Από το 2017, η Πατρίτσια Ρετζιάνι-Γκούτσι, η γυναίκα που συνδέθηκε με το μεγαλύτερο σκάνδαλο δολοφονίας στον κόσμο της μόδας στην Ιταλία, η γυναίκα που σε κάθε περίπτωση επισκίασε τη δολοφονία του Τζιάνι Βερσάτσε, η γυναίκα που την μέρα που αποφάσισε να σκοτώσει τον άντρα που την είχε εγκαταλείψει έγραψε στο Cartier ημερολόγιό της τη λέξη «Παράδεισος», είναι ελεύθερη πολίτης.
Από το 2014 και για τρία χρόνια στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας των φυλακών δούλευε στο Μιλάνο ως σύμβουλος στην Bozart, έναν μεγάλο οίκο κοσμημάτων. Εκεί την συνάντησε ένα trash κανάλι της Ιταλίας και η γυναίκα που μέχρι σήμερα υποστηρίζει ότι είναι αθώα για τη δολοφονία του άντρα της, είπε, απερίσκεπτα, είκοσι σχεδόν χρόνια μετά τη δολοφονία του του Μαουρίτσιο Γκούτσι, -του τελευταίου της δυναστείας που διοικούσε τον οίκο, τον Μάρτιο του 1995-, ότι προσέλαβε κάποιον άλλο να τον σκοτώσει επειδή «Η όρασή μου δεν είναι τόσο καλή, δεν ήθελα να αστοχήσω». Η δουλειά της στον οίκο Μποζάρ προχώρησε μετά την απόρριψη της κοινωνικής εργασίας που της είχε προτείνει το 2011 ο δικηγόρος της προκειμένου να εκμεταλλευθεί το πρόγραμμα των φυλακών. «Δεν έχω δουλέψει ποτέ στη ζωή μου και δεν σκοπεύω να ξεκινήσω τώρα», του είπε.
Ο ιδιοκτήτης της Μποζάρ προσπάθησε να τη δικαιολογήσει λέγοντας ότι «η Πατρίτσια αστειευόταν» και υποστήριξε θερμά ότι η τότε 67χρονη «μαύρη χήρα» -το παρατσούκλι που της κόλλησαν τα διεθνή μέσα-, ήθελε μόνο την αποφυλάκιση της και να ξαναχτίσει την ζωή της ως ήσυχη πολίτης.
Τι έκανε όταν βγήκε από τη φυλακή; Πήγε για ψώνια στη Via Monte Napoleone, τον πιο ακριβό δρόμο του Μιλάνου με πελώρια γυαλιά ηλίου και έναν παπαγάλο στον ώμο. Οι παπαράτσι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η Λαίδη Γκούτσι είχε επιστρέψει. Η άλλοτε «Λιζ Τέιλορ των οίκων μόδας» της δεκαετίας του 70 και του 80 τους είχε χαρίσει μια ιστορία που τα είχε όλα. Έρωτα, χρήμα, απληστία, εκδίκηση και μάλιστα όχι στον ταπεινό Νότο της Ιταλίας, όχι με τη βοήθεια της μαφίας, αλλά μόνη της, στο Βορρά, στο Μιλάνο.
Την επόμενη της δολοφονίας του Γκούτσι έκανε έξωση στην Πάολα Φράντσι να αφήσει το διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον Γκούτσι, και εγκαταστάθηκε εκεί με τις κόρες της. Τα έγγραφα της έξωσης, όπως αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο, τα είχε συντάξει τρεις ώρες μετά το θάνατο του πρώην άντρα της. Η Πατρίτσια έζησε με πολυτέλεια για τα επόμενα δύο χρόνια, έως ότου ένας από τους συνεργούς της καυχήθηκε για τη δολοφονία σε λάθος άτομο.
