ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ 5ης Ιουλίου 2015 (που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες μάς θυμίζουν οι «αναμνήσεις» στο Facebook) αποτελεί ένα συλλογικό τραύμα. Ήταν μια βαθιά διχαστική διαδικασία. Η χώρα βρέθηκε κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού. Ήταν τραύμα τόσο για εκείνους που βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών και στη συνέχεια βίωσαν τη διάψευση όσο και για εκείνους που βρέθηκαν στη μεριά των ηττημένων, παρότι ένιωσαν ότι βρέθηκαν στη σωστή μεριά της Iστορίας.
Ο διχασμός που προκλήθηκε υπερέβαινε τα ζητήματα της συγκυρίας, τη σχέση μας με την Ευρώπη ή το πλαίσιο «δεξιάς - αριστεράς» και εξελίχθηκε πρωτίστως σε μια διαδικασία αυτοτοποθέτησης με έντονα ψυχολογικοποιημένη πολιτική συμπεριφορά. Στη σύγκρουση «λογικών ανησυχιών» από τη μια και «ξεσπάσματος οργής ή περηφάνιας» από την άλλη η εξέλιξη ήταν προδιαγεγραμμένη. Σε καμιά κοινωνία δεν θα κέρδιζαν οι πρώτοι.
Τι απέμεινε, όμως, τελικά από την όλη διαδικασία, εκτός από το τραύμα; Λίγα πράγματα. Την επομένη του δημοψηφίσματος η τότε κυβέρνηση είχε να διαχειριστεί το ίδιο ακριβώς ζήτημα που είχε και την παραμονή: τη σύναψη συμφωνίας με τους δανειστές υπό την πίεση της άτακτης χρεοκοπίας. Λίγες εβδομάδες μετά το δημοψήφισμα η πλειοψηφία των πολιτών θεωρούσε ότι εν τέλει ήταν επιζήμιο για τη χώρα. Και σήμερα ακόμα περισσότεροι.
Αντί να προσγειώσει ομαλά το σκάφος, όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται τι συβαίνει, ο Τσίπρας προτίμησε την αναγκαστική προσγείωση μετά από μια «τυφλή» πτήση. Το δημοψήφισμα και η υποχώρηση αμέσως μετά «οπτικοποίησαν» την αποτυχία εκείνης της στρατηγικής.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι επιπτώσεις ήταν καταλυτικές. Αμέσως μετά το δημοψήφισμα η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα άρχισε να επιδεινώνεται, αλλά δεν πρόλαβε να εκδηλωθεί, λόγω της επίσπευσης των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015. Όμως ότι η πολιτική διαχείριση του πρώτου εξαμήνου –με καταληκτικό σημείο το δημοψήφισμα– έβλαψε καίρια και στρατηγικά τον ΣΥΡΙΖΑ και θεμελίωσε τη μελλοντική ήττα του.
Αυτό συνέβη για πέντε κυρίως λόγους:
• Πρώτον, γιατί ανάλωσε γρήγορα το πολιτικό του κεφάλαιο. Η 6μηνη πορεία «στο κόκκινο» ξόδεψε γρήγορα τη βενζίνα του. Με τις αλλεπάλληλες κάλπες του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε restart, όπως νόμιζε, απλώς έκαιγε πολιτικά «κανονάκια». Στην πολιτική, από το να κερδίσεις τέσσερις εκλογές σε δύο χρόνια, είναι προτιμότερο να κερδίσεις δύο εκλογές σε τέσσερα χρόνια.
• Δεύτερον, έκανε πιο εμφατική την αποτυχία της πολιτικής του. Αντί να προσγειώσει ομαλά το σκάφος, όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται τι συβαίνει, ο Τσίπρας προτίμησε την αναγκαστική προσγείωση μετά από μια «τυφλή» πτήση. Το δημοψήφισμα και η υποχώρηση αμέσως μετά «οπτικοποίησαν» την αποτυχία εκείνης της στρατηγικής. Η ρεαλιστική στροφή, που αν είχε υλοποιηθεί εγκαίρως θα μπορούσε να επιφέρει κέρδη και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τη χώρα, θεωρήθηκε προϊόν πολιτικής «ήττας» και απαξιώθηκε ως «κωλοτούμπα».
