ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ
Όταν άρχισα να φλερτάρω με τη Βάλια, είχα μόλις χωρίσει από μια μακροχρόνια σχέση. Εκείνη την περίοδο ήμασταν ακόμα ένας πολιτικός συντάκτης και μια πολιτιστική συντάκτρια που γνωρίζονταν από καιρό.
Δεν πρόλαβα να της εκδηλώσω το ερωτικό μου ενδιαφέρον, και αμέσως, με το χαρακτηριστικά απότομο ή ίσως ωμό ύφος της, μου λέει: «Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσεις τη δική μας σχέση για να ξεπλύνεις την προηγούμενή σου!»
Και όντως, καθυστέρησε γύρω στον έναν χρόνο η σύναψη των σχέσεών μας. Όμως εμείς οι δύο είχαμε μέλλον, ένας χρόνος πάνω, ένας χρόνος κάτω δεν ήταν πρόβλημα.
Αντιθέτως, ο πόθος μας φούντωσε ακόμα περισσότερο, ενώ επαληθεύτηκε και η τρομερή φράση της, και μόνο ξέπλυμα του παρελθόντος δεν αποδείχτηκε ο έρωτάς μας.
Σε πολλά, λες και είμαστε γεννημένοι αντίθετοι χαρακτήρες. Απολύτως χαοτική η Βάλια, κάτω από ένα λούστρο τακτικότητας, και αυστηρά οργανωμένος εγώ, όσο ακριβώς απαιτείται για να χαλιναγωγούνται τα έντονα πάθη μου.
Ίσως ταιριάζουμε πιο πολύ από όσο αντέχουμε να παραδεχτούμε, όπως το θέτει μια γνωστή έκφραση.
Είχαμε αρχίσει ήδη να συζούμε, όταν η Βάλια έμεινε έγκυος, και σκεφτήκαμε να κρατήσουμε το παιδί. Και τότε ο πατέρας της έπαθε εγκεφαλικό κι έμεινε κατάκοιτος, η Βάλια έχασε το μωρό.
Ο πεθερός μου ζούσε μαζί μας, και κάποια στιγμή εκδήλωσε και άνοια, τα πράγματα έγιναν σιγά σιγά πολύ ζόρικα. Δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, κι έπρεπε να τον κρατάμε καθηλωμένο, με τα χέρια δεμένα στα μπράτσα μιας μπαμπού πολυθρόνας.
Κάποια στιγμή, έτσι δέσμιος όπως ήταν, μου λέει: «Δεν με λυπάσαι, βρε Δημήτρη; Ο πατέρας της Βάλιας είμαι!» Μου έδειχνε με τα μάτια τα φυλακισμένα χέρια του: «Λύσε με, παιδί μου, να ’χεις την ευχή μου, μη με βασανίζεις! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ!»
Μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι γι’ αυτό γράφω εδώ τώρα, επειδή μου είπε όσα μου είπε εκείνη την ημέρα ο γέρος της Βάλιας, ο οποίος, όχι και πολύ αργότερα, πέθανε.
Απλώς είχε προλάβει να χύσει το δηλητήριό του ή και να με κεντρίσει σαν άλλος σκορπιός, θα σκεφτόμουν αν ήμουν πρωταγωνιστής μελοδράματος.
Ήμασταν πάντα καθισμένοι στην κουζίνα, αυτός στην μπαμπού πολυθρόνα με τα χέρια του ακινητοποιημένα στα μπράτσα της, σφιγμένα με κάτι υφασμάτινες λουρίδες, κι εγώ μπροστά στο τραπέζι, να στριφογυρίζω μια αλυσιδίτσα, αντί για κομπολογάκι, ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
Με είχε παρακαλέσει να τον λύσω και να μην τον βασανίζω και, όσο δεν έπαιρνε απάντηση από μένα, φρόντιζε να προσθέτει κι άλλες στρώσεις στην εξομολόγησή του.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Σαράντης, λέει. Ωρολογοποιός. Πολύ όμορφος, κοκέτης. Είχε και δύο κόρες. Ήταν φαντάρος και κάποιος τον χτύπησε στο κεφάλι; Κάτι είχε εκ γενετής; Τον έφεραν στην Αθήνα, όπου πέθανε το ’41. Τους έκαναν ενέσεις τότε για να τους σκοτώσουν, προκειμένου να τους πάρουν το δελτίο τροφίμων.
