Συνάντησα τη Ράνια Οικονομίδου στο παλιό σπίτι, στην οδό Πειραιώς 35, όπου στεγάζεται η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Είναι η δεύτερη χρονιά που διδάσκει υποκριτική στη σχολή στην οποία κι εκείνη σπούδασε πολλά χρόνια πριν – αν και στα δικά της χρόνια η σχολή ήταν στον χώρο όπου έγινε αργότερα η Νέα Σκηνή του Εθνικού. Είναι έτοιμη να υποδυθεί ξανά την Κορνηλία Ροδοκανάκη, μετέπειτα Ροΐδη, στην Πάπισσα Ιωάννα - Αναζητώντας την ηρωίδα του Ροΐδη του Δημήτρη Μαυρίκιου (1-4 Ιουνίου, Πειραιώς 260). «Πέρσι η σκηνική αφήγηση έφτασε μέχρι και την αναχώρηση της Ιωάννας από την Αθήνα για τη Ρώμη. Τώρα η ιστορία της ολοκληρώνεται με την άφιξή της στο Βατικανό, την αναρρίχησή της στο παπικό αξίωμα, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και την αποκάλυψη της πραγματικής φύσης της. Ο δικός μου ρόλος αφορά την άλλη πλοκή της παράστασης (που εντάσσεται πολύ καλά στην εξέλιξη της ιστορίας της πάπισσας Ιωάννας): υποδύομαι τη μητέρα του Ροΐδη, που αφηγείται τη ζωή της σε τρεις μονολόγους».
Δεν κρύβει τη χαρά της που έπαιξε, και θα παίξει ξανά, στον μεγάλο Χώρο Η της Πειραιώς 260. Από το 1981, που έφυγε από το δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου για να ιδρύσει, μαζί με τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Τάσο Μπάντη, την Άννα Κοκκίνου και άλλους, τη Σκηνή, έχει παίξει κατά κύριο λόγο σε θέατρα περιορισμένης χωρητικότητας. «Είχα μια υπέροχη αίσθηση όταν έπαιζα στην Πάπισσα. Ένιωθα την προσοχή του κοινού, την καλή επικοινωνία, την ανταπόκρισή του (σε κάποια σημεία, π.χ., που γελούσαν απαλά). Και στο τέλος της παράστασης, βέβαια, χάρηκα πολύ το χειροκρότημα. Είναι άλλη η αίσθηση τού να παίζεις σε θέατρα 200 θέσεων και άλλη σ' έναν μεγάλο χώρο και στο τέλος να σε χειροκροτούν 600 άτομα! Είναι συναρπαστικό να αισθάνεσαι τη ζεστασιά τόσων ανθρώπων μέσα από το χειροκρότημά τους».
Είμαστε ένας λαός που δεν κάνει αυτοκριτική. Πάντα οι άλλοι φταίνε. Εμείς είμαστε το "θύμα". Και πες ότι είναι έτσι. Δεν θα ψάξεις τι δεν κάνεις καλά και είσαι θύμα;
Ο πρώτος της ρόλος ήταν μόλις τέλειωσε τη σχολή, το 1967, όταν ο Σωκράτης Καραντινός της εμπιστεύτηκε τον ρόλο της Μαριάννας στον Ταρτούφο του Μολιέρου. Έμεινε στο Εθνικό Θέατρο, όπου και έπαιξε τους πρώτους σημαντικούς ρόλους της καριέρας της, επί δεκατέσσερα χρόνια. Από κείνη την περίοδο ξεχωρίζει τον ρόλο της Μιράντας στην Τρικυμία του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, της Ισμήνης στην Αντιγόνη, τη Βέντλα στο Ξύπνημα της Νιότης. «Θυμάμαι την Ιωάννα της Ορλεάνης στα Οράματα της Σιμόν Μασάρ του Μπρεχτ. Ήταν το 1976, ένας σημαντικός ρόλος σε μια οριακή στιγμή της καριέρας μου, σε σκηνοθεσία του Σταύρου Ντουφεξή. Θυμάμαι και τον Γυάλινο Κόσμο του 1978, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Είχα τη σπάνια ευτυχία να παίξω τότε την κόρη, τη Λόρα, και είκοσι χρόνια μετά, την Αμάντα, στο Εμπρός, στην παράσταση του Μαυρίκιου. Στην παράσταση του Κακογιάννη την Αμάντα ερμήνευσε η Βάσω Μανωλίδου. Θυμάμαι, μια φορά, λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση, η Μανωλίδου μου έδινε οδηγίες για το πώς φτιάχνονται τα σουτζουκάκια. Και της έλεγε ο διευθυντής σκηνής "Κυρία Βασούλα, βγαίνετε!". Εκείνη του έγνεφε "εντάξει", μου τελείωσε τη συνταγή και βγήκε στη σκηνή. Και ήταν έξοχη Αμάντα! Ανήκε σ' αυτούς τους σπουδαίους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, με το χάρισμα ενός μοναδικού ενστίκτου στον τρόπο που ερμήνευαν τους ρόλους τους».
