Ήταν πραγματικά «a dark and stormy night» όταν η Σέλεϊ εμπνεύστηκε τον μύθο του Φρανκενστάιν, ένα μύθο της μοντέρνας εποχής, που όμως επινοήθηκε πριν καν ο περισσότερος κόσμος συνειδητοποιήσει πως είχε πράγματι ξημερώσει μία καινούργια εποχή για την ανθρωπότητα.
Ένας μύθος που ζει ακόμη και που θα ζει για πάντα, ακόμη και τώρα που η Βιομηχανική Επανάσταση (1760-1860) δεν είναι παρά μία ακόμη ιστορική περίοδος. Πώς το κατάφερε αυτό ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι;
Όπως και να το σκεφτείς, δεν εξηγείται. Αλλά, λένε πολλοί, δεν έχει και σημασία. Κάτι τέτοια συμβαίνουν καμιά φορά στη ζωή, και στη ζωή της λογοτεχνίας, απλώς και μόνο για να τη νοστιμεύουν. Αλλά δεν είναι μόνο που εμπνεύστηκε και έγραψε τον μύθο εκείνο το κορίτσι, που μοιάζει να έχει διαβάσει, να έχει εμπεδώσει και να έχει βαρεθεί κιόλας όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία της εποχής της – και να φλέγεται για να γράψει κάτι ολότελα καινούργιο.
Ταυτόχρονα, έγραφε και το πρώτο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας — αν μη τι άλλο, σύμφωνα με τους ειδικούς, όπως τον κορυφαίο Brian Aldiss («Α Billion Year Spree: The History of Science Fiction», 1973: «Τhe first seminal work to which the label SF can be logically attached») αλλά και τους John Clute και Peter Nicholls που επιχειρούν την οφειλόμενη συζήτηση στην περίφημη και έκτοτε αναντικατάστατη «Encyclopedia of Science Fiction» (1979 κ.ε.).
Ένα μυθιστόρημα-σταθμός για τη φύση του ανθρώπου, για την επιστήμη και τους κινδύνους της, για τη δημιουργία και για τη μοίρα, για τη φιλοδοξία και τα όνειρα, για το κακό και για την εκδίκηση. Και, το κυριότερο: ένα καθαρόαιμο θρίλερ, ένα βιβλίο γραμμένο με χειμαρρώδη, πλούσια γλώσσα, γεμάτη με γλυκό στόμφο και υπερχειλίζοντα συναισθήματα.
Ναι, έπρεπε να περάσει ένας αιώνας από τον θάνατο της Σέλεϊ για να μπουν δίπλα-δίπλα αυτές οι δύο λέξεις: Science Fiction, και για να αποκτήσουμε τον πρώτο συνειδητοποιημένο συγγραφέα ΕΦ, τον Herbert George Wells, όμως αυτό ακριβώς συμβαίνει με το πρώιμο Φανταστικό: συνηθίζει να γεννά το παρελθόν του. Ο «Φρανκενστάιν» είναι ένα τυπικό «taproot text», ένα βιβλίο που προϋπήρξε της εποχής του, χαρακτηρίζοντάς τη για πάντα.
Και, ναι, γεννήθηκε μέσα σε μια σκοτεινή και θυελλώδη νύχτα.
Η μεγαλωμένη μέσα στα βιβλία Mary Wollstonecraft-Shelley (1797-1851), μια αναρχική φεμινίστρια από κούνια, κόρη του φιλοσόφου και μυθιστοριογράφου William Godwin (1756-1836) και της συγγραφέως, φιλοσόφου και υπέρμαχου των δικαιωμάτων των γυναικών Mary Wollstonecraft (1759-1797: πέθανε λίγες ημέρες αφότου γέννησε την κόρη της, εξ ου και το μωρό πήρε το μικρό της όνομα), παντρεύτηκε τον βασικό εκπρόσωπο του Ρομαντισμού Percy Bysshe Shelley (1792-1822) στις 30 Δεκεμβρίου του 1816 (είχαν κλεφτεί δυο χρόνια πριν, αλλά παντρεύτηκαν μόνο όταν αυτοκτόνησε η πρώτη σύζυγος εκείνου), χρονιά που το ζευγάρι έκανε πολύ στενή παρέα με τον Λόρδο Βύρωνα (1788-1824).
Ο Μπάιρον είχε νοικιάσει για το καλοκαίρι τη Villa Diodati στη λίμνη της Γενεύης και τους φιλοξενούσε εκεί. Όμως το 1816 ήταν η περίφημη Χρονιά Χωρίς Καλοκαίρι, καθώς ένα χρόνο πριν είχε εκραγεί το ηφαίστειο Ταμπόρα στις Ανατολικές Ινδίες, σκοτεινιάζοντας επί μήνες, και τμηματικά, σχεδόν όλο τον πλανήτη.
