Πριν από 6 χρόνια ακριβώς, στην κριτική για την «Μάγκντα Γκέμπελς» του Γιώργου Βέλτσου σε σκηνοθεσία Άντζελας Μπρούσκου (LiFO, 20/11/2015), με την οποία εγκαινιάστηκε το ισόγειο θέατρο του Rex ως σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, είχα γράψει ότι το βασικό πρόβλημα της παράστασης ήταν εξωγενές και αφορούσε την κακή ακουστική της αίθουσας. Παρότι οι ηθοποιοί είχαν ανεβάσει την ένταση της φωνής τους, ο λόγος δεν ακούγονταν καθαρά, ούτε καν στα ηχογραφημένα μέρη.
Έξι χρόνια μετά, παρακολουθώντας στον ίδιο χώρο την καινούργια παράσταση του Άρη Μπινιάρη «Η Φάρμα των Ζώων», διαπίστωσα ότι η ακουστική παραμένει απολύτως προβληματική, ο χώρος της πλατείας και ο περιμετρικός εξώστης χρειάζονται άμεσες αισθητικές επεμβάσεις, τα καθίσματα πρέπει να αντικατασταθούν.
Τότε μόνο η οροφογραφία των Πολυχρονιάδη-Τσαρούχη και ο ωραίος πολυέλαιος δεν θα μοιάζουν τόσο παράταιρα και ο χώρος θα αξίζει να συγκαταλέγεται στις σκηνές του κρατικού θεάτρου.
Οτιδήποτε αφορά τη λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου πρέπει να αντιμετωπίζεται σε προοπτική χρόνου – όχι με ημίμετρα που από οικονομική άποψη τελικά κοστίζουν περισσότερο. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να απασχολεί τόσο το αρμόδιο υπουργείο όσο και αυτούς που αναλαμβάνουν τη διεύθυνσή του.
Το ισόγειο στο Rex, που πλέον ονομάζεται Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη», ήταν κέντρο διασκέδασης του Ηλία Μαροσούλη προτού επιστρέψει με δικαστική απόφαση στο Εθνικό το 2014, επί θητείας Σωτήρη Χατζάκη.
Άνοιξε ως σκηνή του Εθνικού το 2015, επί θητείας Στάθη Λιβαθινού, χωρίς να γίνουν όλες οι απαραίτητες εργασίες ώστε να λειτουργήσει σωστά ως θέατρο. Στον απολογισμό της θητείας του διαβάζουμε ότι την περίοδο 2018-2019 ανακαινίστηκε για να στεγάσει την Παιδική και Εφηβική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση και των Ελληνικών Πετρελαίων. Το ποσό δεν ξεπερνούσε τις 200.000 ευρώ και προφανώς δεν επαρκούσε για τη συνολική αντιμετώπιση των προβλημάτων του χώρου.
Επειδή, ωστόσο, κατά το κοινώς λεγόμενο, δεν είναι εύκολο κάθε τόσο «ν’ ανοίγεις δουλειές», τότε ήταν η σωστή στιγμή να κλείσει ο χώρος έως ότου βρεθούν αρχιτεκτονικές λύσεις για τη βελτίωση της ακουστικής του, για τη σωστή και καλαίσθητη διαμόρφωση πλατείας, εξώστη και θεωρείων και τη λειτουργικότητα της σκηνής. Τότε ήταν η στιγμή να ζητηθεί από το υπουργείο Πολιτισμού να συμπληρώσει το αναγκαίο ποσό για την ανακατασκευή του εσωτερικού του θεάτρου.
Χρειάζεται να υπενθυμίσω το αυτονόητο; Οτιδήποτε αφορά τη λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου πρέπει να αντιμετωπίζεται σε προοπτική χρόνου – όχι με ημίμετρα που από οικονομική άποψη τελικά κοστίζουν περισσότερο. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να απασχολεί τόσο το αρμόδιο υπουργείο όσο και αυτούς που αναλαμβάνουν τη διεύθυνσή του. Είναι φαιδρό όταν το ισόγειο θέατρο του Rex έχει τέτοια προβλήματα, η έγνοια του (προηγούμενου διευθυντή) Δ. Λιγνάδη να περιορίζεται στο να το ονομάσει Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη».
