Μετά από διάλειμμα ενός έτους, όπου θα ευχόμασταν το μόνο που να είχαμε χάσει να ήταν μερικές ταινίες, το 2021 επανήλθαν στην κινηματογραφική επικαιρότητα τα blockbusters. Επανήλθαν στα σινεμά, στις streaming πλατφόρμες ή και στα δύο ταυτόχρονα, όπως στην περίπτωση των υπερπαραγωγών της Warner, η οποία αποφάσισε για όλο το έτος να τις διανείμει ταυτόχρονα στις αίθουσες και στο HBO Max, σε όσες χώρες αυτό είναι διαθέσιμο.
Το υβριδικό αυτό πείραμα τελειώνει –προς το παρόν;– με έναν φίλο από τα παλιά. Ο Νίο του Κιάνου Ριβς επιστρέφει στον κόσμο του Matrix με το «Matrix Resurrections». Μια ταινία που πολύ άργησε, θα λέγαμε, αλλά αναπόφευκτα θα ερχόταν κάποτε, ειδικά τώρα που τα στούντιο ξεψαχνίζουν τα brand names που υπάρχουν στον κατάλογό τους, για να επιστρέψουν σε αυτά με νέες περιπέτειες.
Το Matrix, όμως, δεν ήταν πάντα brand name. Ως πρωτογενής και πρωτότυπη ιδέα που χτίζει μια μυθολογία από την αρχή, το σενάριό του πηγαινοερχόταν για χρόνια στα γραφεία των executives και ήταν διαβόητο ως «εκείνο το σενάριο που δεν καταλαβαίνει κανείς». Βλέπεις, η έννοια της ψηφιακής πραγματικότητας, αν και είχε συστηθεί από καιρό στα γραπτά των πρωτοπόρων της επιστημονικής φαντασίας και είχε σημειώσει τα πρώτα της τεχνολογικά βήματα, δεν ήταν ακόμα ευρέως διαδομένη, ούτε αποτελούσε ένα απτό στοιχείο της καθημερινότητάς μας.
Αν έπρεπε σώνει και καλά να τα καταχωρίσεις σε κάποιο είδος, το «Matrix» θα πήγαινε με την επιστημονική φαντασία, ενώ τα «Matrix Reloaded» και «Matrix Revolutions» ανήκουν στο σινεμά δράσης. Μιας δράσης που εστιάζει περισσότερο στα οπτικά εφέ και στον σαματά και λιγότερο στις μονομαχίες σώμα με σώμα, που, όχι τυχαία, παραμένουν τα εντυπωσιακότερα set-pieces της τριλογίας.
Για να ανάψει το πράσινο φως χρειάστηκαν εκτεταμένα storyboards, ώστε να πειστούν οι παραγωγοί από το όραμα των Γουατσόφσκι, και απαιτήθηκε μεταφορά της παραγωγής στην Αυστραλία, όπου το κόστος γυρισμάτων ήταν μικρότερο κατά 1/3 σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Όταν βγήκε τελικά η ταινία στις αίθουσες προκάλεσε χαλασμό, ίσως επειδή δεν έμοιαζε με τίποτα από όσα είχαμε δει μέχρι τότε.
Σκεφτείτε λίγο πώς ήταν το τοπίο στο σινεμά της υπερπαραγωγής το 1999. Τα περισσότερα μπλοκμπάστερ σε καλούσαν να αφήσεις τον εγκέφαλό σου έξω από την αίθουσα. Κατά κύριο λόγο ακολουθούσαν ένα pattern καταστροφολαγνείας, macho δράσης και σαχλαμαρισμού με υποτυπώδη πλοκή, όπως το δίδαξαν οι Μάικλ Μπέι και Ρόλαντ Έμεριχ.
Και κάπου εκεί έρχεται το «Matrix», που με το καλημέρα θα μεταφέρει τον κόσμο των anime στo live action σινεμά – πραγματικό σοκ το ενσταντανέ όπου η Τρίνιτι υψώνεται για να κατατροπώσει τους αντιπάλους της, παγώνει και ο φακός κάνει μια στροφή 180 μοιρών γύρω της, προτού εκείνη εξαπολύσει την επίθεσή της.
Το «Matrix» μεταφέρει μοτίβα της λογοτεχνικής cyberpunk μυθοπλασίας σε μια ακριβή ταινία δράσης. Eνσωματώνει στη σκηνογραφία του τα ασφυκτικά κτίρια της σύγχρονης μεγαλούπολης, την οποία οραματίζεται σαν έναν εφιαλτικό λαβύρινθο, όπου όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε αδιέξοδο. Σε βάζει, τουλάχιστον κατά την πρώτη του ώρα, να αναρωτιέσαι διαρκώς τι στα κομμάτια συμβαίνει, περιπλέκοντας σχεδόν σε κάθε σκηνή την κατάσταση για τον ήρωα. Και, κυρίως, πιάνει τον παλμό μιας γενιάς, η οποία είχε την ανάγκη να αποδράσει από το μηχανιστικό, αποχαυνωμένο πρότυπο δουλειά-κατανάλωση-σπίτι-κατανάλωση-δουλειά. Το «Fight Club», που θα έρθει την ίδια χρονιά, υπηρετεί (πληρέστερα) ακριβώς τον ίδιο σκοπό – όχι τυχαία και τα δυο τους θα αποτελέσουν αγαπημένες ταινίες εκείνης της γενιάς.
