Η Πενθεσίλεια εργάκι για γέλια; Ε, όχι!

Η Πενθεσίλεια εργάκι για γέλια; Ε, όχι! Facebook Twitter
2

#quote#

Στην περιφέρεια του μύθου του Τρωικού Πολέμου κινήθηκε ο Κλάιστ (1777-1811) γράφοντας την Πενθεσίλεια (1807), σε μια εποχή που ο κλασικισμός της Βαϊμάρης και του «ολύμπιου» Γκαίτε ήδη κλονιζόταν από τα αιτήματα που σύντομα θα οδηγούσαν στην ανατροπή του ρομαντισμού. Αφηγείται την ιστορία του απροσδόκητου έρωτα της βασίλισσας των Αμαζόνων με τον Αχιλλέα, ισάξιων αντιπάλων στο πεδίο της μάχης, μ' έναν τρόπο που προκαλεί απορία και θαυμασμό. Όχι μόνο για την αφηγηματική τεχνική που ακολουθεί (πολλές σκηνές μάχης, συνόλων ή αναμέτρησης των δύο ερωτευμένων –για να αναφέρω ένα μείζον δραματουργικό χαρακτηριστικό του έργου–, εξελίσσονται εκτός σκηνής και αποδίδονται μέσω αφηγήσεων τρίτων προσώπων που παρακολουθούν από μακριά) όσο και για το ίδιο το περιεχόμενο, καθώς ρίχνει τον προβολέα σ' έναν εξωπραγματικό για την εποχή τύπο γυναίκας-πολεμίστριας και σ' ένα απολύτως αιρετικό μητριαρχικό κράτος γυναικών.

Είναι ενδεικτικό της τομής που προκάλεσε ο Κλάιστ τόσο με την Πενθεσίλεια όσο και με κάποιες από τις έξοχες νουβέλες του αυτό που έγραψε ο Τόμας Μαν: «Είναι γεγονός πως κυρίως οι γυναίκες αντέδρασαν εναντίον του Κλάιστ».

Η Πενθεσίλεια είναι βασίλισσα του κράτους των Αμαζόνων, που ιδρύθηκε όταν η γενέτειρα γη τους κατακτήθηκε από τους Αιθίοπες – αυτοί εξόντωσαν τους άνδρες, απολάμβαναν τα καλά τους κι «έπαιρναν με τη βία και τον έρωτα των γυναικών». Ώσπου, συνεννοημένες μυστικά και με μαχαίρια που έφτιαξαν λιώνοντας τα στολίδια τους, σκότωσαν τη νύχτα του γάμου της βασίλισσάς τους με τον βασιλιά των Αιθιόπων τους βάρβαρους κατακτητές. Τότε αποφάσισαν να ζήσουν ελεύθερες και ποτέ πια να μην υπηρετήσουν άνδρες – πολεμώντας σαν άνδρες για την ανεξαρτησία τους και για την ευημερία του μητριαρχικού τους βασιλείου.

Η ρήξη στην αλυσίδα των κατορθωμάτων του αλλόκοτου πολεμοχαρούς γένους των Αμαζόνων θα συντελεστεί όταν η Πενθεσίλεια ερωτευτεί τον καλύτερο πολεμιστή των Ελλήνων. Κατακτημένοι ο ένας από τον έρωτα του άλλου, δεν μπορούν να παραδεχτούν την ήττα τους από τον «αντίπαλο». Διάφορες «παρεξηγήσεις», μοιραίες και ακραίες, όπως οι δύο ήρωες, οδηγούν στην τραγική κατάληξη: η Πενθεσίλεια, σε κατάσταση ερωτικής παράκρουσης, θα επιτεθεί σαν μαινάδα στον Αχιλλέα, που κατεβαίνει στο πεδίο της μάχης για να τη συναντήσει – στην πραγματικότητα, σχεδόν άοπλος, για να της «παραδοθεί». «Τι φίλημα, τι δάγκωμα – μοιάζουν αυτά / Κι αν αγαπάς με την καρδιά σου / είν' εύκολο να τα μπερδέψεις» (μετάφραση Τζένης Μαστοράκη).