Βέβαια η Πατρίτσια πάντα ονειρευόταν να επιστρέψει στον οίκο Γκούτσι, τον οίκο που διέλυσε ο πρώην άντρας της πριν εκδιώξει τους συγγενείς του από την επιχείρηση για να γίνει CEO το 1992, και αναγκαστεί να πουλήσει το μερίδιό του 18 μήνες πριν πεθάνει στην επενδυτική τράπεζα Investcorp με έδρα το Μπαχρέιν. Νωρίτερα, το 1987-89, η Investcorp είχε αποκτήσει και το ποσοστό του 50% από μέλη της οικογένειας, τα ξαδέρφια του Μαουρίτσιο. «Ακόμα αισθάνομαι σαν Γκούτσι, στην πραγματικότητα, η πιο Γκούτσι από όλους» είπε όταν βγήκε από τη φυλακή. Όταν ήταν στις φυλακές San Vittore του Μιλάνου η Πατρίτσια έλεγε ότι «είμαι πολύ δυνατός άνθρωπος γιατί επέζησα όλα αυτά τα χρόνια σε αιχμαλωσία» και δεν αναφέρει ποτέ τη λέξη φυλακή αλλά τη διαμονή της «στο Vittore Residence».
Η δολοφονία συνέπεσε με μια συναρπαστική αναβίωση της εικόνας του οίκου στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με νέο αφεντικό τον Ντομένικο ντε Σόλε και τον τότε πολλά υποσχόμενο νεαρό σχεδιαστή Τομ Φορντ. Φυσικά, ο οίκος Γκούτσι το μόνο που δεν είχε ανάγκη ήταν ένα ακόμα σκάνδαλο. Η εταιρεία προσπάθησε να αγνοήσει ολόκληρο το σκάνδαλο και ήθελε διακαώς να το ξεχάσουν και όλοι οι άλλοι. Βέβαια τώρα, με την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ στα σκαριά και δυο σούπερ σταρς να παίζουν το ζευγάρι, την Γκάγκα και τον Άνταμ Ντράιβερ, ο οίκος θα δει μάλλον τις πωλήσεις του να εκτοξεύονται. Πάντως τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης έγραψαν το 1997, πως την ημέρα της ετυμηγορίας του δικαστηρίου για την πατρίτσια τα καταστήματα Gucci σε όλη τη χώρα κρέμασαν ασημένιες χειροπέδες στα παράθυρά τους.
Πολλοί υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα ότι η δολοφονία του Γκούτσι έγινε πέρα από τα χρήματα, τη ζήλεια και την τρέλα για ένα και μόνο και λόγο: Για το όνομα Γκούτσι. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη περιουσία της Πατρίτσια και το προνόμιο αυτού του ονόματος έχασε. Ήταν η ταυτότητά της. Χωρίς το όνομα δε θα ήταν μια απίστευτα πλούσια σύζυγος και μια προσωπικότητα στον κόσμο της μόδας όπως είχε συνηθίσει να είναι.
Η ιστορία του οίκου ξεκινά το 1921 από τον Γκούτσιο Γκούτσι και το μικρό του κατάστημα με δερμάτινα είδη, μπότες και σέλες ιππασίας. Ο έξυπνος επιχειρηματίας που φρόντιζε να έχει άριστη ποιότητα στα προϊόντα του επεκτείνει τον οίκο του 1930 σε παπούτσια, γάντια, και εσώρουχα. Μετά τον πόλεμο τα Γκούτσι ξεχωρίζουν από τις πράσινες- κόκκινες- πράσινες λωρίδες. Το 1953 ο Γκούτσιο Γκούτσι πέθανε και ο οίκος περνάει στα χέρια των τεσσάρων γιων του. Το λογότυπο GG δημιουργείται αλλά οι άπληστοι κληρονόμοι εκχωρούν το δικαίωμά του σε όσους το πληρώνουν με αποτέλεσμα το 1980 να είναι μια περίοδος παρακμής για τον οίκο.