Ένας άλλος άσος στο μανίκι των Γουατσόφσκι ήταν η πρόσληψη του θρυλικού Γου-Πινγκ Γουέν, άσου των πολεμικών τεχνών και επί δεκαετίες υπεύθυνου για τη χορογραφία της δράσης στο σινεμά του Χονγκ Κονγκ.
Ο Γουέν δεν ήθελε να δουλέψει στο Χόλιγουντ. Αρχικά ζήτησε από τις Γουατσόφσκι ένα εξωφρενικό ποσό για να τις αποφύγει. Όταν του το έδωσαν, απαίτησε να αναλάβει αποκλειστικά τον σχεδιασμό των μονομαχιών μεταξύ των χαρακτήρων. Οι Γουατσόφσκι συμφώνησαν κι εκεί και το αποτέλεσμα τις δικαίωσε, με τις σχετικές σκηνές να έχουν μια μουσικότητα στο συγχρονισμό τους, μια μπαλετική ρευστότητα, που σε συνδυασμό με τη χρήση του slow motion και άλλων ψηφιακών τεχνικών δημιουργούσε ένα υπερθέαμα δράσης με βασικό υλικό το πιο ενδιαφέρον εργαλείο: το ανθρώπινο σώμα.
Η ταινία έσπασε τα ταμεία, μετέτρεψε τον Κιανου Ριβς σε action icon, έκανε τα πληκτρολόγια να πάρουν φωτιά στα fora, κατέστη άμεσα σημείο της ποπ κουλτούρας – υπολογίζεται ότι μόνο μέχρι το 2002 η περίφημη bullet time σεκάνς, με τον Νιο να αποφεύγει τις σφαίρες, είχε γίνει αντικείμενο αναφοράς και παρωδίας σε τουλάχιστον άλλες 20 ταινίες. Επανέφερε, επίσης, στη μόδα τα μακριά παλτό και τις δερμάτινες καμπαρντίνες.
H περίφημη Bullet time σκηνή στο πρώτο «Matrix»
Ακολούθησαν μια animated ανθολογία, το «Animatrix», και, αναπόφευκτα, όχι ένα, αλλά δύο σίκουελ, τα οποία απογοήτευσαν. Επισκέφθηκα ξανά τις δύο ταινίες για τις ανάγκες του παρόντος και, στα μάτια μου, δύο είναι οι βασικοί λόγοι γι’ αυτό. Πρώτον, οι αδερφές Γουατσόφσκι έκαναν πέρα το στοιχείο του θρίλερ, την επιστημονική φαντασία και τη νοτισμένη ατμόσφαιρα, εστιάζοντας περισσότερο στη δράση.
Αν έπρεπε σώνει και καλά να τα καταχωρίσεις σε κάποιο είδος, το «Matrix» θα πήγαινε με την επιστημονική φαντασία, ενώ τα «Matrix Reloaded» και «Matrix Revolutions» ανήκουν στο σινεμά δράσης. Μιας δράσης που εστιάζει περισσότερο στα οπτικά εφέ και στον σαματά –αδιανόητη η κακοφωνία του ημίωρου της επίθεσης των μηχανών στη Ζάιον στο «Matrix Revolutions»– και λιγότερο στις μονομαχίες σώμα με σώμα, που, όχι τυχαία, παραμένουν τα εντυπωσιακότερα set-pieces της τριλογίας.
Δεύτερο (και βασικότερο), κάπου στο πρώτο «Matrix» ο Μορφέας, με τη μορφή του Λόρενς Φίσμπερν, λέει στον Κιάνου Ριβς: «Η ερώτηση είναι που μας κινητοποιεί, Νίο. Η ερώτηση είναι που σε έφερε εδώ. Τι είναι το Matrix;». E, το ζήτημα με τις συνέχειες είναι ότι επιχειρούν να δώσουν πιο ξεκάθαρες απαντήσεις. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο τι απαντήσεις δίνουν. Εκ των πραγμάτων, σε μια ελκυστική, λόγω (και) της μυστικοπάθειάς της, δημιουργία η αποκάλυψη του μυστικού είναι πιθανότερο να φέρει απογοήτευση παρά να δικαιώσει τις προσδοκίες του κοινού. Το πρόβλημα είναι και στο πώς τις δίνουν.
Ήδη από το πρώτο «Matrix» μπορείς να διακρίνεις μια ελαφρά ροπή προς τη στομφώδη αοριστολογία – «μην προσπαθείς να με χτυπήσεις, χτύπα με», συμβουλεύει ο Μορφέας τον Νίο. Στις δύο συνέχειες, όποτε σταματά η δράση και οι χαρακτήρες ανοίγουν το στόμα τους για να μιλήσουν, μιλούν με στιχάκια από fortune cookies.
