Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Είναι απόφοιτος της Κοινωνιολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κοινωνικών Επιστημών του Στρασβούργου και διδάκτορας του ίδιου πανεπιστημίου. Επίσης, έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ υπήρξε μαθητής και στη συνέχεια στενός συνεργάτης του Γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ, στο ίδρυμα του οποίου είναι σήμερα αντιπρόεδρος.
Οι διακρίσεις που τον ακολουθούν είναι αναρίθμητες, μάλιστα πρόσφατα τιμήθηκε με το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ακόμα, έχει διατελέσει γενικός διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας, ενώ τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στην κοινωνιολογία της παρέκκλισης, της εκπαίδευσης και της κουλτούρας, καθώς και στην κοινωνιολογία της γνώσης.
Τον συναντώ ένα ηλιόλουστο πρωινό στο σπίτι του στα ορεινά του Αλίμου. Μόλις βγαίνουμε στο μπαλκόνι, η θέα από τον λόφο Πανί προς τον Σαρωνικό είναι άκρως εντυπωσιακή. Λίγο πριν ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας μου εξηγεί τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου λόφου, τον οποίο το υπουργείο Πολιτισμού έχει χαρακτηρίσει ως αρχαιολογικό χώρο.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος στο οποίο ο θαυμασμός και η αποδοχή δεν προϋποθέτουν την κατανόηση. Παράλληλα, όμως, δημιουργούν σταδιακά και αντικειμενικά μια αίσθηση της αναγκαιότητας κατοχής εργαλείων που θα μας επιτρέψουν να μεταχειριζόμαστε σωστά αυτό που δεν γνωρίζουμε.
Αφορμή για τη συνάντησή μας είναι η κυκλοφορία των δύο τελευταίων του βιβλίων. Αρχικά, του δίτομου έργου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο, το οποίο αφορά δύο επιστημονικά καινοτόμες έρευνες. Στους δύο πολυσέλιδους τόμους εξετάζει την κατάσταση, τον τρόπο ζωής και τις σχέσεις των Ελλήνων με το παρόν και το μέλλον της χώρας τους, μια και σπάνια τους δίνεται ο λόγος. Σκοπός του είναι να καταστήσει τους απλούς, αφανείς πολίτες συμπρωταγωνιστές της εθνικής επετείου.
Το άλλο βιβλίο φέρει τον τίτλο «Η δε γυνή ίνα... - #MeToo και Me and You», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και φωτίζει πτυχές του ελληνικού MeΤoo, τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, τις συγκρούσεις και την κατανόησή τους.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για την εποχή μας, την πολιτική, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τα πανεπιστήμια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την κοινωνιολογία αλλά και το τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Ποιο είναι το σημαντικό διακύβευμα της εποχής μας;
Αναρωτιέμαι συνεχώς αν και πώς οι επιπτώσεις της πολιτικής που ακολουθεί μια μικρή ολιγαρχία οικονομικών δυνάμεων στο εσωτερικό του παγκόσμιου οικονομικού πεδίου, της οποίας μοναδικό μέλημα είναι τα δικά της βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, θα μπορέσει κάποια στιγμή να ευνοήσει την προοδευτική ανάδυση κάποιων πολιτικών, παγκόσμιων δυνάμεων. Κι αν αυτές θα έχουν τη δύναμη να επιβάλουν σταδιακά τη δημιουργία ορισμένων υπερεθνικών κλιμακίων με στόχο να ελέγξουν αποτελεσματικά τις κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις και να τις υποχρεώσουν να θέσουν στόχους πραγματικά οικουμενικούς.