Όταν το 1983, ο Μαουρίτσιο κληρονόμησε το 50% του πατέρα του στον οίκο τρελάθηκε. Μέχρι τότε η βασική του σύμβουλος ήταν η Πατρίτσια που είχε σχεδιάσει και την αλησμόνητα φανταχτερή συλλογή κοσμημάτων Oro Coccodrillo με τιμές τόσο υψηλές που ακόμα και ο οίκος αποκάλυψε ότι ήταν μια αποτυχία. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η ακόρεστη δίψα του Μαουρίτσιο για εξουσία τον ώθησε να αρχίσει να μισεί τις προτάσεις, τις συμβουλές και τις πιέσεις της γυναίκας του.
Ήθελε να είναι πρώτος και καλύτερος και η ανάμειξη της φιλόδοξης Πατρίτσια που μπορεί να φαινόταν και πιο έξυπνη από αυτόν, τον ενοχλούσε αφάνταστα. Σημαίνει και την αρχή του τέλους για το γάμο τους. Εν τω μεταξύ, η εταιρεία έχασε εκατομμύρια υπό τον έλεγχό του. Η προσωπική του περιουσία μειώθηκε από την κακοδιαχείριση και καμία μεγάλη ιδέα του δεν έβγαζε τα έξοδά της. Όταν πούλησε τον οίκο η Πατρίτσια έγινε έξαλλη, περισσότερο από όσο όταν χώρισαν. «Δεν έπρεπε να μου το κάνει αυτό» είπε αργότερα. «Έχασε την οικογενειακή επιχείρηση. Ήταν ηλίθιο. Ήταν μια αποτυχία. Ήμουν θυμωμένη με τον Μαουρίτσιο για πολλά, πολλά πράγματα εκείνη την εποχή».
Η φιλόδοξη Πατρίτσια Ρετζιάνι γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη έξω από το Μιλάνο από μια σερβιτόρα και έναν πολύ μεγαλύτερο άντρα που έκανε την περιουσία του με φορτηγά μεταφορών. Ήταν πολύ πλούσιοι, αλλά δεν ανήκαν στην υψηλή κοινωνία του Μιλάνου. Ως νεαρή της άρεσαν τα ωραία πράγματα - ο πατέρας της την είχε καλομάθει με βιζόν και γρήγορα αυτοκίνητα - και γρήγορα βρήκε το δρόμο της στο κοινωνικό κύκλωμα της ελίτ. «Γνώρισα τον Μαουρίτσιο σε ένα πάρτι και με ερωτεύτηκε τρελά. Ήμουν συναρπαστική και διαφορετική», έλεγε. Η Πατρίτσια είχε πολλούς «μνηστήρες» αλλά κατέληξε στο ντροπαλό αγόρι με τα πεταχτά δόντια, που την κυνήγησε κάνοντας επίδειξη με τα πλούτη του.
Παντρεύτηκαν το 1972 όταν ήταν και οι δύο γύρω στα 24. Ο γάμος προκάλεσε ρωγμές στη σχέση του Μαουρίτσιο με τον πατέρα του Ροδόλφο, έναν από τους γιους του Γκούτσιο Γκούτσι, ο οποίος απεχθανόταν το κοινωνικό υπόβαθρο της Πατρίτσια και τον ισχυρό της χαρακτήρα που χάρισε στο γιό του αυτοπεποίθηση και ελευθερία. Όταν έκαναν το πρώτο τους παιδί, την Αλεξάνδρα ο παππούς μαλάκωσε και γέμισε το ζευγάρι δώρα όπως ένα πολυτελές ρετιρέ στο Olympic Tower της Νέας Υόρκης.
Το ζευγάρι πολύ πριν τους «Μπραντολίνα» κυκλοφορούσε με ένα αυτοκίνητο στο Μανχάταν με πινακίδα «Mauizia» απολαμβάνοντας τη δύναμή τους. Έκαναν παρέα με την Τζάκι Ωνάση και το Αμερικανικό τζετ-σετ κάθε φορά που ήταν όλοι στην πόλη. Η δεκαετία του '80 πέρασε μέσα σε ξέφρενα πάρτι θεματικά και χρωματικά στα οποία η διακόσμηση, τα ρούχα και τα φαγητά είχαν το ίδιο χρώμα.
