Τον Εντουάρ Λουί τον γνωρίσαμε πρώτα από τα βιβλία του. Kυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες με μικρή χρονική απόσταση από τη γαλλική έκδοσή τους: «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (2018), «Η ιστορία της Βίας» (2019), «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» (2020), «Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική» (2021, μία ενδιαφέρουσα συζήτηση του 30χρονου Γάλλου συγγραφέα με τον 85χρονο Άγγλο κινηματογραφιστή Κεν Λόουτς για τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και την πολιτική).
Γεννήθηκε και μεγάλωσε ως Εντύ Μπελγκέλ σ’ ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας το 1992. Ο πατέρας του, μετά από εργατικό ατύχημα, είχε ως εισόδημα ένα πενιχρό επίδομα και η μάνα του δούλευε ευκαιριακά από δω κι από κει, κυρίως φροντίζοντας ηλικιωμένους.
Από μικρός γνώρισε τη βία ενός κόσμου χωρίς έλεος για τους φτωχούς και για όσους είχαν διαφορετική της κυρίαρχης εθνική, θρησκευτική, σεξουαλική ταυτότητα. Παρότι διάβασε το πρώτο λογοτεχνικό του βιβλίο στα 17 του, κατάφερε να σπουδάσει Κοινωνικές Επιστήμες στην École Normale Supérieure (προφανώς για να δώσει απαντήσεις στα πώς και γιατί των δυστυχισμένων παιδικών και εφηβικών του χρόνων) και το 2013 επιμελήθηκε μία συλλογική έκδοση για τον Πιερ Μπουρντιέ και την παρακαταθήκη του στη κριτική σκέψη, με κείμενα των Pierre Bergounioux, Didier Eribon, Annie Ernaux, Arlette Farge, Geoffroy de Lagasnerie, Frédéric Lebaron και Frédéric Lordon. Είχε ήδη αλλάξει το όνομά του σε Εντουάρ Λουί.
Σκηνοθετώντας επί σειρά πολλών ετών στο ίδιο περιβάλλον, με σταθερό πυρήνα συνεργατών και λυμένα τα προβλήματα που καθιστούν αναγκαία κάθε τόσο την καταβύθιση στα πιο δύσκολα της ύπαρξης και της δημιουργίας, δεν είμαι σίγουρη αν μπορεί να διακρίνει ότι οι πολυδοκιμασμένες συνταγές του και οι λύσεις στις οποίες καταφεύγει συχνά τα τελευταία χρόνια, δεν ικανοποιούν πια την «αλήθεια» που αναζητά το κοινό στο θέατρο.
Η βία κι ο αποκλεισμός, ο πόνος και η θλίψη που βίωσε από μικρός αποτέλεσαν κινητήρια δύναμη και υλικό για τα μυθιστορήματα που έγραψε στη συνέχεια, ακυρώνοντας εμπράκτως την άποψη που λέει ότι η βιογραφία ενός συγγραφέα δεν μπορεί, δεν πρέπει, να λειτουργεί ως φίλτρο πρόσληψης για το λογοτεχνικό έργο του.
Στην περίπτωσή του η ίδια η ζωή του γίνεται λογοτεχνία, και μάλιστα με έναν τρόπο τόσο ευθύ και άμεσο, που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη. Είναι σαφώς πιο ευθύβολες οι ιστορίες που βασίζονται σε βιωμένες εμπειρίες, που μιλούν για γεγονότα και καταστάσεις που συμβαίνουν δίπλα μας, για πρόσωπα υπαρκτά παρότι αφανή, για γυμνές ζωές, υποβιβασμένες σε μια συνθήκη οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής επισφάλειας, «σ’ ένα καθεστώς οντολογικής ένδειας», όπως θα έλεγε η Τζούντιθ Μπάτλερ.
Γι’ αυτό και το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» έγινε best-seller και μεταφράστηκε σε είκοσι γλώσσες, ανοίγοντας τον δρόμο για την επιτυχία και των επόμενων μυθιστορήματών του.
