Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία αποτελεί σημαντική εξέλιξη τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία ενδεχομένως να επηρεάσει, καθώς ο Εμανουέλ Μακρόν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνέδεσαν το σύμφωνο της αμυντικής συνδρομής που υπέγραψαν με την αμυντική αυτοδυναμία της Ε.Ε.
Ο Πρόεδρος της Γαλλίας μίλησε για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, αφού είπε δημόσια ότι οι ΗΠΑ έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους αλλού και θα είναι αφελείς οι Ευρωπαίοι αν περιμένουν από τρίτους αμυντική βοήθεια που δεν θα έρθει. Η πρόκληση απευθύνεται κυρίως στη Γερμανία, η οποία καλείται να πάρει θέση.
Είναι κοινό μυστικό ότι το προηγούμενο διάστημα η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει με κάθε τρόπο τόσο την αγορά των γαλλικών φρεγατών όσο και τη συμφωνία της αμυντικής συνδρομής μεταξύ των δύο χωρών. Κάποια στιγμή, για την ακρίβεια αρκετές φορές, φάνηκε να τα καταφέρνει, καθώς, όποτε η Γαλλία και η Ελλάδα έφταναν αρκετά κοντά σε συμφωνία, έκαναν πίσω.
Αυτήν τη φορά όμως, που η Γερμανία ήταν αρκετά απασχολημένη με τα εσωτερικά της και η Γαλλία βελτίωσε σημαντικά την πρότασή της, οι δύο ηγέτες κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να αιφνιδιάσουν, ανακοινώνοντας τη συμφωνία.
Πριν από λίγο καιρό στο Πολεμικό Ναυτικό επικρατούσε απογοήτευση, καθώς υπήρχε η αίσθηση ότι η κυβέρνηση θα υποχωρούσε στις αμερικανικές πιέσεις και θα αγόραζε τις φρεγάτες της Λόκχιντ Μάρτιν, που θεωρούνταν οι πιο ακατάλληλες απ’ όλες τις προτάσεις. Σήμερα η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού φέρεται ικανοποιημένη από την απόφαση της πολιτικής ηγεσίας, αφού, σύμφωνα με τις πληροφορίες, μετά από ενδελεχή αξιολόγηση όλων των προτάσεων, έκριναν ως καταλληλότερες τις γαλλικές και τις ολλανδικές φρεγάτες.
Η απερχόμενη καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η δυσκολότερη πράξη κατά την πολυετή θητεία της ήταν όταν ζήτησε πάρα πολλά από τους Έλληνες. Ίσως, ως κόρη ιερέα και Χριστιανοδημοκράτισσα, να θέλησε με αυτόν τον τρόπο, τώρα που φεύγει, να εξομολογηθεί τις πολιτικές της αμαρτίες, αν και συγχώρεση δεν ζήτησε.
Την τελική απόφαση την πήρε η κυβέρνηση, αλλά έχει σημασία ότι η πολιτική και επιχειρησιακή αξιολόγηση δεν συγκρούστηκαν, κάτι που δεν είναι αυτονόητο και έχει συμβεί στο παρελθόν. Με τη διοίκηση των ΗΠΑ δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο πρόβλημα πάντως, πέρα από τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε η απόφαση αυτή σε κάποιους λομπίστες.
Η Λόκχιντ Μάρτιν, άλλωστε, δεν θα μείνει χωρίς δουλειές στην Ελλάδα, η οποία είναι σταθερός πελάτης, απλώς θα περιοριστεί σε μικρότερο πεδίο. Η συμφωνία αμυντικής συνδρομής, που είναι το σημαντικότερο και δεν το προσέφερε καμία άλλη χώρα στην Ελλάδα πλην της Γαλλίας, θα ενεργοποιηθεί στην περίπτωση που οι δύο χώρες διαπιστώσουν ότι η μία από αυτές δέχεται επίθεση στην επικράτειά της.
Η Γαλλία είναι μια ισχυρή χώρα και μεγάλη στρατιωτική δύναμη, που θέλει να έχει παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο. Η παρουσία αυτή δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την Ελλάδα. Αντιθέτως, τα γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο χωρών συγκλίνουν, καθώς η Γαλλία επιδιώκει να εμποδίσει τον τουρκικό επεκτατισμό στην περιοχή.
Βεβαίως, ούτε οι φρεγάτες ούτε η αμυντική συνδρομή, όσο σημαντική κι αν είναι, αντιμετωπίζουν από μόνες τους το πρόβλημα της επιθετικότητας και των απειλών της Τουρκίας. Όλοι όμως υποστηρίζουν, ακόμα και η αξιωματική αντιπολίτευση, ότι ενισχύουν την αποτρεπτική ισχύ της χώρας σε μια περίοδο που η τουρκική επιθετικότητα κλιμακώνεται.
Το κόστος της προμήθειας υπολογίζεται περίπου στα 5 δισεκατομμύρια ευρώ και θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα δεν είχε αναβαθμίσει την άμυνά της λόγω της κρίσης αλλά και των σκανδάλων. Έτσι, πολλά οπλικά συστήματά της παρέμεναν απαρχαιωμένα και ξεπερασμένης τεχνολογίας.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός υπενθύμισε στον ΟΗΕ, όπου βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα, πως η Ελλάδα ενεργεί πάντα σύμφωνα με αυτόν και τα ψηφίσματά του, τα οποία απαγορεύουν τη χρήση βίας, ωστόσο «από το 1995 η Ελλάδα ζει υπό την απειλή του casus belli». Δήλωσε ότι «αυτό που συνέβη το 2020, όταν η Άγκυρα αύξησε τις προκλήσεις, δεν πρέπει να επαναληφθεί» και ότι «θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε την εθνική μας κυριαρχία σε ξηρά, θάλασσα και αέρα».
