Όταν έφτασε στο στούντιο η Έλενα Τοπαλίδου, φόρεσε το κιμονό με το τούλι που είχε φτιάξει ο Διονύσης Φωτόπουλος είκοσι χρόνια πριν για τον Κυανοπώγωνα του Κωνσταντίνου Ρήγου και άρχισε να αυτοσχεδιάζει, ο χρόνος για λίγο σταμάτησε.
Η Έλενα είναι πολύ περισσότερα από μια χορεύτρια που όταν ήταν στη σκηνή δεν μπορούσες να τραβήξεις από πάνω της τα μάτια σου. Έδωσε συναισθηματικό βάθος και ποιότητα στην κίνηση και στους ρόλους της, ό,τι πιο κοντινό σε θέατρο μπορούσε να δει κάποιος σε μια παράσταση σύγχρονου χορού που, μαζί με εκείνη, έκανε τα πρώτα ελπιδοφόρα του βήματα στην Ελλάδα. Είναι το πρόσωπο που έκανε την πιο επιτυχημένη μετάβαση από τον χορό στο θέατρο και στον κινηματογράφο, μια γυναίκα ποιητική και δυνατή που πήρε αγκαλιά τους δαίμονες και τους αγγέλους της και πορεύεται μαζί τους.
Και τώρα θέλω να είμαι αδύνατη, δύσκολα αποδέχομαι τον εαυτό μου με τέσσερα κιλά παραπάνω, αλλά η καθημερινότητα δεν στέκεται πια σαν βάρος πάνω από το κεφάλι μου, δεν είναι μια σταγόνα που δεν πέφτει, το πρόβλημα δεν είναι πιο ισχυρό από μένα, ώστε να μη με αφήνει να κάνω βήμα παραπέρα.
— Ξυπνάς πάντα έξι παρά τέταρτο και κάνεις μπαλέτο;
Ναι, κάνω μία ώρα στο σπίτι, πριν ξυπνήσουν ο Νίκος και ο Πέτρος. Δεν άφησα στιγμή την τεχνική και τον κόπο της. Ήμουν πάντα δοσμένη στην καθημερινότητα του μπαλέτου, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να ανέβει στη σκηνή και να εκφραστεί αν δεν είναι τρομερά σκληραγωγημένα τα πόδια. Πίστευα ότι δεν μπορούσα να εκφράσω κάτι αν δεν είχα δουλέψει πρώτα πολύ σκληρά ως όργανο.
Ακόμα και τώρα αυτό διδάσκω και στους μαθητές μου. Είμαι συναισθηματικά πλάι στα παιδιά, έχω πολλούς μαθητές στην επαγγελματική σχολή της Λυρικής και στην Ακτίνα. Στη Λυρική τα παιδιά σκληραγωγούνται με έναν τρόπο που πιστεύω πολύ. Είμαι μια μαμά γι’ αυτούς και έχω ανάγκη να στηρίξω τους φόβους τους, πάντα όμως επιστρέφω στην πρακτικότητα του πράγματος. Οποιοδήποτε πρόβλημα και να παρουσιαστεί ξεκινάμε πάντα από το πόσο σκληρή πρέπει να είναι η δουλειά σε σχέση με τον χορό.
Βεβαίως και θα φροντίσω και την ψυχή τους και τις αγωνίες τους, αλλά καταλαβαίνω ότι για να σε αγαπήσει και να σε πιστέψει ένας μαθητής, πρέπει να του δώσεις πρακτικότητα καταρχάς, για να αναμετρηθεί με τον στόχο, και μετά να τους χαϊδέψεις, να δεις ποια είναι η ανάγκη του καθενός. Σκέφτομαι, τι χρειάζεται τώρα αυτός, ντάντεμα; Όχι, χρειάζεται δουλειά και εκεί θα ξαναβρεθούμε.
— Έλενα, πόσα χρόνια δούλεψες με ομάδες;
Με τον Ρήγο και την Οκτάνα από το 1992-93 μέχρι το 2004, που έφυγα από τη Θεσσαλονίκη. Με τον Παπαϊωάννου δούλεψα γύρω στα τρία χρόνια, στην πρώτη Μήδεια και την Ορέστεια. Οι θεατρικές ομάδες που έχω δουλέψει δεν κράτησαν πολύ. Η Οκτάνα ήταν η βασική μου ομάδα. Σταμάτησα από κει και τον χορό γιατί έπρεπε να φύγω. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου και γύρισα στην Αθήνα.