Εν τω μεταξύ, άμα τη αναλήψει των διευθυντικών καθηκόντων, ο Δ. Λιγνάδης άλλαξε για μία ακόμη φορά τη χρήση των σκηνών του Εθνικού. Έτσι η Σκηνή «Κατίνα Παξινού» (άλλοτε Σινεάκ), στο υπόγειο του Rex, όπου ο Λιβαθινός είχε στεγάσει την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (Νοέμβριος 2015-Ιούνιος 2019) έγινε Εφηβική Σκηνή, ενώ η Παιδική Σκηνή μεταφέρθηκε στο κτίριο Τσίλερ (στην Κεντρική Σκηνή).
Αλλά είναι σωστό οι σκηνές να αλλάζουν κάθε τόσο όνομα και χρήση; Είναι σωστό το Εθνικό Θέατρο, ο πρώτος τη τάξει θεατρικός οργανισμός της χώρας, να είναι έρμαιο σε μικρόπνοες ή και επιπόλαιες επιλογές των διευθυντών του;
Ένα άλλο παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό: πολλοί απορήσαμε γιατί το 2018 ξηλώθηκαν τα καθίσματα της Σκηνής Κοτοπούλη (πάλι στο Rex), που ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Το θέατρο λειτούργησε έκτοτε με καρέκλες λέσχης. Για τη φετινή χρήση μαθαίνουμε ότι εγκαταστάθηκαν ή πρόκειται να εγκατασταθούν κανονικά καθίσματα θεάτρου, όχι τα παλιά αλλά ούτε καινούργια. Προσωρινά, έως ότου λυθούν συνολικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και αυτός ο χώρος. Και εδώ ημίμετρα, που υπονομεύουν το κύρος της κρατικής σκηνής.
Το κτίριο του Rex, που οικοδομήθηκε τη διετία 1935-7 σε σχέδια του Βασιλείου Κασσάνδρα και του Λεωνίδα Μπόνη (αρχιτεκτόνων και του Μεγάρου του Μετοχικού Ταμείου Στρατού), από το 1982 κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο, οφείλει να βρει τη θέση που του αξίζει στη Ιστορία και τη ζωή της πόλης και του Εθνικού Θεάτρου – να αναδειχθεί η αρχιτεκτονική του ιδιαιτερότητα και να λειτουργήσουν σωστά οι τρεις θεατρικοί χώροι που στεγάζει.
Με δεδομένο ότι τα οικονομικά του Εθνικού Θεάτρου δεν επιτρέπουν τέτοιας έκτασης έργο, είναι καιρός το ΥΠΠΟ, ίσως και με την συμβολή και της Περιφέρειας Αττικής (που τελευταία υποστηρίζει οικονομικά διάφορα σημαντικά έργα όπως η ολοκλήρωση του Ωδείου Αθηνών και η στερέωση και συντήρηση του Ναού του Ολυμπίου Διός), να εντάξει το Rex στις προτεραιότητές του.
Η αντίρρηση που άκουσα επ’ αυτού από πλευράς Εθνικού είναι ότι αν κλείσουν προσωρινά οι Σκηνές Παπαδάκη και Κοτοπούλη, το Εθνικό θα στερούνταν χώρους απαραίτητους για να ανέβει ο αριθμός των παραστάσεων που είναι αναγκαίος για να απασχοληθούν οι 220 ηθοποιοί (!) που το Εθνικό δεσμεύεται, μέσω σύμβασης με το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, να απασχολεί κατ’ έτος.
Πρόκειται για επιχείρημα που αποκαλύπτει πόσο δύσκολο είναι να λειτουργήσει το κρατικό θέατρο χωρίς εξωγενή βαρίδια αλλά με «καθαρά» κριτήρια, που να αφορούν μόνον την εύρυθμη λειτουργία του και το καλό του κοινού του.