Αξιοσημείωτο είναι το «Μανιφέστο για μια πνευματική και πολιτική αντεπίθεση» που συνέταξε μαζί με τον κοινωνιολόγο και πολιτικό φιλόσοφο Geoffroy de Lagasnerie το 2015. Απαντώντας στο ζήτημα περί «σιωπής των διανοουμένων», καταγγέλλουν τη «νομιμοποίηση» της ακροδεξιάς ατζέντας στον δημόσιο διάλογο, καταδεικνύοντας τις επικίνδυνες πολιτικές ατραπούς στις οποίες οδηγεί και προτείνοντας τρόπους αντίστασης. Μεταφρασμένο στην αγγλική, το κείμενο δημοσιεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Los Angeles Review of Books.
Πολιτικά στην ουσία τους, τα μυθιστορήματα του Λουί ταιριάζουν στη σκηνή του θεάτρου και στο αίτημα κοινού και καλλιτεχνών για έργα με θέματα στην αιχμή των σύγχρονων προβλημάτων.
Τον Μάιο του 2019 έκανε πρεμιέρα στην Πειραματική Σκηνή -1 του Εθνικού Θεάτρου μία διασκευή του να «Τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» σε σκηνοθεσία Ηλία Αδάμ. Δεν πρόλαβα να δω εκείνη την παράσταση, είδα όμως την «Ιστορία της Βίας» του Τόμας Οστερμάιερ και της Σάουμπινε στο Φεστιβάλ Αθηνών (5, 6 Οκτωβρίου). Παράσταση για 4 ηθοποιούς και live video, χωρίς μεγάλες απαιτήσεις παραγωγής, έκανε πρεμιέρα στο βερολινέζικο θέατρο τον Ιούνιο του 2018 και περιοδεύει πια εκτός Γερμανίας.
Όσοι παρακολούθησαν τον πανάκριβο «Οιδίποδά» του στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου πριν από έναν μήνα, το διαπίστωσαν: ο Οστερμάιερ δεν βρίσκεται στην καλύτερη δημιουργική φάση του. Όσο σπουδαία κι αν είναι η ιστορία της Σάουμπινε, όσο επιδραστικό στην υπόλοιπη Ευρώπη κι αν υπήρξε το μεταμοντερνιστικό θέατρο που υπηρέτησε με σπουδαίες παραστάσεις, ο κόσμος αλλάζει, τα στοιχεία που τον καθορίζουν επίσης, οι παλιές ισορροπίες ανατρέπονται.
Σκηνοθετώντας επί σειρά πολλών ετών στο ίδιο περιβάλλον, με σταθερό πυρήνα συνεργατών και λυμένα τα προβλήματα που καθιστούν αναγκαία κάθε τόσο την καταβύθιση στα πιο δύσκολα της ύπαρξης και της δημιουργίας, δεν είμαι σίγουρη αν μπορεί να διακρίνει ότι οι πολυδοκιμασμένες συνταγές του και οι λύσεις στις οποίες καταφεύγει συχνά τα τελευταία χρόνια, δεν ικανοποιούν πια την «αλήθεια» που αναζητά το κοινό στο θέατρο. Πόσο μάλλον όταν ο συγγραφέας της «Ιστορίας της Βίας» επιμένει τόσο πολύ στην αλήθεια που καθιστά ορατούς τους «αφανείς», τους δυστυχείς αυτού του κόσμου, αυτούς για τους οποίους εμείς όλοι, που ξέρουμε περισσότερα και ζούμε καλύτερα, μιλάμε με κατανόηση και ευαισθησία. Αλλά εξ αποστάσεως.
Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Λουί είναι εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης γραφής, μία σύνθετη αφήγηση πολλών φωνών που διεισδύουν η μία στην άλλη, που κρίνει η μία την άλλη, φωτίζοντας τον ψυχισμό των δύο κεντρικών προσώπων, του συγγραφέα και της αδελφής του, αλλά και την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που καθορίζει τόσο τις επιλογές τους όσο και τις αντιδράσεις που προκαλούν.
Η σκηνική μεταφορά του από τον Οστερμάιερ, αντιθέτως, ναυάγησε στα ρηχά. Η μεταμοντερνιστική αναίδεια, η αδυναμία διάκρισης του σοβαρού από το σαχλό, η δήθεν σαρκαστική οπτική που προκαλεί στους θεατές γελάκια και οδηγεί σε επιπόλαια συμπεράσματα δεν επέτρεψαν να φανεί η δύναμη και το βάθος της ψυχολογικής και κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης του λόγου του κεντρικού αφηγητή, του ίδιου του Εντουάρ Λουί.
