Στη μνήμη της Ιουλίας Ραλλίδη
Nick Cave. The first born is dead.
Αν οι θανατοποινίτες δεν έχουν ζωή, τότε ο Nick Cave έρχεται να επαναλάβει τη βιβλική ρήση "Ο Πρώτος που γεννιέται πεθαίνει", μόνο και μόνο για να αναιρεθεί η κοινοτυπία. Γιατί για τον Κέιβ ο χρόνος κυλάει μες στις φλέβες του με διαφορετική ταχύτητα από ό, τι θα θέλαμε, γιατί το κάθε λεπτό της ζωής του τον φέρνει όλο και κοντύτερα στον απόλυτο θάνατο, έναν θάνατο που σαν μουσικός τεράστιου βεληνεκούς καλείται (για τον εαυτό του, εμάς μας αφήνει στην ησυχία μας) να βιώσει -σχήμα οξύμωρο- όντας ζωντανός και πέρα από κάθε πρόβλεψη δημιουργικός και μεγαλοφυής.
Είναι ήδη πολύ αργά να κάνουμε εισαγωγή στους Bad Seeds και στον Κέιβ σε αυτήν την δεύτερη προσωπική του δουλειά. Την εποχή ακριβώς που ολοκληρωνόταν ο δίσκος είχαμε την τεράστια τύχη να τον ακούσουμε ζωντανό (κυριολεκτικά) στην Αθήνα. Είναι όμως και πολύ νωρίς για προβλέψεις όσον αφορά το μέλλον και τη μακροβιότητά του. Ξέρουμε πως οι χρησμοί δεν είναι ποτέ σωστοί, εφόσον την παθιασμένη ακρόαση ενός ευαίσθητου αυτιού θα αντικαταστήσει η μεγαλοσχημοσύνη του στείρου επαΐοντα -και τόσο άτυχου- επαγγελματία κριτικού. 'Οσο θα θέλαμε τη μουσική αλλά και ολόκληρη την τέχνη να συνεχίζει να μας δίνει φτερά, αλλό τόσο θα αρνιόμαστε να δεσμευόμαστε με ανθυγιεινές ρήσεις για όσους αγαπάμε. Για να παραφράσουμε ένα στίχο του Knocking on Joe, εμείς είμαστε ανίκανοι να τον πληγώσουμε.
Για όποιον αλλάζει το Δέντρο της Ζωής με το Δέντρο του Κρεμασμένου, για όποιον αισθάνεται καταζητούμενος σε όλες ίσως τις Πολιτείες του Κόσμου, το φτιάρι του νεκροθάφτη είναι άχρηστο. Ο Νικ Κέιβ τραγουδάει στο The first born is dead τα μπλουζ του 1985 με τέτοια επική μανία όσο κανείς άλλος συνομηλικός του.
Ιουλία Ραλλίδη
'Ηχος και Hi-Fi - 01.1986
Συνέντευξη της Ιουλίας Ραλλίδη με τον Νίκο Παπατάκη
Την αναδημοσιεύει η Εύη Φλίνδρη από το περιοδικό Το Τέταρτο, τεύχος 14, Ιούνιος 1986.
Πότε πότε περνούσε από το βιβλιοπωλείο [το Octopus -σ.σ.] και ο σημαντικός ανθρωποποιητής Μιχάλης Κατσαρός για να μας δει. Περνούσαν και κάποιοι γεροεπαναστάτες, όπως ο Άγις Στίνας, που γοητευόταν από το ελευθεριακό πνεύμα του βιβλιοπωλείου. Ερχόταν επίσης και ο Γιάννης Γαλανόπουλος, εκδότης του καλού περιοδικού Επίθεση που έβγαινε στη χούντα. Ο Νίκος Μπαλής, μόλις τυπωνόταν το Όταν, το έφερνε αμέσως στο μαγαζί όπου πουλιόταν μέχρι να πεις κύμινο. Η Ιουλία Ραλλίδη καθόταν μαζί μας κι όλο μιλούσε για τους μπητ συγγραφείς και για την ελευθερία που αποπνέουν τα κείμενά τους.