— Αν σας ρωτούσα ποιες είναι οι νέες διεθνείς μορφές κυριαρχίας, τι θα μου απαντούσατε;
Θα επέλεγα για τις ανάγκες της συζήτησής μας μία, ίσως τη βασικότερη σήμερα. Δεν συμφωνείτε πως είναι αυτή που απορρέει από την ενσωμάτωση όλων των εθνικών οικονομιών στο παγκόσμιο οικονομικό πεδίο, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η τάση αποδυνάμωσης όλων των περιφερειακών ή εθνικών εξουσιών;
Δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς αρνητικά με τον αποτελεσματικό τρόπο που αυτού του τύπου η οικονομική κυριαρχία ντύθηκε τον μανδύα ενός τυπικού ψευδοκοσμοπολιτισμού, που της επέτρεψε να υποτιμήσει όλα τα άλλα μοντέλα ανάπτυξης, κυρίως τα εθνικά, τα οποία χαρακτήρισε μεμιάς ως εθνικιστικά; Πόσο έκθετους και ανίσχυρους αφήνει τους πολίτες μπροστά στις υπερεθνικές δυνάμεις της οικονομίας και του χρηματιστηρίου; Το ζήσαμε και το ζούμε και στη χώρα μας με χαρακτηριστικό τρόπο την εποχή της μεγάλης κρίσης τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτή η κρίση δεν λέει να τελειώσει.
Γνωρίσαμε από πρώτο χέρι τις λεγόμενες μεταρρυθμιστικές πολιτικές που προωθεί πάντα αυτή η διεθνής οικονομική κυριαρχία, αυτές τις πολιτικές «διαρθρωτικής προσαρμογής» που ασκήθηκαν και στη χώρα μας, οι οποίες, όπως και αλλού, δεν είχαν άλλο στόχο παρά την ενσωμάτωση της εθνικής μας οικονομίας στο καθεστώς υποταγής των κυριαρχημένων οικονομιών. Αυτή η ενσωμάτωση περνά, όπως το βιώσαμε στο πετσί μας, μέσα και μέσω της μείωσης του ρόλου όλων των «τεχνητών» και «αυθαίρετων», όπως αποκαλούνται, μηχανισμών πολιτικού ελέγχου που συνδέονται με το κοινωνικό κράτος, προκειμένου να διευκολυνθεί η λεγόμενη ελεύθερη αγορά.
— Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η πανδημία αποτέλεσε μια εξαιρετική ευκαιρία για την εφαρμογή κάποιων ακραίων πολιτικών. Συμφωνείτε ή όχι με αυτή την άποψη;
Θα έλεγα πως εξ αντικειμένου δοκιμάστηκαν κάποιες δυνατότητες και λειτουργίες σε αυτή την προοπτική.
— Αυτή η διάχυτη συλλογική τάση απογοήτευσης από την πολιτική με ποιους τρόπους μπορεί να αλλάξει;
Είναι αλήθεια πως ο σημερινός τρόπος αναπαραγωγής του πολιτικού πεδίου οδηγεί σε μια γενικευμένη κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία δημιουργεί μια συνεχώς αυξανόμενη συλλογική τάση απογοήτευσης από την πολιτική, που έχει πάρει πια διαστάσεις σχεδόν μεταφυσικές. Οι άνθρωποι έχουν όλο και περισσότερο την αίσθηση πως αυτό που πραγματικά ζουν δεν βρίσκει χώρο για να εκφραστεί, πως κανείς δεν τους ακούει, πως καμία εξουσία δεν επιλαμβάνεται πραγματικά των προβλημάτων τους, κι αυτό μάλιστα χωρίς καμία πολιτική αιδώ.