• Τρίτον, έχασε παλαιούς, αλλά δυνητικούς υποστηρικτές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη στροφή στην πολιτική του, έχασε το ¼ των βουλευτών του και πολλά μεσαία στελέχη (αν και αρκετά τα πήρε πίσω στη διάρκεια της 4ετίας). Κυρίως, όμως, έχασε οριστικά τους «απέναντι». Μετριοπαθείς πολίτες που σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις αναγνώριζαν ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν ήταν τελικά τόσο καταστροφική όσο φοβόντουσαν, έλεγαν ότι είναι αδύνατο να την στηρίξουν, καθώς την κρίσιμη εκείνη περίοδο δημιουργήθηκε ένα (για πολλούς μέχρι σήμερα) ανυπέρβλητο ψυχικό ρήγμα μαζί του, όταν κάποιοι τους λοιδορούσαν ως «γερμανοτσολιάδες».
• Τέταρτον, συνέδεσε τους πολίτες με μια κυβερνητική αποτυχία. Και αυτοί αντέδρασαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε «δώσαμε μαζί τη μάχη, αλλά δεν τα καταφέραμε», ελπίζοντας στη συμπάθεια το κόσμου. Παρέβλεψε έτσι ένα θεμελιώδες πολιτικό θεώρημα: οι ψηφοφόροι απεχθάνονται οτιδήποτε επιχειρήσει να τους καταστήσει συνυπεύθυνους σε μια αποτυχία. Οι ίδιοι θεωρούν ότι δεν κάνουν λάθη∙ παρασύρονται. Δεν πέφτουν έξω στις εκτιμήσεις τους∙ εξαπατώνται. Είναι αδιάφορο αν αυτό συμβαίνει καλώς ή κακώς. Συμβαίνει όμως. Οι ίδιοι άνθρωποι που ψήφιζαν τριάντα χρόνια ΠΑΣΟΚ μετά το μνημόνιο φώναζαν «να ξεμπερδεύουμε με το παλιό» και αναθεμάτιζαν «αυτούς που σαράντα χρόνια κατέστρεψαν τη χώρα»...
• Πέμπτον, προκάλεσε διεργασίες στον χώρο της αντιπολίτευσης. Η δραματικότητα των στιγμών κράτησε τη ΝΔ συσπειρωμένη, σε μια περίοδο που μετά την ήττα του Ιανουαρίου ’15 έμοιαζε να παραπαίει. Οι ωσμώσεις μεταξύ των προσώπων, φορέων και κομμάτων της πλευράς του «Ναι» βοήθησαν τη ΝΔ ως τον ισχυρότερο πόλο του χώρου. Τότε καταγράφηκαν τα πρώτα ψήγματα της «αντι-ΣΥΡΙΖΑ ψήφου», που ακόμα υφέρπει.
Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι ο χώρος αυτός, μέσα από τις διαδικασίες της περιόδου, απέκτησε κινηματικά στοιχεία. Δημιουργήθηκαν ομάδες, αναδείχθηκαν πρόσωπα στα media και στα social media, συστρατεύτηκαν καλλιτέχνες, διανοούμενοι κ.ά., δημιουργήθηκαν πυρήνες σε χώρους όπου μέχρι τότε κυριαρχούσε απόλυτα ο ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν μάλιστα αυτοί οι πυρήνες που λίγους μήνες αργότερα συνέβαλαν στην εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, γεγονός που επίσης καθόρισε τις μελλοντικές εξελίξεις. Έξι μήνες μετά το δημοψήφισμα και τέσσερις μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε το δημοσκοπικό προβάδισμα από τη ΝΔ και έκτοτε δεν το έχει ανακτήσει ούτε για μία μέρα.
Κλείνω με δύο φαινομενικά οξύμωρες, πλην όμως ακριβείς παρατηρήσεις: πρώτον, η στιγμή που θεωρήθηκε ο κολοφώνας της δόξας του Αλέξη Τσίπρα ήταν η αρχή του τέλους της πολιτικής κυριαρχίας του. Δεύτερον, ο τίτλος «Ανίκητοι ηττημένοι», που επέλεξε ο Γιάνης Βαρουφάκης για το βιβλίο του που ιστορεί τα γεγονότα της περιόδου, φαίνεται να ταιριάζει πολύ περισσότερο στους αντιπάλους του. Τους ηττημένους του δημοψηφίσματος, που όχι μόνο ένιωσαν ηθικά δικαιωμένοι για την τότε στάση τους, αλλά κέρδισαν και τις πολιτικές μάχες που ακολούθησαν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.