιστρέφουν, φοβάμαι, σε συνθήκες αρχών της βιομηχανικής επανάστασης.
Αν αναφέρομαι εκτενώς στα γεγονότα του Λάντλοου, όπου διακρίθηκε και ο «δικός μας» Λούις Τίκας, είναι για να δείξω ότι ο συνδικαλισμός, που τόσο συκοφαντούν και απαξιώνουν σήμερα κάποιοι, δεν εφευρέθηκε επειδή μια ωραία πρωία είπαν μερικοί εργάτες «εμπρός, πάμε να ρίξουμε τα αφεντικά», αλλά γιατί δεν άντεχαν άλλο να δουλεύουν σαν σκυλιά και να ζούνε σαν ποντίκια. Και δεν ήταν μόνο το εργασιακό, την ίδια εποχή έχουμε το κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών, που στο ίδιο κλίμα αναπτύχθηκε.
— Η αριστερά, ωστόσο, δεν φαίνεται να πείθει σήμερα, παρότι οι συνθήκες θα την ευνοούσαν. Και από τη δική μας «πρώτη φορά Αριστερά» υπάρχουν αρκετά παράπονα.
Η «δική μας» αριστερά κυβέρνησε σε ακραίες συνθήκες και δεχόμενη άγριο «πόλεμο» εντός και εκτός συνόρων. Παρά ταύτα κάτι έκανε για τα δικαιώματα των μεταναστών, των ΛΟΑΤΚΙ, των φυλακισμένων, για την κοινωνική ασφάλιση κ.λπ., που θα μπορούσαν βέβαια να ήταν περισσότερα και τολμηρότερα, χάθηκαν ευκαιρίες.
Για την αριστερά διεθνώς γενικότερα τώρα, που πράγματι έχει παρακμάσει και περιθωριοποιηθεί, χρειάζονται προφανώς νέες πηγές έμπνευσης, γιατί οι εποχές έχουν αλλάξει θεαματικά απ’ όταν γράφτηκε το «Κεφάλαιο». Το οικολογικό κίνημα, ναι, ήταν ένα στοίχημα, που όμως δεν έχει σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, άρα ούτε την απαραίτητη μαζικότητα, οπότε δεν απειλεί σοβαρά τον καπιταλισμό, που άλλωστε αποδείχτηκε πολύ εύπλαστος και προσαρμόσιμος.
Δεν μπόρεσε, επιπλέον, η αριστερά να παραδεχθεί ότι με όλα τα κακά του ο καπιταλισμός ανέβασε το προσδόκιμο ζωής, βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο, έδωσε περισσότερες ελευθερίες κ.λπ., κοντολογίς έκανε τον κόσμο να ζει καλύτερα. Όμως η ανυπαρξία, πλέον, αντίπαλου δέους και ο άκρατος ατομικισμός μπορούν να τον οδηγήσουν πίσω στη βαρβαρότητα και τον εργασιακό μεσαίωνα, κατά συνέπεια και στην παρακμή, όπως ο δογματισμός και η απουσία αντιπολίτευσης υπονόμευσαν τον κομμουνισμό.
Όταν κάποτε συνάντησα τον αείμνηστο Χρόνη Μίσσιο, τον ρώτησα «τι έγινε, τι πήγε τόσο στραβά με την ΕΣΣΔ;», «πέτρα που δεν κυλάει, χορταριάζει», μου απάντησε. Ας το προσέξουν αυτό οι νεοφιλελεύθεροι, γιατί εμφανίζονται εξίσου δογματικοί! Όμως, αν κάτι βοήθησε την ανθρωπότητα να προοδεύσει, ήταν ακριβώς οι αλληλέγγυες συμπεριφορές και το συλλογικό πνεύμα, αλλιώς θα ήμασταν ακόμα ο καθένας στη σπηλιά του.
— Με την πολιτική πώς και δεν ασχολήθηκες πιο ενεργά;
Δόθηκαν ευκαιρίες, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι ούτε εκεί ταιριάζω. Δεν μπορώ τις κομματικές «γραμμές», τις πειθαρχίες κ.λπ., μόνο για «έξω δεξιά φυλαρούχας», για αδέσποτος κάνω!