Παρατηρούμε καθημερινά πολίτες που νιώθουν πως όχι μόνο δεν έχουν τόπο για να μιλήσουν και να εκφραστούν αλλά και πως δεν υπάρχει τρόπος για να ακουστούν. Ο πολιτικός κόσμος έχει κλειστεί στον εαυτό του με βασικό μέλημα την αναπαραγωγή του, αποτελεί πλέον έναν χώρο όπου οι συσχετισμοί δυνάμεων ανάμεσα στις διάφορες φυλές που τον κατοικούν (πολιτικοί, κομματικοί, δημοσιογράφοι, διαφημιστές, επικοινωνιολόγοι, διανοούμενοι, πολιτικολόγοι και εκλογολόγοι) έχουν επιτρέψει την εγκαθίδρυση μιας νέας αρχής καθολικής νομιμότητας που θεμελιώνεται στην τηλεόραση και στο χειροκροτόμετρο.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον έχουμε δύο βασικά αποτελέσματα. Αφενός την απόρριψη των πολιτών στο περιθώριο του κράτους, το οποίο κατά βάθος τούς αντιμετωπίζει ως άσχετη, αν όχι ως εχθρική δύναμη, που δεν τους ζητά τίποτε άλλο πέρα από την υποχρεωτική, συνεχή επαφή με τις εφορίες των οικονομικών του υπηρεσιών και, σε κάθε περίπτωση, δεν ζητά την αφοσίωσή τους σε μια συλλογική οργανική αλληλεγγύη και την ενθουσιώδη συμμετοχή τους σε μια καθολικά αναγνωρισμένη συλλογική προσπάθεια. Αφετέρου, την πρακτική ακύρωση της πολιτικής ευθύνης για την «ηθική κατάπτωση του κράτους με τη διπλή έννοια της λέξης, της απώλειας του ηθικού και της ηθικής».
Με ρωτάτε πώς μπορεί να αλλάξει όλο αυτό; Μα, με τι άλλο; Με οργανωμένο και συντονισμένο συλλογικό αγώνα των πολιτών, ο οποίος θα ’χει ως στόχο να επιβάλει έναν τέτοιο τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής του πολιτικού προσωπικού ώστε όσοι επιδιώκουν να ζήσουν από και για την πολιτική να είναι υποχρεωμένοι, ακόμη και αν δεν είναι καλοί, να υποχρεώνονται να είναι καλοί πολιτικοί. Να υποχρεώνονται να θυμούνται πως είναι εκεί για να υπηρετήσουν το δημόσιο όφελος μέσω προσπαθειών που θα επιδιώκουν να μετατρέπουν το δυνατό σε εφικτό.
— Ο Μπουρντιέ έλεγε ότι βιώνουμε μια πολιτική αποπολιτικοποίησης. Πώς αντιμετωπίζεται αυτό από μια κοινωνία που οδηγείται σε ιδιώτευση;
Ο Μπουρντιέ, πράγματι, θεωρούσε πως βιώνουμε μια πολιτική τελείως παράδοξη, καθώς πρόκειται για μια πολιτική αποπολιτικοποίησης, υπό την έννοια πως έχει στόχο να προσδώσει μια επίφαση μοιραίας επικυριαρχίας στους οικονομικούς καταναγκασμούς και έτσι να μην είναι υποχρεωμένη να τους υποβάλει σε κανέναν απολύτως έλεγχο. Με αυτόν τον τρόπο η πολιτική υποτάσσει τις κυβερνήσεις και τους πολίτες στις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις που απελευθερώνονται μέσα από αυτήν τη διαδικασία.
Η πολιτική αυτή, σε μια κοινωνία που οδηγείται πράγματι σε ιδιώτευση, όπως λέτε, αντιμετωπίζεται μόνο με έναν αγώνα αποκατάστασης της πολιτικής σκέψης και δράσης. Έζησα στενά μαζί του αυτόν τον αγώνα του στον οποίον αφιέρωσε μεγάλο μέρος των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής του, προσπαθώντας να πείσει και να θέσει τις βάσεις για την οικοδόμηση ενός ενωμένου ευρωπαϊκού κοινωνικού κινήματος, ικανού να συσπειρώσει τα διαφορετικά υπάρχοντα κινήματα που ήταν αποκομμένα, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο. Είχε την πεποίθηση πως μόνο ένα ισχυρό ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα ήταν ικανό να δώσει σάρκα και οστά σε έναν πραγματικά ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο ο οποίος δεν υφίστατο.