— Τι σκέφτηκες τότε;
Τίποτα. Μηδέν. Ούτε για την καριέρα μου σκέφτηκα τίποτα. Δεν σκέφτηκα γιατί δεν κοιμόμουνα, δεν έτρωγα, γιατί ο χορός μού φαινόταν επικίνδυνος, όλα μού φαινόντουσαν πολλά, ενώ εγώ ήθελα να κάνω κάτι απειροελάχιστο. Αυτό θυμάμαι. Φορούσα ένα πολύ μακρύ παλτό πουπουλένιο όταν κάναμε τη Μνήμη των κύκνων και δεν μπορούσα να κάνω μπαλέτο παρά μόνο με αυτό το παλτό. Δεν ήθελα όμως. Η έκφρασή μου μού φαινόταν λάθος και ήθελα να φύγω από αυτό.
Όταν έφυγα, ένιωθα ότι πήγαινα προς μια ελευθερία. Είχα δουλειές για να βιοποριστώ, αλλά ένιωθα αυτό το τίποτα. Και τότε, σιγά σιγά άρχισε να έρχεται η σχέση με τον λόγο που κάπως μου άρεσε, ήταν διαφορετική από τη σωματικότητα.
— Σου άρεσε το θέατρο;
Μου άρεσε, είχα κάνει κάτι λίγα, μια Οφηλία στις Νέες Μορφές με τον Γιάννη Παρασκευόπουλο, και τότε, κάπως, σιγά σιγά έγιναν κάποια πράγματα. Έπρεπε να αποφασίσω αν θα πήγαινα σε δραματική σχολή ή όχι. Ήμουν τριάντα τριών χρονών τότε και τρόμαξα, δεν μπορούσα να το κάνω.
Στάθηκα τυχερή, όμως, γιατί η Λυδία Κονιόρδου μού είπε: «Μου αρέσεις πολύ. Αν σε ενδιαφέρει το θέατρο, θα σου κάνω μαθήματα χωρίς να πληρώσεις». Έτσι συναντιόμασταν και κάναμε μαθήματα. Την ευγνωμονώ και την αγαπώ πάρα πολύ, είναι η δασκάλα μου, μου έμαθε πολλά κι έτσι άνοιξε ένας δρόμος.
— Αυτή η αλλαγή πώς ήταν, πώς την ένιωσες;
Ήμουν μια χορεύτρια που δεν μπορούσαν να με κατατάξουν ‒ δεν είχα ούτε σωματείο, οπότε αυτό τους μπέρδευε. Προσωπικά, βέβαια, δεν ένιωθα ότι έκανα κάτι περίεργο. Είχα δουλέψει στο θέατρο και ο Βογιατζής, ο Μαρμαρινός και ο Χουβαρδάς μου είχαν προτείνει να συνεργαστούμε ‒ όλα αυτά όμως γόίνονταν με παιχνιδιάρικο τρόπο. Το σνόμπαρα λίγο το θέατρο γιατί όλοι αυτοί μιλούσαν για το πώς νιώθουν, τι παθαίνουν, εγώ δεν τα ήξερα αυτά τα πράγματα.
Ο τρόπος που δουλεύαμε στον χορό ήταν πολύ στρατιωτικός, οι ηθοποιοί μιλούσαν πολύ για τον εαυτό τους. Αυτό το σκαλοπάτι δεν το εντόπιζα, οι άλλοι όμως μου το θύμιζαν, αυτοί που κρίνουν, που αποφασίζουν, που μιλούν για σένα ‒ οι κριτικοί μού θύμιζαν συνέχεια ότι δεν είμαι ηθοποιός. Ακόμα και οι δικοί μου άνθρωποι δυσκολεύονταν να με κατατάξουν.
Τώρα πια αυτό το έχω ξεχάσει γιατί τα κατάφερα να μη μου το θυμίζουν. Δούλευα και έψαχνα να βρω τι σημαίνει για μένα ο λόγος, η έκφραση μέσα από τις λέξεις.
— Αυτό τι προϋπέθετε; Διάβαζες πάντα πολύ, θυμάμαι. Σε βοηθούσε;
Δεν ήμουν τόσο μελετηρή, δεν έπεσα με τα μούτρα, η τύχη μου ήταν που με πήρε ο Βογιατζής και έκανα την Ήμερη. Μου έμαθε πολλά πράγματα και για κάποιον λόγο με αγάπησε πολύ. Έμεινα δύο χρόνια μαζί του και ο Πέτρος, που ήταν τότε στην κοιλιά μου ‒ήμουν έγκυος‒, τον άκουγε εννέα μήνες σε αυτό το τρομερό έργο. Ο γιος μου τον λάτρευε τον Λευτέρη και δεν ξέραμε γιατί, νομίζω επειδή άκουγε τη φωνή του κάθε βράδυ ‒ ήταν και νονός του.
Λίγο πριν φύγει ο Λευτέρης έκανα ένα σόλο με τον Ρήγο πάλι, στα «Κόκκινα Φανάρια», και θυμάμαι ότι ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που το σώμα μου ευχαριστήθηκε. Εκεί ένιωσα ότι το σώμα μου είναι ζωντανό σώμα. Τότε με πήρε ο Λευτέρης και μου είπε ότι τα πάω καλά. Και νομίζω ότι μετά από κει άρχισα να είμαι πιο ευτυχισμένη.
