ΕΙΝΑΙ ΑΠΕΙΡΩΣ ΠΙΟ ΕΙΔΙΚΟΙ οι φιλόλογοι και οι κριτικοί της λογοτεχνίας για να αναλύσουν το «πώς» και κυρίως το «γιατί» ο Γκυστάβ Φλωμπέρ απαξίωνε τα ελαφριά μυθιστορήματα. Ας πούμε, η μοίρα που επιφύλασσε στην επιπόλαιη «Μαντάμ Μποβαρύ» του είναι ενδεικτική του πόσο σοβαρά έπαιρνε ο εκπρόσωπος του ρεαλισμού, τα ελαφριά αναγνώσματα. Όλον εκείνον τον πολτό που αναφέρεται σε χαμένες αγάπες και ιδανικούς εραστές που δεν είχαν καλό τέλος.
Για πολλούς των λογοτεχνικών κύκλων, το συγκεκριμένο έργο δεν θεωρείται απλώς ένα μυθιστόρημα με ρίζες στην πραγματικότητα, αλλά μία διδακτική φάρσα, ένα σοβαρό κούνημα του δακτύλου του Φλωμπέρ για τις επιπτώσεις των ελαφριών αναγνωσμάτων στην πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που τα επιλέγουν.
Η Μποβαρύ μυήθηκε σε αυτού του είδους τα αναγνώσματα από μία ανύπαντρη ηλικιωμένη και ο κόσμος, όπως τον έπλασαν στο μυαλό της αυτά τα κείμενα, ήταν γεμάτος απελπισμένους έρωτες, γυναίκες που πεθαίνουν, προσμένοντας τον «ένα», μανίες και παραφορές που δικαιολογούνται από το ερωτικό πάθος.
Αν ζούσε σήμερα, ο τολμηρός, σχεδόν ασεβής Φλωμπέρ, θα άκουγε τους πλέον ανάξιους γραφιάδες, να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, να γράφουν και να λένε μηνύσιμες ανοησίες και να θεωρούν γεγονότα βάρβαρα, τραγικά, για τα οποία μόνο η δικαιοσύνη θα έπρεπε να μιλάει, προσάναμμα για το επόμενο ελαφρύ πόνημά τους.
Πρακτικά, ο Φλωμπέρ, γνωρίζοντας ποιο θα είναι το τέλος της ηρωίδας του, δεν χάνει ευκαιρία να ειρωνεύεται, με λεπτότητα, αλλά και φαρμάκι τα στερεότυπα των ρομαντικών μυθιστορημάτων που λυσσούν για «κυρίους γενναίους σα λιοντάρια, τρυφερούς σαν πρόβατα, πάντοτε καλοντυμένους». Προφανώς είχε και τέτοιους στη Ρουέν –γενέτειρα του Φλωμπέρ- του 1821, αλλά οι ρυθμοί ζωής σίγουρα δεν επέτρεπαν στα κατώτερα στρώματα τέτοιες πολυτέλειες.
Σε κάθε περίπτωση εκείνο που επιθυμεί να υπογραμμίσει –εκτός από την τυφλότητα της ηρωίδας του που βρίσκεται έρμαιο των εξελίξεων από αγκαλιά σε αγκαλιά- είναι το πώς αποκοιμίζεται η κριτική σκέψη του αναγνωστικού κοινού που έχει πρόσβαση μόνο σε τέτοιου είδους λογοτεχνία.
Στις μέρες μας, γι’ αυτού του είδους τα αναγνώσματα ούτε η αποστροφή έχει εκλείψει –μπορεί να πει κανείς ότι πολλοί συμφωνούν με τον Φλωμπέρ κι ας μην γνώριζαν τη, γεμάτη επιχειρήματα, αηδία που τον διακατείχε για το είδος- αλλά ούτε και η αποθέωση. Μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού μπορεί να μπει στη διαδικασία να καβγαδίσει για το αν το τάδε ή το δείνα βιβλίο της τάδε ή της δείνα συγγραφέως έχει λογοτεχνική αξία.
Επίσης, αν ακόμη και σήμερα, έχει κάποιος απορία για τους λόγους που το είδος ανθεί –σε διάφορες παραλλαγές του- μπορεί να απευθυνθεί στο λογιστήριο μεγάλων εκδοτικών οίκων και θα πάρει την απάντηση για την –σχεδόν βιομηχανική- παραγωγή best sellers, με βασανισμένες ηρωίδες που αγάπησαν, αλλά δεν ευτύχησαν.
Αν ζούσε σήμερα, ο τολμηρός, σχεδόν ασεβής Φλωμπέρ, ίσως να γέλαγε κάπως πικρά για όλους εκείνους τους ύμνους που γράφτηκαν για τη «Μποβαρύ» του, ότι δηλαδή ήταν το μυθιστόρημα που έκλεισε βίαια την πόρτα στον ρομαντισμό ως ρεύμα, ότι έμαθε τους αναγνώστες να αναζητούν και τη σκληρή αλήθεια της καθημερινής ζωής, χωρίς ωραιοποιήσεις.
Θα άκουγε, ας πούμε, τους πλέον ανάξιους γραφιάδες, να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, να γράφουν και να λένε μηνύσιμες ανοησίες και να θεωρούν γεγονότα βάρβαρα, τραγικά, για τα οποία μόνο η δικαιοσύνη θα έπρεπε να μιλάει, προσάναμμα για το επόμενο ελαφρύ πόνημά τους.
«Και τότε μια λυπηρή ιδιότητα αναπτύχθηκε στον νου τους: αυτή του να βλέπουν τη βλακεία και να μην μπορούν να την ανεχθούν. Ασήμαντα πράγματα τους κατέθλιβαν: οι διαφημίσεις στις εφημερίδες, το προφίλ ενός αστού, μια ηλίθια σκέψη που άκουγαν τυχαία», γράφει κάπου στο «Μπουβάρ και Πεκυσέ».
Οπότε, λογικά, γνώριζε ήδη ότι ο πόλεμος με τη βλακεία –ειδικά εκείνων που αποφασίζουν να γράψουν, χωρίς να μπορούν ή να γνωρίζουν πώς συμβαίνει αυτό- είναι ατέλειωτος. Κάτι μάχες κερδίζονται μόνο.