Η «Ανθρώπινη Φωνή» του Πουλένκ από τον ομώνυμο αγαπημένο μονόλογο του Κοκτό στην τολμηρή σκηνοθετική σύλληψη της Μαρίας Πανουργιά δημιουργεί στη σκηνή της Μικρής Επιδαύρου έναν εξωτικό, πληθωρικό κήπο (Παρασκευή 7 & Σάββατο 8 Αυγούστου): βλάστηση πυκνή με οπωροφόρα δέντρα, αρωματικά φυτά αλλά και άγνωστα λουλούδια και θάμνους από μέρη τροπικά είναι το σκηνικό του τελευταίου, σπαρακτικού τηλεφωνήματος της ηρωίδας στον εραστή της που την εγκαταλείπει, ενώ γύρω της πέντε χορευτές-ηθοποιοί εικονοποιούν σε ξεχωριστούς τηλεφωνικούς θαλάμους τη δίνη της αγωνίας της. Την κεντρική ηρωίδα ερμηνεύει η σπουδαία υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη υπό τους ήχους του πιάνου της Μαρίας Παπαπετροπούλου.
Γράφει η Μαρία Πανουργιά: «Προσπάθεια για ένα μνημείο χωρισμού / Ο τόπος πρέπει να είναι ήμερος και ζεστός, κοντά στη θάλασσα. Η βλάστηση πυκνή, με οπωροφόρα δέντρα και αρωματικά φυτά, όμως πού και πού φυτρώνουν άγνωστα λουλούδια και θάμνοι από μέρη τροπικά (αλστρομέρια, στρελίτζια, χοχόμπα, νεορεγκέλια). Τα ζώα και τα τέρατα είναι εξημερωμένα και τα πλάσματα που ξεκουράζονται εκεί είναι από τόπους ονειρικούς του Κοκτό.
Χρόνος δεν υπάρχει, ο ήλιος μόνο δύει. Σ' αυτό το μνημείο-τόπο οι επισκέπτες μπορούν να ακούσουν το τελευταίο τηλεφώνημα δύο εραστών και να αφήσουν τα δικά τους σουβενίρ από έρωτες που δεν υπάρχουν πια. Δυστυχώς, βρέχει πολύ συχνά και όλα καταλήγουν στη θάλασσα».
Θεωρείται ευρέως αποδεκτό ότι η ελαφρά διασκευή του Πουλένκ κάνει Εκείνη να μοιάζει πιο ήρεμη, λιγότερο διεκδικητική και πιο ευάλωτη, αν και διαρκώς προστατευμένη από τη θωράκιση της υστερίας της. Με δυο λόγια, την κάνει λιγότερο «ανυπόφορη».
Περισσότερα για το έργο γράφει ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, σύμβουλος δραματουργίας:
«Ο Φρανσίς Πουλένκ ήταν δέκα χρόνια νεότερος από τον Ζαν Κοκτό, απεβίωσαν όμως την ίδια χρονιά, το 1963. Ο Πουλένκ δεν είναι πάντα ακριβής όταν αναφέρεται στις σημαντικές ημερομηνίες της ζωής του, αλλά, εν πάση περιπτώσει, θεωρείται βέβαιο ότι ήταν στην αρχή της καριέρας του που γνωρίστηκε με τον Ζαν Κοκτό. Και συνδέθηκαν με δεσμό φιλίας που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Ωστόσο, πέρασαν περίπου σαράντα χρόνια μέχρι ο Πουλένκ να προσεγγίσει ένα κείμενο του Κοκτό ως λιμπρέτο για δική του σύνθεση. Έλεγε πως ένιωθε εξαρχής ότι για να κάνει κάτι τέτοιο του χρειαζόταν η αυτοπεποίθηση που μόνο η μακροχρόνια εμπειρία χαρίζει σε έναν συνθέτη.
Η "Ανθρώπινη Φωνή", λοιπόν, ήταν η πρώτη του τέτοια απόπειρα και ολοκληρώθηκε το 1958, δηλαδή τριάντα χρόνια μετά τη συγγραφή του θεατρικού μονολόγου από τον Κοκτό, ο οποίος μονόλογος, σε αυτό το διάστημα, είχε κατακτήσει στο θέατρο τεράστια φήμη και δημοφιλία και είχε επίσης μεταφερθεί με ανάλογη επιτυχία στον κινηματογράφο το 1948 από τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, με πρωταγωνίστρια την Άννα Μανιάνι.
