Έχω φτάσει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, περνώντας από την πάλαι ποτέ Στοά του Βιβλίου, που σήμερα μοιάζει με φάντασμα. Στο Υπόγειο επικρατεί ησυχία ‒ μερικά πράγματα δεν έχουν αλλάξει καθόλου, μερικά άλλα, όμως, έχουν αλλάξει αμετάκλητα. Από το 1954, όταν ο Κουν έκανε το υπόγειο θεατράκι του Ορφέα, έχουν περάσει πρόσωπα, αλλά κυρίως εποχές, που έχουν αλλάξει τη φυσιογνωμία του. Ακόμα και το μικρό γραφείο του σκηνοθέτη, που κάποτε έμοιαζε τόπος ιερός και όπου τώρα περιμένω να τελειώσει την πρόβα της η Μαριάννα Κάλμπαρη, δείχνει εντελώς διαφορετικό σήμερα. Η καρδιά του θέατρου εδώ και χρόνια έχει μεταφερθεί στη σχολή, στους τοίχους έχουν μείνει μόνο τα παλιά κολάζ που έφτιαχνε ο Κουν από παραστάσεις και, όπως τα κοιτάζω, σκέφτομαι αν και πόσοι από τους ανθρώπους που κάνουν εδώ παραστάσεις μπορούν πλέον να αναγνωρίσουν έργα, σκηνές και πρόσωπα εκείνης της εποχής ‒ τελικά δεν ξέρω αν έχει και καμιά σημασία.
Αυτό συμβαίνει με το εφήμερο του θεάτρου, που, αντίθετα από άλλες τέχνες, μεταφέρεται ως αίσθηση μέσω της προφορικής παράδοσης στους επόμενους.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη, «παιδί» και καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης ‒ήδη στην τρίτη θητεία της‒, μόλις έχει τελειώσει την πρόβα της για το μιούζικαλ που σκηνοθετεί με θέμα τη ζωή της Μαρίκας Νίνου και θα ανέβει στη σκηνή της Φρυνίχου.
Πιστεύω ότι, όπως αλλάζει ο κόσμος, αλλάζουμε κι εμείς. Μάλιστα, η νέα γενιά δεν έχει καμία σχέση μ’ εμάς, τα νέα παιδιά απαιτούν να τους εξηγήσεις, και καλά κάνουν, έρχονται πολύ πιο υποψιασμένα. Είναι μια άλλη κατάσταση, ένας άλλος κόσμος, άρα θέλει και μια άλλη αντιμετώπιση.
— Πόσες παραστάσεις έχετε φέτος, Μαριάννα;
Έχουμε δώδεκα έργα. Η υπερπαραγωγή που υπάρχει και φέτος, η οποία όμως είναι μικρότερη από προηγούμενες χρονιές ‒κάποια χρονιά είχαμε και είκοσι δύο παραστάσεις‒, οφείλεται στο γεγονός ότι υπήρχαν «χρωστούμενες» προγραμματισμένες παραστάσεις των δύο προηγούμενων ετών. Είναι μια περίεργη χρονιά, δεν τη θεωρώ κανονική αλλά μεταβατική.
— Ιδανικά πόσες παραστάσεις θα θέλατε να ανεβάζετε κάθε χρόνο, έτσι ώστε και να δίνετε στίγμα και να μην είστε ένα θέατρο που συντελεί στον υπερπληθωρισμό;
Έξι-επτά, αν μπορούσαμε να τις υποστηρίξουμε και οικονομικά, όχι παραπάνω. Η οικονομική στενότητα έχει γεννήσει καταστάσεις πολύ προβληματικές σε όλο το θέατρο, δεν μπορείς να κάνεις έναν κανονικό, σε βάθος χρόνου προγραμματισμό, χωρίς προϋπολογισμό, ούτε αναθέσεις. Πρακτικά, πρέπει να ψάχνεις συνεχώς είτε συμπαραγωγές είτε συνέργειες. Νομίζω ότι εδώ καλό θα ήταν να υπάρξει ένας πυρήνας καλλιτεχνών που να έχουν περιθώριο δυο-τρία χρόνια για να αναπτύξουν ένα ρεπερτόριο, οι ηθοποιοί να πληρώνονται για να μη χρειάζεται να κάνουν εκατό δουλειές ταυτόχρονα ‒ αυτό βέβαια δεν θα συμβεί αν δεν υπάρξει μια πάγια και σταθερή χρηματοδότηση. Φυσικά, σήμερα δεν μπορείς να ζήσεις από το θέατρο, αλλά, μπορείς να έχεις έναν αξιοπρεπή μισθό. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι τώρα έχουμε χάσει και τη χαρά μας και τον επαγγελματισμό μας, κάτι που συμβαίνει σε όλο το ελληνικό θέατρο.