Αυτή η πρόταση θεωρώ ότι είναι ακόμα σε ισχύ. Δεν βλέπω πώς αλλιώς θα καταφέρει να επιβιώσει ένα ολόκληρο σύστημα ευρωπαϊκών αξιών, ένα «ήθος», μια κουλτούρα, μια πολιτισμική παράδοση της οποίας η θεώρηση του κόσμου έχει ως κατευθυντήρια γραμμή την αναζήτηση της συλλογικής ευδαιμονίας και την υπέρβαση του ναρκισσισμού. Η ισχυρή ύπαρξή του και ο αποτελεσματικός τρόπος δράσης του αποτελεί, νομίζω, μία από τις απολύτως αναγκαίες προϋποθέσεις της απαραίτητης συμβολοποίησης και του ευφημισμού των προσωπικών συμφερόντων που απαγορεύουν την απελευθέρωση της επιθετικότητας των παθών τους.
— Ποιο θα αξιολογούσατε ως το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας;
Την αναζήτηση λύσης στο θεμελιώδες πρόβλημα που ταλανίζει αυτή την κοινωνία: πώς μπορεί, πολύ απλά, να εκσυγχρονιστεί χωρίς να αναγκαστεί να περάσει μέσα από τις λύσεις της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή χωρίς να πληρώσει ένα τεράστιο τίμημα. Τη λυτρωτική έξοδο από τη μόνιμη εδώ και δεκαετίες κρίση του κυρίαρχου οικογενειακο-γραφειοκρατικού τρόπου αναπαραγωγής, όπως τον ονομάζω, ο οποίος οργάνωνε και δομούσε τον μικρομεσαίο αντιπαραγωγικό, αυτοαπασχολούμενο, κρατικοδίαιτο και οικογενειοκεντρικό τρόπο.
Μάλιστα, συχνά αποκαλείται ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, μέσα σε ένα τελείως νέων χαρακτηριστικών γεωπολιτικό περιβάλλον αλλά και στο σημερινό ιδιαίτερα διεθνοποιημένο πλαίσιο της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας.
— Η ψηφιοποίηση θα αποτελέσει την αιτία απώλειας θέσεων εργασίας και κίνδυνο για τη δημοκρατία ή την ιδιωτική ζωή των ατόμων;
Αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Όταν μιλάμε για τέτοια θέματα, πρέπει να θυμόμαστε πως δεν είναι η τεχνική που παράγει το κοινωνικό, όσο και να αυτονομείται. Αντίθετα, αποτελεί, καταρχάς, έκφραση κοινωνικών σχέσεων. Αυτής της προοπτικής οι προβληματισμοί γύρω από την ψηφιοποίηση εμφορούνται και θεμελιώνονται τελικά σε έναν οικονομικού τύπου τρόπο σκέψης, ο οποίος αποκρύπτει τελικά την απουσία μιας ουσιαστικής πολιτικής επινοητικότητας, βασισμένης στη βαθιά γνώση του κοινωνικού κόσμου.
Ξέρετε, δεν σταματώ να υπενθυμίζω πως αν οι πολιτικοί έμαθαν λίγη οικονομία, συνεχίζουν να αγνοούν τους μηχανισμούς του κοινωνικού κόσμου που ανακαλύπτει η κοινωνιολογία. Μπροστά στα μείζονος σημασίας ζητήματα που θέτει η ψηφιακή επανάσταση, πάλι, είναι απαραίτητο να γνωρίζουν τα όρια και τις δυνατότητες της πολιτικής δράσης τους. Και η γνώση αυτή περνά μέσα από τη γνώση που προσφέρει και η κοινωνική επιστήμη.