Η γέννηση της δεύτερης κόρης τους Αλλέγκρα συνοδεύτηκε από την αγορά του γιοτ «Creol», ενός ξύλινου σκαριού 64 μέτρων και το οποίο εξακολουθεί και σήμερα να ανήκει στη δεύτερη κόρη του ζευγαριού. Η περιουσία τους περιλάμβανε ένα σαλέ στο Σεν Μόριτζ, μια εξοχική κατοικία στο Ακαπούλκο και ένα αγρόκτημα στο Κονέκτικατ.Η επιστροφή τους από τη Νέα Υόρκη στο Μιλάνο συνέπεσε με την αναγέννηση της πόλης που έγινε πρωτεύουσα μόδας με νέους και συναρπαστικούς σχεδιαστές όπως ο Τζιάνι Βερσάτσε, ο Τζόρτζιο Αρμάνι και ο Τζανφράνκο Φερέ. Η Γκούτσι προσέλαβε τότε τον Λουτσιάνο Σοπράνι για να σχεδιάσει την πρώτη της συλλογή ενδυμάτων.
Ήταν ένας γοητευτικός κόσμος απληστίας, υπερβολής και αφθονίας που διαλύθηκε βίαια μετά το χωρισμό τους και γιατί η Πατρίτσια δεν μπορούσε να αντέξει τη σκέψη μιας άλλης γυναίκας να παίρνει τη δύναμη, το καθεστώς και τα χρήματα που «είχε κερδίσει». Ο Γκούτσι δραπέτευσε κυριολεκτικά από την οικογενειακή εστία το 1991 λέγοντας ότι έφευγε για επαγγελματικό ταξίδι. Αντ 'αυτού μετακόμισε με την ερωμένη του Πάολα Φράντσι με την οποία ήταν μαζί μέχρι τη δολοφονία του σε ένα πολυτελές διαμέρισμα στην Corso Venezia. Η Φράντσι σίγουρα δεν τον ήθελε για τα χρήματά του, αφού είχε αφήσει ένα σύζυγο πιο πλούσιο από αυτόν. Όταν οι δικηγόροι του Γκούτσι πρότειναν διακανονισμό διαζυγίου στην Πατρίτσια ύψους περίπου 3.000.000 ευρώ και 700.000 επιπλέον ετησίως, την απέρριψε σαν «πινάκιο φακής» και κατέληξε σε μια καλύτερη συμφωνία.
Είχε τρελαθεί από το φόβο ότι θα έχανε κάθε προνόμιο και ότι οι κόρες της θα μπορούσαν να χάσουν μέρος ή όλη την κληρονομιά τους εάν το ζευγάρι έκανε παιδιά. Κυνηγούσε το ζευγάρι ανελέητα και τους απειλούσε διαρκώς, τους κατασκόπευε και ήξερε τα πάντα για τα σχέδιά τους, τις επιχειρηματικές τους συναλλαγές. Αν ο Γκούτσι δεν απαντούσε στις κλήσεις της του άφηνε μηνύματα στον τηλεφωνητή στα οποία ούρλιαζε ότι ήταν «τέρας» που παραμελούσε αυτήν και τις κόρες τους και προειδοποιώντας ότι «η κόλαση για εσάς δεν έχει έρθει ακόμη».
Στις 27 Μαρτίου 1995, ο Μαουρίτσιο δολοφονήθηκε μπαίνοντας στο γραφείο του. Αρχικά, η αστυνομία θεώρησε ότι η δολοφονία του συνδεόταν είτε με οικογενειακές διαμάχες των Γκούτσι, είτε με τους δεσμούς του με πρόσωπα του υποκόσμου που είχε γνωρίσει στο καζίνο. Μετά το θάνατό του η Πατρίτσια ήταν πολύ «απρόσεκτη» λέγοντας σε φίλους και ακόμη και δημοσιογράφους ότι τον ήθελε νεκρό.