— Ο χορός σού είχε δημιουργήσει ανησυχίες;
Πολύ μεγάλες, όχι όμως σε επίπεδο καριέρας, ούτε για το μέλλον. Αν με ρωτήσει κάποιος ακόμα και σήμερα τι θα ήθελα να είμαι και πώς φαντάζομαι τον εαυτό μου, θα πω «δεν ξέρω». Δεν τα σκέφτομαι αυτά, είμαι άνθρωπος της στιγμής, κολλημένη στο παρελθόν τρυφερά και συναισθηματικά, χωρίς βάρος και κατάθλιψη. Είμαι πολύ απασχολημένη και με γεμίζει το τώρα. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.
— Με τον κινηματογράφο πώς ξεκίνησες;
Μου έλεγε ο Χουβαρδάς ότι έπρεπε να κάνω κινηματογράφο, αλλά, εντάξει, δεν μπορείς να το κάνεις έτσι μόνος σου, πρέπει να γίνει μια αρχή. Κάναμε μια ταινία με τον Γιώργο Ζώη και πήρε μπροστά το πράγμα, τα πράγματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο κι αυτός ο κόσμος με συνεπήρε. Με εμπιστεύτηκε η Θέλγια Πετράκη, με τις ταινίες της πήρα τα βραβεία μου.
Εκτιμώ πολύ το σινεμά, το ότι είναι ομαδικό. Με συναρπάζει που τόσοι άνθρωποι δουλεύουν μαζί με ενθουσιασμό, κάνοντας ο καθένας κάτι διαφορετικό, για να προκύψει ένα αποτέλεσμα. Σαν να είσαι στη Φόρμουλα 1, εκεί που πέφτουν οι μηχανικοί επάνω στο αυτοκίνητο, ο καθένας δουλεύει ξεχωριστά, αλλά όλα γίνονται για να ξεκινήσει ο οδηγός. Στο θέατρο είσαι με τους άλλους, αλλά είσαι και πολύ μόνος σου.
— Έχεις φοβηθεί ποτέ στη δουλειά;
Είχα χάσει τη φωνή μου πριν από δυο χρόνια και έκανα εγχείρηση, από φόβο πιστεύω, ή από κακή χρήση ίσως. Έμεινα είκοσι μέρες σιωπηλή και από τότε πήγαν όλα καλά. Έχω ευχαριστηθεί τη φωνή μου πιο πολύ απ’ όσο έχω ευχαριστηθεί το σώμα μου.
Το καλοκαίρι, που πήγα στην Επίδαυρο με τη Μήδεια, τη δοκίμασα, την άκουσα. Βέβαια, σε μαθαίνει πολλά ο ανοιχτός χώρος, δοκιμάζεσαι αλλιώς. Είμαι ανασφαλής άνθρωπος και δεν αφήνω τον εαυτό μου ήσυχο. Κάθε μέρα θέλω να ξεκινάω από την αρχή, γι’ αυτό εργάζομαι πρωί, κάνω μπαλέτο τότε για να έχω την κίνηση καινούργιου ανθρώπου. Αυτές τις ισορροπίες τις έχω πια στη ζωή μου, ο χορός είναι φίλος μου, τον έχω δίπλα μου.
— Ήσουν πολύ μικρή όταν ξεκίνησες; Δηλαδή έγινε αυτό που ήθελες;
Γύρω στα δέκα ξεκίνησα. Δεν ξέρω αν ήθελα να γίνω χορεύτρια, αλλά ήθελα να επιδεικνύω τον εαυτό μου. Ήταν πιο απλό στην αρχή, μετά έγινε πολύπλοκο, που μπήκαν οι φόβοι και η αυτοκριτική, τότε ήταν «γιούρια» όταν ξεκίνησα με τη δασκάλα μου στο Χαλάνδρι.
Μετά ήρθε η εφηβεία, το σώμα που δεν μου άρεσε, έπρεπε να κάνω δίαιτες και να μην τρώω. Απέκτησα διατροφικό πρόβλημα και με αυτήν τη διαταραχή πέρασα δεκαεφτά χρόνια. Δεν έχει φύγει, είναι πάντα μαζί σου αυτό, αλλά όταν πια το ξεπερνάς, δεν νιώθεις τρομερά εγκλωβισμένος, δυστυχισμένος.
Αυτός ήταν ο λόγος που στη σχολή πέρασα χάλια. Παρόλο που με είχαν διαλέξει και Ρήγος και ο Παπαϊωάννου στο τρίτο έτος να χορέψω μαζί τους. Καταλάβαινα ότι κάτι τρομερό, καταπληκτικό μού συνέβαινε, κάτι καλό, αλλά ο εαυτός μου δεν μου επέτρεπε να το ευχαριστηθώ.