Το Θέατρο Τέχνης υπήρξε ένα θέατρο που επί σειρά ετών είχε κρατική χρηματοδότηση και δύο μεγάλους χορηγούς, την Εθνική Τράπεζα και την Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Είχε έναν πυρήνα, μια ομάδα, ρεπερτόριο συγκεκριμένο, μια σχολή που τροφοδοτούσε τις παραγωγές και μια «πρακτική» των διδασκαλιών του Κουν που δεν είναι ακριβώς μια συγκεκριμένη μέθοδος, γι’ αυτό δεν την έχουμε και καταγεγραμμένη.
— Σήμερα τι συμβαίνει;
Στην πραγματικότητα, η μέθοδος που υπάρχει ακόμα και διδάσκεται και στη σχολή είναι η μέθοδος Στανισλάφσκι, όπως τη διαμόρφωσε ο Κουν για τα ελληνικά δεδομένα και στη συνέχεια προχώρησε ελεύθερα, συνειρμικά. Αυτό, πριν από μισό και πλέον αιώνα, έκανε τη διαφορά σε σχέση με τη σχολή του Εθνικού για παράδειγμα, αλλά δεν υφίσταται σήμερα, ούτε στα κρατικά θέατρα. Έχει αλλάξει ο τρόπος.
— Κάτι που συμβαίνει και στο Θέατρο Τέχνης.
Ναι, αυτό συμβαίνει, αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δηλαδή, αρχικά σκηνοθετούσε αποκλειστικά ο Κουν, μετά ο Λαζάνης και ο Κουγιουμτζής. Εκεί τελείωσε μια εποχή, όταν οι σκηνοθέτες δούλευαν αποκλειστικά σε ένα θέατρο. Σήμερα όλοι οι θεατρικοί χώροι είναι ανοιχτοί και πολυσυλλεκτικοί. Θα μου πεις, είναι καλό αυτό; Έχει μια καλή πλευρά, αλλά έχει να κάνει και με την εποχή. Αλλά δεν υπάρχει μεθοδολογία, ούτε ένας τρόπος συγκεκριμένος για να κάνεις θέατρο, με όλα τα υπέρ και τα κατά. Το μεγάλο πρόβλημα στην εποχή μας, επειδή τα πάντα είναι ρευστά σε όλους τους τομείς, είναι ότι δεν υπάρχει συσπείρωση δυνάμεων, έτσι οι άνθρωποι δεν μπορούν να αφοσιωθούν. Αν δεν τροφοδοτείται το πάθος από μια ιδέα ή από ένα κοινό πνεύμα, δεν μπορεί να παραχθεί κάτι ουσιαστικό, κάτι καινούργιο. Για να δημιουργήσεις χρειάζεσαι βάσεις, εμείς, και οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί, είναι σαν να προσπαθούμε συνεχώς να επιβιώσουμε. Ο καθένας με τον τρόπο του, μεμονωμένα.
— Για το Θέατρο Τέχνης και το μέλλον του τι πιστεύεις;
Αν δεν υπάρξει συνένωση δυνάμεων που να υποστηριχθεί αφενός πρακτικά και αφετέρου από μια ιδέα κοινή, ώστε οι άνθρωποι να αφεθούν ελεύθεροι να δημιουργήσουν, δεν θα μπορέσει να γεννηθεί κάτι καινούργιο.
— Είναι ο έβδομος χρόνος που είσαι καλλιτεχνική διευθύντρια, μετά τον θάνατο του Διαγόρα Χρονόπουλου. Παρέλαβες ένα θέατρο χωρίς τα δυσβάσταχτα χρέη που εκείνος καθάρισε, αλλά διαλυμένο στον πυρήνα του. Οι άνθρωποι που το συγκροτούσαν ή έχουν πεθάνει πια ή έχουν φύγει. Σήμερα σε ποια φάση είσαστε;
Ο πυρήνας είχε διαλυθεί γιατί το θέατρο δεν μπορούσε να κρατήσει τους ηθοποιούς όπως παλιά, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει μόνιμη μισθοδοσία και θέση στο ρεπερτόριο. Για να μπορέσει να ορθοποδήσει και να ξεχρεώσει, ο Διαγόρας το άνοιξε σε πολύ μεγάλο βαθμό.