Αν δεν ενταχθεί η γνώση του κοινωνικού κόσμου στην πράξη των πολιτικών, οι καλύτερες προθέσεις του κόσμου κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε αποτελέσματα εκ διαμέτρου αντίθετα με τους επιδιωκόμενους στόχους. Αλλά το να εντάξουν την κοινωνιολογική γνώση οι πολιτικοί στην καθημερινή τους δράση προϋποθέτει μια αληθινή επανάσταση, μια πραγματική προσωπική μεταστροφή από μέρους τους και πλήρη αναπροσδιορισμό της κοινωνικής εικόνας του ρόλου τους.
— Πώς κρίνετε σήμερα την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα; Δεν πιστεύετε ότι έχει έρθει η στιγμή να βελτιωθεί η εικόνα τους; Ένα είναι το βασικό πρόβλημα της εκπαίδευσης σήμερα; Πώς μπορούμε να στραφούμε σε μια πιο δημιουργική εκπαίδευση και να ξεφύγουμε από την παθητική κατανάλωση έτοιμων γνώσεων;
Πολλά και δύσκολα ερωτήματα σχετικά με ένα εξαιρετικά πολυσύνθετο πρόβλημα. Σε πολλές περιπτώσεις, ό,τι κατά κανόνα αποδίδεται σε κάποια δυσλειτουργία των πανεπιστημιακών συστημάτων είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο ποιοτικά αποτελέσματα ποσοτικών μετασχηματισμών. Βρισκόμαστε εδώ και καιρό μπροστά στο αντικειμενικό αποτέλεσμα του βαθύτατου μετασχηματισμού της οικονομικής και της συμβολικής αξίας των τίτλων που παρήγαγαν η εντατικοποίηση του ανταγωνισμού και η ανάπτυξη των εκπαιδευτικών επενδύσεων όλων των κοινωνικών ομάδων.
Η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς τελευταία κι αυτό είναι συνέπεια της επικυριαρχίας της οικονομίας και στον χώρο της εκπαίδευσης. Η κοινωνική σωτηρία μέσω της εκπαιδευτικής επένδυσης είναι απρόσιτη σε πολλούς κι αυτό έχει γίνει συνείδηση πια. Αποτέλεσμα; Να επηρεάζονται σε βάθος οι συνθήκες υπό τις οποίες κατασκευάζονται σήμερα οι νεανικές ταυτότητες, δημιουργώντας νέες μορφές κοινωνικής οδύνης και κοινωνικής δυσανεξίας.
Πρόκειται για ένα κοινωνικό γεγονός μεγάλης σημασίας, για του οποίου την αντιμετώπιση όμως δεν υπάρχει ένα πραγματικό συλλογικό σχέδιο. Οι πολιτικοί μεταρρυθμίζουν συνεχώς την εκπαίδευση και τη μετατρέπουν σε πολιτικό θέμα επειδή δεν έχουν κανένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ‒ και αυτό οι νέοι το διαισθάνονται. Νιώθουν πως οι πολιτικοί δεν ξέρουν τι να τους κάνουν. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο τι απομένει; Μόνο χώρος μόνο για ατομικές στρατηγικές κοινωνικής αναπαραγωγής.
— Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Είναι μια ευκαιρία για αναστοχασμό;
Θα μπορούσε να είναι, αλλά δεν είδα να υπάρχουν οι κατάλληλες κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες για μια θεσμικά οργανωμένη προσπάθεια συλλογικού αναστοχασμού. Και υπό μία έννοια η πανδημία λειτούργησε ως πολιτικό «φύλλο συκής» για την απουσία των απαραιτήτων αυτών προϋποθέσεων.