— Τρως τώρα;
Τρώω χωρίς να βασανίζομαι και επίσης δεν θεωρώ ότι το φαγητό είναι ο απόλυτος εχθρός μου, όπως ήταν μια ζωή. Το «πίσω δωμάτιο» του καθενός κρύβει πολλά. Και τώρα θέλω να είμαι αδύνατη, δύσκολα αποδέχομαι τον εαυτό μου με τέσσερα κιλά παραπάνω, αλλά η καθημερινότητα δεν στέκεται πια σαν βάρος πάνω από το κεφάλι μου, δεν είναι μια σταγόνα που δεν πέφτει, το πρόβλημα δεν είναι πιο ισχυρό από μένα, ώστε να μη με αφήνει να κάνω βήμα παραπέρα.
— Τώρα όμως υπάρχει μια οικογένεια, είναι άλλη η δυναμική σου.
Θα σου πω, το μυαλό μου είναι πολύ ισχυρό και τις αποφάσεις τις τηρώ. Όταν το πρόβλημα ήταν σοβαρό κάποια στιγμή σκέφτηκα τον Πέτρο, το παιδί μου, και τους μαθητές μου. Ότι εγώ, που είμαι δίπλα τους, φτιάχνω την ανάμνησή τους και πρέπει αυτή η ανάμνηση να είναι ωραία. Όταν το σκέφτηκα αυτό κατάλαβα ότι έπρεπε να προφυλάξω τις αναμνήσεις του παιδιού μου και αυτό μου έκανε μεγάλη αίσθηση, γιατί ζούμε σε ένα σπίτι όπου υπάρχει έρωτας, ένα αίσθημα πολύ ισχυρό και θέλεις αυτό να λειτουργεί, να προχωρά και να το ζεις.
— Σήμερα, που ξαναμπαίνεις σε μια παράσταση χορού με τους Rootless, θυμάσαι τα προηγούμενα χρόνια; Τι έχει αλλάξει;
Ήταν συναρπαστικά χρόνια, ταξιδέψαμε, χορέψαμε πολύ, τον Ρήγο τον λάτρεψα και τον λατρεύω ακόμα, τον εμπιστεύτηκα πάρα πολύ, είναι ένα πολύ σοβαρό κομμάτι της ζωής μου, που με έκανε αυτό που είναι σήμερα.
Μιλώντας για το σήμερα, με τη Λίντα Καπετανέα ήμασταν μαζί στη σχολή, ήταν η λατρεία μου, το αντίθετό μου, στεκόταν και στα δυο της πόδια, δεν την κούναγες, εγώ στεκόμουν στο ένα και δεν ήξερα πού να πάω, τη θαύμαζα. Ήξερα τι κάνουν με τους Rootless και γούρλωνα τα μάτια. Όταν με πήρε να μου πει να κάνουμε μια παράσταση, είπα «άσε μας, ρε Λίντα», εσείς είσαστε σαν λάστιχα, χοροπηδάτε και ζαλίζομαι. Μου απάντησε «θα κάνεις τα δικά σου» και με «έψησε».
Η Λίντα έχει σχεδόν μια μεταφυσική ομορφιά αμαζόνας, έχει δύναμη ανυπέρβλητη. Περάσαμε πολλές ώρες δημιουργικές για να φτιάξουμε ένα έργο από την αρχή και ομολογώ ότι γύρισα σε αυτόν τον κόσμο, σε έναν μεγάλο τρόμο, στο μηδέν. Τους έλεγα «είμαι ηθοποιός, θα πω μονολόγους» και γέλαγαν. Το έκανα τελικά, έγραψα έναν μονόλογο.
Γενικά, είναι μια τρομερή εμπειρία να δουλεύεις μαζί τους, όπως και το έργο αυτό, με εμάς να είμαστε μπροστά στην αιωνιότητα, όχι μόνο τη δική μας αλλά και ενός υλικού που είναι πολύ σκληρό, το μάρμαρο. Σκέψου, έχουμε τρεις πέτρες τριακοσίων κιλών στη σκηνή, με τις οποίες πρέπει να αναμετρηθούμε, παλεύουμε να τις κουνήσουμε. Είμαστε τέσσερις γυναίκες που δημιουργούμε ένα σύμπαν. Είμαστε ταυτόχρονα γελωτοποιοί και κλόουν, από τα χέρια μας περνούν όλα.
Ανυπομονώ να ξεκινήσει η παράσταση, κάναμε πρόβες πολύ καιρό, ήρθε ο κορωνοϊός, κλειστήκαμε, ξαναρχίσαμε, επιτέλους, έφτασε η ώρα. Είμαι πολύ τυχερή τελικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.