ΝΟΜΙΖΩ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΡΧΕΣ Νοεμβρίου του 1981 όταν έθεσα εαυτόν προ του κρίσιμου διλήμματος: θα έπρεπε να κατέβω στην πορεία του Πολυτεχνείου ή όχι; Η συνήθης πρακτική για τις 17 κάθε Νοέμβρη ήταν η αποχή, τουλάχιστον των πιο αποφασισμένων, από το σχολείο, η πεζοπορία από τη μακρινή Ηλιούπολη, όπου έμενα, στο κέντρο, με κατάληξη το Πολυτεχνείο, όπου και καταθέταμε στεφάνι.
Στις πορείες μέχρι τότε δεν είχα πάει· ήμουν ακόμη γυμνάσιο και οι αντιρρήσεις των γονιών μου μπλέκονταν με έναν γενικότερο φόβο για όλα αυτά, φόβο πιο έντονο μετά τα γεγονότα της προηγούμενης χρονιάς και τη δολοφονία των Κουμή - Κανελλοπούλου. Ήμουν όμως πια Α' Λυκείου και μπορούσα να αψηφήσω τους δικούς μου.
Άλλωστε, λίγες μέρες πριν, στις 18 Οκτωβρίου, η νίκη του ΠΑΣΟΚ είχε αλλάξει όλο το κλίμα, είχε δημιουργήσει προσδοκίες, καθώς και μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Η κατάθεση για πρώτη φορά από Έλληνα πρωθυπουργό στεφάνου στον χώρο του Πολυτεχνείου έδινε έναν αέρα δικαίωσης και γιορτής στην επέτειο.
Αυτό ήταν και το δικό μου πρόβλημα: θα πήγαινα για να διεκδικήσω ή για να γιορτάσω; Ερώτημα φλέγον για το εφηβικό μου μυαλό. Για την αριστερή μου παιδεία, τα δυο αυτά δεν συνταιριάζονταν, ο αγώνας απαιτούσε σοβαρότητα και όχι χαρές, φρουφρού και αρώματα.
Για μένα, για όλους εκείνους και εκείνες που ζήσαμε, έστω και παιδιά, τη Μεταπολίτευση, το Πολυτεχνείο τη δεκαετία του ’70 δεν ήταν γιορτή, δεν ήταν πανηγύρι, αλλά σύγκρουση. Μια σύγκρουση που έφερνε μέσα της, καθώς μάλιστα πολλά από τα πρόσωπα που συμμετείχαν ήταν τα ίδια με τότε, τον απόηχο της εξέγερσης, τη σκιά των αδικαίωτων αιτημάτων. Έφερνε τον θυμό για τις μικρές ποινές στις δίκες των βασανιστών, για το περιβόητο «στιγμιαίο», για τις αλλαγές που δεν έγιναν και την αποχουντοποίηση που δεν προχώρησε στην Αστυνομία, στη Δικαιοσύνη, στη διοίκηση και, βέβαια, την οργή για τον ρόλο των ΗΠΑ.
Η Μεταπολίτευση, ιδιαίτερα η πρώτη της περίοδος, μέχρι το 1981, όσο κοντινή κι αν μοιάζει, είναι τελικά πολύ μακρινή. Είναι μια ξένη χώρα. Όσο και αν την αντιλαμβανόμαστε ως κάτι οικείο, και παρότι όσα συνέβησαν τότε καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό πολλά από τα σημερινά, διαμορφώνοντας το τοπίο, είναι μια άλλη εποχή.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά τούτες τις μέρες, καθώς φαίνεται ότι όλο και πιο γοργά η Μεταπολίτευση συγκροτείται πλέον ως νέο μεγάλο πεδίο ενδιαφέροντος όχι μόνο για τον δημόσιο διάλογο αλλά και για την ιστορική επιστήμη. Διδακτορικές διατριβές, μεταπτυχιακά, σεμινάρια, αυτοτελείς μελέτες και συλλογές κειμένων επιχειρούν να μελετήσουν και να αναδείξουν αυτό το παρελθόν, στενά δεμένο, όπως πάντα, με το σήμερα.
Πώς ξαναδιαβάζεις όμως ένα τόσο «κοντινό-μακρινό» παρελθόν; Πώς επιστρέφεις στο χθες με τα ερωτήματα της σήμερον, χωρίς ωστόσο να καταλήγεις σε έναν αστόχαστο παροντισμό;
Η Μεταπολίτευση, ιδιαίτερα η πρώτη της περίοδος, μέχρι το 1981, όσο κοντινή κι αν μοιάζει, είναι τελικά πολύ μακρινή. Είναι μια ξένη χώρα. Όσο και αν την αντιλαμβανόμαστε ως κάτι οικείο, και παρότι όσα συνέβησαν τότε καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό πολλά από τα σημερινά, διαμορφώνοντας το τοπίο, είναι μια άλλη εποχή. Άλλες νοοτροπίες, άλλες λογικές, άλλες προσδοκίες για μια Ελλάδα που έβγαινε όχι μόνο από την επτάχρονη δικτατορία αλλά και από μια εμφύλια διαμάχη, οι ιδεολογικές και πολιτισμικές επιπτώσεις της οποίας τέλειωσαν μόλις το ’74, για να θυμίσω τη γνωστή ρήση του Κωνσταντίνου Τσουκαλά.