«Ψέματα σου είπα πριν! Ούτε στο κεφάλι τον χτύπησαν ούτε είχε τίποτα εκ γενετής! Του έστριψε και τον έκλεισαν στο τρελοκομείο, κι εκεί μέσα τον σκότωσαν οι γιατροί, στη μεγάλη πείνα επί Κατοχής, με ένεση, προκειμένου να δώσουν σε κάποιον γνωστικό το δελτίο τροφίμων».
Κάτι τέτοια τρελά, ή ίσως απλώς παραληρηματικά, μου έλεγε εκείνη την ημέρα ο πεθερός μου, όταν επιτέλους συνειδητοποίησα τι μου είχε πει μόλις, σαν να του ξέφυγε και να είχε αμολήσει τη ρουκέτα άθελά του.
Τι έκανε, λέει; Ο παππούς της Βάλιας είχε πεθάνει κλεισμένος στο Δαφνί; Επειδή ήταν ψυχοπαθής, σχιζοφρενής; Επειδή ήταν επικίνδυνος για τους άλλους και για τον εαυτό του;
Ο πεθερός μου ολοκλήρωσε την παρένθετη αφήγησή του ―παρένθετη στο χάος των ακατάληπτων λεγομένων που ξεστόμιζε συνήθως― και λίγους μήνες αργότερα μετέβη, όπως λένε, «εν τόπω χλοερώ».
Ώσπου τέσσερις περίπου μήνες πριν από το λαμπρό τώρα, που κάθομαι και γράφω αυτές τις γραμμές, η Βάλια έμεινε ξανά έγκυος.
Υπάρχει μία λέξη: κληρονομικότητα. Όπως υπάρχουν και αρρώστιες που μεταβιβάζονται κληρονομικά. Και πολύ συχνά αυτός ο κλήρος παραλείπει μια γενιά και επανεμφανίζεται στην επόμενη.
Πράγματα γραμμένα στο DNA. Πράγματα που μεταφέρονται με το γενετικό υλικό, κρύβονται μέσα του και μπορούν να μεταδοθούν από τη μία γενιά στην άλλη. Πράγματα που σαν να έχουν εγγραφεί, αποτυπωθεί στα γονίδια και κληροδοτούνται στις επόμενες γενιές μέσω μίας μορφής γενετικής μνήμης.
Με άλλα λόγια, όταν με το καλό γεννήσει η Βάλια, ίσως αποδειχτεί ότι το παιδί μας έχει πάρει το γονίδιο του παππού της. Το γονίδιο ή τα γονίδια ―κι ας μην ευθύνονται μόνο αυτά, υπάρχει και το περιβάλλον― χάρη στα οποία έκανε ό,τι έκανε ο Σαράντης, αναγκάζοντας τους γύρω του να τον κλείσουν στο Δαφνί.
Θυμάμαι ότι, ακούγοντας την εξομολόγηση του ανοϊκού πατέρα της γυναίκας μου, στην αρχή είχα αναρωτηθεί μήπως δεν ήξερε τι έλεγε. Μήπως τα είχε εντελώς χαμένα και ανακάτευε αλήθειες με ψευτιές, αναμηρυκάζοντας τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του.
Η Βάλια όμως είχε σπεύσει να μου επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του πατέρα της για τον δικό του πατέρα. Η ιστορία για τον παππού της τής ήταν γνωστή, αλλά είχε αποφύγει να μου την αποκαλύψει για ευνόητους λόγους.
