Ο Λόπε δε Βέγα (1562-1635), βασικός εκπρόσωπος του Χρυσού Αιώνα της ισπανικής λογοτεχνίας και του θεάτρου (τέλη του δέκατου έκτου - δέκατου έβδομου αιώνα), υπήρξε φαινόμενο συγγραφέα. Γεννημένος στην Μαδρίτη, με καλές σπουδές και περιπετειώδη ζωή (η ερωτική διάσταση της οποίας ήταν ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη, ακόμα και όταν χειροτονήθηκε ιερέας), έγραψε εκατοντάδες έργα που αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό της εποχής. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ο πρώτος ποπ συγγραφέας των νεότερων χρόνων.
Δεν είναι κάτι που εύκολα εξηγείται, αφού, όταν ξεκινούσε να γράφει, το επαγγελματικό θέατρο στην Ισπανία βρισκόταν στα σπάργανα. Γράφοντας ακαταπαύστως (διασώθηκαν περισσότερα από 400 έργα του), ο Λόπε δε Βέγα κατάφερε μέσα σε λίγες δεκαετίες να διαμορφώσει τους όρους άνθησης του εθνικού ισπανικού θεάτρου και του «είδους» της comedia.
Σε μια πορεία παράλληλη μ’ αυτήν του Σαίξπηρ, απελευθέρωσε το δράμα από τις αριστοτελικές συμβάσεις (της ενότητα χώρου, χρόνου, δράσης) με έμμετρα δράματα και κωμωδίες γραμμένα σε στίχο και γλώσσα που συνδυάζει λόγια και λαϊκά στοιχεία, με ποικίλη θεματολογία που αντλούσε από την ουμανιστική παράδοση, τη Βίβλο, τους βίους αγίων και τα μεσαιωνικά χρονικά, την ισπανική ιστορία και την οικεία καθημερινότητα, στα οποία το δράμα μπορεί να συνυπάρξει με την κωμωδία (το επιτρέπουν οι υποπλοκές που διανθίζουν την κεντρική ιστορία), εμπλουτισμένα με μουσικές, τραγούδια και χορούς.
Η σκηνοθεσία δεν μπόρεσε να ισορροπήσει καλά τα κωμικά με τα δραματικά στοιχεία του έργου ούτε και να αποδώσει επαρκώς κωμικά τις κωμικές σκηνές και επαρκώς δραματικά τις δραματικές σκηνές ‒ χαρακτηριστική είναι η σκηνή των βασανιστηρίων, που μοιάζει απλώς σαν αμήχανο ταμπλό-βιβάν στο βάθος της σκηνής.
Με το κείμενο Η νέα τέχνη της συγγραφής έργων για το θέατρο (1609) στήριξε και θεωρητικά τις δραματουργικές επιλογές του. Εκεί υποστηρίζει ότι ένας συνδυασμός Τερέντιου και Σενέκα είναι θεμιτός, ότι η εναλλαγή από το δραματικό στο κωμικό, από το βαρύ στο γελοίο, ευχαριστεί πολύ το κοινό και ότι δεν πρέπει να προβληματίζει η παραβίαση της αριστοτελικής Ποιητικής, αφού η ίδια η φύση, με την ποικιλία και την ομορφιά των επιμειξιών, δείχνει τη σωστή κατεύθυνση.
Ο Λόπε δε Βέγα (και στη συνέχεια ο Καλντερόν και ο Τίρσο δε Μολίνα) πρόσφερε στο κοινό αυτό, που είχε ανάγκη, διαφυγή από την ενοχική ηθική του αυστηρού καθολικισμού της εποχής της Αντιμεταρρύθμισης και τη σκληρή καθημερινότητα μέσα από ιστορίες συναρπαστικές, με ακραίες καταστάσεις, απότομες μεταβολές, έντονες συγκρούσεις – συχνά για ζητήματα τιμής. Γι’ αυτό και ήταν τόσο δημοφιλής.
Σήμερα, ωστόσο, ελάχιστα έργα του ανεβαίνουν εντός και εκτός Ισπανίας. Στη χώρα μας ό,τι γνωρίζουμε για το θέατρό του περιορίζεται στο Αστέρι της Σεβίλλης και, βέβαια, στην «επαναστατική» Φουέντε Οβεχούνα.
Μετά το σκάνδαλο Λιγνάδη, μόνο τυχαίο δεν είναι που η μεταβατική καλλιτεχνική διευθύντρια Έρι Κύργια επέλεξε τη Φουέντε Οβεχούνα ως πρώτη παραγωγή της κρατικής σκηνής για την καινούργια σεζόν, αναθέτοντας μάλιστα τη σκηνοθεσία στην Ελένη Ευθυμίου.