Επίσης, για πρώτη φορά, και προφανώς μετά τη συνεννόηση με τον Γάλλο Πρόεδρο, ανέφερε από το βήμα του ΟΗΕ πως «η Ευρώπη πρέπει και μπορεί να κάνει περισσότερα μόνη της, ασφαλώς όχι σε βάρος των διατλαντικών δεσμών αλλά σχετικά με την ανάγκη», όπως τη χαρακτήρισε, «της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ». Το τελευταίο είχε ως βασικό αποδέκτη τη Γερμανία, η οποία αιφνιδιάστηκε σε σημαντικό βαθμό, αλλά για την ώρα είναι ακόμα απασχολημένη με τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης.
Η Γερμανία μετά τις εκλογές
Η απερχόμενη καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η δυσκολότερη πράξη κατά την πολυετή θητεία της ήταν όταν ζήτησε πάρα πολλά από τους Έλληνες. Ίσως, ως κόρη ιερέα και Χριστιανοδημοκράτισσα, να θέλησε με αυτόν τον τρόπο, τώρα που φεύγει, να εξομολογηθεί τις πολιτικές της αμαρτίες, αν και συγχώρεση δεν ζήτησε.
Χρησιμοποίησε, πάντως, προσεκτικά τις λέξεις και προτίμησε να μιλήσει για τη «δυσκολότερη» πράξη αντί για τη χειρότερη ή, τουλάχιστον, για μία από τις χειρότερες. Αν της ήταν δύσκολο, δεν φάνηκε καθόλου εκείνη την κρίσιμη περίοδο, όταν οι Έλληνες πρωθυπουργοί, που έπεφταν ο ένας πίσω από τον άλλο, την εκλιπαρούσαν για λίγο έλεος και εκείνη, ανυποχώρητη, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω.
Εξίσου ανυποχώρητη ήταν και στην επιβολή του δικού της υποψηφίου Άρμιν Λάσετ ως διαδόχου της, παρότι οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι οι ψηφοφόροι προτιμούσαν άλλα στελέχη του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών. Η επιλογή και η επιμονή της σε αυτήν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα και στη νίκη των Σοσιαλδημοκρατών του SPD, που τα τελευταία χρόνια είχαν συρρικνωθεί δραματικά.
Οι διεργασίες για τον σχηματισμό της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης έχουν ξεκινήσει ήδη και κανένας δεν γνωρίζει πόσο θα κρατήσουν. Στη Γερμανία οι πολιτικές συμφωνίες δεν περιορίζονται στο να τα βρουν απλώς οι αρχηγοί και να δώσουν τα χέρια. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να καταλήξουν πρώτα σε ένα λεπτομερές κυβερνητικό πρόγραμμα, το οποίο θα είναι προϊόν σύνθεσης και συμβιβασμών.
Βεβαίως, κανένας δεν περιμένει να γίνουν μεγάλες αλλαγές στην πολιτική της Γερμανίας. Όπως δεν έγιναν και όταν η Άνγκελα Μέρκελ και το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα διαδέχτηκαν τον Γκέρχαρντ Σρέντερ και το σοσιαλδημοκρατικό SPD. H Γερμανία έχει ισχυρό εθνικό κεφάλαιο με ατζέντα, την οποία σε γενικές γραμμές ακολουθούν όλες οι κυβερνήσεις και οι διαφορές περιορίζονται στα δευτερεύοντα ζητήματα.
Ένα από τα καυτά θέματα που απασχολούν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι η θέση που θα κρατήσει σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική όταν τελειώσει η πανδημία. Υποτίθεται ότι η Σοσιαλδημοκράτες που κέρδισαν έχουν μια λιγότερο αυστηρή πολιτική από αυτήν της Μέρκελ. Ο Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς όμως, ως υπουργός Οικονομικών, έχει υποστηρίξει το «μαύρο μηδέν» του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, όπως και ο δεξιός Χριστιανοδημοκράτης Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ένα άλλο κρίσιμο θέμα που επηρεάζει άμεσα την Ελλάδα είναι οι σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία, αλλά το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είναι αυτό που θεωρείται το πιο φιλικό προς την Τουρκία από όλα.
Το σημαντικότερο από όλα τα θέματα όμως είναι το τι θα αποφασίσει η Γερμανία σχετικά με την εμβάθυνση της ενοποίησης της Ε.Ε. και αν πραγματικά τη θέλει, καθώς η διστακτικότητά της είναι αυτή που την καθυστερεί τα τελευταία χρόνια.
Ο Εμανουέλ Μακρόν ζήτησε ήδη ανοιχτά να προχωρήσει η Ε.Ε. στη δημιουργία της δικής της ενιαίας αμυντικής πολιτικής και η Ελλάδα στάθηκε στο πλευρό του. Βέβαια, τόσο η Γαλλία όσο και η Ελλάδα βλέπουν την Τουρκία του Ερντογάν ως αντίπαλο, ενώ για τη Γερμανία είναι στρατηγικός σύμμαχος και αυτή είναι μια πολύ βασική διαφορά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.