Και αν ο γιος ή η κόρη μας έχουν κι εκείνοι αύριο μια μορφή καθαρόαιμης τρέλας; Μήπως η απόφαση να κρατήσουμε αυτό το παιδί ήταν εξαρχής λάθος; Μήπως έπρεπε να απαιτήσω από τη Βάλια να κάνει έκτρωση; Ή μήπως να αφήσω τα πράγματα ως έχουν; Να κυλήσουν και να γίνει ό,τι είναι να γίνει;
Αποφάσισα να το ρισκάρω. Επειδή ήμουν, κι ακόμα είμαι, ερωτευμένος με τη Βάλια και δεν θέλω να τη χάσω. Επειδή γουστάρω να κάνω ένα παιδί μαζί της.
Όπως ακριβώς γουστάρει κι εκείνη, τόσο πολύ, από ό,τι λέει, ώστε να αδιαφορεί για το ρίσκο που παίρνουμε.
«Όλα θα πάνε καλά, είμαι σίγουρη!»
Συμφωνώ μαζί της εκατό τοις εκατό. Και την ίδια στιγμή δυσκολεύομαι να βγάλω από τον νου μου όλα όσα μου είπε ο πεθερός μου για τον πατέρα του και μου τα επιβεβαίωσε αργότερα και η Βάλια.
Κατ’ αρχάς ο Σαράντης ήταν πάντα πεισματάρης και ατίθασος, λέει. Με τους οικείους του εριστικός και ισχυρογνώμων, συχνά για επουσιώδη ζητήματα. Και τελευταία, μέχρι τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες καπνού αλλά και οινοπνευματωδών.
Ενδείξεις της ψυχικής διαταραχής του είχαν ένα σωρό: αλλεπάλληλες εκρήξεις θυμού, όπου απειλούσε ότι θα ξεκληρίσει την οικογένειά του, φορές που εξαφανιζόταν, περιπλανιόταν στους δρόμους και γύριζε σπίτι μόνο τα άγρια χαράματα.
Μια μέρα έφτασε στο σημείο να σπάσει τα έπιπλα, κατηγορώντας τη βαρήκοη σύζυγό του αφενός ότι τον απατά ερωτικώς και αφετέρου ότι τον περιφρονεί και συνωμοτεί εναντίον του.
Λίγο καιρό πριν από την τελική εκδήλωση της ψυχικής διαταραχής του είχε αρχίσει να δείχνει εχθρότητα προς τον γυναικαδελφό του, θεωρώντας ότι ο τελευταίος είχε αποπλανήσει την αδελφή του και σύζυγο του Σαράντη και είχε συνάψει «αθέμιτες», όπως έλεγαν τότε, σχέσεις μαζί της.
Διατεινόταν επίσης ότι ο πρεσβύτερος γιος του είχε αιμομεικτικές σχέσεις με τη μητέρα του.
Κάπου εκεί ο γυναικαδελφός του πέθανε και ο παππούς της Βάλιας άρχισε να ησυχάζει κάπως.
Και πάλι όμως, ούτε μήνα αργότερα άρχισε να διαμαρτύρεται για τα μάγια που του έκαναν: του είχε ξεκολλήσει, λέει, ένα κομματάκι δέρμα από το ένα δάχτυλο και είχε πέσει χάμω.
Παρουσιάστηκαν μερικές ακόμα εκδηλώσεις του νοσήματος, και τον έκλεισαν εντέλει στο Δαφνί.
Τα βράδια έλεγε ότι «το σπίτι φέγγει, άναψε» και ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Μετά έπεφτε απότομα σε μελαγχολία, δηλώνοντας ότι «πρόκειται να γίνει μεγάλο κακό».
Εξελάμβανε τους περαστικούς ως απειλητικές φιγούρες, που του έκαναν μάγια και τον «πέθαιναν».
Ή απαιτούσε μετά μανίας να απομακρυνθεί από το σπίτι η σύζυγός του, η «διαβόλισσα», η οποία υποτίθεται ότι έφταιγε για όλα.