Πράγματι 220 ηθοποιοί (με πεντάμηνες και οκτάμηνες συμβάσεις) είναι πολλοί για τις ανάγκες του Εθνικού Θεάτρου. Ιδίως όταν δεν γίνονται πολυπρόσωπες παραγωγές.
Θυμίζω ότι στα δύο έργα που σκηνοθέτησε ο Λιγνάδης επί της σύντομης θητείας του, τον «Μακμπέθ» και τους «Πέρσες», ενώ η διανομή εκ γραφής είναι πολυπρόσωπη, χρησιμοποίησε μόνον 12 και 14 ηθοποιούς αντιστοίχως. Στη φετινή χειμερινή σεζόν, από τις 9 καινούργιες παραγωγές μόνον 2 έχουν θίασο 20 και 22 ηθοποιών – οι υπόλοιπες έχουν διανομή από 6 έως 14 ηθοποιούς.
Όσο μεγάλες και αν είναι οι παραγωγές του καλοκαιριού, ο αριθμός 220 δύσκολα συμπληρώνεται και το ίδιο το ΣΕΗ παραδέχεται ότι δεν μπορούν να αποφευχθούν οι αργομισθίες. Κι αν δύσκολες περίοδοι δικαιολογούν να λειτουργήσει προσωρινά το Εθνικό Θέατρο με κοινωνική ευαισθησία, προκειμένου να μειωθεί η ανεργία, δεν μπορεί για πάντα να δέχεται πιέσεις, πολιτικές αλλά και από το ΣΕΗ, ώστε να απασχολεί περισσότερους ηθοποιούς απ’ όσους χρειάζεται. Γιατί τότε το μεγάλο μέρος της ετήσιας επιχορήγησης πάει στη μισθοδοσία και πέφτει η ποιότητα των παραγωγών του. Δηλαδή σε προοπτική χρόνου, το Εθνικό Θέατρο ζημιώνεται σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο.
Είναι λύση στο πρόβλημα οι περισσότερες μικρές παραγωγές, οι «κοινωνικές δράσεις», οι δράσεις για πολύ μικρό κοινό του «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» (καθώς στους αρχαιολογικούς χώρους δεν επιτρέπεται η ταυτόχρονη παρουσία πολλών); Όχι!
Το Εθνικό Θέατρο πρέπει να φροντίσει να έχει καλές παραστάσεις, έργων που δεν ανεβαίνουν στα ιδιωτικά θέατρα και με τους καλύτερους του ελληνικού θεάτρου, όλων των «κατηγοριών» και ηλικιών. Φυσιολογικά η κρατική σκηνή οφείλει να παρέχει τον Κανόνα για το τι σημαίνει καλό θέατρο και προσεγμένη παραγωγή και όχι να βαυκαλίζεται ότι εκπληρώνει τον ρόλο του με παραγωγές που ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους δεν διαφέρουν απ’ αυτές που περισσεύουν στην «ελεύθερη» θεατρική αγορά.
Αναγκαίος ο εκτελεστικός διευθυντής
Επί διεύθυνσης Στάθη Λιβαθινού είχε ζητηθεί από το ΥΠΠΟ προκήρυξη θέσης και διορισμός οικονομικού διευθυντή, αίτημα που ικανοποιήθηκε. Πλην, όμως, για τη σωστή λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο να υπάρχει εκτελεστικός διευθυντής.
Πώς θα διευθύνει το Εθνικό Θέατρο ο καινούργιος καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Μόσχος, που επισήμως αναλαμβάνει με το νέο έτος, χωρίς κάποια εμπειρία στη διεύθυνση έστω και μικρού θεάτρου;
Το σοκαριστικό σκάνδαλο Λιγνάδη θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για να αντιμετωπιστεί ριζικά το ζήτημα της επιλογής καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο. Η ευκαιρία χάθηκε. Παρότι δεν διορίστηκε διευθυντής απευθείας από την υπουργό Πολιτισμού, όπως συνέβαινε έως τώρα, η διαδικασία επιλογής βάσει διαγωνισμού υπονομεύτηκε με ευθύνη του ΥΠΠΟ. Όχι μόνον γιατί η 5μελής επιτροπή αξιολόγησης/επιλογής του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή αποτελούνταν από 4 γυναίκες με ενεργή καλλιτεχνική παρουσία (άρα και πιθανές σχέσεις συνεργασίας με τους υποψηφίους), αλλά και γιατί η σύνθεσή της δημοσιοποιήθηκε προτού ολοκληρώσει το έργο της.