Ο Πουλένκ ωστόσο έκανε μια ανεπαίσθητη μεν, αλλά καίρια διασκευή του κειμένου που μελοποίησε, επιδιώκοντας να διατηρήσει στο έπακρο τον συναισθηματικό αντίκτυπο που είχε στους θεατές, αλλά "στρογγυλεύοντας" τα σημεία του που ο ίδιος πίστευε ότι ενδεχομένως να υπονόμευαν τις συναισθηματικές εντάσεις που υπαγόρευε η δική του σύνθεση.
Πέραν, όμως, αυτής της πρόθεσης, υπήρχε από πλευράς του και η επιθυμία να ταυτίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη δική του βιωματική εμπειρία ως εγκαταλελειμμένου εραστή με αυτήν της μυθοπλαστικής Εκείνης, που πρωταγωνιστεί στο έργο του Κοκτό. Ως προς αυτή την πρόθεσή του, ο συγγραφέας υπήρξε ενθουσιώδης υποστηρικτής του.
Θεωρείται ευρέως αποδεκτό ότι η ελαφρά διασκευή του Πουλένκ κάνει Εκείνη να μοιάζει πιο ήρεμη, λιγότερο διεκδικητική και πιο ευάλωτη, αν και διαρκώς προστατευμένη από τη θωράκιση της υστερίας της. Με δυο λόγια, την κάνει λιγότερο "ανυπόφορη".
Για τον λόγο αυτό θεωρείται πιο εύκολο να πάρει με το μέρος της τον θεατή, να κερδίσει την συμπόνια του και να τον συγκινήσει, σε σύγκριση με την αρχική εκδοχή της από τον Κοκτό.
Κατά τα άλλα, κάθε τέλος μιας ερωτικής σχέσης περιλαμβάνει οδύνη. Αυτό θα το επιβεβαίωναν και οι πιο σκληροί αλλά και όσοι την αμέσως επόμενη χρονική στιγμή θα χαίρονταν με αγαλλίαση την απελευθέρωσή τους από τον δεσμό. Για τον περισσότερο κόσμο, όμως, και κυρίως για τα σύγχρονα θύματα του ρομαντισμού, το διάστημα μιας τέτοιας οδύνης ισοδυναμεί με μια περίοδο πένθους. Και, ως "καταιγίδα" στην ψυχή που είναι η οδύνη ενός χωρισμού, ακολουθεί τα στάδια ενός πένθους όσον αφορά τις φάσεις της εκτόνωσής της μέχρι την πλήρη αποδρομή της. Εκτός από μερικές περιπτώσεις, διόλου σπάνιες, κατά τις οποίες η οδύνη εγκαθίσταται στην ψυχή ως νέα μονιμότητα, επειδή η ψυχή απολαμβάνει έναν πόνο της με τον παράξενο και δυσεξήγητο εκείνο τρόπο που απολαμβάνει και οτιδήποτε άλλο ξεπερνά το όριο μέχρι το οποίο αυτό θα παρέμενε ευχάριστο.
Το παράδοξο, αν και κοινότατο αυτό στοιχείο ανιχνεύεται και στην περίπτωση Εκείνης: μοιάζει σαν να επιδιώκει από τον άνδρα με τον οποίο χωρίζει την παράταση επ' αόριστον του διαστήματος κατά το οποίο εκείνος θα της επαναλαμβάνει ότι η σχέση τους έχει τελειώσει κι έτσι θα απορρίπτει την ίδια σαν να ήταν σκουπίδι.
Αυτό, με τη σειρά του, φαίνεται να συνδυάζεται "αρμονικά" με το δικό της αίτημα να θέλει για πάντα τη φωνή του, σαν όλο το υπόλοιπο που συνιστά εκείνον να είναι για Εκείνην ένα άχρηστο, ίσως και ενοχλητικό περίβλημα (το οποίο περίβλημα –δεν το λέει ποτέ η ίδια, αλλά καταντά αυτονόητο από ένα σημείο κι έπειτα– είναι μάλλον για τα σκουπίδια). Του αποδίδει, εν τέλει, μέσα από αυτή την ασυνείδητη διαδικασία ίση απόρριψη και κατά κάποιον τρόπο Εκείνη αγγίζει ένα ιδανικό σημείο μέσα της, στο οποίο είναι πάτσι.
Η ίδια δεν θα αποδεχόταν ποτέ με ευκολία μια τέτοια ερμηνεία της στάσης της. Αλλά και ποιος θα αποδεχόταν πρόθυμα να μην απολαύσει κάποια εκδίκησή του προς εκείνον τον άλλον που του προκάλεσε ένα ανυπέρβλητο, ναρκισσιστικό τραύμα;
Εκείνη είναι τόσο κοινή περίπτωση που δεν χρειάζεται ούτε καν ένα ονοματεπώνυμο για να είναι αναγνωρίσιμη. Διεκδικεί (ίσως ασυνείδητα, αλλά δεν έχει και τόση σημασία, αφού το διεκδικεί) την επανεγκατάσταση του "ειδωλολατρικού αγάλματος" του εαυτού της στο επιδιορθωμένο βάθρο του ναρκισσισμού της.