Αυτός ο «Αποκαλυπτικός» καιρός ανάγκαζε το ερωτευμένο νιόπαντρο ζευγάρι και τον θυελλώδη ποιητή, που συνοδευόταν από τον προσωπικό γιατρό του, τον John Polidori (1795-1821), να μένουν μέσα, όπου ήταν στεγνά και όπου μπορούσαν να ανάβουν τη φωτιά στο τζάκι αποφεύγοντας τον παράδοξο σκοτεινό και θυελλώδη καιρό έξω.
Στις πόλεις και στην επαρχία, καθώς εξαιτίας της κακοκαιρίας οι σοδειές είχαν καταστραφεί και ο κόσμος πεινούσε, σημειώνονταν ταραχές και είχε κηρυχτεί κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Μέσα, οι νεαροί περνούσαν την ώρα τους με μία ποικιλία ευχάριστων δραστηριοτήτων, μία από τις οποίες ήταν και το διάβασμα — και η προέκτασή του, το γράψιμο.
Ο Μπάιρον, μετά από ατέλειωτες αναγνώσεις και αφηγήσεις gothic ιστοριών της ευρύτερης περιοχής, και φυσικά κυρίως της Γερμανίας, πρότεινε στους φιλοξενούμενούς του να γράψουν και οι ίδιοι μια τέτοια — μία ο καθένας τους, σε έναν άτυπο διαγωνισμό. Και εκείνοι δέχτηκαν.
Το χειρόγραφο του Σέλεϊ δεν έχει σωθεί. Ο ίδιος ο Μπάιρον θα γράψει μόνο το (περίφημο) βαμπιρικό «Απόσπασμα», καθώς στο μυαλό του δουλεύονταν ταυτόχρονα πολλά έργα, ενώ ο Πολιντόρι θα γεννήσει τον μύθο του βρικόλακα, του σκοτεινού Ράθβεν — το «The Vampyre: A Tale» δημοσιεύτηκε το 1819 στο «New Monthly Magazine» και ογδόντα χρόνια μετά, το 1897, θα αποτελέσει την πηγή (ή έστω μία από τις πηγές) για τον απέθαντο «Δράκουλα» του Bram Stoker (1847-1912). Και η Σέλεϊ θα εμπνευστεί και θα ξεκινήσει να γράφει τον «Φρανκενστάιν».
Τελείωσε το μυθιστόρημά της την επόμενη χρονιά και το εξέδωσε την Πρωτοχρονιά του 1818: διακόσια χρόνια ακριβώς από σήμερα: μια πελώρια επέτειος για τη Λογοτεχνία του Φανταστικού.
Οι τρεις τους, Μαίρη, Πέρσι και Μπάιρον, θα ξαναβρεθούν στην Ιταλία εκείνη τη χρονιά, το 1818, και θα ζουν ουσιαστικά μαζί για ένα ικανό διάστημα. Τα δείπνα με Βρετανούς φιλέλληνες και Έλληνες μορφωμένους πατριώτες της διασποράς είναι θρυλικά. Όπως και η ελευθεριότητα της παρέας. Είναι η πιο γόνιμη περίοδος για τους τρεις Άγγλους και τα όνειρα που κάνουν νυχθημερόν για βιβλία και επαναστάσεις καίνε το κεφάλι τους — μαζί με το αλκοόλ.
Μέχρι που όλα αυτά τελειώνουν απότομα όταν ο Σέλεϊ θα πνιγεί στη θάλασσα, σε μια εκδρομή με ένα καινούργιο ιστιοφόρο, δώρο ενός φίλου. Ο Μπάιρον θα χαρίσει στον φίλο του μία ομηρική κηδεία στην παραλία (η σορός του Σέλεϊ καίγεται πράγματι σε μία νεκρική πυρά, και ο Μπάιρον βουτά μετά γυμνός στη θάλασσα, απαγγέλλοντας στίχους), και θα σαλπάρει για το Αργοστόλι και την επαναστατημένη Ελλάδα — θα χαθεί δύο μόλις χρόνια μετά.
Η Μαίρη, με τον μοναδικό γιο που της είχε απομείνει (τα άλλα τρία της παιδιά είχαν πεθάνει μωρά), θα γυρίσει συγκλονισμένη στο Λονδίνο και θα μείνει για πάντα εκεί, αφοσιωμένη στη μελέτη και στη συγγραφή. Ο κόσμος κατέρρεε, και ξαναγεννιόταν.
Όλα αυτά είναι πολύ γνωστά και χιλιοειπωμένα, και έχουν παρασταθεί έξοχα τουλάχιστον μία φορά: στο φιλμ του Κεν Ράσελ «Gothic» (1986), μια ταινία μάλλον άδικα παραγνωρισμένη, ενώ περιμένουμε να δούμε το «Mary Shelley» σε λίγους μήνες, με την Elle Fanning στον ομώνυμο ρόλο. Αλλά ακόμη πιο γνωστό είναι το στόρι του βιβλίου.