— Είχε σημασία να κρατηθεί το θέατρο όπως ήταν;
Δεν μπορεί να κρατηθεί κάτι όπως ήταν αν δεν υπάρχουν οι άνθρωποι που το έφτιαξαν, μη γελιόμαστε. Είναι σαν να λέμε ότι κάποιος κρατά το σπίτι των παππούδων του όπως ήταν πριν από έναν αιώνα. Δεν γίνεται. Ακόμα και αν κρατήσεις κάποια πράγματα, θα υποχρεωθείς να τα αλλάξεις, θα τα ανακαινίσεις, θα τα εκσυγχρονίσεις, θα τους αλλάξεις μορφή.
— Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι, αφού δεν υπάρχει πια αυτός που το έφτιαξε, τι νόημα έχει να συνεχίζει;
Έχει νόημα, γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε καμία συνέχεια, πουθενά, θα τα διαλύαμε όλα. Έχει νόημα αν αυτή η συνέχεια μπορεί να οδηγεί διαρκώς σε κάτι άλλο.
— Όπως λένε πολλοί, το Θέατρο Τέχνης είναι σήμερα δύο στέγες που νοικιάζονται…
Δεν συμφωνώ με αυτό, γιατί εμείς προσπαθούμε να κάνουμε ένα είδος συμπαραγωγής. Φυσικά, κάθε χρόνο έρχονται πολλοί παραγωγοί και σκηνοθέτες και κάνουν προτάσεις, και μέσα από αυτές διαλέγουμε ό,τι ταιριάζει στη λογική και στον προσανατολισμό που έχουμε. Υπάρχει πάντα χώρος για συνεργασία, δεν υπάρχει μόνο το «πάρτε το και δώστε μας τόσα». Μακάρι να υπήρχαν τα χρήματα για να κάνουμε έναν αληθινό καλλιτεχνικό προγραμματισμό και να υποστηρίξουμε μια παραγωγή που θα μας πρότειναν.
— Μπορείτε να απορροφήσετε τους αποφοίτους της σχολής;
Στις περισσότερες παραγωγές υπάρχουν απόφοιτοι, είμαστε πολύ προσεχτικοί σε αυτό, αλλά επιμένω ότι για να υποστηριχτεί αυτή η λογική, πρέπει να υπάρξει μια ομάδα, όχι μεγάλη, που θα μείνει εδώ και θα δημιουργήσει κάτι.
— Εσύ, όταν ανέλαβες το Θέατρο Τέχνης, τι σκέφτηκες ότι θέλεις να κάνεις; Πού έχεις φτάσει σήμερα;
Από αυτόν τον χώρο προέρχομαι, εδώ έμαθα το θέατρο, εδώ μεγάλωσα. Αρχικά φοβόμουν, δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό, μου φαινόταν πολύ μεγάλο, από την άλλη ένιωθα πιο ελεύθερη, γιατί όταν τέλειωσα τη σχολή δεν έμεινα στο θέατρο αποκλειστικά. Έπαιξα, έγραφα έργα, σκηνοθετούσα και αλλού, πηγαινοερχόμουν. Αυτό με έφερε σε επαφή με άλλους ανθρώπους, έτσι σκέφτηκα ότι το θέατρο πρέπει να ανοίξει, αλλιώς δεν θα μπορούσε να τροφοδοτηθεί και να επιβιώσει.
Το έκανα ίσως υπερβολικά τον πρώτο καιρό, αλλά ήθελα, και θέλω, το θέατρο να είναι ανοιχτό σε πολλούς καλλιτέχνες που ξέρω καλά ότι ο τρόπος που δουλεύουν ταιριάζει με τον δικό μας. Έχουμε δύο σκηνές πολύ συγκεκριμένες που θέλουν και πολύ συγκεκριμένα έργα. Πάντα σκέφτομαι, βέβαια, και την ιστορία που υπάρχει πίσω από το θέατρο, τη φιλοσοφία του. Θέλω οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ να την ασπάζονται και ας μην έχουν υπάρξει μαθητές της σχολής αυτής. Αυτή ήταν η λογική στην αρχή.
