Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ γύρω από το εργασιακό νομοσχέδιο που πέρασε την προηγούμενη βδομάδα από τη Βουλή έχει πολύ ενδιαφέρον. Να διευκρινίσουμε καταρχάς ότι η ανάλυση που ακολουθεί αφορά μόνο το σκέλος της πολιτικής διαχείρισης και δεν μπαίνει στην ουσία του νομοσχεδίου. Ούτως ή άλλως, αυτά κρίνονται στην πράξη. Σε λίγους μήνες θα ξέρουμε αν θα είναι περισσότεροι οι ωφελημένοι ή οι ζημιωμένοι από τον νέο νόμο. Οι πολιτικοί χειρισμοί, ωστόσο, μπορούν να κριθούν άμεσα. Και είναι πολλά τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά:
Μετά από σχεδόν μία δεκαετία μνημονίων και με πολλές παρεμβάσεις τα χρόνια εκείνα στα εργασιακά ζητήματα, η αντίληψη που είχε επικρατήσει είναι ότι κάθε αλλαγή επιδεινώνει τις εργασιακές σχέσεις σε βάρος των εργαζομένων. Ο κόσμος άκουγε «αλλαγές στο εργασιακό» και τον έπιανε σύγκρυο. Η εποχή αυτή μπορεί σήμερα να φαντάζει μακρινή, αλλά έχει εγγραφεί στη μνήμη όλων μας.
Η γενικότερη καχυποψία συνεπικουρούνταν από μία ακόμα παγιωμένη αντίληψη, ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη δεν είναι ισότιμες. Ο εργοδότης έχει μεγαλύτερη ισχύ, ως εκ τούτου καθετί που εμπεριείχε τη λογική της απευθείας ή ατομικής διαπραγμάτευσης είναι ντε φάκτο ετεροβαρές.
Αντί η αντιπολίτευση να εστιάσει στην αποδόμηση του νομοσχεδίου με συγκεκριμένα επιχειρήματα για συγκεκριμένα ζητήματα, επέλεξε μια μετωπική αντιπαράθεση με συνθήματα για κατάργηση του οκταώρου (κάτι που προφανώς δεν μπορεί να συμβεί σε μια ευρωπαϊκή χώρα), μιλώντας για «γαλέρες», με ατάκες πιασιάρικες για τα social media, που όμως δεν στέκονται εύκολα σε μια συζήτηση, και με πολλές προσωπικές επιθέσεις κατά του υπουργού Εργασίας, ο οποίος όμως, ως πρόσωπο, δεν έχει τοξικά χαρακτηριστικά.
Τα δύο αυτά δεδομένα αποτυπώνονταν σε όλες τις έρευνες (δημοσιευμένες ή κρυφές) γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα. Η αντιπολίτευση, του ΣΥΡΙΖΑ προεξάρχοντος, πατώντας πάνω σε αυτά και θεωρώντας προνομιακό πεδίο τα εργασιακά, αποφάσισε να αναδείξει το εργασιακό ως τη «μάχη των μαχών», όπως τη χαρακτήρισαν. Ο Αλέξης Τσίπρας, μάλιστα, τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής της πολιτικής μάχης, με μια σειρά από προσωπικές πολιτικές παρεμβάσεις.
Με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι ο στόχος αυτός δεν επετεύχθη. Οι κοινωνικές αντιδράσεις ήταν μάλλον χλιαρές, τα ποσοστά συμμετοχής στις απεργίες χαμηλά, η κυβέρνηση δεν εμφάνισε κάποιο εσωτερικό ρήγμα.
Γιατί συνέβη αυτό;
Πρώτον, γιατί η αντιπολίτευση δεν διάβασε καλά τις δημοσκοπήσεις. Τις διάβασε στατικά. Είδαν μεν την καχυποψία του κόσμου για κάθε παρέμβαση στο εργασιακό και τη δυσπιστία απέναντί στην απευθείας συνεννόηση εργαζόμενου - εργοδότη, αλλά δεν είδαν ότι πολλές βασικές ρυθμίσεις του νόμου είχαν θετική αποδοχή. Ως εκ τούτου, υπερτίμησαν το μέγεθος των αντιδράσεων που θα μπορούσαν να προκληθούν και υποτίμησαν την αντιστροφή κλίματος που θα μπορούσε να επιφέρει μια εκτενής συζήτηση, η οποία θα φώτιζε και εκείνες τις (θετικές) διατάξεις.