— Σας ανησυχούν η δημαγωγία και ο ανορθολογισμός που βρίσκουν εύφορο έδαφος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Κοιτάξτε, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος στο οποίο ο θαυμασμός και η αποδοχή δεν προϋποθέτουν την κατανόηση. Παράλληλα, όμως, δημιουργούν σταδιακά και αντικειμενικά μια αίσθηση της αναγκαιότητας κατοχής εργαλείων που θα μας επιτρέψουν να μεταχειριζόμαστε σωστά αυτό που δεν γνωρίζουμε. Εξάλλου, ένας από τους λόγους που υποστηρίζω πως είναι ο καιρός της κοινωνιολογίας είναι γιατί, ως επιστήμη, μας επιτρέπει, μεταξύ πολλών άλλων, να κατανοήσουμε ότι ένας από τους λόγους που η εποχή μας καταναλώνει τόσο συστηματικά και μανιωδώς διάφορες θεωρήσεις για τον κοινωνικό κόσμο είναι γιατί δεν έχει μάθει να βλέπει αυτό τον κόσμο, δεν γνωρίζει τον τρόπο παραγωγής και λειτουργίας του.
— Γράφετε στο βιβλίο σας για τη «νεοφαλλοκρατική ρητορική στρατηγικής αντίστασης και υπεράσπισης της κυριαρχίας των ανδρών». Τελικά, τι καταλάβαμε από το ελληνικό #ΜetΤoo. Ζούμε σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία;
Εκτιμώ πως, αν και υπάρχει ασφαλώς πρόοδος στην κατεύθυνση της ισότιμης σχέσης μεταξύ των φύλων, τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί πολύ λιγότερο απ’ όσο πιστεύουμε. Και όσο πιστεύουμε το αντίθετο, τόσο γινόμαστε πιο συντηρητικοί. Η ανδρική κυριαρχία συνεχίζει να οφείλει την ειδική αποτελεσματικότητά της και τις συνέπειές της στο γεγονός ότι εξακολουθεί να νομιμοποιείται μέσω της εγγραφής της στους εγκεφάλους και στα σώματα ανδρών και γυναικών. Και σε χώρες όπως η δική μας, όπου βασικοί θεσμοί κοινωνικοποίησης οργανώνουν τη δράση τους και τη συμβολική τους αναγνώριση με βάση την ανδρική τάξη πραγμάτων, οι δυνάμεις αλλαγής και απελευθέρωσης από την ανδρική κυριαρχία έχουν σαφώς δυσχερέστερο έργο.
Η πλατιά συνειδητοποίηση των αναγκαίων εκείνων πρωτοβουλιών και μέτρων που θα συμβάλουν στην ακύρωση των όρων αναπαραγωγής της ανδρικής κυριαρχίας, η οποία επιτρέπει την διαιώνιση ενός κόσμου που παρουσιάζεται ως φυσικός και λειτουργεί εις βάρος των γυναικών, παραμένει ζητούμενο.
— Ο καταιγισμός της πληροφορίας έχει αποσυνθέσει τη δύναμη της σκέψης;
Θα έλεγα πως, με τη συνδρομή των επαγγελματιών που διαχειρίζονται αυτόν τον καταιγισμό, έχει συμβάλει στο να μην αναγνωρίζεται εύκολα η πραγματική κριτική σκέψη ‒ και σήμερα έχουμε τόσο πολλή ανάγκη να μπορούμε να τη διακρίνουμε. Μια σημαντική επίδραση αυτού του καταιγισμού πληροφορίας είναι η διάχυτη εντύπωση ότι ο λαός μιλά και πληροφορείται για όλα τα σοβαρά ζητήματα που οι διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες των εκπροσώπων του λαού διατυπώνουν δημοσίως και επισήμως υπό τη μορφή λόγων που στην πραγματικότητα σπανίως λένε πραγματικά κάτι.