Στη δεκαετή πορεία της η Ευθυμίου έχει ξεχωρίσει με παραστάσεις συνόλων και αυξημένης κοινωνικής ευαισθησίας (θυμηθείτε τα Ερωτευμένα Άλογα στο Φεστιβάλ Αθηνών 2019 και τη δουλειά της με την ομάδα «Εν δυνάμει», στην οποία συμμετέχουν και καλλιτέχνες με αναπηρία).
Ο τίτλος αναφέρεται σ’ ένα αγροτικό χωριό, 70 χιλιόμετρα ΒΔ της Κόρδοβας. Σύμφωνα με ένα χρονικό του 1572 που χρησιμοποίησε ως πηγή του ο Λόπε δε Βέγα, το 1476 οι κάτοικοι της Φουέντε Οβεχούνα σκότωσαν τον τυραννικό διοικητή που παραβίαζε συστηματικά κάθε έννοια τιμής και βίαζε και κακοποιούσε τις γυναίκες τους.
Όταν οι λεγόμενοι καθολικοί μονάρχες, η Ισαβέλλα και ο Φερδινάνδος, έστειλαν ανακριτή να διαλευκάνει τη λαϊκή εξέγερση και την τυραννοκτονία, αυτουργός δεν βρέθηκε. Σύσσωμο το χωριό ανέλαβε την ευθύνη της πράξης. Το βασιλικό ζεύγος προτίμησε να κλείσει την υπόθεση. Το έργο κλείνει αισίως, με δεδηλωμένη την πίστη των κατοίκων στη μοναρχία και στο αξιακό της σύστημα.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται πως ο διοικητής της Φουέντε Οβεχούνα έπεσε θύμα των συγκρούσεων που βρίσκονταν σε εξέλιξη στην Ισπανία μεταξύ υποψήφιων βασιλέων, φεουδαρχών και των πανίσχυρων στρατιωτικών ταγμάτων που δρούσαν με τις ευλογίες της παπικής Εκκλησίας, τρία μόλις χρόνια πριν από την ενοποίηση των βασιλείων της υπό την Ισαβέλλα και τον Φερδινάνδο (1479).
Οπωσδήποτε είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι το ενδιαφέρον για τη Φουέντε Οβεχούνα στη μοντέρνα και μεταμοντέρνα εποχή συνδέεται με μια παρεξήγηση, με μια ακούσια παραχάραξη της Ιστορίας.
Παρότι τα «επαναστατικά» μηνύματα του έργου δεν αφορούν ούτε τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα ούτε και την πρόθεση του συγγραφέα του, που ανέκαθεν είχε υψηλούς προστάτες (τους οποίους κολάκευε εντέχνως μέσα από τα έργα του) και διακαής πόθος του ήταν μια θέση στην Αυλή, ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα η Φουέντε Οβεχούνα αντιμετωπίστηκε ως επαναστατικό μανιφέστο για τη δύναμη του λαού (ιδίως στη Σοβιετική Ρωσία και στις χώρες του τόξου της). Σήμερα, που στην ατζέντα του δημόσιου λόγου το γυναικείο ζήτημα έχει πρωτεύουσα θέση, το έργο μπορεί να συνδεθεί ακόμη και με τα αιτήματα του #ΜeΤoo.
Ανεξαρτήτως των, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένων, επικαιροποιημένων σκηνικών προσεγγίσεων, η (δραματουργική) σημασία του έργου στην ευρωπαϊκή ιστορία του θεάτρου παραμένει δεδομένη. Ο Λόπε δε Βέγα, εν έτει 1618, αναδεικνύει ως πρωταγωνιστή στο έργο του ένα ολόκληρο χωριό.
Καινοφανής είναι και η προβολή των γυναικών ως κοινωνική δύναμη που μπορεί να ανατρέψει ακόμη και τυράννους (οι βιασμένες/κακοποιημένες γυναίκες της Φουέντε Οβεχούνα ωθούν τους άνδρες να αντιδράσουν και να εκδικηθούν την ατίμωσή τους).
Επιπλέον, δεν μπορείς να μη θαυμάσεις τον αριστοτεχνικό τρόπο γραφής, τις τέσσερις υποπλοκές που δένονται σε μία, τις μικρές σκηνές μέσω των οποίων εξελίσσεται γρήγορα η ιστορία, την εναλλαγή από θαυμάσιες σκηνές συνόλων σε σκηνές δύο, τριών προσώπων.
Και επειδή κάθε εποχή προσλαμβάνει τα παλαιά έργα με τις οικείες ευαισθησίες της, και η δική μας αρέσκεται στις απροσδόκητες συνδέσεις, διόλου δεν ενοχλεί που οι αγρότες και οι χωριατοπούλες του έργου φιλοσοφούν για τον έρωτα, αναφέροντας μέχρι και τον Πλάτωνα, ενώ είναι απολαυστικός ο διάλογος των inamorati του έργου, της Λαουρένθια και του Φροντόσο, για τη νοηματική φθορά των λέξεων στον κοινωνικό στίβο, όταν άλλοτε τα προτερήματα των ανθρώπων παρουσιάζονται ως ελαττώματα κι άλλοτε τα ελαττώματα ως προτερήματα.
