Μεγάλος σταρ ζωγράφος στην πρόσφατη δημοπρασία του οίκου Κρίστις δεν ήταν ούτε η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, που ο πίνακάς της «Αφροδίτη και Έρως» πουλήθηκε για δυο εκατομμύρια, ούτε ο Ζορζ ντε Λα Τουρ, αλλά ο περίφημος πίνακας «Άποψη της Βερόνα», ένας τεράστιος φιλόδοξος καμβάς ζωγραφισμένος γύρω στα 1745-47 όταν ο καλλιτέχνης ήταν γύρω στα 25.
Ο πίνακας πουλήθηκε για 9 εκατομμύρια στερλίνες, κάτι που σημαίνει ότι οι τιμές των έργων του απογειώθηκαν μέσα στα χρόνια. Ο πίνακας πουλήθηκε για πρώτη φορά από τον James Christie στο Pall Mall το 1771, ενώ το έργο ήταν μακροπρόθεσμο δάνειο στην Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας στο Εδιμβούργο από το 1973. Ο σημερινός ιδιοκτήτης τον αγόρασε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από τον έμπορο Cyril Humphris, ο οποίος τον αγόρασε για 315.000 στερλίνες από τους Christie's το 1971 και επίσης τον έδωσε ως δάνειο στην Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας. Η σπανιότητα του έργου έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν πίνακες του Μπελότο πλέον σε αυτό το μέγεθος που βγαίνουν στην αγορά.
Το στυλ του γίνεται χαρακτηριστικό όσο περνούν τα χρόνια με σαφή έμπνευση από την ολλανδική ζωγραφική τοπίου με σωρούς νεφών, σκιές και πλούσιο φύλλωμα. Ο χρωματισμός του είναι πιο κρύος και χαρακτηρίζεται από το γκρι του ατσαλιού.
Ο Μπερνάρντο Μπελότο, ο γιος του Λορέντζο Αντόνιο Μπελότο και της Φιορέντζα Κανάλ, αδελφής του διάσημου Καναλέτο, γεννήθηκε στη Βενετία το 1721 και σπούδασε στο εργαστήριο του θείου του. Αποδείχθηκε ότι ήταν ένα πρώιμο ταλέντο και αυτό που τον διαφοροποίησε από τον ήδη διάσημο Καναλέτο ήταν ότι ενδιαφερόταν περισσότερο για το βάθος και την προοπτική της σύνθεσής του.
Αν παρατηρήσει κάποιος την άποψη της Βερόνα, θα δει ότι στην εικόνα δεσπόζει ένας κάπως παλιός και χαλασμένος πύργος που δεν έχει σχέση με τις τέλειες εικόνες των vedutisti της εποχής του και τις τέλειες εικόνες των τοπίων. Ο Μπελότο έγινε διάσημος για τα τοπία και τις απόψεις των ευρωπαϊκών πόλεων. Το στυλ του χαρακτηριζόταν από την περίπλοκη αναπαράσταση αρχιτεκτονικών και φυσικών τοπίων και από τη συγκεκριμένη ποιότητα του φωτισμού κάθε χώρου.
Το 1742 μετακόμισε στη Ρώμη, όπου δημιούργησε πίνακες με όψεις της πόλης. Εργάστηκε για βασιλείς των ευρωπαϊκών οίκων, τον Κάρολο Εμμανουήλ Γ΄ της Σαβοΐας, τον Βασιλιά Αύγουστο Γ΄ της Πολωνίας, ενώ ζωγράφισε τη Δρέσδη και αυτά τα έργα του διατηρούν μια ανάμνηση της παλιάς ομορφιάς της, καθώς η πόλη καταστράφηκε από βομβαρδισμό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η διεθνής φήμη του μεγάλωσε και το 1758 δέχτηκε μια πρόσκληση από την αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία να έρθει στη Βιέννη, όπου ζωγράφισε απόψεις των μνημείων της πόλης. Το 1761 ο Μπελότο έφυγε από τη Βιέννη για το Μόναχο.
Εκεί ζωγράφισε την πανοραμική θέα του Μονάχου και δύο απόψεις του Ανακτόρου Νίμφενμπουργκ για τον εκλέκτορα της Βαυαρίας. Στη συνέχεια δούλεψε στην αυλή της Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας και στον βασιλιά της Πολωνίας, Στανίσλαβο Αύγουστο Πονιάτοφσκι. Εκεί έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του και οι πίνακες που έκανε για να εξωραΐσουν τη λεγόμενη Αίθουσα των Πανοραμάτων αργότερα μεταφέρθηκαν στη Ρωσία, αλλά χρησιμοποιήθηκαν στην ανοικοδόμηση της πόλης μετά τη σχεδόν πλήρη καταστροφή της από γερμανικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το στυλ του γίνεται χαρακτηριστικό όσο περνούν τα χρόνια με σαφή έμπνευση από την ολλανδική ζωγραφική τοπίου με σωρούς νεφών, σκιές και πλούσιο φύλλωμα. Ο χρωματισμός του είναι πιο κρύος και χαρακτηρίζεται από το γκρι του ατσαλιού.
Η τελευταία περίοδος του έργου του εκτιμάται ως ξεχωριστή από τα προηγούμενα στάδια με έμφαση στην άμεση παρατήρηση και ορατή μεταμόρφωση των πινάκων που γίνονται πιο πολύχρωμοι και με πιο ζεστούς τόνους.