Μιλώντας σήμερα γι' αυτή την «πρώτη» Μεταπολίτευση, αναφερόμαστε εύλογα στη «βελούδινη μετάβαση», στην τιμωρία των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες για τον εκδημοκρατισμό – και τη σημασία τους.
Τίποτε από αυτά δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία, ούτε αποτέλεσμα μόνο κινήσεων από τα πάνω. Όλα έγιναν και υπό το βάρος και την πίεση ενός τεράστιου λαϊκού κινήματος που ξεσπούσε μέσα στο καμίνι της πρώτης περιόδου.
Ένα μεγάλο κομμάτι της Μεταπολίτευσης παίχτηκε στους δρόμους, σε μια σειρά κινητοποιήσεων που δεν ήταν η παρέκβαση αλλά ο κανόνας, ειδικά το πρώτο διάστημα, όταν κυριαρχούσε ακόμη ο φόβος για την επάνοδο της χούντας. Ο λαϊκός παράγοντας, η συνεχής παρουσία στους δρόμους, οι διεκδικήσεις, αποτέλεσαν καταλυτικό στοιχείο για την εδραίωση της δημοκρατίας. Και είναι αυτό από τα παράδοξα της Ιστορίας: την ώρα που χιλιάδες διαδήλωναν και πολλοί από αυτούς αμφισβητούσαν την ίδια την αξία της «αστικής» δημοκρατίας που είχε επανέλθει, θεωρώντας τη λειψή και φαλκιδευμένη ή διεκδικώντας τον σοσιαλισμό, την ίδια ώρα, οι ίδιοι, με την παρουσία τους και την αντίδρασή τους συντελούσαν στην περαιτέρω εδραίωση αυτής της δημοκρατίας.
Οι κινητοποιήσεις ανέδειξαν την επιθυμία για τη δημοκρατία και έφεραν στο προσκήνιο τις φωνές ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας που στη μετεμφυλιακή Ελλάδα βίωσε, σε όλη της την ένταση, την πολιτική διάκριση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η πορεία του Πολυτεχνείου εξέφρασε σε μεγάλο βαθμό αυτήν τη δυναμική, μια δυναμική που βρισκόταν διάχυτη στην κοινωνία, στο συνδικαλιστικό και στο φοιτητικό κίνημα, ενώ συνάντησε συχνά την αυταρχική αντίδραση της κυβέρνησης.
Η απαξίωση ή η ενοχοποίηση των διεκδικήσεων της Μεταπολίτευσης, οι αξιολογικές εκ των υστέρων κρίσεις για τις μακροπρόθεσμες συνέπειές τους στο σήμερα δεν βοηθούν διόλου να κατανοήσουμε τη δυναμική όλων αυτών. Αντιθέτως, βαφτίζοντας οτιδήποτε λαϊκό ως «λαϊκιστικό» και χρησιμοποιώντας μια σειρά στερεότυπες αναφορές στην «ανωριμότητα» των μαζικών αιτημάτων, δυσχεραίνουμε τις προσπάθειες κατανόησης της εποχής, τους όρους της αναγκαίας συζήτησης για τα αίτια και τη σημασία αυτών των διεκδικήσεων.
Είναι απλουστευτικό να δούμε την περίοδο 1974-1981 μονάχα ως τον προθάλαμο της νίκης του ΠΑΣΟΚ, καθώς και τη συγκεκριμένη νίκη ως αποτέλεσμα ενός μονόδρομου που οδήγησε σε αυτήν. Χάνουμε πολλά ουσιώδη, πολλές διαστάσεις σε μια τέτοια εκ των υστέρων «κανονικοποίηση» και αναδρομική ανάγνωση.
Η περίοδος 1974-1981 ήταν γεμάτη στοιχήματα που αφορούσαν την περαιτέρω πορεία της χώρας, την οικονομική ανάπτυξη, τον εκδημοκρατισμό, τη σχέση με την Ευρώπη. Αυτά τα στοιχήματα δεν παίχτηκαν ερήμην της κοινωνίας, ως αποτέλεσμα μόνο –σοφών ή μη– ηγετικών επιλογών, αλλά συναντήθηκαν και αναμετρήθηκαν με τους πόθους και τις προσδοκίες χιλιάδων ανθρώπων που διεκδικούσαν, μετά από πολλά χρόνια, ελευθερία και δημοκρατία.
Όσον αφορά εμένα, τελικά πήγα στην πορεία, μαζί με πολλούς συμμαθητές και συμμαθήτριές μου. Και ήταν τελικά η ίδια η πορεία που νοηματοδοτούσε την παρουσία μας, γεμάτη απ’ το νόημα που έχει κάτι απ’ τις φωτιές. Από τις φωτιές και τις φωνές των χιλιάδων ανθρώπων που περπατούσαμε μαζί και πυρπολούσαν τη νιότη μας με λόγια που έρχονταν από το χθες, αλλά μπορούσαν να μιλάνε με το σήμερα· συνθήματα και φωνές μιας εξέγερσης που, εκεί, στο μακρινό πια σήμερα 1981, έμοιαζαν ζωντανά και επίκαιρα, έστω και αν καταλαβαίναμε ότι άρχιζε μια νέα εποχή.
*Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας στο ΕΚΠΑ και πρόεδρος Διοικούσας Επιτροπής Ιστορικού Αρχείου ΕΚΠΑ.