Ο καταιγισμός της πληροφορίας συμβάλλει πραγματικά, ως έναν βαθμό, στην παραγνώριση της εξαιρετικής κοινοτοπίας που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο. Επίσης, στην απόκρυψη του γεγονότος λ.χ. πως αυτό το οποίο δεν τίθεται ποτέ σε διερώτηση είναι η παραγωγή των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο λαός, η τεράστια, μη διατυπωμένη ζήτηση αναφορικά με προβλήματα και ζητήματα που δεν τίθενται. Συμβάλλει στο συνεχώς αυξανόμενο παιχνίδι του δημοκρατικού φενακισμού, καθώς μέσα σε αυτήν τη θορυβώδη σιωπή που προκαλεί μας κάνει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν μιλούν και οι οποίοι εξουσιοδοτούν άλλους να μιλούν γι’ αυτούς, στο όνομά τους, άνθρωποι εις βάρος των οποίων παράγονται προβλήματα, οι οποίοι μάλιστα ωθούνται να δώσουν απαντήσεις, αγνοώντας ότι δεν έχουν προηγηθεί ερωτήσεις.
— Ο καταναλωτικός απομονωτισμός έχει ενισχύσει τα υπαρξιακά κενά των ανθρώπων;
Ενισχύει τις διαδικασίες παραγωγής ατόμων ως ένα «εγώ» χωρίς «εμείς», που αποδυναμώνουν τα συστήματα αλληλεξάρτησης, τους δεσμούς που συνδέουν τα άτομα και τις ομάδες μεταξύ τους, γεγονός που, στο όνομα της υπεράσπισης και της ανάπτυξης της ατομικής ελευθερίας, προωθεί την ανάπτυξη της απολογίας του Εγώ. Ενισχύει την ανάπτυξη «κοινωνικού κενού», τη διάρρηξη των συγγενικών, με την ευρεία έννοια, δεσμών, χωρίς να αναφέρω τις ψυχολογικές αλλά και τις ιατρικές συνέπειες.
— Τι είναι αυτό που αγαπάτε στην κοινωνιολογία; Τι μάθατε για τον εαυτό σας που δεν το γνωρίζατε μέσα απ’ αυτή σας την ενασχόληση;
Το γεγονός πως αποτελεί ένα μάθημα ελευθερίας. Η κοινωνιολογία, χωρίς βέβαια, να περιορίζεται σε αυτό, ως ένα είδος συλλογικής ψυχανάλυσης, τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι και την ασκώ σε ορισμένους τομείς του έργου μου, αποτελεί ένα πολύ ωφέλιμο και ισχυρό εργαλείο αυτογνωσίας, το οποίο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί είμαστε ό,τι είμαστε, γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε, γιατί σκεφτόμαστε ό,τι σκεφτόμαστε, γιατί αισθανόμαστε αυτή ή την άλλη ικανοποίηση, αντίφαση ή οδύνη. Όσον αφορά εμένα, μου επέτρεψε να αποδεχτώ διαστάσεις του εαυτού μου που ενίοτε μου ήταν αφόρητες. Με λίγα λόγια, να διαχειριστώ, νομίζω θετικά, τις πολλές και πολύμορφες επιπτώσεις της μεγάλης ταξικής λιποταξίας μου, της στατιστικά απίθανης, όπως έλεγε ο δάσκαλος μου.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Νομίζω το να μπορεί κανείς να γίνει λίγο περισσότερο υποκείμενο απ’ όσο οι κοινωνικοί καθορισμοί του επιτρέπουν, να αλλάξει λίγο την κοινωνική τροχιά που η κοινωνική βαρύτητα του έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό. Με δυο λόγια, να δημιουργείς ιστορία, να μην είσαι απλώς ο φορέας της. Το βίωμα των περιθωρίων αυτού του είδους της ανατροπής το θεωρώ πολύ σημαντικό στη ζωή. Είναι μια μεγάλη πηγή ευτυχίας, ατομικής και συλλογικής. Και ξέρετε, το πιστεύω ακόμα περισσότερο στον σημερινό κόσμο, ο οποίος μιμείται, ολοένα συχνότερα, ότι παρέχει σε όλους τα υλικά, συμβολικά ή ακόμα και πολιτικά αγαθά, ενώ, ουσιαστικά, επιχειρεί να διαφυλάξει τη δυνατότητά του να προσφέρει την πραγματική και νόμιμη κατοχή τους μόνο σε ορισμένους.