Επιπλέον, ενώ η επιτροπή κατέληξε ότι από τις προτάσεις η πλέον κατάλληλη ήταν η «συλλογική» υποψηφιότητα των Ακύλλα Καραζήση, Νίκου Χατζόπουλου και Αργυρώς Χιώτη, το υπουργείο επέλεξε τελικά τον Γιάννη Μόσχο καθώς δεν προβλέπεται νομικά η τοποθέτηση τριμελούς σχήματος στην καλλιτεχνική διεύθυνση. Ναι, αλλά τότε δεν έπρεπε εξαρχής να γίνει δεκτή η υποψηφιότητα, ως μη συμβατή στις προδιαγραφές της θέσης.
Αν τα θυμίζω όλα αυτά, είναι γιατί αναμένουμε επιτέλους από το ΥΠΠΟ τη σοβαρή, με κύρος στάση που θα στηρίξει ουσιαστικά τον ιστορικό, ανεκτίμητης σημασίας θεσμό του Εθνικού Θεάτρου, πέρα από μικροπολιτικές ή/και κομματικές τακτικές, με μοναδικό κριτήριο την ανάδειξη του παιδευτικού και ψυχαγωγικού ρόλου του. Μόνον έτσι θα εμπνεύσει ανάλογης ποιότητας στάση από τον (εκάστοτε) καλλιτεχνικό διευθυντή. Και θα προστατεύσει το κρατικό θέατρο από προβληματικές επιλογές που τελικά λειτουργούν εις βάρος του θεσμικού ρόλου του.
Παρεμπιπτόντως, δεν αποτελεί ζήτημα γιατί παραγωγές που ήταν έτοιμες και παρουσιάστηκαν μόνο διαδικτυακά λόγω καραντίνας, δεν επανήλθαν όταν επιτράπηκε η επαναλειτουργία των θεάτρων; Γιατί δεν επαναλήφθηκαν ο «Μολιέρος» του Μπουλγκάκοφ, σε σκηνοθεσία Λιβαθινού, ο «Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» του Μ. Καραγάτση, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, ο «Γυάλινος Κόσμος» σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη; Γιατί να πάνε χαμένες οι πολλές χιλιάδες ευρώ που χρειάστηκαν για το ανέβασμά τους;
Για το μεταβατικό διάστημα έως την ανάληψη του Γ. Μόσχου θα μπορούσαν να επαναληφθούν, αντί να ανεβούν καινούργιες – πρώτης τάξεως ευκαιρία να εξοικονομηθούν χρήματα που θα μπορούσαν να καλύψουν άλλες ανάγκες του Εθνικού. Γιατί το Εθνικό δεν συμμερίζεται τη λογική που οδηγεί τον μεν Τάρλοου να ανεβάσει τον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» στο θέατρο Πορεία από 8 Δεκεμβρίου, τον δε Νανούρη να μεταφέρει τον «Γυάλινο Κόσμο» στο «Αλκυονίς»;
Το Εθνικό Θέατρο αποτελεί μείζον κεφάλαιο του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Μετά την κρίση της πανδημίας και τον κλονισμό από το σκάνδαλο Λιγνάδη χρειάζεται γερή επανεκκίνηση. Μακάρι ο Γιάννης Μόσχος να έχει όραμα και τόλμη – να μπορέσει να φανεί όσο αποτελεσματικός και δημιουργικός απαιτεί η στιγμή και η θέση που ανέλαβε. Και μακάρι το υπουργείο Πολιτισμού να στηρίξει ουσιαστικά τον πρώτο θεατρικό οργανισμό της χώρας με λύσεις και επιχορήγηση ανάλογες της σημασίας του.