Αρχιτεκτονική ήθελε να σπουδάσει. Την πρώτη χρονιά δεν κατάφερε να περάσει κι ενόσω έκανε φροντιστήριο στου Ζαχαράκη για να ξαναδώσει, βρέθηκε μέσω μιας φίλης της που ήθελε να γίνει ηθοποιός να κάνει σχέδια σκηνικού για μια ερασιτεχνική παράσταση. «Μου άρεσε ο κόσμος τους, ήταν ζωντανοί κι εξωστρεφείς – ό,τι δεν ήμουν εγώ. Άρχισα να πηγαίνω στις πρόβες. Τέλος πάντων, ο φίλος της φίλης μου –Θανάσης ήταν το όνομά του– είχε γράψει δύο μονόπρακτα κι έπειτα από επίμονη προσπάθεια κατάφερε να πείσει τον Μάνο Χατζιδάκι να έρθει να δει την προσπάθειά τους, μήπως και τους υποστήριζε. Αλλά η φίλη μου μαλώνει με τον Θανάση και φεύγει – κι ενώ περιμέναμε τον Χατζιδάκι, μείναμε από πρωταγωνίστρια. Ο Θανάσης μ' έβαλε να παίξω τον ρόλο της. Το βράδυ μαθαίνω τα λόγια, τα λέω την επομένη. Ο Χατζιδάκις μας ρώτησε τι έχουμε σπουδάσει και του είπαμε ότι ασχολούμαστε ερασιτεχνικά. Μας λέει: "Εγώ δεν βοηθώ ερασιτέχνες. Αν αγαπάτε το θέατρο, πρέπει να το αποδείξετε κι ένας τρόπος υπάρχει, να πάτε να σπουδάσετε. Μετά τα ξαναλέμε". Και γυρνώντας προς εμένα λέει: "Και ιδίως η κοπέλα, δεν θα χάσει τον καιρό της, αν πάρει αυτόν το δρόμο". Την επομένη λέω στη μητέρα μου "Θα γίνω ηθοποιός". Εκείνη, γνωρίζοντας πόσο εσωστρεφής ήμουν, προσπάθησε να με αποτρέψει. Αλλά δεν άκουγα κανέναν. Έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό με τον μονόλογο της Ιουλιέτας. Είχα τόσο τρακ, να βλέπω γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι μπροστά μου καθισμένους τους 20 δασκάλους της σχολής, που η φωνή μου δεν έβγαινε. Με έκοψαν. Δίνω εξετάσεις και για τη σχολή του Κουν. Στο Υπόγειο, ο Κουν μόνος (άντε να ήταν ένας-δυο ακόμη, ο Χατζημάρκος, ίσως ο Σιδέρης), η αίθουσα σκοτεινή, πολύ καλύτερη η συνθήκη για μένα. Έδωσα τον μονόλογο της Νίνας από τον Γλάρο του Τσέχoφ – και πέρασα. Κάθομαι 15 μέρες, αλλά διάφοροι καλοθελητές μού έβαζαν λόγια, τι δουλειά έχω εγώ με τον Κουν, θα με καταστρέψει τόσο κλειστός άνθρωπος που είμαι και τέτοια. Για να μη λέω πολλά, έφυγα. Τώρα αναρωτιέμαι αν είχα μείνει στου Κουν πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή μου. Είναι πολύ παράξενο πώς διάφορες συγκυρίες επηρεάζουν τις αποφάσεις μας και καθορίζουν τελικά τη μοίρα μας. Δεν μετάνιωσα, πάντως, που ξανάδωσα στο Εθνικό . Πήγα στο φροντιστήριο του Βαφιά, προετοιμάστηκα, και μέχρι τις εξετάσεις δεν ήμουν πια το φοβισμένο πλάσμα της προηγούμενης χρονιάς. Πέρασα».