Τακτικός θαμώνας του Οκτόπους και ο Λεωνίδας Χρηστάκης που κουβαλούσε σε πακέτα των εκατό αντιτύπων το Παντέρμα (Παντός δέρμα ή παντός τέρμα), τον Κούρο και τον ΜικροKούρο και γέμιζε τα τζάμια του μαγαζιού με τις φοβερές αφισέτες του, όπου κατήγγελλε τον έμπορο όπλων Νίκο Παπαδάκη για την κατεστημενοποίηση της Σκηνής και του περιοδικού Πάλι, του ελληνικού αντεργκράουντ δηλαδή, μέσα από την άχαρη και μεγαλεπήβολη παρουσίασή της στο περιοδικό Σήμα, ή όπου ξέχεζε τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη για τις μειλίχιες ανελίξεις του περί την εξουσία στο δρόμο για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά και πάντες τους κρατικοδίαιτους δημιουργούς που πρώτα τσάκωναν τις παχυλές κρατικές επιχορηγήσεις και κατόπιν έβγαζαν επαναστατικές κορώνες ενάντια στο κράτος. Καμιά φορά, ο Λεωνίδας μάς σχιζοαπήγγελλε κάποιο ποίημα.
Τεός Ρόμβος
Ιστορία του ελληνικού αντεργκράουντ
/romvos.wordpress.com
Μία κριτική της Ιουλίας Ραλλίδη για την ταινία Alice's Restaurant
- Διατηρήσαμε τον τονισμό
ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Το εστιατόριο της Αλίκης (ALICE 'S RESTAURANT)
Σκηνοθεσία : Άρθουρ Πέν. Σενάριο: Βέναμπλ Χέρντσν καί "Αρθουρ Πέν. Φωτογραφία: Μάικελ Νέμπια. Μουσική: Άρλο Γκάθρι καί Γκάρρυ Σέρμαν. Μοντάζ: Ντήντη "Αλλεν. Παραγωγή: Φλόριν. Κάστ: Άρλο Γκάθρι, Πάτ Κουίν, Τζέημς Μπρόντερικ.
Ό "Αρθουρ Πέν συγκαταλέγεται μεταξύ των άντικομφορμιστών σκηνοθετών τού Χόλλυγουντ. Οί κύριοι ήρωες των ταινιών του, αρχίζοντας από τόν Δραπέτη των 7 πολιτειών μέχρι τήν Θαυματοποιό καί τό Μπόνυ καί Κλάιντ διαλέγουν νά ζήσουν έξω από τά καθιερωμένα κοινωνικά πλαίσια σύμφωνα μέ τά ρομαντικά πρότυπα ή αποφασίζουν, σάν τή δασκάλα τής κωφάλαλης "Ελλεν Κέλλερ, νά ξεπεράσουν τό αξεπέραστο. Ό σκηνοθέτης ήταν ακόμη νέος στή δεκαετία τού '40, πού φλερτάριζε μέ τό σοσιαλισμό, πολεμούσε τήν αδικία μέ σκληρές έργατικές απεργίες, έπαναστατούσε φορτώνοντας μιά κιθάρα στόν ώμο καί είχε σάν φερέφωνο τόν μεγαλύτερο τροβαδούρο τής γενιάς του, τόν Γούντροου Γουίλσον Γκάθρι, γνωστό σ' ολη τή χώρα σάν Γούντυ.
Στό Εστιατόριο τής Αλίκης ό Πέν ξανάγινε αναρχικός χωρίς νά διατρέχει κινδύνους αφορισμού καί μαύρης λίστας, φορτωμένος μέ τά παραφερνάλια τού αμερικάνου χίππυ καί τίς ευλογίες των δύο εκατομμυρίων τής Γουώρνερ Μπράδερς. Ή ταινία είναι έμπνευσμένη από τά πραγματικά γεγονότα τοΰ λαϊκού τραγούδιού-έπιτυχία τού '66 Σφαγή τού Έστιατόριου τής Αλίκης τού Άρλο Γκάθρι, γιου τού γέρου πιά καί πρόωρα ανάπηρου τραγουδιστή. Ο Γούντυ πέθανε ένα χρόνο μετά τήν έκδοση τού τραγουδιού. Μαζί του έσβησε ή παράδοση (πού μάταια προσπαθεί νά κρατήσει ζωντανή στήν ταινία ό Πήτ Σήγκερ) των στρατευμένων λαικών ηρώων, των αμόλυντων από τίς πιεστικές έπαφές των μαζικών μέσων έπικοινωνίας. Στό πέρασμα μιας εικοσαετίας, οί κοινωνικά απόβλητοι, οί στιχοπλόκοι των τραίνων, πού δόξασε ο πατέρας, έχουν αντικατασταθεΐ σέ συναισθηματική νοοτροπία, μορφή καί όνομα από τή γενιά των λουλουδιών, των ναρκωτικών καί τού έρωτα. Ό γιός -πρωταγωνιστής τής ταινίας είναι ένας από τούς πολλούς τυπικούς καί όχι τόσο ταλαντούχους αντιπρόσωπους, ένα από τά τόσα καταναλωτικά είδωλα τής χίππικης μπίζνες.
