Όταν δει κανείς το The Post του Στίβεν Σπίλμπεργκ καταλαβαίνει γιατί πήρε την απόφαση να βάλει για λίγο στην αναμονή το Ready Player One για να γυρίσει μία ταινία με άκρως επίκαιρο και σαφές μήνυμα που αφορά στην ελευθερία του τύπου και στη θέση της γυναίκας. Αυτά τα δύο καίρια στοιχεία ενσαρκώνονται υπέροχα από τη Μέριλ Στριπ που παίζει τον ρόλο της Κέι Γκράχαμ, της πρώτης γυναίκας εκδότριας εφημερίδας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Κάθριν «Κέι» Γκράχαμ ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του Γιουτζίν Μέγιερ, οικονομολόγου και δεινού επενδυτή που αγόρασε την εφημερίδα Washington Post σε έναν πλειστηριασμό λόγω πτώχευσης το 1933. Η μικρή Κέι και τα αδέλφια της μεγάλωσαν με τη φροντίδα νταντάδων, φροντιστών και υπηρετικού προσωπικού καθώς οι γονείς τους ήταν πολυάσχολοι και ταξίδευαν διαρκώς.
Ο πατέρας τους ως πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ απουσίαζε κυρίως λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, όπως και η μποέμ, φιλότεχνη και ακτιβίστρια μητέρα, προκειμένου να συμμετάσχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις και να συναντά καλλιτέχνες, επιστήμονες και άλλες σπουδαίες προσωπικότητες με τις οποίες έτρεφε φιλικούς δεσμούς, όπως ο γλύπτης Ωγκύστ Ροντέν, οι λαμπροί επιστήμονες Μαρί Κιουρί και Άλμπερτ Άινσταϊν και ο συγγραφέας Τόμας Μαν.
Ντροπαλή εκ φύσεως, η μέλλουσα σπουδαία κυρία των ΜΜΕ, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, μεγάλωσε στη σκιά αυτών των δύο κραταιών προσωπικοτήτων. Η δύσκολη και οριακά τοξική σχέση με τη μητέρα της, η οποία αμφισβητούσε διαρκώς τις ικανότητές της, γέννησε στην Κάθριν πλείστες ανασφάλειες και την άφησε να αμφιβάλλει για την αξία, τη νοημοσύνη, τον χαρακτήρα και την εμφάνιση της. Ως αγαπημένο παιδί του πατέρα της όμως ανέπτυξε ένα μεγάλο ενδιαφέρον και αγάπη για την οικογενειακή εφημερίδα και για τη δημοσιογραφία.
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της εργάστηκε αρχικά στο Σαν Φρανσίσκο για λίγο ως βοηθός σύνταξης, και στη συνέχεια στην Washington Post ώσπου γνώρισε και παντρεύτηκε τον Φίλιπ Γκράχαμ. Τότε, όπως πρόσταζαν τα ήθη της εποχής και άρμοζε στην οικονομική επιφάνεια της οικογένειάς της, εγκατέλειψε κάθε όνειρο για σταδιοδρομία στη δημοσιογραφία και αφοσιώθηκε στον ρόλο της συζύγου και μητέρας.
Μετά τα έγγραφα του Πενταγώνου που δημοσίευσε αψηφώντας την δικαστική εντολή, την πολιτική πίεση και τις έντονες αντιδράσεις των νομικών και οικονομικών της συμβούλων, οι ρεπόρτερ της Washington Post έφεραν στο φως της περιβόητη υπόθεση Γουότεργκεϊτ που κόστισε στον Νίξον την προεδρία.
Το 1946 ο πατέρας της επέλεξε να μεταβιβάσει τις μετοχές του και να ορίσει διάδοχο στο πηδάλιο της εφημερίδας τον σύζυγό της, ο οποίος ήταν δικηγόρος και είχε εργαστεί στην Washington Post μόλις για έξι μήνες. Για να αιτιολογήσει το ότι δεν επέλεξε την ίδια του την κόρη, που αρχικά είχε ασχοληθεί επί χρόνια με το έντυπο έπειτα από δική του παρότρυνση, ο Γιουτζίν Μάγιερ είπε χαρακτηριστικά στην κόρη του: «Κανένας άνδρας δεν πρέπει να εργάζεται για την γυναίκα του».
Στα απομνημονεύματά της αργότερα ομολόγησε πως τότε, το γεγονός ότι ο πατέρας της δεν σκέφθηκε ότι θα μπορούσε εκείνη να διοικήσει την εφημερίδα, της φαινόταν απολύτως λογικό.