— Είχατε επιχορήγηση τότε;
Όχι, όλα είχαν σταματήσει το 2012. Δεν υπήρχαν χρέη, όπως ούτε σήμερα, αλλά ούτε και χρήματα υπήρχαν, ακριβώς όπως και σήμερα, δυστυχώς. Που σημαίνει ότι κάθε χρόνο είσαι με την ψυχή στο στόμα μη δημιουργήσεις χρέη, αφού δεν έχεις κεφάλαιο. Ας πούμε, φέτος η χρονιά είναι επικεντρωμένη στο ελληνικό κείμενο, κάτι που μου αρέσει ως πρόταση και χαίρομαι που το καταφέραμε. Βέβαια, το να συστήνεις νέα έργα, ιδιαίτερα ελληνικά, δεν είναι υποχρεωτικά κερδοφόρο. Δηλαδή πήραμε 60.000 ευρώ για δύο χρόνια, για τρία έργα. Δεν είναι και τίποτα, αλλά δεν είναι και κάτι, αν θέλεις να το κάνεις σωστά.
— Και η Λένα Κιτσοπούλου και η Μαρία Πρωτόπαππα και η Ιόλη Ανδρεάδη, που θα κάνουν έργα μέσα στη διετία, είναι δικές σας απόφοιτες. Δίνεις σημασία στην ποσόστωση ανδρών - γυναικών;
Στην αρχή, θυμάμαι, όταν είχα αναλάβει, είχε έρθει μια Γαλλίδα σκηνοθέτις και με είχε ρωτήσει τι ποσόστωση έχουμε. «Τι ποσόστωση;» ρώτησα κι εγώ. Μου φάνηκε περίεργο τότε, ούτε που τα σκεφτόμασταν αυτά. Σήμερα, όμως, τα σκεφτόμαστε και αυτό σημαίνει ότι το θέατρο αποκτά μια άλλη συνείδηση. Μπορεί να παίρνει καιρό η συζήτηση, αλλά γίνεται. Και το ΜeΤoo καθυστέρησε, αλλά έγινε και θα προσφέρει πολλά στη μελλοντική συζήτηση.
— Ξέρουμε ότι αυτό το θέατρο ήταν ανδροκρατούμενο, πολύ σκληρό και με κακοποιητικές συμπεριφορές. Αυτές οι ιστορίες για τον Κουν που πέταγε τασάκια ως μέθοδο, ας πούμε, πειθαρχίας και βελτίωσης των ηθοποιών…
Είναι μεγάλα κλισέ αυτά. Αυτές οι συμπεριφορές συνέβαιναν και εδώ και σε όλα τα θέατρα και σε όλη την κοινωνία. Όταν μεγαλώναμε εμείς, ο δάσκαλος νομιμοποιούνταν να σου ρίχνει ένα χαστούκι επειδή μιλούσες με τη διπλανή σου ή δεν καταλάβαινες καλά την άσκηση. Οπότε συνέχιζες έτσι κι αυτό ήταν μέρος ενός παραμυθιού που έλεγε ότι χωρίς βία και πόνο δεν μπορεί να γεννηθεί τίποτα σπουδαίο, ότι για να πας παραπέρα πρέπει να γονατίσεις, ότι όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι του θεάτρου είναι έτσι, δύσκολοι, και θα σε στύψουν και ότι ο σκηνοθέτης μπορεί να είναι σαν τον δάσκαλο, και σκληρός και απαιτητικός.
— Υπήρχε μια λογική ότι ο χώρος αυτός ήταν κάτι ιερό, έτσι αναπτύχθηκαν και αυτές οι συμπεριφορές.
Εμένα αυτή η λογική μού αρέσει, ο ουσιαστικός σεβασμός. Βέβαια, όχι ακριβώς με αυτή την παλιά διατύπωση που όντως υπήρχε. Ένας χώρος από μόνος του δεν είναι τίποτα, εμείς τον κάνουμε σοβαρό, σημαντικό, σπουδαίο. Αν εμείς δεν νιώσουμε ότι εδώ μπορεί να συμβούν τα πάντα, δεν θα συμβούν. Η εφαρμογή πολλές φορές έχει υπάρξει προβληματική, γενικά το να υπάρχει ο φόβος και όχι ο σεβασμός σε έναν χώρο. Καμιά φορά η αυστηρότητα, το να επιμένεις, έφερνε αποτελέσματα, νομίζω ότι έτσι κέρδιζαν χρόνο.