Βέβαια, παρέμεινε για πολλά χρόνια υπερβολικά κλεισμένη στον εαυτό του. «Γι' αυτό και δεν πήρα από τους δασκάλους μου και από τους έμπειρους ηθοποιούς με τους οποίους συνυπήρξα τα πρώτα χρόνια της πορείας της στο θέατρο μου όλα όσα θα μπορούσα να πάρω. Δεν έπαιρνα χαμπάρι τι γινόταν γύρω μου. Όχι από "άποψη" αλλά γιατί έτσι ήμουν, δειλή κι εσωστρεφής. Μ' ένα βιβλίο στο χέρι, απόλυτα αφοσιωμένη στη δουλειά μου. Θυμάμαι, τότε που κάναμε με τον Κακογιάννη τον Γυάλινο Κόσμο, μου έλεγε "Έλα να πιούμε έναν καφέ, βρε Ράνια" – δεν πήγα ποτέ. Δεν πήγα ποτέ να δω τον Χατζιδάκι, να του πω "Σας ευχαριστώ. Σας οφείλω τη ζωή μου". Γιατί με τα χαρακτηριστικά που είχα ως άνθρωπος, πραγματικά το θέατρο με έσωσε! Τώρα που είμαι ένας άλλος άνθρωπος, που έχω ξεπεράσει πάρα πολύ εκείνον τον εαυτό μου, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φορές έχω μετανιώσει που δεn το έκανα, λυπάμαι και στενoχωριέμαι».
Τη ρωτώ για τα χρόνια της Σκηνής (1981-1987) και του Εμπρός (1990-1999), δύο περιπτώσεις απολύτως συνδεδεμένες και ενδεικτικές της περιόδου ακμής του ελληνικού θεάτρου από τα μέσα της δεκαετίας του '80 και για περίπου μiα εικοσαετία. «Είναι λογικό, ήταν από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες για θέατρο υψηλών ποιοτικών κριτηρίων σε μια έως τότε περιορισμένη θεατρική αγορά. Και η Σκηνή, και μετά το Εμπρός, δημιουργήθηκαν από πρόσωπα καταξιωμένα στον χώρο, με πορεία ήδη δέκα, δεκαπέντε χρόνων (όταν φτιάξαμε τη Σκηνή). Τώρα πολλοί νέοι, με το που τελειώνουν τη σχολή, φτιάχνουν ομάδες – οι αριθμοί θεάτρων, ομάδων, προσώπων έχουν ξεφύγει από κάθε μέτρο, γι' αυτό και υπάρχει σύγχυση στον χώρο. Εμείς είχαμε την ορμή να κάνουμε αυτό που ονειρευόμαστε, αλλά ξέραμε και τι θέλαμε. Ας πούμε, δεν θέλαμε ιταλική σκηνή αλλά έναν χώρο που να διαμορφώνεται κάθε φορά ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης. Το Εμπρός ήταν ιδανικός από την άποψη αυτή. Με λυπεί που δεν μπόρεσε αυτός ο χώρος να αξιοποιηθεί, μετά που έφυγε ο Μπαντής από τη ζωή. Κι εδώ φαίνεται η απουσία του υπουργείου Πολιτισμού και η αδιαφορία της πολιτείας για ένα "κεφάλαιο" που θα έπρεπε, μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία, να αποτελεί τις βάσεις της οικονομίας της χώρας. Είχα πάει πριν από χρόνια στη Μαγιόρκα. Εκεί, λοιπόν, κάθε σημείο από το οποίο πέρασε ο Σοπέν με τη Γεωργία Σάνδη, κάθε παγκάκι που κάθισαν, έχει γίνει αξιοθέατο! Στη δική μας χώρα, που έχει τέτοιους θησαυρούς, συμβαίνει το αντίθετο – σχεδόν τίποτα δεν αξιοποιείται όπως του πρέπει. Είμαστε ένας λαός που δεν κάνει αυτοκριτική. Πάντα οι άλλοι φταίνε. Εμείς είμαστε το "θύμα". Και πες ότι είναι έτσι. Δεν θα ψάξεις τι δεν κάνεις καλά και είσαι θύμα; Γιατί κάθεσαι και σε βαράνε; Κάτι φταίει και σε σένα που συμβαίνει αυτό, σκέψου, βρες το και διόρθωσέ το. Πίστευα ότι από την κρίση μπορεί να βγει κάτι καλό. Γιατί ή κρίση αυτή δεν οφείλεται σε θεομηνία, άνθρωποι την προκάλεσαν και άνθρωποι μπορούν να την αντιμετωπίσουν. Αλλά πρόοδος χωρίς αυτοκριτική δεν μπορεί να υπάρξει».
