Αν πήγαμε στην Πειραιώς 260 για την πρώτη παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών 2021 (Somewhere) beyond the cherry trees με αυξημένες προσδοκίες, είναι δικό μας πρόβλημα. Δεν «φταίει» η παράσταση του Πρόδρομου Τσινικόρη (σύλληψη και σκηνοθεσία) που δεν μπόρεσε να χορτάσει την πείνα μας για θέατρο, έπειτα από τόσους μήνες αναγκαστικής αποχής. Ούτε ευθύνεται για το άδειασμα της βεβαιότητας διαφόρων ότι κάθε κρίση δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε νέες, συνταρακτικές εξελίξεις και ότι η εμπειρία της επιδημίας και της καραντίνας κυοφορεί ή θα κυοφορήσει ευπρόσδεκτες αλλαγές. Τέτοιες ιδέες είναι απλώς αντανακλάσεις επιθυμίας – οι περισσότεροι καλλιτέχνες του θεάτρου απλώς θα συνεχίσουν από κει που σταμάτησαν. Κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό.
Ο Πρόδρομος Τσινικόρης, προ πανδημίας, είχε σταματήσει στο θέατρο-ντοκιμαντέρ. Στην κατεύθυνση των μετα-δραματικών τάσεων στο ευρωπαϊκό θέατρο, στράφηκε στη σκηνική γλώσσα που «δραματοποιεί» κομμάτια της πραγματικότητας εντός του ιστορικού της γίγνεσθαι. Οι πολυβραβευμένοι Rimini Protokoll την τελειοποίησαν, ανεβάζοντας στη σκηνή ερασιτέχνες «ειδικούς» που συνδέονται κάπως με το θέμα, αποκαλύπτοντας κρυφές πτυχές του και παρουσιάζοντας πρόσωπα, φαινόμενα, «αντικείμενα» με υψηλή συμβολική αξία, από αναπάντεχες γωνίες και προοπτικές.
Την ίδια στιγμή οι καλλιτέχνες του θεάτρου-ντοκιμαντέρ προτείνουν μιαν άλλη θεατρικότητα, έναν ρεαλισμό πέρα από τον ρεαλισμό, αφού στις παραστάσεις τους όσοι βρίσκονται στη σκηνή «παίζουν» τον εαυτό τους και μιλούν για την εμπειρία τους. Πρόκειται για ένα θέατρο κατεξοχήν πολιτικό, που στις πιο απλοϊκές εκδοχές του υπακούει στις πολιτικές ιδέες των δημιουργών του, μέσω τόσο της επιλογής συγκεκριμένων θεμάτων όσο και του τρόπου διαχείρισής τους. Οι καλύτερες παραστάσεις του είδους καταφέρνουν να αποφύγουν μονομερείς ερμηνείες με κυκλωτική, κοινωνικοπολιτική διερεύνηση του θέματος, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητά μέσα από διαφορετικές, αντίθετες ή συμπληρωματικές μαρτυρίες.
Στο (Somewhere) beyond the cherry trees ο καλλιτέχνης σκηνοθέτης απουσίαζε κι η δραματουργία (τόσο ως προς το κείμενο, όσο και ως προς τη σκηνική σύνθεση) ήταν προβληματική.
Η επιστημονική αντικειμενικότητα (στη μέθοδο) του θεάτρου-ντοκουμέντο, ωστόσο, λειτουργεί ευνουχιστικά προς την καλλιτεχνική διάσταση της σκηνικής πράξης. Η παράσταση κινδυνεύει να μη διαφέρει από ένα τηλεοπτικό πάνελ ή από στρογγυλό τραπέζι συνεδρίου. Όσο με αφορά, δεν πάω στο θέατρο για να ακούσω ειδικούς ούτε για να μου κάνουν μάθημα.
Τα ως άνω αφορούν εμμέσως την καινούργια παράσταση του Πρόδρομου Τσινικόρη για το Φεστιβάλ Αθηνών αφού στο (Somewhere) beyond the cherry trees (γιατί αγγλικός τίτλος;) έχει απομακρυνθεί από το θέατρο-ντοκουμέντο και συστήνει την παράσταση με τον όρο «post-documentary». Η πέραν των όρων αλήθεια είναι ότι εδώ ο Τσινικόρης δοκιμάζεται με αμιγώς θεατρικά υλικά, με επαγγελματίες ηθοποιούς και με τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ.