«Καταραμένε δημιουργέ! Γιατί με κατασκεύασες τόσο αποκρουστικό που ακόμη κι εσύ ο ίδιος με αποστρέφεσαι με αηδία; Ο Θεός μέσα στο έλεός Του έπλασε τον άνθρωπο όμορφο και ελκυστικό, κατ' εικόνα Του. Όμως εγώ δεν είμαι παρά μια αηδιαστική καρικατούρα της δικής σου εικόνας. Ο Σατανάς είχε τους διαβόλους για να τον θαυμάζουν και να τον ενθαρρύνουν, αλλά εγώ είμαι μόνος και όλοι με μισούν».
Ο Βικτόρ Φρανκενστάιν, από τη Γενεύη, ένας νεαρός επιστήμονας γεμάτος ενθουσιασμό για τις δυνατότητες που παρέχει στην ανθρωπότητα η αναδυόμενη επιστήμη της «φυσικής φιλοσοφίας», συνδυασμένη με τις αρχές της αλχημείας, σπουδάζει στο εξωτερικό και ανακαλύπτει με ποιον τρόπο μπορεί να εμφυσήσει ζωή στην άψυχη ύλη. Έτσι, συλλέγει μέλη πτωμάτων, τα ενώνει σε ένα σώμα και ένα βροχερό βράδυ, γεμάτο κεραυνούς, φέρνει το τρομακτικό συμπίλημα, ένα απαίσιο, μεγαλόσωμο τέρας, στη ζωή με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού.
Ο Φρανκενστάιν, αηδιασμένος και τρομοκρατημένος, αποφασίζει να το καταστρέψει, αλλά το τέρας το σκάει, εξαφανίζεται και περιφέρεται στα βουνά. Κρυμμένο στο σκοτάδι και τις σκιές, μαθαίνει να μιλά παρακολουθώντας μια οικογένεια χωρικών. Από εκεί, ταξιδεύει στη Γενεύη και βρίσκει τον αδελφό του Φρανκενστάιν.
Ο νεαρός άντρας τρομάζει, απειλεί το τέρας και εκείνο τον σκοτώνει για να εκδικηθεί τον δημιουργό του. Ο Φρανκενστάιν μαθαίνει πως ο αδελφός του δολοφονήθηκε και επιστρέφει στη Γενεύη. Βρίσκει το τέρας, και εκείνο τον παρακαλεί να του φτιάξει ένα ταίρι για συντροφιά, υποσχόμενο πως μετά θα χαθεί από προσώπου γης, για πάντα.
Ο Φρανκενστάιν δέχεται, συλλέγει πράγματι γυναικεία ανθρώπινα μέλη και φτιάχνει ένα θηλυκό ανθρώπινο σώμα. Όμως την τελευταία στιγμή μετανιώνει και το καταστρέφει. Το τέρας, που τα παρακολουθεί όλα αυτά, ορκίζεται εκδίκηση. Ο Φρανκενστάιν παντρεύεται την αγαπημένη του, όμως το τέρας εμφανίζεται μέσα από τα σκοτάδια και τη στραγγαλίζει.
Ο Φρανκενστάιν πεθαίνει μέσα στους πάγους του Βορείου Πόλου κυνηγώντας το δημιούργημά του. Μόνο πλέον στον κόσμο, το άμοιρο τέρας εξαφανίζεται στην παγωνιά, δίνοντας στην ανθρωπότητα την υπόσχεση πως θα δώσει μόνο του τέλος στην ανίερη ζωή του.
Ένα μυθιστόρημα-σταθμός για τη φύση του ανθρώπου, για την επιστήμη και τους κινδύνους της, για τη δημιουργία και για τη μοίρα, για τη φιλοδοξία και τα όνειρα, για το κακό και για την εκδίκηση. Και, το κυριότερο: ένα καθαρόαιμο θρίλερ, ένα βιβλίο γραμμένο με χειμαρρώδη, πλούσια γλώσσα, γεμάτη με γλυκό στόμφο και υπερχειλίζοντα συναισθήματα, ένα συγκλονιστικό page turner που δεν έχει χάσει τίποτε από τη φρεσκάδα του αυτά τα 200 χρόνια που το τέρας κυκλοφορεί ανάμεσά μας.
«Αυτός που με κάλεσε στη ζωή είναι νεκρός, και, όταν κι εγώ ο ίδιος δεν θα υπάρχω πια, η ανάμνηση και των δυο μας θα χαθεί για πάντα».
Πόσο μεγάλο λάθος έκανε το τέρας του Φρανκενστάιν.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 1.1.2018
σχόλια