Δείτε το ως αστυνομικό έργο. Ξεχάστε τι έλεγε ο συγγραφέας, ότι ήθελε να παίξουν άνδρες, αυτά που έχουν γραφτεί για διπλές και τριπλές απεικονίσεις". Αλλά μια τέτοια προσέγγιση δεν τους επιτρέπει να κάνουν τρέλες και, σε σχέση με τις μοδάτες παραστάσεις που βλέπουν στα θέατρα, μοιάζει ντεμοντέ.
Με σχεδόν 50 χρόνων εμπειρία στο θέατρο, πώς βλέπει τα παιδιά που φοιτούν στη σχολή; «Αγαπούν πολύ αυτό που θέλουν, είναι διαθέσιμα, δουλεύουν σκυλίσια, έχουν ήθος. Είμαι ενθουσιασμένη και με την ποιότητα και με το υλικό τους. Αλλά ο χρόνος τους είναι τρομερά περιορισμένος. Έχουν ένα σωρό μαθήματα από το πρωί μέχρι το βράδυ, θεωρητικά, χορό, ξιφασκία, κινησιολογία, τέσσερις καθηγητές υποκριτικής, αγωνιούν να κρατήσουν τις δυνάμεις για τα πιο απαραίτητα. Λείπει ο χρόνος, όλα είναι, και γίνονται, βιαστικά – πού να βρουν χρόνο να διαβάσουν κανένα βιβλίο; Άσε δε την υπερπληροφόρηση που παρέχεται με τα καινούργια μέσα. Τι να πρωτοχωρέσει στα κεφάλια τους; Πότε και πώς να τους μείνει καιρός να καθαρίσουν λίγο το μυαλό τους για να μπορέσουν να σκεφτούν και να εμβαθύνουν; Οι νέοι, όπως και οι κοινωνίες, έχουν μπλοκάρει»
Λέει ότι πέρσι που ασχολήθηκε με τους τριτοετείς με έργο του Τσέχοφ συνάντησαν μεγάλες δυσκολίες. Δεν έβγαινε η φωνή τους, δεν ήξεραν πώς να κουμαντάρουν το σώμα τους στη σκηνή. «Μετά τους είδα σε πρόβα στο μιούζικαλ και έμεινα: φωνή, κίνηση, έκφραση, όλα τέλεια. Όταν το συζητήσαμε, φάνηκε πού "κολλούσαν": δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την εσωτερικότητα των ρόλων, τους είναι δύσκολο να συλλάβουν μια ψυχή που δονείται από διαφορετικά αισθήματα, να αντιμετωπίσουν τον ρόλο ψυχολογικά και να μπορέσουν να προσαρμόσουν τη φωνή και την κίνησή τους σε μια κατά το δυνατό ρεαλιστική ερμηνεία. Δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ. Η υποκριτική δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τα βασικά, κι αυτά είναι η μίμηση των συμπεριφορών που βλέπουμε στους ζωντανούς ανθρώπους γύρω μας. Η μελέτη της ψυχολογίας του προσώπου είναι αναγκαία, όπως και των στοιχείων που διαμορφώνουν τον χρόνο και τον χώρο όπου εξελίσσεται η ιστορία. Υπάρχει ένα υλικό που αφορά το έργο που δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Πρέπει πρώτα να μάθεις τον ρεαλισμό και μετά να προχωρήσεις στη φόρμα. Και ο Πικάσο πέρασε στον κυβισμό, αλλά αφού είχε μάθει πρώτα να ζωγραφίζει με ακαδημαϊκούς όρους. Φέτος που κάνουμε με τις τριτοετείς τις Δούλες του Ζενέ, τους λέω "Δείτε το ως αστυνομικό έργο. Ξεχάστε τι έλεγε ο συγγραφέας, ότι ήθελε να παίξουν άνδρες, αυτά που έχουν γραφτεί για διπλές και τριπλές απεικονίσεις". Αλλά μια τέτοια προσέγγιση δεν τους επιτρέπει να κάνουν τρέλες και, σε σχέση με τις μοδάτες παραστάσεις που βλέπουν στα θέατρα, μοιάζει ντεμοντέ».