Στο γύρισμα του 18ου αι., σε μια εποχή δηλαδή που το θέατρο είχε σαφή ηθικοπλαστικό ρόλο, ένα έργο με σχεδόν κανιβαλιστικό φινάλε, όπου η ηρωίδα γίνεται ένα με τα σκυλιά της και κατασπαράζει τον άνδρα που ποθεί μέχρι θανάτου, μια ιστορία που τίναζε στον αέρα όλες τις όμορφες θεωρίες για τη σημασία της γνώσης, του ορθολογισμού και του ρασιοναλισμού, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει όχι απλώς αμηχανία αλλά αποστροφή.

Γι' αυτό κι έπρεπε να περάσουν δεκαετίες και να εμφανιστούν συγγραφείς όπως ο Στρίντμπεργκ και ο Βέντεκιντ για να μπορέσει η Πενθεσίλεια να βγει από την αφάνεια στην οποία την καταδίκασαν οι σύγχρονοι του Κλάιστ. Έκτοτε, και δη τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον γι' αυτό το έργο παραμένει αμείωτο και οι πολλές και διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητά του.

Ανακαλούν οι Αμαζόνες τις Βαλκυρίες των γερμανικών μύθων ή τις γυναίκες που έγιναν διάσημες για τη συμμετοχή τους στη Γαλλική Επανάσταση (Olympe de Gouges, Claire Lacombe, Theorine de Mericourt κ.ά.) και που ο Κλάιστ θαύμαζε; Η αναμέτρηση Πενθεσίλειας-Αχιλλέα μήπως αποτελεί μια παράδοξη αποτύπωση της «κόντρας» Γκαίτε-Κλάιστ; Στον διπλό θάνατο του τέλους προοικονομείται η διπλή αυτοκτονία του Κλάιστ και της Ενριέτας Βόγκελ;

Κι ακόμα, πόσο πιθανό είναι, μέσα από την ανδρόγυνη ηρωίδα του, ο Κλάιστ να δηλώνει τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του; Μήπως στην εσωτερική μάχη που βασανίζει την Πενθεσίλεια προβάλλεται η μάχη ενάντια στο ξένο μέσα μας (στον έρωτα ο εαυτός μας γίνεται «ξένος»); Ή, όπως υποστηρίζουν οι φεμινίστριες, πρόκειται για μια «ανδρική φαντασία», της οποία το άγριο τέλος ενισχύει τελικά το «δίκαιον» του πατριαρχικού συστήματος;

Υπό το πρίσμα της ψυχανάλυσης, το έργο του Κλάιστ συνδέθηκε με τον ναρκισσισμό, τον γυναικείο σαδισμό, την υστερία και τη φονική φρενίτιδα, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Ο Λακάν φάνηκε χρήσιμος, όπως κι οι θέσεις του Φουκώ για την τρέλα στον πολιτισμό. Η Κρίστα Βολφ αναγνωρίζει στον Κλάιστ μία από τις πρώιμες φωνές που έθιξαν την πολλαπλή καταπίεση της ανθρώπινης φύσης και υποστηρίζει πως η φωνή διαμαρτυρίας δεν θα μπορούσε παρά να ανήκει σε μια γυναίκα – καθώς ο βιασμός της φυσικής κατάστασης, που έχει θηλυκό πρόσημο, συντελείται από την «ανδρική» κατασκευή του κράτους και των νόμων.

Μία ακόμα ενδιαφέρουσα άποψη υπενθυμίζει ότι ο Κλάιστ πέρασε στα 1801 τη λεγομένη «καντιανή κρίση», οπότε κατέληξε ότι «η γνώση δεν μπορεί να είναι το υπέρτατο αγαθό». Ίσως, λοιπόν, η Πενθεσίλεια να λειτουργεί ως έμμεση αντίδραση στην αισιόδοξη πίστη των φιλοσόφων του Διαφωτισμού για την αξία της γνώσης – θέτοντας, επιπλέον, ερωτηματικά ως προς τις απόψεις του Ρουσώ και άλλων πολιτικών στοχαστών της εποχής για τη λειτουργία του κοινωνικού συμβολαίου (το «κοινωνικό συμβόλαιο» των Αμαζόνων είναι παρά φύσιν).