Αναθέτοντας σε δύο από τους τέσσερις ηθοποιούς περισσότερα πρόσωπα, ο σκηνοθέτης αποδυνάμωσε τη δραματικότητα της σκηνικής παρουσίας τους.
Επιπλέον παρατηρείται κι εδώ η γνωστή αμηχανία προς το καθαρά δραματικό (αυτό που μπορεί να συγκινήσει τους θεατές «συναισθηματικά»). Θέλεις να συγκινηθείς αλλά δεν στο επιτρέπουν – είναι αφελές και απλοϊκό…
Όταν, για παράδειγμα, ο συγγραφέας αναφέρεται στη μητέρα του, στο βάρος και τη δυστυχία που ένιωθε με τους ηλικιωμένους που έπρεπε να φροντίζει για να βγάλει τα προς το ζην, παρακολουθούμε τον ηθοποιό Christoph Gawenda στο video-wall να βάζει γυναικεία περούκα και να μακιγιάρεται! Ο ίδιος θα αναλάβει επίσης τον ρόλο του γαμπρού του συγγραφέα και του αστυνομικού που αναλαμβάνει την ανάκριση.
Η αφήγηση στο μυθιστόρημα έχει δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος αφορά την εξομολόγηση του συγγραφέα, πώς παρασύρθηκε σε one-night-stand μ’ έναν Αλγερινό που αποδείχθηκε κλεφτρόνι και παρ’ ολίγο να τον σκοτώσει. Στην παράσταση της Σαάουμπινε τον ερμηνεύει έξοχα ο Renato Schuch.
Ο δεύτερος αφορά την αφήγηση της ίδιας ιστορίας από την αδελφή του στον σύζυγό της. Η γυναίκα, που δεν έφυγε από το χωριό, προσθέτει διάφορα δικά της σχόλια και επεξηγηματικές αναφορές για τον γκέι, μορφωμένο αδελφό της. Ο ήρωας/αφηγητής κρυφακούει την αφήγηση της αδελφής του και μεταφέρει τι ακούει, προσθέτοντας με τη σειρά του τα δικά του σχόλια. Στην παράσταση η χρήση του βίντεο αδυνατεί να αποδώσει την έξοχη διείσδυση της μιας φωνής στην άλλη.
Ο Οστερμάιερ, γελοιοποιώντας την εμφάνιση και τη συμπεριφορά της επαρχιώτισσας αδελφής, ακύρωσε διά παντός τη σημασία που της αποδίδει ο συγγραφέας. Ο Λουί επιμένει και στα έργα του και στις συνεντεύξεις του: άνθρωποι φτωχοί, με περιορισμένους ορίζοντες, σαν τα μέλη της οικογένειάς του, είναι αυτοί που στοχοποιούν ανθρώπους άλλης εθνικής/φυλετικής ή σεξουαλικής ταυτότητας, οδηγώντας τους στο περιθώριο, αν όχι και στην παραβατικότητα. Αυτοί είναι που ψηφίζουν ακροδεξιά κόμματα – δεν είναι τέρατα, είναι κι αυτοί θύματα της εχθρικής πραγματικότητας που τους περιβάλλει.
Θα πρότεινα σε κάποιον να διαβάσει το βιβλίο, όχι να δει αυτή την παράσταση. Παρ’ όλα αυτά θα ήθελα να παρακολουθήσω την καινούργια παράσταση του Τόμας Οστερμάιερ, που έκανε πρεμιέρα χτες στη Σαουμπίνε. Ο λόγος; Ο ίδιος ο Εντουάρ Λουί αφηγείται, με βιντεοπροβολές να συμπληρώνουν οπτικά τον μονόλογό του, την ιστορία του πατέρα του – την ιστορία του «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», τρίτου στη σειρά αυτοβιογραφικού μυθιστορήματός του.
Ο νεαρός συγγραφέας προχωρά ακάθεκτος, ανανεώνοντας την έννοια του αυτοβιογραφικού και πολιτικού, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στο θέατρο. Προς το παρόν, αναμένουμε το καινούργιο του μυθιστόρημα, «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας» (με ηρωίδα τη μητέρα του), που θα κυκλοφορήσει από τους Αντίποδες το επόμενο διάστημα.