Η αλλαγή πλεύσης είναι καλοδεχούμενη – σημαίνει ότι νιώθει έτοιμος να προχωρήσει σε διαφορετικά μονοπάτια. Μόνο που όταν κάνεις θέατρο με θεατρικά υλικά απαιτείται να μετασχηματίζεις με καλλιτεχνικούς όρους το θέμα σου, την ιδέα που σε κινεί.
Στο (Somewhere) beyond the cherry trees ο καλλιτέχνης σκηνοθέτης απουσίαζε κι η δραματουργία (τόσο ως προς το κείμενο όσο και ως προς τη σκηνική σύνθεση) ήταν προβληματική. Η παράσταση χωρίστηκε σε δύο, περίπου ίσης διάρκειας μέρη.
Στο πρώτο μέρος ο Τσινικόρης εμφανίζεται στα αριστερά της σκηνής ως Τροφίμοφ (ο «επαναστάτης» φοιτητής που λέει πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση πλασμένος με ατέλειες και πως οι άνθρωποι στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι άξεστοι, ανόητοι και αξιολύπητοι). Παρακολουθεί την κίνηση στα δεξιά του, όπου σε μια καλύβα συνωθούνται τα βασικά πρόσωπα του τσεχοφικού «Βυσιννόκηπου»: ο Λοπάχιν, η Λιούμπα, ο Γκάεφ, και οι δύο νεαρές της ιστορίας, η Βάρια και η Άνια. Διατρέχουν μέσα σε 40 λεπτά το έργο του Τσέχοφ. Εννοείται πως αυτός που δεν έχει διαβάσει ή δεν έχει ξαναδεί τον «Βυσινόκηπο» δεν καταλαβαίνει ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όσοι το γνωρίζουν, απορούν πώς από ένα αριστούργημα μπορεί να προκύψει μία τόσο βαρετή σκηνική αφήγηση. Τα πρόσωπα ασαφή, ο λόγος τους λειψός.
Στα 40 λεπτά, έτοιμοι πια να δούμε πώς κατέληξαν οι τσεχοφικοί ήρωες μετά το τέλος του έργου, μεταφερμένοι στην εποχή μας, μεσολαβεί ένα ολιγόλεπτο «θεατρικό δοκίμιο» του Τσινικόρη για την πόλη και πώς μετασχηματίζεται, για την τουριστικοποιηση, την απώλεια του κέντρου της και το Airbnb, για την ακίνητη ιδιοκτησία ως μοχλό άσκησης εξουσίας, για την πτώση της μεσαίας τάξης, τους νεόπτωχους και τη θέση τους στην υπό διαρκή εξέλιξη αστική ανθρωπογεωγραφία. Μιλάει ακόμη για τη σημασία της «ρητορικής του κίνδυνου» στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης, την επισφάλεια των μη-προνομιούχων πληθυσμών, για τη σημασία του σπιτιού στον τρόπο που συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας και τη θέση μας στην κοινωνία. Ενοχλητικά διδακτικό.
Εν τω μεταξύ η καλύβα αποδομείται (από τη φτωχή σκηνική όψη δεν έλειπε μία οθόνη, που κρεμόταν στη μία άκρη, πάνω στην οποία προβάλλονταν εντελώς αδιάφορες εικόνες), οι ηθοποιοί αλλάζουν κάπως τα ρούχα τους και κάθονται σε καρέκλες κοιτώντας τους θεατές. Καθένας τους λέει την ιστορία του μετά την πτώχευση και την απώλεια του (όποιου) «βυσσινόκηπου». Κάποιοι (κυρίως η Λιούμπα της Μαρίας Πανουργιά) επιδιώκουν να μας κάνουν να γελάσουμε με υπερβολές και παράδοξες συνδέσεις. Τέλος παράστασης, αμήχανο χειροκρότημα.
Η παράσταση είχε ανακοινωθεί στο περσινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και αναβλήθηκε λόγω της επιδημίας, άρα υπήρχε άφθονος χρόνος προετοιμασίας. Με εξαίρεση τους καλούς ηθοποιούς, ωστόσο, και κυρίως τη Μαρία Πανουργιά, τη Νάνσυ Σιδέρη και την Καλλιόπη Σίμου, τίποτα δεν λειτούργησε καλά «πέρα από τον βυσσινόκηπο». Η «εκδίκηση» του Τσέχoφ.