Και σήμερα ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί ότι έχει κάθε δικαίωμα και δίκιο να το διεκδικεί; Τα δάκρυά της που ρέουν μαζί με τα λόγια της και η συγκινησιακή φόρτιση που παράγουν η μουσική και η οπερατική φωνή θολώνουν επαρκώς τη ματιά του θεατή, ώστε να μη διακρίνει τις μικρές παγίδες που Εκείνη στήνει στον πρώην εραστή της, προκειμένου αυτός να είναι το ανίσχυρο τρωκτικό στο πασίγνωστο παιχνίδι θανάτου μεταξύ γάτας και ποντικού.
Έτσι, το θύμα που ολοφύρεται και αποπειράται, χωρίς επιτυχία, να αυτοκτονήσει είναι ταυτόχρονα και θύτης του θύτη του. Το ζήτημα που προέκυψε, λοιπόν, ήταν να αποδοθεί μεν αυτή η βαθύτερη και όχι κολακευτική "αλήθεια" Εκείνης, αλλά ταυτόχρονα η ίδια να συγκινεί, παρότι απολαμβάνει αυτό που την κάνει να πάσχει. Και μια βασική ιδέα για να αντιμετωπιστεί ήταν να μεταφερθεί η συνομιλία της με Εκείνον σε έναν εξωτερικό χώρο, ο οποίος θα φαντάζει εξαρχής ως αντίστιξη στο εσωτερικό ενός διαμερίσματος, που είναι ο αναμενόμενος τόπος για να διαδραματίζεται αυτός ο τηλεφωνικός τελευταίος χωρισμός.
Έτσι, ο θεατής συναντά Εκείνη σε έναν κήπο κατάφυτο, που είναι μεν πραγματικός και ως πραγματικός είναι αισθητός σ' Εκείνη, αλλά ταυτόχρονα είναι κυρίως ένας τόπος φαντασιακός, σαν εκείνον τον τόπο, τον προσωπικό του καθενός, στον οποίο "καταφεύγει" η ερωτική του επιθυμία όποτε "αποχαλιναγωγείται" από μια βαθύτατη θλίψη.
Ένας κήπος παράξενος και απροσδόκητος, μέσα στον οποίον Εκείνη αντέχει να νιώσει τον διχασμό της ανάμεσα στη δική της απόλαυση ως "κυρίας" της σχέσης τους και την οδυνηρή αλήθεια της ολοκληρωτικής απόρριψής της από Εκείνον. Εκεί αναπολεί τις τελευταίες τηλεφωνικές συνομιλίες τους, αποδεχόμενη τον χρόνο του ολοκληρωτικά συντελεσμένου χωρισμού τους. Ο κίνδυνος να αποδιοργανωθεί ψυχικά είναι σαφώς αισθητός, επειδή είναι πλέον βέβαιη ότι δεν θα αποκατασταθεί το τραύμα της και ότι η ήττα της είναι οριστική.
Περιφέρεται πια στο πεδίο ενός αληθινού δικού της δράματος και αυτό βρίσκεται εντός της. Κατανοεί ότι το πεδίο αυτό θα βρίσκεται πάντα εκεί και εξαιτίας του το δράμα της θα παραμένει για πάντα άλυτο. Γι' αυτό οφείλει πια να τα βγάλει πέρα με αυτή την αδυσώπητη μονιμότητα. Μια εναλλακτική ματιά στην όπερα που θα αναδείξει μοναδικά το φυσικό περιβάλλον της Μικρής Επιδαύρου. Τυχεροί όσοι θα έχουμε την ευκαιρία να είμαστε εκεί».
«Έχω μάτια στ' αυτιά», η «Ανθρώπινη Φωνή» του Φ. Πουλένκ, βασισμένο στον μονόλογο του Ζαν Κοκτό
Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
7/8-8/8/20 στις 21:30
Ερμηνεύουν: Μυρσίνη Μαργαρίτη - σοπράνο, Μαρία Παπαπετροπούλου - πιάνο
Χορός: Στέλλα Βογιατζάκη, Αλέξανδρος Λασκαράτος, Αλεξάνδρα Ντεληθέου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Φιντέλ Ταλαμπούκας
σχόλια