Την τελευταία νύχτα πριν τον πάρουν ο παππούς είχε καταληφθεί από τερατώδη νευρική διέγερση και λογόρροια.
Αυτή τη στιγμή είμαι σε ένα καφενείο στην Τράπεζα Αχαΐας (ή Τράπεζα Διακοπτού Αιγίου Αχαΐας, μέχρι και αυτή την εκδοχή βρήκα στο Διαδίκτυο), έχω ανοιχτό το λάπτοπ μου πάνω στο τραπεζάκι, πλάι στο ποτήρι με τον φρέντο εσπρέσο, και γράφω.
Είναι Μάιος και η θέα από εδώ πάνω, όπου όλα γύρω και κάτω από τα πόδια μου έχουν ανθίσει μέχρι τρέλας, είναι ειλικρινά εξωπραγματική. Σαν να πετάς με αεροπλάνο και χαζεύεις την ειδυλλιακή εικόνα, που περιλαμβάνει την πλαγιά του βουνού, τα παραθαλάσσια σπίτια και το κύμα που σκάει γαλήνια και υπνωτιστικά στην άμμο.
Η Τράπεζα είναι πολύ κοντά στη Λίμνη Αχαΐας, από όπου κατάγομαι.
Είμαι σε ένα καφενείο και γράφω, και παρότι μέσα μου αγωνιώ και αγχώνομαι, ταυτόχρονα είμαι και απέραντα ήρεμος και γαλήνιος, πιστεύοντας ότι κάνω το σωστό, αφού αγαπάω τη Βάλια.
Θα δείξω εμπιστοσύνη στην τύχη μας και θα αφήσω τα πράγματα ως έχουν, να κυλήσουν και να ξεκαθαριστεί η κατάσταση από μόνη της, χωρίς τις παρεμβάσεις μας.
Και από απλό ζευγάρι που είμαστε σήμερα θα προβιβαστούμε σε οικογένεια μόλις έρθει το αναμενόμενο στον κόσμο, και θα ενωθούμε με την ευρύτερη οικογένεια που αποτελούν τα δύο σόγια μας.
Θέλω να πιστεύω ότι θα μεταφερθούν αποκλειστικά και μόνο καλά, υγιή χαρακτηριστικά και από τις δύο πλευρές στο παιδί μας.
Σήμερα έληξε η διορία που είχα θέσει στον εαυτό μου. Έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνουμε με το μωρό, και κατέληξα ότι δεν τίθεται θέμα να μην το κρατήσουμε.
Το μεγάλο μωρό μου θα γεννήσει το μικρότερο μωρό μας.
Αλλά κάτι με τρώει.
Άφησα την έγκυο Βάλια να κοιμάται στο εξοχικό της οικογένειάς μου στη Λίμνη και ήρθα εδώ, δήθεν για καφέ.
Έχω ανοίξει το λάπτοπ μου και γράφω, λες και προσπαθώ να σταματήσω τον χρόνο, να τον ακινητοποιήσω.
Λες και αγωνίζομαι γράφοντας να μείνω περισσότερο καιρό αναποφάσιστος, να παρατείνω όσο μπορώ το δίλημμα.
Προφανώς δεν πρόκειται να κάνω πίσω, θα τηρήσω τις αποφάσεις μου κι έχω αποφασίσει οριστικά και αμετάκλητα τι θα κάνω.
Όμως πολύ θα ήθελα να κάνω αυτή τη φωνή που ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι μου να το βουλώσει.
Αυτή η φωνή μου λέει ότι είμαι ανεύθυνος και ανώριμος που προσπαθώ να κάνω παιδί με τη Βάλια.
Μου λέει ότι πρέπει να τη χωρίσω κανονικά και να φύγω μακριά της, όσο πιο μακριά γίνεται, προπαντός για το δικό της καλό.
Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα τέτοιο.
Ακόμα κι αυτό το ηλεκτρονικό αρχείο θα το πετάξω στα σκουπίδια του υπολογιστή και θα το διαγράψω σε λίγο.
Καλή ζωή.