Η Πενθεσίλεια εργάκι για γέλια; Ε, όχι!

Η Πενθεσίλεια εργάκι για γέλια; Ε, όχι! Facebook Twitter
2

#quote#

Στην περιφέρεια του μύθου του Τρωικού Πολέμου κινήθηκε ο Κλάιστ (1777-1811) γράφοντας την Πενθεσίλεια (1807), σε μια εποχή που ο κλασικισμός της Βαϊμάρης και του «ολύμπιου» Γκαίτε ήδη κλονιζόταν από τα αιτήματα που σύντομα θα οδηγούσαν στην ανατροπή του ρομαντισμού. Αφηγείται την ιστορία του απροσδόκητου έρωτα της βασίλισσας των Αμαζόνων με τον Αχιλλέα, ισάξιων αντιπάλων στο πεδίο της μάχης, μ' έναν τρόπο που προκαλεί απορία και θαυμασμό. Όχι μόνο για την αφηγηματική τεχνική που ακολουθεί (πολλές σκηνές μάχης, συνόλων ή αναμέτρησης των δύο ερωτευμένων –για να αναφέρω ένα μείζον δραματουργικό χαρακτηριστικό του έργου–, εξελίσσονται εκτός σκηνής και αποδίδονται μέσω αφηγήσεων τρίτων προσώπων που παρακολουθούν από μακριά) όσο και για το ίδιο το περιεχόμενο, καθώς ρίχνει τον προβολέα σ' έναν εξωπραγματικό για την εποχή τύπο γυναίκας-πολεμίστριας και σ' ένα απολύτως αιρετικό μητριαρχικό κράτος γυναικών.

Είναι ενδεικτικό της τομής που προκάλεσε ο Κλάιστ τόσο με την Πενθεσίλεια όσο και με κάποιες από τις έξοχες νουβέλες του αυτό που έγραψε ο Τόμας Μαν: «Είναι γεγονός πως κυρίως οι γυναίκες αντέδρασαν εναντίον του Κλάιστ».

Η Πενθεσίλεια είναι βασίλισσα του κράτους των Αμαζόνων, που ιδρύθηκε όταν η γενέτειρα γη τους κατακτήθηκε από τους Αιθίοπες – αυτοί εξόντωσαν τους άνδρες, απολάμβαναν τα καλά τους κι «έπαιρναν με τη βία και τον έρωτα των γυναικών». Ώσπου, συνεννοημένες μυστικά και με μαχαίρια που έφτιαξαν λιώνοντας τα στολίδια τους, σκότωσαν τη νύχτα του γάμου της βασίλισσάς τους με τον βασιλιά των Αιθιόπων τους βάρβαρους κατακτητές. Τότε αποφάσισαν να ζήσουν ελεύθερες και ποτέ πια να μην υπηρετήσουν άνδρες – πολεμώντας σαν άνδρες για την ανεξαρτησία τους και για την ευημερία του μητριαρχικού τους βασιλείου.

Η ρήξη στην αλυσίδα των κατορθωμάτων του αλλόκοτου πολεμοχαρούς γένους των Αμαζόνων θα συντελεστεί όταν η Πενθεσίλεια ερωτευτεί τον καλύτερο πολεμιστή των Ελλήνων. Κατακτημένοι ο ένας από τον έρωτα του άλλου, δεν μπορούν να παραδεχτούν την ήττα τους από τον «αντίπαλο». Διάφορες «παρεξηγήσεις», μοιραίες και ακραίες, όπως οι δύο ήρωες, οδηγούν στην τραγική κατάληξη: η Πενθεσίλεια, σε κατάσταση ερωτικής παράκρουσης, θα επιτεθεί σαν μαινάδα στον Αχιλλέα, που κατεβαίνει στο πεδίο της μάχης για να τη συναντήσει – στην πραγματικότητα, σχεδόν άοπλος, για να της «παραδοθεί». «Τι φίλημα, τι δάγκωμα – μοιάζουν αυτά / Κι αν αγαπάς με την καρδιά σου / είν' εύκολο να τα μπερδέψεις» (μετάφραση Τζένης Μαστοράκη).

Στο γύρισμα του 18ου αι., σε μια εποχή δηλαδή που το θέατρο είχε σαφή ηθικοπλαστικό ρόλο, ένα έργο με σχεδόν κανιβαλιστικό φινάλε, όπου η ηρωίδα γίνεται ένα με τα σκυλιά της και κατασπαράζει τον άνδρα που ποθεί μέχρι θανάτου, μια ιστορία που τίναζε στον αέρα όλες τις όμορφες θεωρίες για τη σημασία της γνώσης, του ορθολογισμού και του ρασιοναλισμού, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει όχι απλώς αμηχανία αλλά αποστροφή.