Κάποιοι μίλησαν για ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής αξίας το οποίο δονείται από μια εσωτερική αντίφαση: εδώ το σώμα πρωταγωνιστεί (επαναστατώντας, θαρρείς, ενάντια στην τέχνη του λόγου και στην καταδυνάστευση των λέξεων), το ερωτευμένο σώμα που ποθεί, πονάει, τραυματίζεται και πεθαίνει.

Καταλήγω: έπειτα από τόση σκέψη που έχει προκαλέσει η Πενθεσίλεια, είναι δυνατόν μια σύγχρονη παράσταση του έργου να μην καταφέρνει να περάσει έστω και τον παραμικρό προβληματισμό; Ακόμα χειρότερα: είναι δυνατόν η σκηνική προσέγγιση αυτού του έργου να προκαλεί γέλια; Μπορεί κάποιοι θεατές να είναι ανίδεοι, να μην ξέρουν τι έχουν έρθει να δουν, αλλά όταν η σκηνοθεσία εκβιάζει το γέλιο, οι θεατές τι να κάνουν; Όταν οι ρόλοι γελοιοποιούνται, οι Αμαζόνες παρουσιάζονται σαν υστερικές σε κατάσταση παροξυσμού, οι άνδρες γελοιοποιούν την έννοια του Ήρωα, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι πολλαπλασιάζεται σε ρεπλίκες και η σχέση τους αποσυντίθεται, όταν σε κρίσιμη στιγμή του έργου ένας από τους ηθοποιούς βάζει να παίζει το «Θα με θυμηθείς» του Πάριου και τραγουδά περιπαθώς, σχολιάζοντας «αυτό είναι τραγούδι!», το κοινό τι να κάνει;

Ο Ακύλλας Καραζήσης είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός. Αυτό δεν προεξοφλεί ότι είναι και καλός σκηνοθέτης – και αρκετές από τις παραστάσεις του που έχω δει με κάνουν να πιστεύω ότι θα ήταν συνετό εκ μέρους του να αφήσει κατά μέρος τις σκηνοθετικές φιλοδοξίες. Επειδή, όμως, είναι και δάσκαλος της υποκριτικής και η παράσταση προέκυψε ως διπλωματική εργασία των τελειοφοίτων της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου υπό την καθοδήγησή του, προβληματίζομαι. Αν διδάσκεις τα παιδιά να ασεβούν πάνω σε σπουδαία θεατρικά κείμενα, καθοδηγώντας τα όχι στη μελέτη του υπέροχου λόγου και την ανάδειξη των σιωπηλών νοημάτων αλλά στην ειρωνεία, την απαξίωση, τη σύγχυση, σε μια εποχή που τα πάντα μοιάζουν διαλυμένα κι έχουμε ανάγκη να κρατηθούμε απ' ό,τι αξίζει, τι ακριβώς καταφέρνεις;

Θέατρο
2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αγορίτσα Οικονόμου

Αγορίτσα Οικονόμου / «Πέφτω να κοιμηθώ και σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει καλά»

Βρέθηκε να κυνηγάει το όνειρο της υποκριτικής, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, αλλά με τη βεβαιότητα ότι δεν ήθελε ποτέ να μείνει με την απορία «γιατί δεν το έκανα;». Μέσα από σκληρή δουλειά και πολλούς μικρούς ρόλους, κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην τέχνη, στον οποίο προχωρά και αισθάνεται τυχερή. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ 

Θέατρο / «Αν κλάψω με ένα έργο, είμαι σε καλό δρόμο»