Η παράσταση στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού είχε αρκετές αδυναμίες. Η Ελένη Ευθυμίου μπορεί να χειριστεί πολυπρόσωπα σύνολα επί σκηνής, αλλά επιλέγοντας να δουλέψει με ένα σύνολο νέων κατά κύριο λόγο ηθοποιών, στέρησε από την παράσταση το δραματικό ενδιαφέρον των διαφορετικών ηλικιών και της αντιπαράθεσης ηθοποιών με στιβαρό υποκριτικό στίγμα. Η συμβολή του Νίκου Χατζόπουλου, του Θανάση Δήμου και της Βασιλικής Τρουφάκου (θα πρόσθετα και τη Μαρία Σαββίδου, αλλά ο πρόσθετος ρόλος της αφηγήτριας δεν είναι δραματουργικά στερεός, ούτε καν χρήσιμος) δεν είναι ικανή να αλλάξει την εντύπωση ότι παρακολουθείς παράσταση ταλαντούχων τριτοετών δραματικής σχολής.
Ο Γιώργος Κριθάρας δεν έχει δοκιμαστεί σε ρόλους ρεαλιστικής υποκριτικής – στον ρόλο του Διοικητή δεν είναι διόλου πειστικός. Ο καλός Θανάσης Ζερίτης, στον κρίσιμο ρόλο του Μένγκο, περνάει απαρατήρητος. Η διακωμώδηση του βασιλικού ζεύγους (Μαρία Γεωργιάδου και Μπάμπης Γαλιατσάτος) μπορεί να είναι αντίθετη προς την ιστορική αποτίμηση και την πρόθεση του συγγραφέα, ωστόσο, στο πλαίσιο της γενικότερης «παρεξήγησης» σχετικά με την επαναστατικότητα της Φουέντε Οβεχούνα, δεν ενοχλεί.
Η σκηνοθεσία δεν μπόρεσε να ισορροπήσει καλά τα κωμικά με τα δραματικά στοιχεία του έργου ούτε και να αποδώσει επαρκώς κωμικά τις κωμικές σκηνές και επαρκώς δραματικά τις δραματικές σκηνές ‒ χαρακτηριστική είναι η σκηνή των βασανιστηρίων, που μοιάζει απλώς σαν αμήχανο ταμπλό-βιβάν στο βάθος της σκηνής. Αν εξαιρέσεις τη σύνθεση για το γαμήλιο γλέντι, η μουσική του Λευτέρη Βενιάδη είναι μάλλον αδιάφορη, το ίδιο και η σκηνογραφία της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη.
Ιδιαιτέρως προβληματίζει η χρησιμότητα του τραπεζοειδούς λευκού πλέγματος που κυριαρχεί ψηλά στο κέντρο της σκηνής – σε κόντρα, ακόμα και χρωματική, με τα υπόλοιπα στοιχεία του σκηνικού. Περιττή ήταν και η χρήση του live βίντεο, που ούτως ή άλλως εγκαταλείπεται στην πορεία της παράστασης. Τις σκηνογραφικές αδυναμίες κάλυψαν εντέχνως οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη.
«Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Ελένη Ευθυμίου
Συνεργάτις δραματουργός: Σοφία Ευτυχιάδου
Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική Σύνθεση: Λευτέρης Βενιάδης
Κίνηση: Τάσος Παπαδόπουλος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βίντεο: Δημήτρης Ζάχος
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Γιάννης Βαρβαρέσος
Β’ βοηθός σκηνοθέτιδας: Ειρήνη Λαμπρινοπούλου
Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Μπούσια-Αλεξάκη
Βοηθός ενδυματολόγου: Άελλα Τσιλικοπούλου
Παίζουν (αλφαβητικά): Μπάμπης Γαλιατσάτος, Μαρία Γεωργιάδου, Τάσος Δημητρόπουλος, Θανάσης Δήμου, Θανάσης Ζερίτης, Δημήτρης Κίτσος, Χρήστος Κοντογεώργης, Γιώργος Κριθάρας, Λωξάνδρα Λούκας, Γιάννης Μαστρογιάννης, Γιάννης Παπαδόπουλος, Ερατώ Πίσση, Διονύσης Πιφέας, Μαρία Σαββίδου, Νάνσυ Σιδέρη, Ελένη Στεργίου, Βασιλική Τρουφάκου, Δημήτρης Φουρλής, Νίκος Χατζόπουλος, Ilya Algaer
Εθνικό Θέατρο / Κτίριο Τσίλερ - Κεντρική Σκηνή
Από 28/10/2021 έως 23/01/2022
Τετ. 19:30, Πέμ-Κυρ. 20:30