Γι' αυτό κι έπρεπε να περάσουν δεκαετίες και να εμφανιστούν συγγραφείς όπως ο Στρίντμπεργκ και ο Βέντεκιντ για να μπορέσει η Πενθεσίλεια να βγει από την αφάνεια στην οποία την καταδίκασαν οι σύγχρονοι του Κλάιστ. Έκτοτε, και δη τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον γι' αυτό το έργο παραμένει αμείωτο και οι πολλές και διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητά του.

Ανακαλούν οι Αμαζόνες τις Βαλκυρίες των γερμανικών μύθων ή τις γυναίκες που έγιναν διάσημες για τη συμμετοχή τους στη Γαλλική Επανάσταση (Olympe de Gouges, Claire Lacombe, Theorine de Mericourt κ.ά.) και που ο Κλάιστ θαύμαζε; Η αναμέτρηση Πενθεσίλειας-Αχιλλέα μήπως αποτελεί μια παράδοξη αποτύπωση της «κόντρας» Γκαίτε-Κλάιστ; Στον διπλό θάνατο του τέλους προοικονομείται η διπλή αυτοκτονία του Κλάιστ και της Ενριέτας Βόγκελ;

Κι ακόμα, πόσο πιθανό είναι, μέσα από την ανδρόγυνη ηρωίδα του, ο Κλάιστ να δηλώνει τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του; Μήπως στην εσωτερική μάχη που βασανίζει την Πενθεσίλεια προβάλλεται η μάχη ενάντια στο ξένο μέσα μας (στον έρωτα ο εαυτός μας γίνεται «ξένος»); Ή, όπως υποστηρίζουν οι φεμινίστριες, πρόκειται για μια «ανδρική φαντασία», της οποία το άγριο τέλος ενισχύει τελικά το «δίκαιον» του πατριαρχικού συστήματος;

Υπό το πρίσμα της ψυχανάλυσης, το έργο του Κλάιστ συνδέθηκε με τον ναρκισσισμό, τον γυναικείο σαδισμό, την υστερία και τη φονική φρενίτιδα, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Ο Λακάν φάνηκε χρήσιμος, όπως κι οι θέσεις του Φουκώ για την τρέλα στον πολιτισμό. Η Κρίστα Βολφ αναγνωρίζει στον Κλάιστ μία από τις πρώιμες φωνές που έθιξαν την πολλαπλή καταπίεση της ανθρώπινης φύσης και υποστηρίζει πως η φωνή διαμαρτυρίας δεν θα μπορούσε παρά να ανήκει σε μια γυναίκα – καθώς ο βιασμός της φυσικής κατάστασης, που έχει θηλυκό πρόσημο, συντελείται από την «ανδρική» κατασκευή του κράτους και των νόμων.

Μία ακόμα ενδιαφέρουσα άποψη υπενθυμίζει ότι ο Κλάιστ πέρασε στα 1801 τη λεγομένη «καντιανή κρίση», οπότε κατέληξε ότι «η γνώση δεν μπορεί να είναι το υπέρτατο αγαθό». Ίσως, λοιπόν, η Πενθεσίλεια να λειτουργεί ως έμμεση αντίδραση στην αισιόδοξη πίστη των φιλοσόφων του Διαφωτισμού για την αξία της γνώσης – θέτοντας, επιπλέον, ερωτηματικά ως προς τις απόψεις του Ρουσώ και άλλων πολιτικών στοχαστών της εποχής για τη λειτουργία του κοινωνικού συμβολαίου (το «κοινωνικό συμβόλαιο» των Αμαζόνων είναι παρά φύσιν).

Κάποιοι μίλησαν για ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής αξίας το οποίο δονείται από μια εσωτερική αντίφαση: εδώ το σώμα πρωταγωνιστεί (επαναστατώντας, θαρρείς, ενάντια στην τέχνη του λόγου και στην καταδυνάστευση των λέξεων), το ερωτευμένο σώμα που ποθεί, πονάει, τραυματίζεται και πεθαίνει.

Καταλήγω: έπειτα από τόση σκέψη που έχει προκαλέσει η Πενθεσίλεια, είναι δυνατόν μια σύγχρονη παράσταση του έργου να μην καταφέρνει να περάσει έστω και τον παραμικρό προβληματισμό; Ακόμα χειρότερα: είναι δυνατόν η σκηνική προσέγγιση αυτού του έργου να προκαλεί γέλια; Μπορεί κάποιοι θεατές να είναι ανίδεοι, να μην ξέρουν τι έχουν έρθει να δουν, αλλά όταν η σκηνοθεσία εκβιάζει το γέλιο, οι θεατές τι να κάνουν; Όταν οι ρόλοι γελοιοποιούνται, οι Αμαζόνες παρουσιάζονται σαν υστερικές σε κατάσταση παροξυσμού, οι άνδρες γελοιοποιούν την έννοια του Ήρωα, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι πολλαπλασιάζεται σε ρεπλίκες και η σχέση τους αποσυντίθεται, όταν σε κρίσιμη στιγμή του έργου ένας από τους ηθοποιούς βάζει να παίζει το «Θα με θυμηθείς» του Πάριου και τραγουδά περιπαθώς, σχολιάζοντας «αυτό είναι τραγούδι!», το κοινό τι να κάνει;