— Τι εννοείς;
Είναι μια πολύ ωραία ιστορία του Κασσαβέτη, που είχε υποφέρει μάλλον στις ταινίες ως ηθοποιός και όταν σκηνοθετούσε δεν ήθελε να λέει τίποτα στους ηθοποιούς, αλλά να καταλαβαίνουν μόνοι τους ό,τι ήταν να καταλάβουν. Έλεγε, λοιπόν, ο Πίτερ Φολκ ότι κάποια φορά ο Κασσαβέτης είχε σταματήσει το γύρισμα και του εξηγούσε, του έλεγε ιστορίες, κ.λπ. Μετά από έξι ώρες του λέει ο Φολκ: «Τι εννοείς; Θέλεις να πάω να κάτσω εκεί;» - «Ναι, αυτό εννοώ». Κι όλο αυτό συνέβη επειδή ο Κασσαβέτης ήθελε ο ηθοποιός να ανακαλύψει μόνος του τι θα κάνει. Το να δώσεις στον άλλον τη δυνατότητα να λειτουργήσει με τους δικούς του ρυθμούς θέλει χρόνο και προσωπικότητες που μπορούν να το υποστηρίξουν αυτό. Κανονικά, θα έπρεπε να χτίζουμε αυτές στις προσωπικότητες που θα έρθουν αντιμέτωπες με κείμενα σπουδαία και θα φτιάξουν παραστάσεις ή θα παίξουν ρόλους. Βάζοντας μια φωνή και τρομάζοντας έναν θίασο, τον αναγκάζεις να πειθαρχήσει μεν, αλλά αυτές είναι τακτικές που παραπέμπουν στο ότι ο σκληρός σκηνοθέτης ενώνει τον θίασο. Πιστεύω ότι όπως αλλάζει ο κόσμος, αλλάζουμε κι εμείς. Μάλιστα, η νέα γενιά δεν έχει καμία σχέση μ’ εμάς, τα νέα παιδιά απαιτούν να τους εξηγήσεις, και καλά κάνουν, έρχονται πολύ πιο υποψιασμένα. Είναι μια άλλη κατάσταση, ένας άλλος κόσμος, άρα θέλει και μια άλλη αντιμετώπιση.
— Αυτό απαντά και στο αν μπορείς να κρατήσεις την παράδοση αυτού του θεάτρου ως είχε, που δεν μπορείς τελικά. Τι κρατάς;
Ναι, δεν γίνεται, έχει αλλάξει ο κόσμος Αυτό που θέλω να κρατήσουμε είναι ότι η θεατρική λειτουργία είναι κάτι σπουδαίο και μεγάλο, δεν είναι μια απλή δουλειά. Αυτό ήταν πολύ έντονο στη φιλοσοφία αυτού του θεάτρου και θέλω με έναν τρόπο να κρατηθεί. Ό,τι καινούργιο ήρθε τότε, τα ζητήματα που έθεσε ο Κουν, είναι ένας αιώνιος οδηγός για το θέατρο: η παραγωγή νέων ελληνικών κειμένων, έργων που έχουν κάτι να πουν, η συγκέντρωση ανθρώπων παθιασμένων, ταπεινών, που πιστεύουν στη δύναμη της συλλογικότητας και όχι στο σταριλίκι. Αυτές είναι βασικές αρχές του θεάτρου και ο τρόπος που τις διέδωσε ο Κουν έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωσή του. Η πειθαρχία, για μένα, έχει να κάνει με την αίσθηση ότι δεν είναι κάτι εύκολο η τέχνη, που γίνεται χωρίς κόπο. Απαιτεί την αφοσίωσή μας, δεν δίνει απαντήσεις αλλά θέτει τα ερωτήματα. Αυτό έκανε ο Κουν με τις διαλέξεις που είχε οργανώσει για μια σειρά από αισθητικά ζητήματα και μία από αυτές ήταν του Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο. Όταν κάναμε μια εκδήλωση γι’ αυτήν τη διάλεξη πριν από δυο-τρία χρόνια, ο κόσμος έφτανε μέχρι έξω. Αυτό δείχνει ότι μερικά πράγματα αξίζει να παραμένουν ως σταθερές. Το θέατρο είναι ένας καθρέφτης της ζωής ‒ παίζουμε όπως έπαιζαν πριν από πενήντα χρόνια; Σε πενήντα χρόνια από σήμερα θα παίζουν όπως εμείς; Εμένα η μεγάλη μου χαρά θα είναι αυτό το θέατρο, όποιος το αναλάβει στο μέλλον, να το πάει παρακάτω.