Την επόμενη της δολοφονίας του Γκούτσι έκανε έξωση στην Πάολα Φράντσι να αφήσει το διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον Γκούτσι, και εγκαταστάθηκε εκεί με τις κόρες της. Τα έγγραφα της έξωσης, όπως αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο, τα είχε συντάξει τρεις ώρες μετά το θάνατο του πρώην άντρα της. Η Πατρίτσια έζησε με πολυτέλεια για τα επόμενα δύο χρόνια, έως ότου ένας από τους συνεργούς της καυχήθηκε για τη δολοφονία σε λάθος άτομο. Αυτό το άτομο ενημέρωσε την αστυνομία και άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των προσώπων που ήταν αναμεμειγμένα στη δολοφονία του πρώην άντρα της. Η φίλη της, μέντιουμ Πίνα Αουριέμα, ο φίλος της Αουριέμα που προσέλαβε έναν εκτελεστή, ο εκτελεστής και ο οδηγός που τον βοήθησε να διαφύγει. Η Πατρίτσια Ρετζιάνι κατηγορήθηκε για την οργάνωση της δολοφονίας που μάλιστα ήθελε να γίνει γρήγορα πριν προλάβει το ζευγάρι Γκούτσι-Φράντσι να παντρευτούν. Ήταν ύποπτη από την αρχή αλλά τελικά η αστυνομία έφτασε στην πόρτα της δυο χρόνια μετά το έγκλημα. Όταν συνελήφθη, η αστυνομία έπρεπε να την περιμένει να ντυθεί και να βάλει το γούνινο παλτό της.
Στο δικαστήριο η Πατρίτσια παραδέχτηκε ότι πλήρωσε την Αουριέμα περίπου 250.000 ευρώ, αλλά αρνήθηκε ότι ήταν για τη δολοφονία. «Ποτέ μην αφήσεις ούτε μια φιλική αλεπού στο κοτέτσι. Κάποτε θα πεινάσει», είπε στους δικαστές, υποστηρίζοντας ότι ήταν αφελές θύμα της απληστίας του αστρολόγου της. Και οι πέντε που συμμετείχαν στο σχέδιο δολοφονίας κρίθηκαν ένοχοι. «Δεν υπάρχει έγκλημα που δεν μπορούν να αγοράσουν τα χρήματα», «Θα προτιμούσα να κλαίω σε μια Ρολς- Ρόις παρά να είμαι ευτυχισμένη με ένα ποδήλατο» είναι δυο από τις διάσημες ρήσεις που είχε γράψει στο περίφημο ημερολόγιό της. Η πρώην σύζυγος του Μαουρίτσιο Γκούτσι, καταδικάστηκε σε 29 χρόνια φυλάκισης.
«Η Πατρίτσια Ρετζιάνι είναι και παραμένει ένα μυστήριο ακόμη και σε εμάς, τους δικηγόρους της υπεράσπισης», είπαν στη δίκη της έφεσής της το 2000 οι συνήγοροί της που προσπάθησαν ματαίως να τη βγάλουν ψυχικά διαταραγμένη. Οι δυο κόρες της ήταν δίπλα της σε όλη τη διάρκεια της δίκης και τελικά αυτές είναι οι κληρονόμοι της μεγάλης περιουσίας του πατέρα τους.
Σε αυτό που μπορεί να συμφωνήσουν όλοι είναι ότι η Πατρίτσια Ρετζιάνι, η «μαύρη χήρα» της ιταλικής μόδας είναι η καλύτερη σεναριογράφος που θα μπορούσε να έχει μια αστυνομική ιστορία μυστηρίου.
Με πληροφορίες από New York Times, Forbes, Guardian, Corriere Della Serra, Sara Gay Forden:The House of Gucci