Δεύτερον, χάθηκε (πάλι) κάπως το μέτρο. Αντί η αντιπολίτευση να εστιάσει στην αποδόμηση του νομοσχεδίου με συγκεκριμένα επιχειρήματα για συγκεκριμένα ζητήματα, επέλεξε μια μετωπική αντιπαράθεση με συνθήματα για κατάργηση του οκταώρου (κάτι που προφανώς δεν μπορεί να συμβεί σε μια ευρωπαϊκή χώρα), μιλώντας για «γαλέρες», με ατάκες πιασιάρικες για τα social media, που όμως δεν στέκονται εύκολα σε μια συζήτηση, και με πολλές προσωπικές επιθέσεις κατά του υπουργού Εργασίας, ο οποίος όμως, ως πρόσωπο, δεν έχει τοξικά χαρακτηριστικά.
Τρίτον, η κυβέρνηση είχε πιο συγκροτημένη στρατηγική. Ο έμπειρος σε ζητήματα πολιτικής διαχείρισης Κωστής Χατζηδάκης ακολούθησε το δόγμα «η καλύτερη απάντηση στο “ψέμα” του αντιπάλου σου είναι η συνεχής επανάληψη της δικής σου “αλήθειας”». Παρεμβαίνοντας συνεχώς σε ΜΜΕ και σόσιαλ μίντια, εξηγούσε τι περιλαμβάνει το νομοσχέδιο και τι ισχύει με το επίμαχο θέμα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, μιλώντας και για τα ισχύοντα επί ΣΥΡΙΖΑ. Αντί να απολογείται στις επιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, επετίθετο ο ίδιος στον ΣΥΡΙΖΑ για το γεγονός ότι δεν ψηφίζει τις ευρέως αποδέκτες αλλαγές που πρότεινε το νομοσχέδιο.
Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με αυτά που έλεγε ‒επαναλαμβάνω ότι δεν είναι αυτό το θέμα της ανάλυσης‒, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είχε στρατηγική ή διαχειριστική επάρκεια. Αντιθέτως, σε ένα πεδίο που έμοιαζε προνομιακό για την αντιπολίτευση, έφερε τη συζήτηση στα μέτρα της κυβέρνησης, επιτιθέμενος και όχι αμυνόμενος.
Αποτέλεσμα: Στην ονομαστική ψηφοφορία που ακολούθησε η αξιωματική αντιπολίτευση αναγκάστηκε να ψηφίσει τα μισά περίπου άρθρα του νομοσχεδίου (55/128), ενώ πολλά ακόμα (17) δεν τα καταψήφισε, επιλέγοντας το «παρών». Και πολύ καλά έκανε, το κόστος θα ήταν μεγαλύτερο αν καταψήφιζε τα πάντα, καθώς θα το έβρισκε συνεχώς μπροστά της. Τι σόι «νομοσχέδιο-Αρμαγεδδών» όμως είναι αυτό που τα μισά περίπου άρθρα του υπερψηφίζονται και από την αντιπολίτευση; Αυτό είναι δύσκολο να εξηγηθεί.
Κλείνω όπως ξεκίνησα. Το αν ο νέος εργασιακός νόμος είναι καλός ή κακός θα φανεί στην πράξη. Σε λίγους μήνες θα ξέρουμε ποιοι εργαζόμενοι θα είναι περισσότεροι: όσοι θα ωφεληθούν από τις ευρέως αποδεκτές διατάξεις του (κάρτα εργασίας, άδεια γέννας σε πατεράδες, πληρωμένη από τον ΟΑΕΔ άδεια γέννας και στους δύο γονείς, δικαίωμα αποσύνδεσης εκτός ωραρίου, εξίσωση εργατοτεχνιτών με λοιπούς εργαζόμενους, μέτρα κατά σεξουαλικής παρενόχλησης, εργασιακής βίας κ.ά.) ή όσοι καταγγέλλουν απώλεια εισοδημάτων λόγω απλήρωτων υπερωριών που θα πληρώνονται σε ρεπό. Προφανώς τότε θα φανούν και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές, των αλλαγών που ψηφίστηκαν.
Μέχρι τότε, ας κρατήσουμε κάποια πολιτικά διδάγματα:
Όποιος ελέγχει την ατζέντα σε μια αντιπαράθεση, έχει πάντα πλεονέκτημα.
Βάζε τον πήχη εκεί όπου πρέπει, για να μην περάσεις από κάτω.
Πες την ιστορία σου απλά και πολλές φορές. Αν έχεις δίκιο, ο κόσμος θα το καταλάβει. Ειδικά αν το επίδικο ζήτημα έχει να κάνει με τη ζωή ή την τσέπη του.