Έχουμε φτάσει, λέει, στο σημείο όπου αν ένας σκηνοθέτης ακολουθήσει το έργο χωρίς να κάνει ανατροπές, μετατροπές και αποδομήσεις, αντιμετωπίζεται ως συντηρητικός, οπισθοδρομικός, βαρετός κ.ο.κ. «Έχει γίνει μόδα τα τελευταία χρόνια να επιβάλει ο σκηνοθέτης την άποψή του πάνω στα κλασικά έργα, που συχνά δεν έχει σχέση με την ουσία και την υψηλή πνευματικότητά τους. Όταν, για παράδειγμα, ασχολείται με έργα όπως ο Φάουστ του Γκαίτε, δικαιούται ο σκηνοθέτης να φέρνει το έργο στα δικά του, μικρά μέτρα; Αν μπορεί να παρουσιάσει μια σκηνική πρόταση με αφορμή τον Φάουστ, του οποίου η πνευματικότητα να είναι ανάλογη μ' αυτή του πρωτοτύπου, δεν έχω αντίρρηση. Οι νέες απόψεις και οι μέθοδοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους σκηνοθέτες για να τονώσουν υποκριτικά το παίξιμο, όχι για να αλλοιώσουν το έργο. Προσπαθούμε να μιμηθούμε πράγματα απ' έξω, ενώ μας λείπει το background που μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία τέτοιων προσεγγίσεων. Κάθε είδους μοντερνιά πλασάρεται ως σημαντική. Και, δυστυχώς, επηρεάζονται και οδηγούνται σε ευκολίες οι νέοι καλλιτέχνες του χώρου».
Πήγε τις προάλλες και είδε την τελευταία ταινία του Βιμ Βέντερς, Το αλάτι της γης. «Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί λέει με πολύ ευαίσθητο και ξεκάθαρο τρόπο "Υπάρχει αυτό, ο κόσμος της καταστροφής, υπάρχει κι αυτό, ο δρόμος της δημιουργίας. Διάλεξε σε ποιον θέλεις να ζήσεις, πού θέλεις να ζήσουν τα παιδιά σου". Αυτός ο τύπος, ο διάσημος φωτογράφος Σαλγκάδο, μαζί με τη γυναίκα του και βοηθό του πήραν μια κατάξερη γη, τη φύτεψαν, τη φρόντισαν και μέσα σε κάποια χρόνια δημιουργήθηκε ένα καινούργιο δάσος, ένας παράδεισος, που τον παραχώρησαν στη χώρα τους. Έχει φτάσει η ζωή μας πάνω σ' αυτό τον πλανήτη σ' ένα σημείο κρίσιμο. Υπάρχουν λύσεις που όλες ξεκινούν από την αγάπη για τον κόσμο και τους ανθρώπους. Ο Χριστός δύο πράγματα είπε, να αγαπάς τους άλλους όπως τον εαυτό σου κι αν έχεις δύο ρούχα, να δίνεις το ένα στον πλησίον σου. Ζήσε προς όφελος, όχι εις βάρος. Η ταινία αυτή δίνει απάντηση ακόμη και σ' εμάς τους καλλιτέχνες, τουλάχιστον σ' αυτούς που δεν μιλούν για τίποτε άλλο παρά για την αποτυχία της λογικής και το αδύνατο της επικοινωνίας, και αναπαράγουν την ασχήμια και το πνεύμα της καταστροφής. Υπάρχει ομορφιά, και την έχουμε ανάγκη. Δεν μπορεί η ομορφιά να είναι αποδιοπομπαία και να προτείνεται διαρκώς να βουτάμε μέσα στην ασχήμια. Αυτό σημαίνει να είσαι σημερινός και μοντέρνος;».
«Για μένα εθνικός ύμνος είναι το "Imagine" του Τζον Λένον».
Η Ράνια Οικονομίδου συμμετέχει στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Μαυρίκιος «Πάπισσα Ιωάννα - Αναζητώντας την ηρωίδα του Ροΐδη» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. 1-2 Ιουνίου στις 21:00 & 3-4 Ιουνίου στις 22:30. Πειραιώς 260, Κτίριο Η.
σχόλια