Ο Ακύλλας Καραζήσης είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός. Αυτό δεν προεξοφλεί ότι είναι και καλός σκηνοθέτης – και αρκετές από τις παραστάσεις του που έχω δει με κάνουν να πιστεύω ότι θα ήταν συνετό εκ μέρους του να αφήσει κατά μέρος τις σκηνοθετικές φιλοδοξίες. Επειδή, όμως, είναι και δάσκαλος της υποκριτικής και η παράσταση προέκυψε ως διπλωματική εργασία των τελειοφοίτων της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου υπό την καθοδήγησή του, προβληματίζομαι. Αν διδάσκεις τα παιδιά να ασεβούν πάνω σε σπουδαία θεατρικά κείμενα, καθοδηγώντας τα όχι στη μελέτη του υπέροχου λόγου και την ανάδειξη των σιωπηλών νοημάτων αλλά στην ειρωνεία, την απαξίωση, τη σύγχυση, σε μια εποχή που τα πάντα μοιάζουν διαλυμένα κι έχουμε ανάγκη να κρατηθούμε απ' ό,τι αξίζει, τι ακριβώς καταφέρνεις;

Θέατρο
2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ

σχόλια

2 σχόλια
δυστυχώς την παράσταση δεν μπόρεσα να την δω στα Δημήτρια και τώρα μάλλον δεν θα την δω ποτέ. το τελευταίο σχόλιό σας όμως, η τελευταία περίοδος στην ουσία του άρθρου σας, εκφράζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την άποψή μου για τις δραματικές σχολές, ιδιωτικές και κρατικές (είτε πρόκειται για το εθνικό/κρατικό, είτε για κάποιο από τα παναπιστημιακά τμήματα της χώρας) και τον τρόπο με τον οποίο εκπαιδεύονται εκεί οι νέοι άνθρωποι. έχω ατυχήσει να δω αρκετές άλλες δουλειές νέων ανθρώπων που φοιτούν σε διάφορες από αυτές τις σχολές και παρατηρώ με λύπη κάθε φορά πως σε τούτη τη χώρα (και όχι μόνο δυστυχώς) περνάμε απευθείας στην αποδόμηση. προτού μάθουμε να σεβόμαστε κάτι (ένα κείμενο, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα) μαθαίνουμε να το αποδομούμε, και η όποια εκπαίδευσή μας σταματά εκεί. είναι κατανοητό (και απαραίτητο) οι νέοι άνθρωποι να γοητεύονται από το σύγχρονο, το ακραίο, το πειραματικό. είναι όμως αδύνατο να πειραματιστεί κανείς χωρίς να γνωρίζει πρώτα το συνηθισμένο, το απλό, το υπαρκτό. όταν ήμουν μικρή και πήγαινα στο ωδείο είχα έναν καταπληκτικό καθηγητή που, καθώς έβλεπε πως δυσανασχετούσα με όσα διδασκόμασταν τα πρώτα χρόνια, μου έλεγε "αν δεν μάθεις να εκτιμάς τον Μπαχ (που βαριόμουν απίστευτα) δεν θα μπορέσεις ποτέ να τον ξεπεράσεις". το ότι δεν τον ξεπέρασα ποτέ είναι μια άλλη ιστορία!
Συμφωνω απολυτα με την κριτικη!Μολονοτι ασχετος με το πρωτοτυπο, αντιλαμβανομουν μεσα απο τις ιαχες και το κακο μπαχαλο των διαλογων(προφανως ειναι η σκηνοθετικη μανιερα του Καραζηση)οτι υπηρχε ενα πολυ δυνατο κειμενο!Καταλαβαινα την κακοποιηση κι'ας μην ειχα την παραμικρη ιδεα για ολα οσα γραφονται παραπανω για το βαθος του εργου. Ειναι κριμα πραγματικα! Και ειναι τεραστιο προβλημα των σκηνοθετων αυτο: Πιανουν ενα κλασσικο εργο και του αλλαζουν κυριολεκτικα τα φωτα, μονο και μονο για να το κανουν Δικο τους!Παρεμπιπτοντως, δεν θα ηθελα σε καμια περιπτωση να παραλειψω να εκφρασω τον θαυμασμο μου για τα νεα παιδια-ηθοποιους. Μου φανηκαν ολοι τους εξαιρετικοι και με εντυπωσιασε το ποσο σκληρα ειχαν εργαστει για αυτο το αποτελέσμα. Τι κριμα που τοσος κοπος ακυρωθηκε ολοσχερως απο τις οδηγιες του σκηνοθετη?Με τετοιο υλικο(κειμενο και ηθοποιοι) θα μπορουσε το αποτελεσμα να ειναι ενα πραγματικο αριστουργημα! Κατηντησε ρεταλι!