Γιά τήν προβολή τού Άρλο, καθώς καί μιας άλλης, λιγότερο φανταχτερής φωνητικής παρουσίας στό Εστιατόριο, τής Τζόνι Μίτσελ, τό χολλυγουντιανό κεφάλαιο αφιέρωσε μιά ταινία μέ τό κατεξοχήν θέμα-μαγνήτη γιά τό κινηματογραφικό κοινό τής Αμερικής καί των χιππιστικά εξελιγμένων εύρωπαικών κοινωνιών: ή όδύσσεια ένάς νεαρού "πού ψάχνει νά βρεί τόν έαυτό του" μέσα σ' ένα λαβύρινθο ψυχολογικών καταστάσεων. Ό Πέν, μέσω αυτών, βρίσκει τήν ευκαιρία νά θίξει τά προσφιλή στούς νεαρούς θεατές του θέματα-βραχνάδες: τά παράλογα τής στρατολογίας, τής έξουσίας καί των "ιδρυμάτων ανώτατης έκταίδευσης", τό θέμα τού γάμου καί του Αγεφύρωτου των δυό γενιών, το τέλος τής τύχης τοΰ ίδιου του χιππισμού. Ή Εταιρία παραγωγής με τη σειρά της περίμενε απ' αυτούς "τούς προβληματιζόμενους αυριανούς κοινωνικούς της στυλοβάτες νά καταπιούν τα χρυσωμένα χάπια καί νά πληρώσουν τό εισιτήριο τών τριών δολλαρίων, τ' αργύρια τής ψυχολογικής τους κάθαρσης.
"Οσον αφορά τά δύο πρώτα θέματα, το έδαφος είναι πρόσφορο γιά γκροτέσκα μεταχείριση: ο σκηνοθέτης σκιτσάρει απλώς, μέ μεγάλη όμως ευστοχία τίς κωμικές περιπέτειες τού 'Αρλο στήν Ουάσινγκτον καί τά βραχύβια μαθήματα μουσικής στο επαρχιακό Κολλέγιο, ως το "έγκλημα", τή "φυλάκιση" καί τη "δίκη" τών δύο νεαρών.
Ό γάμος πλησιάζεται από τον Πεν με μεγαλύτερη επιμονή αλλά ή προσπάθεια νά παρουσιαστεί μέ οικονομία αποτυχαίνει, γιατί ο Πεν επεκτείνεται σέ πλατυασμούς (η τελική αναμέτρηση τού ζευγαριού μετά τήν κηδεία είναι ή μόνη περιεκτική) καί δραματικές κορυφώσεις (αποπλάνηση τού μοτοσυκλετιστή μέ τον σωλήνα τού αέρα, προβολή τής ταινίας μέ τίς επιτυχίες του μπροστά σέ μια Αλίκη καταβαραθρωμένο είδωλο Μητέρας-γής καί απάνθρωπα ψύχραιμους νεαρούς). Ή σκηνοθετική αποτυχία έγκειται στο ότι ο δημιουργός προσπαθεί νά θίξει πολλά πράγματα, άλλοτε μπλέκοντάς τα το ένα μέ τ' άλλο (φέρνοντας τούς ήρωες σέ μηχανικές ή πολύ εύκολα προβλεπόμενες καταστάσεις) καί άλλοτε αφήνοντας τίς καταστάσεις νά εξελιχτούν κάπως πιό ελεύθερα. Συνδετικός κρίκος είναι ή "όδυσσειακή" καί μέτρια μουσική αφήγηση, πού έρχεται μέ τον ψευτοσπινθηροβάλο χίππικο κυνισμό της νά καλύψει τό χάσμα τών χαλαρών, κακοπαιγμένων στο σύνολο επεισοδίων.