Όταν πήρε ο σύζυγός της τα ηνία, εκείνη απλά εξακολούθησε να εκτελεί τα οικογενειακά καθήκοντά της και να δεξιώνεται επιτυχώς την ελίτ της Ουάσινγκτον: τους προέδρους Τζον Φ. Κένεντι και Λίντον Μπ. Τζόνσον, τον Κίσιντζερ, τον Μακναμάρα και άλλες σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λειτουργώντας όπως όλες οι σύζυγοι της κοινωνικής της θέσης. Υποστηρικτικά, ως μπιμπελό, που πλαισιώνει ιδανικά την κινητήρια δύναμη του σπιτιού.
Το ότι ήταν εξίσου ικανή δεν θα το μάθαινε ίσως ποτέ κανείς αν ο Φιλ δεν έπασχε από μανιοκατάθλιψη και ο θεράπων ιατρός του δεν είχε προτείνει αντί για φαρμακευτική αγωγή να διαβάζει υπαρξιστές φιλοσόφους. Έπειτα από αρκετά επεισόδια, μία νευρική κατάρρευση κατά την διάρκεια ενός συνεδρίου και μακρά παραμονή σε ψυχιατρική κλινική, ο Γκράχαμ αυτοκτόνησε στο μπάνιο του εξοχικού τους στην Βιρτζίνια.
Αφού επιλύθηκαν κάποια κληρονομικά ζητήματα η Κάθριν βρέθηκε επικεφαλής της Washington Post. Όμως μετά από τόσο χρόνια στη σκιά των κοντινών της προσώπων, δεν πίστευε ούτε η ίδια πως θα τα καταφέρει.
Η ταινία του Σπίλμπεργκ σκιαγραφεί πολύ καλά την προσωπικότητα αυτής της γυναίκας που είχε ανατραφεί για να λειτουργήσει ως αξεσουάρ των ανδρών στη ζωή της, μαζί και το άκρως σεξιστικό εργασιακό περιβάλλον που αμφισβητεί ανοιχτά το δικαίωμα μιας γυναίκας να παίρνει σοβαρές αποφάσεις, ακόμα και για την ίδια την περιουσία και την επιχείρησή της.
Οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες της Μέριλ Στριπ λειτουργούν άψογα ώστε να γίνει κατανοητή η πατριαρχική αντίληψη που εκφράζεται μέσα από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας και τους νομικούς συμβούλους, όμως η αλήθεια είναι πως όταν προέκυψε το ζήτημα των εγγράφων του Πενταγώνου το 1971, η Γκράχαμ ήταν ήδη εκδότρια της Washington Post επί οχτώ χρόνια και είχε ήδη αποκτήσει αυτοπεποίθηση ώστε να διαχειριστεί την εξαιρετικά λεπτή θέση στην οποία βρέθηκε.
Άλλωστε η επιλογή του Μπεν Μπράντλι ως διευθυντή της εφημερίδας ήταν αμιγώς δική της, όπως και το να του δώσει carte blanche ώστε να στελεχώσει την Post με ρεπόρτερ ικανούς να αναζητήσουν σπουδαία θέματα. Η διστακτική κληρονόμος σιγά σιγά βρήκε τη δική της φωνή μέσα στην οχλαγωγία των ανδρών που στην πλειοψηφία τους ήθελαν να την παραγκωνίσουν. Οι τολμηρές αποφάσεις που πήρε στη συνέχεια της επέτρεψαν να εκτοξεύσει την περιορισμένης εμβέλειας εφημερίδα στην κορυφή της έντυπης δημοσιογραφίας.
Οι δημοσιογραφικές επιτυχίες της ομάδας της όχι μόνο πουλούσαν φύλλα αλλά έμελλε και να καθορίσουν τον ρου της πολιτικής ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά τα έγγραφα του Πενταγώνου που δημοσίευσε αψηφώντας τη δικαστική εντολή, την πολιτική πίεση και τις έντονες αντιδράσεις των νομικών και οικονομικών της συμβούλων, οι ρεπόρτερ της Washington Post έφεραν στο φως της περιβόητη υπόθεση Γουότεργκεϊτ που κόστισε στον Νίξον την προεδρία.
Το ότι η ίδια η Γκράχαμ καθοδηγούσε και στήριζε ακράδαντα τους δημοσιογράφους της αποδεικνύεται και από το μένος που εκδήλωνε εναντίον της το επιτελείο του Νίξον, γεγονός που φαινόταν να τη διασκεδάζει.
