Μια πρωτοπόρο γυναίκα της τέχνης τιμά με μια μεγάλη έκθεση το Kunstmuseum Basel, μέχρι τις 20 Ιουνίου 2021. Η Sophie Taeuber-Arp, ζωγράφος, γλύπτρια, σχεδιάστρια υφασμάτων και επίπλων, αρχιτέκτονας και χορεύτρια, συνδέθηκε με τα μεγάλα κινήματα της τέχνης των αρχών του 20ού αιώνα και είναι μια από τις λίγες γυναίκες που άφησαν πίσω τους τόσο πλούσιο έργο, το οποίο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να είναι επίκαιρο.
Το μουσείο Kunstmuseum Basel στη γενέθλια χώρα της, σε συνεργασία με το MoMA στη Νέα Υόρκη και την Tate Modern στο Λονδίνο, γιορτάζει την καλλιτεχνική συμβολή της στην τέχνη με πολλούς τρόπους, αφού η Τόιμπερ- Αρπ έπαιξε σημαντικό ρόλο στο κίνημα Dada στη Ζυρίχη, εργάστηκε σε πολλά αρχιτεκτονικά έργα και σε σχέδια επίπλων που επηρεάστηκαν από το Bauhaus στο Στρασβούργο και στο Παρίσι και βοήθησε στον επαναπροσδιορισμό της αφηρημένης ζωγραφικής στη Γαλλία και την Ελβετία.
Γεννημένη το 1889, στην Ελβετία, κόρη ενός φαρμακοποιού, έφτασε με την οικογένειά της στη Γερμανία όταν ήταν δυο ετών. «Η επιθυμία μου να εμπλουτίζονται και να ομορφαίνουν τα πράγματα δεν μπορεί να ερμηνευθεί υλιστικά, με την κατοχή τους ως αύξησης της αξίας τους. Αντίθετα πηγάζει από το ένστικτο για την τελειότητα και τη δημιουργική πράξη» έλεγε.
«Η επιθυμία μου να εμπλουτίζονται και να ομορφαίνουν τα πράγματα δεν μπορεί να ερμηνευθεί υλιστικά, με την κατοχή τους ως αύξησης της αξίας τους. Αντίθετα πηγάζει από το ένστικτο για την τελειότητα και τη δημιουργική πράξη».
Σπούδασε στο Μόναχο, επέστρεψε στην πατρίδα της Ελβετία το 1914 και ξεκίνησε μια επιτυχημένη μελέτη των εφαρμοσμένων τεχνών. Άρχισε να φοιτά στη σχολή του Ρούντολφ Λαμπάν, χορευτή και θεωρητικού του χορού που θεωρείται ως ένας από τους πρωτοπόρους του σύγχρονου χορού στην Ευρώπη και «πατέρας του εξπρεσιονιστικού χορού» στη Γερμανία. Την ίδια εποχή γνώρισε τον σύζυγό της, επίσης καλλιτέχνη Ζαν Αρπ, με τον οποίο συνεργάστηκαν συχνά για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ως πρόσφυγες, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, βρέθηκαν στη Ζυρίχη με άλλους εξόριστους που ζούσαν στην ελβετική πόλη, συμμετείχαν στη γέννηση του Νταντά στη Ζυρίχη, αλλά η Αρπ δίδαξε και κλωστοϋφαντουργία στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της πόλης από το 1916 έως το 1929 για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της.
Όταν κλήθηκε να σχεδιάσει μαριονέτες για μια σύγχρονη προσαρμογή του έργου της κομέντια ντελ άρτε, King Stag, του 18ου αιώνα, σε ένα σχολείο, κατασκεύασε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες που μέχρι σήμερα θεωρούνται συμβολικές για το κίνημα των ντανταϊστών και πολλές από αυτές βρίσκονται σήμερα στο μουσείο Αρπ στο Ρέμαγκεν της Γερμανίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Αρπ ξεκίνησε διάφορα έργα αρχιτεκτονικής και εσωτερικού σχεδιασμού, κυρίως σε συνεργασία με τον σύζυγό της και τον Ολλανδό καλλιτέχνη Theo van Doesburg για τη φιλόδοξη διακόσμηση του συγκροτήματος ψυχαγωγίας Aubette στο Στρασβούργο της Γαλλίας.
Το 1929, έφυγε από τη Ζυρίχη για το Παρίσι, όπου έστρεψε την προσοχή της σε αφηρημένους πίνακες και ανάγλυφα ξύλινα ανάγλυφα. Αυτά τα έργα εμφανίζουν μια ένταση μεταξύ ακρίβειας και παιγνιώδους διάθεσης που είναι χαρακτηριστική της καλλιτεχνικής της παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, συνδέθηκε με δύο ομάδες καλλιτεχνών που αφιερώθηκαν επίσης στην αφαίρεση, τους Cercle et Carré και τους Abstraction-Création, και επιμελήθηκε το βραχύβιο διεθνές περιοδικό Plastique / Plastic. Από το 1926 οι Αρπ είχαν γίνει Γάλλοι πολίτες και ζούσαν στο Meudon / Val-Fleury, έξω από το Παρίσι, όπου η Αρπ σχεδίασε το νέο τους σπίτι και μερικά από τα έπιπλα του.
Είναι η πρώτη καλλιτέχνις που χρησιμοποίησε πουά στην τέχνη με έργα όπως το Dynamic Circles του 1934, στα βήματα του Καζιμίρ Μαλέβιτς και του Black Circle. Ο κύκλος της περιλάμβανε καλλιτέχνες όπως οι Σόνια και Ρομπέρ Ντελονέ, Βασίλι Καντίνσκι, Χοάν Μιρό και Μαρσέλ Ντισάν.
Το 1940, το ζεύγος Αρπ εγκατέλειψε το Παρίσι λόγω της ναζιστικής κατοχής και μετακόμισε στο Grasse, στο Vichy, όπου δημιούργησαν μια «αποικία τέχνης» με άλλους καλλιτέχνες που είχαν καταφύγει εκεί. Σε μια επίσκεψή της στο σπίτι του αρχιτέκτονα και καλλιτέχνη Μαξ Μπιλ το 1943, πέθανε από δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα που προκλήθηκε από χαλασμένη σόμπα.
Η κληρονομιά που άφησε εκτείνεται σε πλήθος σχεδίων, έργων, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, σε χάντρες, κοστούμια, έπιπλα και εσωτερικούς χώρους, καθώς και μαριονέτες που μας επιτρέπουν να ανακαλύψουμε το πολύπλευρο και ευφάνταστο κόσμο της, που με συνέπεια και συνειδητά αμφισβητεί τα ιστορικά όρια που διαχωρίζουν την τέχνη από το ντιζάιν και τον βιομηχανικό σχεδιασμό.