— Εσύ θα το έκλεινες ποτέ; Έχεις σκεφτεί ότι είναι δύσκολο να το κρατήσετε με όλο αυτό το βάρος;
Εγώ όχι, δεν θα το έκανα με τίποτα, δεν είναι έτσι ο χαρακτήρας μου, προσπαθώ να βρω τρόπο να επιβιώσει μέχρι να μπορέσει να ανθήσει ξανά – δεν είναι κάθε εποχή ανθηρή, δεν γίνεται. Αυτό το θέατρο είχε την τύχη να ιδρυθεί από μια ομάδα ανθρώπων διανοούμενων και καλλιτεχνών μέσα σε μια εποχή που γεννούσε μεγάλες προσωπικότητες. Αυτοί οι άνθρωποι έψαχναν να βρουν μια ταυτότητα, κάτι που κάνουμε και τώρα, νιώθοντας μεγάλη αμηχανία. Μας έχουν αποκαλυφθεί πράγματα σε σχέση με το ποιοι είμαστε, πόσο βαθιά χωμένοι είμαστε και στην Ανατολή, ενώ νιώσαμε ότι είμαστε μια χώρα της Δύσης και θελήσαμε να μπούμε εκεί με τα τσαρούχια, χωρίς να είμαστε καθόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Ελπίζω, λοιπόν, να βρεθούμε εδώ με τέτοιες προσωπικότητες και εν μέρει το κάνουμε. Συναντιόμαστε, συζητάμε και συγκλίνουμε, αλλά, και πάλι, κολλάμε στα ζητήματα της επιβίωσης, στα οικονομικά. Έρχονται οι άνθρωποι, κάνουν μια παράσταση, αλλά δεν μπορούν να μείνουν. Τρέχουμε όλοι από τη μια πρόβα στην άλλη και από το ένα μάθημα στο άλλο.
— Από την πλευρά του κράτους τι μπορεί να γίνει;
Αυτό που προσπαθώ και το διεκδικώ, ψάχνοντας για συμμάχους και στον ιδιωτικό τομέα, είναι να έχουμε μια πάγια επιχορήγηση ώστε να διασφαλιστεί μια ομάδα καλλιτεχνών, σκηνοθετών υπό την ομπρέλα του Θεάτρου Τέχνης. Είναι δύσκολο αυτό το μοντέλο και δεν υπάρχουν τέτοιου τύπου επιχορηγήσεις. Κατά τη γνώμη μου, για να δημιουργηθούν συνθήκες αναγέννησης του θεάτρου συνολικά πρέπει να υπάρξει ένα μοντέλο στο πλαίσιο του οποίου κάποιοι χώροι να προτείνουν κάτι σοβαρό και να χρηματοδοτούνται σταθερά ώστε να υπάρχει μια κοινή φιλοσοφία, γιατί αυτό που λείπει και από εμάς και από όλα τα θέατρα είναι το στίγμα.
— Ποια είναι η επόμενη μέρα του Θεάτρου Τέχνης;
Το θέμα είναι ότι πρέπει να πάμε κάπου αλλού, όλη η κοινωνία πεέπει να πάει κάπου αλλού. Είμαστε εν μέσω πανδημίας ακόμα και δεν έχουμε δει τι συνέπειες θα έχει όλο αυτό. Κάτι πρέπει προτείνει το θέατρο για όλο αυτό που μας συνέβη, σχετικά με το πώς βλέπει την επόμενη μέρα. Για μένα αυτή η χρονιά δεν μετράει, το ξαναλέω, όλοι είναι ζαλισμένοι, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Σκέψου ότι στο θέατρο κοιταζόμαστε μέσα από τις μάσκες, το πώς αντιδρά ο άλλος, αν χαμογελά ή όχι, δεν φαίνεται, ωστόσο πρέπει να επικοινωνήσουμε, ακόμα και μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Είμαστε υποχρεωμένοι να μετακινηθούμε στην επόμενη μέρα, συνεχώς να αναστοχαζόμαστε, δεν μας παίρνει να πιστεύουμε ότι η ζωή θα συνεχίσει από κει όπου την αφήσαμε.