Η Σάλι Κούιν, δημοσιογράφος της Post δήλωσε πρόσφατα πως δεν την είχε δει ποτέ πιο εύθυμη από όταν ο Τζον Μίτσελ, υπουργός Δικαιοσύνης του Νίξον είχε απειλήσει σχετικά με το ρεπορτάζ για το Γουότεργκεϊτ πως «η Κέιτι Γκράχαμ θα βρει το βυζί της μαγκωμένο σε μια μεγάλη πρέσα αν δημοσιευθεί αυτό». Μετά από λίγο καιρό η Γκράχαμ τύπωσε την απειλή αυτή και την ανάρτησε στα γραφεία της εφημερίδας.
Παρότι βρισκόταν σε θέση ισχύος, η Γκράχαμ δεν θεωρούσε τον εαυτό της φεμινίστρια. Ωστόσο οι επαφές και οι συζητήσεις της με την ακτιβίστρια και συγγραφέα Γκλόρια Στάινεμ ενίσχυσαν την πεποίθηση της πως όφειλε να συμβάλει στο να καταλυθεί ο διάχυτος σεξισμός που δεν αφορούσε μόνο τις εργαζόμενες γυναίκες αλλά και τις «προνομιούχες» φίλες της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της έμπρακτης αντίθεσής της με την κοινωνική αντίληψη περί της θέσης της γυναίκας ήταν όταν σε ένα πάρτι μετά το δείπνο αρνήθηκε να «αποσυρθεί» μαζί με τις άλλες κυρίες στο σαλόνι, όταν οι άνδρες άρχισαν να συζητούν σοβαρά θέματα. Με ευγένεια, αλλά ευθαρσώς, είπε στον οικοδεσπότη πως θα προτιμούσε να πάει σπίτι της και να διαβάσει από το να πάει να κουτσομπολέψει, και εκείνος συμφώνησε μαζί της.
Αργότερα η ίδια έγραψε πως εκείνο που την ενοχλούσε πιο πολύ ήταν το ότι η ίδια ήξερε περισσότερα για τα θέματα που συζητούσαν, παρά εκείνοι.
Το χιούμορ, η οξύνοια και η αβρότητα της την κατέστησαν μέσα σε μερικά χρόνια μία από τις πιο αγαπητές φιγούρες της υψηλής κοινωνίας ενώ οι επιχειρηματικές της ικανότητες της επέτρεψαν να χτίσει έναν ειδησεογραφικό κολοσσό που στη συνέχεια κληροδότησε στα παιδιά της, μέχρι την εξαγορά του από τον Τζεφ Μπέζος της Amazon το 2013.
Υπό την καθοδήγηση της η Washington Post εισήχθη στην λίστα Fortune 500 ενώ σε προσωπικό επίπεδο τα απομνημονεύματά της με τίτλο Personal History βραβεύθηκαν με Πούλιτζερ και η ίδια έλαβε το 1987 το βραβείο Γουόλτερ Κρόνκαϊτ για Αριστεία στην Δημοσιογραφία.
Το άλλοτε ντροπαλό κορίτσι -που κατά τα λεγόμενά του δεν καταλάβαινε πώς ο όμορφος και χαριτωμένος σύζυγός της την επέλεξε για σύντροφο- βρέθηκε να είναι η επίτιμη καλεσμένη του πιο πολυσυζητημένου κοσμικού γεγονότος στην ιστορία, του Black and White Ball που διοργάνωσε το 1966 ο Τρούμαν Καπότε, και περιζήτητη συντροφιά για την ελίτ της χώρας.
Η επίδραση της παρέμεινε ισχυρή ακόμα κι όταν παρέδωσε τη σκυτάλη του ειδησεογραφικού ομίλου στον γιο της Ντόναλντ, το 1979, και από τα πολυήμερα πάρτι που διοργάνωνε στις διάφορες κατοικίες της παρέλαυναν διάσημοι, πολιτικοί και η πριγκίπισσα Νταϊάνα.
Ο τέως πρόεδρος Μπους την είχε περιγράψει ως «πραγματική ηγέτιδα και αληθινή κυρία, ατσάλινη αλλά και ντροπαλή, ισχυρή αλλά ταπεινόφρονα, γνωστή για την ακεραιότητα της, πάντα αβρή και γενναιόδωρη προς τους άλλους».
Σε κάθε περίπτωση η Κάθριν Γκράχαμ αξίζει τον θαυμασμό μας γιατί υπερπήδησε όχι μόνο τους κοινωνικούς περιορισμούς που την εποχή εκείνη δεν επέτρεπαν στις γυναίκες να κατακτούν θέσεις ισχύος, αλλά και τις προσωπικές της αδυναμίες και να αναδυθεί ισχυρή παραμένοντας ευγενής, κάτι που σπάνια συναντά κανείς.