Οι Γουατσόφσκι έχουν βάλει στο μπλέντερ ένα μίγμα από επιστημοσύνη, new age φιλοσοφία, λογοτεχνικές αναφορές, θρησκευτικές δοξασίες και τον αγαπημένο τους μεσσιανισμό και το μόνο που κατορθώνουν είναι να δώσουν μια επίφαση εξεζητημένης δημιουργίας σε ένα επί της ουσίας πολύ απλό, μανιχαϊστικό παραμυθάκι για τη μάχη του καλού και του κακού. Έχουν τον Ιησού τους στο πρόσωπο του Νίο, έχουν και τον Σατανά τους στο πρόσωπο του πράκτορα Σμιθ και τους βάζουν να μονομαχούν με διακύβευμα τη σωτηρία της ανθρωπότητας.
Όλα τα ενδιάμεσα είναι περιττά, ενίοτε κι ενοχλητικά, ειδικά από τη στιγμή που διαπιστώνεις ότι τίποτα δεν εξυπηρετούν στη μεγάλη εικόνα και θα μπορούσαν να λείπουν. Χώρια που οι Γουατσόφσκι μοιάζουν να επινοούν τους κανόνες του σύμπαντός τους εκείνη τη στιγμή, προσθέτοντας ένα νέο στοιχείο από το πουθενά κάθε φορά που προκύπτει ένα πρόβλημα, ώστε να επιλυθεί.
Τα σίκουελ τους μοιάζουν με εκείνα τα αυτοσχέδια παραμύθια που αφηγείσαι σε ένα μικρό παιδί για να κοιμηθεί, όπου προσθέτεις διαρκώς απρόοπτα και μακρηγορείς, προσπαθώντας να κερδίσεις χρόνο μέχρι να σκαρφιστείς την κατάληξη της ιστορίας. Και καταλήγεις να κυνηγάς την ουρά σου. Και καμιά φορά ακόμα και το παιδί διαμαρτύρεται.
Όντως η μεγάλη μερίδα της κινηματογραφικής κοινότητας διαμαρτυρήθηκε, μια διαμαρτυρία που κρατά σταθερά μέσα στα χρόνια, κρατώντας μια θέση για τις συνέχειες του «Matrix» στις μεγάλες κινηματογραφικές απογοητεύσεις του 21ου αιώνα. Ωστόσο, η αρνητική φήμη του «Reloaded» και του «Revolutions» δεν ήταν αρκετή για να πλήξει εκείνη του πρώτου «Matrix», το οποίο παρέμεινε αγαπητό, για κάποιους ακόμα και κλασικό και για όλους αναμφίβολα σημαδιακό, τουλάχιστον για το σινεμά της υπερπαραγωγής.
Κατά καιρούς ακούγονταν φήμες για μια τέταρτη συνέχεια. Αυτή τελικά καταφθάνει στις αίθουσες δεκαοχτώ χρόνια από την τελευταία ταινία, φέτος, με το «Matrix Resurrections».
Την ταινία σκηνοθετεί η Λάνα Γουατσόφσκι, χωρίς την αδερφή της Λίλι στο πλευρό της, που περνούσε μια δύσκολη περίοδο κι αποφάσισε να μη συνδράμει ενεργά στο πρότζεκτ. Ο Κιάνου Ριβς και η Κάρι Αν Μος επιστρέφουν στους ρόλους του Νίο και της Τρίνιτι αντίστοιχα, ο έρωτας τον οποίων αποτέλεσε κινητήριο μοχλό της πλοκής, αλλά κι από τα θετικότερα στοιχεία της τριλογίας. Το «Matrix Revolutions» έκλεισε με τη σύναψη ειρήνης ανάμεσα στους ανθρώπους και τις μηχανές, χωρίς να μας πληροφορήσει για την τύχη των δύο χαρακτήρων.
Σύμφωνα με το τρέιλερ, ο Νίο έχει ξεχάσει ποιος είναι και η Τρίνιτι φαίνεται ότι θα παίξει σημαντικότερο ρόλο από εκείνον στην αντιμετώπιση της νέας(;) απειλής. Αν και έχουν μείνει λίγες μέρες μέχρι την πρεμιέρα της ταινίας, ακόμα δεν έχουμε μάθει περισσότερα στοιχεία για την πλοκή της. Σε μια εποχή που, ειδικά σε τέτοιες παραγωγές, πηγαίνουμε στο σινεμά γνωρίζοντας πάνω-κάτω τι θα γίνει σε όλη την ταινία, μόνο θετική μπορεί να είναι αυτή η άγνοια.
Αρκεί η Λάνα Γουατσόφσκι να θυμηθεί τι ήταν εκείνο που έκανε ελκυστικό το πρώτο «Matrix». Για να επικαλεστούμε και την ίδια, να ανακαλέσει στη μνήμη της ότι η ερώτηση ήταν που μας κινητοποίησε, μας έφερε στο σύμπαν που έπλασε και μας έκανε να μη θέλουμε να βγούμε από αυτό. Όχι οι απαντήσεις που έδωσε στη συνέχεια.
To «Matrix Resurrections» κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα την Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου.