Πώς κατάφεραν τα Όσκαρ να χωρέσουν, ως άλλα φεστιβαλικά βραβεία, τόσους νικητές, είναι καταπληκτικό!
Όπως και πέρυσι, η ταινία χώρισε από τη σηνοθεσία, κι έτσι βραβεύτηκε ο Στιβ Μακουίν ως παραγωγός του 12 Χρόνια Σκλάβος αλλά και ο Αλφόνσο Κουαρόν ως σκηνοθέτης του Gravity.
Το βασιλικό ζεύγος του Χόλιγουντ έφυγε από την απονομή με διπλή κορώνα: η Αντζελίνα Τζολί είχε τιμηθεί, με το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας της, για την ανθρωπιστική της προσφορά, όπως παλιότερα και η Ελίζαμπεθ Τέϊλορ. Ο Μπραντ Πιτ, που μέχρι στιγμής δεν έχει αναγνωριστεί για τις ερμηνείες του, πήρε κι αυτός Όσκαρ για την συμβολή του στην παραγωγή του 12 Χρόνια Σκλάβος.
Το Gravity σάρωσε σε οτιδήποτε θεωρείται τεχνικό/καλλιτεχνικό, και αναγνωρίστηκε η δουλειά πίσω από την εικόνα και τον ήχο, μέσω της μουσικής, των εφέ, της φωτογραφίας, της σκηνοθεσία και του μοντάζ- τα δύο τελευταία στον ίδιο τον δημιουργό, Αλφόνσο Κουαρόν. Ήταν περίπου αναμενόμενο να μην πάρει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας και τελικά έμεινε ακέφαλο, παρά τη σωρεία βραβείων, 7 στο σύνολο. Το ρεκόρ σε αυτήν την περίπτωση παραμένει στο Καμπαρέ, που το 1973 έφυγε με 8 Όσκαρ, συμπεριλαμβανόμενης της σκηνοθεσία του Μπομπ Φόσι, αλλά το Όσκαρ καλύτερης ταινίας πήγε στο δεύτερο μέρος του Νονού.
Σε ανύποπτο χρόνο, στην αρχή του μακρού ταξιδιού των βραβείων προς τα Όσκαρ, κι όταν πολλές ταινίες μπέρδευαν τους «προγνωστικούς» και ανέφερα τις πρώτες λίστες με τις Ενώσεις Κριτικών και Επαγγελματιών, αναρωτήθηκα σε ένα υστερόγραφο για το Gravity επειδή δεν το έβλεπα να ξεχωρίζει με άνεση, αν και κάτι μου έλεγε πως δεν θα περάσει καθόλου απαρατήρητο και ατραγούδιστο στην τελική ευθεία. Το φιλμ του Στιβ Μακουίν ήταν το ευχάριστο αγκάθι που απαίτησε σεβασμό και το Gravity προκάλεσε θαυμασμό. Ή, όπως είπε και η Ντε Τζένερις, ή έχετε ψηφίσει το 12 Χρόνια Σκλάβος, αλλιώς είσαστε ρατσιστές.
Αρνητική βραδιά για τον Οδηγό Διαπλοκής. Περίσσεψε εντελώς. Προτάθηκε για 10 βραβεία και δεν πήρε κανένα. Ούτε εδώ έσπασε το ρεκόρ που εξακολουθεί να μοιράζεται η Κρίσιμη Καμπή του Χέρμπερτ Ρος και το Πορφυρό Χρώμα του Σπίλμπεργκ, με 11 άσφαιρες υποψηφιότητες. Το πράγμα φάνηκε στα «μικρά» βραβεία. Όταν τα κοστούμια και τα σκηνικά κατέληξαν στον Μεγάλο Γκάτσμπι και την Κάθριν Μάρτιν, ξεκίνησε ο έμμεσος αποκλεισμός της ταινίας του Ντέιβιντ Ο' Ράσελ. Διότι αν είχε πάρει τουλάχιστον ένα απο αυτά (που δεν ήταν απίθανο, ειδικά για τα καταπληκτικά κοστούμια που σχολίαζαν τη δεκαετία του 70 μέσα από μια νοσταλγική ματιά στις ταινίες για τη δεκαετία του 30 που γυρίστηκαν στα 70ς, όπως το Χάρτινο Φεγγάρι του Μπογκντάνοβιτς και το Κεντρί του Χιλ) θα διαφαινόταν η συμπάθεια προς το συγκεκριμένο φιλμ. Μια συμπάθεια που τελικά δεν υπήρξε, ή τουλάχιστον δεν ήταν αρκετά δυνατή.
Αναγνωρίστηκε ο Σπάικ Τζονζ, όντως για το πιο πρωτότυπο σενάριο της χρονιάς, καθώς και οι καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς στους πρώτους ρόλους. Όσο ήμουν στο Λος Άντζελες αυτές τις μέρες, για συνεντεύξεις άσχετες με τα Όσκαρ, όλοι μιλούσαν, έγραφαν και τέλος πάντων ανέλυαν την περίπτωση του Λιονάρντο Ντι Κάπριο, των αρετών του και της μικρής κατάρας της δημοφιλίας του. Είναι σαφές ότι ο εκφραστικός, δυναμικός νατουραλισμός του τον καθιστά συνεχιστή του στιλ Ντε Νίρο, ειδικά σήμερα που ακόμη και ο ίδιος ο Ντε Νίρο δεν παίζει όπως ο παλιός Ντε Νίρο, και ο έτερος απόγονος, ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, βρίσκεται σε μια ξεχωριστή κατηγορία που έχει δημιουργήσει μόνος του, και δρα με γνώμονα την εξαφάνιση/καταβύθιση μέσα στους ρόλους. Παρά τη σαφή διαφορά δημοτικότητας, ο Μάθιου Μακόναχι είχε και από την αρχή το προβάδισμα, και κακά τα ψέματα, και τον καλύτερο ρόλο. Αν δεν υπήρχε αυτός, με μια ερμηνεία που θεωρείται επίτευγμα, το Όσκαρ θα κατέληγε άνετα στον Λίο. Αλλά, τα έχουμε ξαναπεί, άλλο η συνολική πορεία, κι άλλο η φανταστική ερμηνεία. Δείτε τον Μακόναχι ψύχραιμα, και με άλλα μάτια, στο Dallas Buyers Club, και θα διαλυθούν οι θερμές αμφιβολίες. Ο λόγος που εκφώνησε τη βραδιά της δόξας του ήταν θαρραλέος ως προς το ότι ευχαρίστησε πρώτα από όλους τον Θεό, σε μια εποχή που ελάχιστοι πλέον το κάνουν. Ο Μακόναχι το έκανε με τη συνηθισμένη του, απενοχοποιημένη άνεση, και με την ίδια συγκίνηση που εξέφρασε τη ευγνωμοσύνη του προς τους αγαπημένους του ανθρώπους και την πίστη στα άπιαστα όνειρα που κυνηγάει, μέσω του αυτοπροτύπου που θέτει- σαν όλους τους ηθοποιούς, απλά αυτός το παραδέχεται με την αβρή, νότια χαριτωμενιά.
Ο Τζάρεντ Λέτο έβγαλε ένα παρεξηγήσιμο speech, γιατί μετά τη μάνα του, παραστάθηκε σε δοκιμαζόμενους λαούς (την Ουκρανία και τη Βενεζουέλα). Αν ο λόγος του διαβαστεί εκτός περιεχομένου, ακούγεται προσποιητός και εξεζητημένος, ειδικά από τους κυνικούς σχολιαστές. Ο Λέτο τα είπε στρωτά, αφαιρώντας το πολιτικό μελό, συνεπώς μου ακούστηκαν ανθρώπινα.
Η Κέιτ Μπλάνσετ, εκτός από το δίκαιο Όσκαρ της, το οποίο πολύ σωστά απέδωσε σε έναν συγκερασμό της θεατρικής και της κινηματογραφικής της εμπειρίας, πρέπει να πάρει και ένα άτυπο βραβείο για την ικανότητα της να αρθρώνει περίφημα, σχεδόν απνευστί, μεστές ευχαριστίες και ουσιαστικές κουβέντες, όποτε χρειαστεί, αξιοποιώντας μέχρι δευτερολέπτου το χρονικό περιθώριο που της δίνεται.
Η έκπληξη, που δεν ήταν και μεγάλη έκπληξη, είναι η Λουπίτα Νιόνγκο. Η φετινή Τζένιφερ Λόρενς, αλλά πιο ειδικού χειρισμού. Η αίθουσα σηκώθηκε με αυθεντική ικανοποίηση στο πόδι στο άκουσμα του ονόματος της- κάτι που δε λέει και πολλά, μιας και οι θεατές επέδειξαν αδικαιολόγητη ευσυγκινησία, καθώς σηκώθηκαν ακόμη και για την Μπετ Μίντλερ! Η Λουπίτα είναι η πριγκίπισσα της βραδιάς, η νεαρή βασίλισσα της χρονιάς, τιμημένη με το καλημέρα, στο ντεμπούτο της, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην ιστορία των Όσκαρ, ένα εισαγόμενο (από το Μεξικό, που με τον Κουαρόν, είχε την τιμητική του φέτος στα Όσκαρ) μπιμπελό που πολύ σωστά επισήμαναν οι Los Angeles Times, το Χόλιγουντ οφείλει να αξιοποιήσει με λεπτότητα, προφανώς για να μην το κάψει, τώρα που αρχίζει να λάμπει με σπάνια φωτεινότητα. Ήταν η πιο καλοντυμένη στην φετινή κούρσα των βραβείων, προικισμένη με μια ευπρόσδεκτη, εξωτική αθωότητα, πολύ συγκινητική στον λόγο της περί της αλληλεπίδρασης του πόνου με τη χαρά, και αναπάντεχα λυγερή και διασκεδαστική στις λίγες χορευτικές φιγούρες που δοκίμασε στο, για μια ακόμη φορά ξεσηκωτικό «Happy» του πιστοποιημένα παράφωνου αλλά τρελιάρη Φαρέλ Γουίλιαμς.
Πιο παράφωνη και εντελώς εκτός ρυθμού ήταν η βετεράνος του Μπρόντγουεϊ, Ιντίνα Μενζέλ, στην απόδοση του βραβευθέντος τραγουδιού «Let It Go» από το Ψυχρά κι Ανάποδα. Εκτός από την κομβική σημασία του τραγουδιού μέσα στην ταινία, κάτι που αύξησε κατακόρυφα τις πιθανότητες του να κερδίσει (όπως κι έγινε) σήμανε και μια αναγνώριση της νέας εποχής της Ντίσνεϊ, σε ένα είδος που ανέστησε πριν από 20 και πλέον χρόνια, με τη Μικρή Γοργόνα, την Πεντάμορφη και το Τέρας και τον Βασιλιά των Λιονταριών. Οι U2, unplugged και ωραίοι στην απλή τους performance, απέδωσαν καλύτερα το κομμάτι για τον Μαντέλα απ΄ότι στην ηλεκτρικότερη και πιο πεζή μορφή που το γνωρίζουμε μέχρι τώρα. Αλλά η πιο αξιομνημόνευτη ερμηνεία της βραδιάς ήρθε από την Νταρλίν Λοβ, απρογραμμάτιστα, ως μια από τις back up φωνές του βραβευμένου ντοκιμαντέρ 20 Feet from Stardom, που εδώ και λίγο καιρό είχε αρχίζει να προπορεύεται στα προγνωστικά έναντι του σοβαρότερου Act of Killing του Τζόσουα Οπενχάιμερ.
Η παρουσιάστρια Έλεν ντε Τζένερις δεν δάγκωσε κανέναν. Έφερε την καλόκαρδη τηλεοπτική της περσόνα στη γιορτή του σινεμά, και οι συμμετέχοντες την αγκάλιασαν εγκάρδια. Με δυο κινήσεις, στάμπαρε την κουλτούρα του τώρα (κάτι παραπάνω από την γενικότερη έννοια της pop culture) σε μια πατροπαράδοτα βαριά τελετή: τη μια με τα απανωτά selfies, τα οποία εκτέλεσε καλύτερα κι από έφηβο, και με την καπελαδούρα του Φαρέλ που δανείστηκε για να μαζέψει χρήματα για τις πίτσες που παρήγγειλε. Το act της συνδυάζει φιλικό talk-show με stand up πρακτικές, προσαρμοσμένες στην ευγενική της νοοτροπία. Προσωπικά θα προτιμούσα περισσότερο σαρκασμό, αλλά η Ντε Τζένερις τουλάχιστον δεν τρώει χρόνο και δεν κατατρώγεται από ανασφάλεια αν αρέσει, λόγω αυτοπεποίθησης και αίσθησης της γρήγορης ατάκας. Έχει μοναδική οικειότητα με τους ηθοποιούς, αντίθετα με τον Λέτερμαν για παράδειγμα, δεν προβάλλει αψάδα ή επιθετικότητα, και συνεργάζεται μαζί τους χωρίς να φαίνεται η προσπάθεια - η Μέριλ Στριπ έμοιαζε κολλητή της, όπως και οι περισσότεροι VIP των μπροστινών καθισμάτων.
Και μετά από τόσα χρόνια που, όπως πάρα πολύς κόσμος, παρακολουθώ τα Όσκαρ, όταν βαριέμαι από τους επαναλαμβανόμενους πλατειασμούς, τους καλούς και τους αδιάφορους λόγους, τα δίκαια ή τα χαζά βραβεία, χαζεύω τι καινούριο προσπαθούν να φέρουν στη βραδιά. Φέτος, τα γραφικά, τα φώτα και ο γενικότερος σχεδιασμός ήταν πολύ υψηλού επιπέδου. Αρκεί να ψάξετε στο διαδίκτυο τελετές από τα παλιά για να διακρίνετε την τεράστια διαφορά στην τηλεοπτική φαντασία και τις δυνατότητες που εκμεταλλεύονται οι παραγωγοί. Η κάλυψη είναι ελαφρώς διαφορετικό πράγμα. Φέτος παρατήρησα δυσκολίες στο καδράρισμα των υποψηφίων, αν και οι κάμερες παρακολούθησαν σωστά την Ντε Τζένερις στις μετακινήσεις της μέσα στην αίθουσα.
Υ.Γ. Χάρηκα ιδιαίτερα που οι δυο αγαπημένες μου ταινίες για το 2013, το 12 Χρόνια Σκλάβος και η Τέλεια Ομορφιά του Πάολο Σορεντίνο, ήταν εκείνες που έφυγαν με τα μεγάλα βραβεία στις κατηγορίες ταινίες και ξενόγλωσσου φιλμ αντίστοιχα.