Ο Χρήστος Θεοδωρίδης, που έχει σκηνοθετήσει με επιτυχία δύο έργα φέτος, του Βιριπάγιεφ και της Αναγνωστάκη, εξηγεί γιατί τον ενδιαφέρουν τα κείμενα που μιλάνε στον άνθρωπο σήμερα, ακόμα κι αν σε αυτά ακούγονται ακραίες απόψεις που ενοχλούν και τον ίδιο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Να είσαι γκέι στη Νέα Υόρκη

Θέατρο / «Η Κληρονομιά μας»: Τι αποκομίσαμε από την εξάωρη παράσταση στο Εθνικό

«Μία ποπ queer saga, παραδομένη πότε στη μέθη των κοκτέιλ Μανχάταν και πότε στο πένθος μιας αλησμόνητης συλλογικής απώλειας» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το πολυβραβευμένο έργο του Μάθιου Λόπεζ, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Γιάννη Μόσχο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη

Θέατρο / «Έχω νιώσει ακατάλληλος και παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα στο θεατρικό τοπίο που αλλάζει»

Με αφορμή το έργο του Μπέρνχαρντ «Η δύναμη της συνήθειας», ο Γιάννος Περλέγκας μιλά με ταπεινότητα και πάθος για το θέατρο, με το οποίο συνεχίζει να παλεύει και που διαρκώς τον νικά. Αυτό, όμως, είναι που τον κρατά ζωντανό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Άρης Χριστοφέλλης

Όπερα / «Ακόμα και όσοι θαυμάζουν σχεδόν ειδωλολατρικά την Κάλλας, λίγα γνωρίζουν για την τέχνη της»

Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, επιστημονικός σύμβουλος του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η θρυλική σοπράνο παραμένει μια ανυπέρβλητη καλλιτέχνιδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Θέατρο / Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Ποια είναι τα προσωπικά της στοιχήματα και ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού - η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτή τη θέση από το 1994.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η Κληρονομιά μας, ένα πανόραμα της και της ιστορίας των γκέι ανδρών

Θέατρο / «Η κληρονομιά μας»: Η ιστορία της gay κοινότητας γίνεται ένα συγκινητικό θεατρικό έργο

Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετεί το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Μάθιου Λόπεζ, ένα έργο με αφετηρία την γκέι ζωή που αφορά την αγάπη και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, είτε ομόφυλες είτε ετερόφυλες, τα όνειρα, τους φόβους και τα ματαιωμένα σχέδια. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια απρόβλεπτη συζήτηση για τη σεξουαλικότητα με τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Θέατρο / Γαλήνη Χατζηπασχάλη: «Δεν μιλάμε για τα σεξουαλικά βοηθήματα κι ας πουλιούνται εκατομμύρια δονητές»

Πρωταγωνιστεί στο «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή», μια παράσταση που φωτίζει το πώς, ακόμη και σήμερα, δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε ανοιχτά για το σεξ. Με αφορμή το έργο, κάναμε μια απρόβλεπτη συζήτηση με την αγαπημένη ηθοποιό για τα ταμπού, την εμμηνόπαυση και τη γυναικεία σεξουαλική χειραφέτηση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

Θέατρο / Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

Mια επιμελής εικονογράφηση του μπρεχτικού αριστουργήματος εκτυλίσσεται ενώπιόν μας, χωρίς να δονείται από καμία εσωτερική αναγκαιότητα - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Βαρόνος “Φ”»: Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Θέατρο / Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Πιάνοντας το νήμα από την ιδέα μιας καυστικής κωμωδίας ηθών του 1870 που μιλά για την απάτη, η ιστορία ενός ψευτοευγενούς στην παράσταση «Βαρόνος “Φ”» φτάνει στη σύγχρονη υποκρισία και στον εαυτό που θέλουμε να δείχνουμε στην κοινωνία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ΜΑΜΙ είναι ένα ποίημα για τις ζωές των γυναικών

Θέατρο / «ΜΑΜΙ»: Εικόνες από τη ζωή μιας μητέρας

Το ποιητικό σύμπαν του 26χρονου σκηνοθέτη που μας μάγεψε με το «Goodbye Linditta», εστιάζει αυτήν τη φορά στην ιστορία μιας γυναίκας μέσα από τα μάτια ενός αγοριού που δεν θέλει να τη θεοποιήσει αλλά να την παρατηρήσει.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Θέατρο / O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Ο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης της τελετής έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, που έγινε διάσημος για τις φιλόδοξες, μεγαλειώδεις παραστάσεις του, πιστεύει απόλυτα στη μαγική δύναμη του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

σχόλια

2 σχόλια
δυστυχώς την παράσταση δεν μπόρεσα να την δω στα Δημήτρια και τώρα μάλλον δεν θα την δω ποτέ. το τελευταίο σχόλιό σας όμως, η τελευταία περίοδος στην ουσία του άρθρου σας, εκφράζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την άποψή μου για τις δραματικές σχολές, ιδιωτικές και κρατικές (είτε πρόκειται για το εθνικό/κρατικό, είτε για κάποιο από τα παναπιστημιακά τμήματα της χώρας) και τον τρόπο με τον οποίο εκπαιδεύονται εκεί οι νέοι άνθρωποι. έχω ατυχήσει να δω αρκετές άλλες δουλειές νέων ανθρώπων που φοιτούν σε διάφορες από αυτές τις σχολές και παρατηρώ με λύπη κάθε φορά πως σε τούτη τη χώρα (και όχι μόνο δυστυχώς) περνάμε απευθείας στην αποδόμηση. προτού μάθουμε να σεβόμαστε κάτι (ένα κείμενο, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα) μαθαίνουμε να το αποδομούμε, και η όποια εκπαίδευσή μας σταματά εκεί. είναι κατανοητό (και απαραίτητο) οι νέοι άνθρωποι να γοητεύονται από το σύγχρονο, το ακραίο, το πειραματικό. είναι όμως αδύνατο να πειραματιστεί κανείς χωρίς να γνωρίζει πρώτα το συνηθισμένο, το απλό, το υπαρκτό. όταν ήμουν μικρή και πήγαινα στο ωδείο είχα έναν καταπληκτικό καθηγητή που, καθώς έβλεπε πως δυσανασχετούσα με όσα διδασκόμασταν τα πρώτα χρόνια, μου έλεγε "αν δεν μάθεις να εκτιμάς τον Μπαχ (που βαριόμουν απίστευτα) δεν θα μπορέσεις ποτέ να τον ξεπεράσεις". το ότι δεν τον ξεπέρασα ποτέ είναι μια άλλη ιστορία!
Συμφωνω απολυτα με την κριτικη!Μολονοτι ασχετος με το πρωτοτυπο, αντιλαμβανομουν μεσα απο τις ιαχες και το κακο μπαχαλο των διαλογων(προφανως ειναι η σκηνοθετικη μανιερα του Καραζηση)οτι υπηρχε ενα πολυ δυνατο κειμενο!Καταλαβαινα την κακοποιηση κι'ας μην ειχα την παραμικρη ιδεα για ολα οσα γραφονται παραπανω για το βαθος του εργου. Ειναι κριμα πραγματικα! Και ειναι τεραστιο προβλημα των σκηνοθετων αυτο: Πιανουν ενα κλασσικο εργο και του αλλαζουν κυριολεκτικα τα φωτα, μονο και μονο για να το κανουν Δικο τους!Παρεμπιπτοντως, δεν θα ηθελα σε καμια περιπτωση να παραλειψω να εκφρασω τον θαυμασμο μου για τα νεα παιδια-ηθοποιους. Μου φανηκαν ολοι τους εξαιρετικοι και με εντυπωσιασε το ποσο σκληρα ειχαν εργαστει για αυτο το αποτελέσμα. Τι κριμα που τοσος κοπος ακυρωθηκε ολοσχερως απο τις οδηγιες του σκηνοθετη?Με τετοιο υλικο(κειμενο και ηθοποιοι) θα μπορουσε το αποτελεσμα να ειναι ενα πραγματικο αριστουργημα! Κατηντησε ρεταλι!