Σέ μερικά απ' αύτά, ο Πεν αποκαλύπτεται ένοχλητικά αδέξιος, όπως στήν περίπτωση τής υστερικής θρησκευτικής συγκέντρωσης, πού μή ξέροντας πως νά τη δέσει αρμονικά, τή σφηνώνει αυθαίρετα στήν αρχή. Η σενάριακή προχειρότητα, πού εξυπηρετεί τήν όλη πολιτική τής ταινίας, έγκειται στήν αντίδραση-πρότυπο για αντιγραφή τού ήρωα 'Αρλο: ή σαφώς μαγεμένη του ματιά καί το έπακάλουθο σχόλιο πού τον μυθοποιεί: "αυτό μου θυμίζει κάτι πούγραψε ο Γούντυ".
Ό τραγουδιστής πρέπει νά μείνει ανέγγιχτος, παθητικός παρατηρητής μέχρι τέλους καί συγχρόνως, ο στάρ, ο σκελετός όλης τής ταινίας. Γύρω του περιστρέφονται βολικότατα τά πάντα. Ακόμη καί στό τελικά, μεσαιωνικής έμπνευσης γαμήλιο γεύμα, ο 'Αρλο μέσα σ' ένα συνοθήλευμα χίππικων κουστουμιών, εμφανίζετσι ντυμένος σάν αγνός, γαλάζιος, μεταξωτός ιππότης συνοδεύοντας τήν δυτικόποιημένη Κινέζα λαίδη του. Αφού έχει πετύχει νά μή δεσμευτεί καί συμμετάσχει σέ είδών-είδών συναισθηματικές εμπειρίες (από τήν όμαδική προετοιμασία ένός έστιατορίου ώς τούς δυό θανάτους καί κηδείες αγαπητών προσώπων) αφήνει τόν διαλυόμενο κόσμο τών μεγάλων καί τού πατρονορισμένου χιππισμού, ανεβάζει τή φιλενάδα του στό Φόλκς-βάγκεν πού τόν βοήθησε ν' αγοράσει ή μαμά του καί αποχωρεί πρός τό άγνωστο χωρίς συγκινητικούς αποχαιρετισμούς.
Τελικά όλοι έμειναν ευχαριστημένοι απ' αυτή τήν ταινία. Ο Χίλλαρντ 'Ελλις, ο παραγωγός, πέτυχε στίς προβλέψεις του γιατί το Εστιατόριο, πού μαζί μέ το ψευτοντοκυμανταίρ Γούντστοκ, τόν Ανετο Καβαλλάρη, τό Μήντιουμ Κούλ καί τό Φράουλες καί αίμα θεωρήθηκε σάν ένα από τά πιό προσοδοφόρα "φιλμικά αριστουργήματα" τής Αμερικής του έτους καθώς κατόρθωσε νά κάνει εισπράξεις 1,5 έκατ. δολλαρίων (τό έξοδα τού κόστους του) από τήν πρώτη κιόλας εβδομάδα. Ό Πεν μπορεί νά γυρίζει τώρα πιά ταινίες σίγουρες, ξεχνώντας τό Κυνηγητό καί τόν Μίκυ τον μοναδικό. Ή πραγματική Αλίκη, διάσημη κι αυτή, ετοιμάζεται ν' ανοίξει αλυσίδα καταστημάτων σ' ολόκληρη τήν 'Αμερική. Καί ο 'Αρλο; μένει ήσυχος γιατί τού εξασφαλίστηκε υπερατλαντική δημοσιότητα, μεγάλες πωλήσεις τών δίσκων του καί μνημειώδεις πρεμιέρες στό Λονδίνο. Τό Αμερικάνικο 'Ονειρο τής Ελευθερίας τοΰ μεγάλου ποιητή τής χώρας Γουίτμαν γίνεται μπίζνες καί ακόμη κι όταν χρεωκοπεί, αποφέρει δισ. δολλάρια.
Ιουλία Ραλλίδη
Σύγχρονος Κινηματογράφος 9 - 10, Οκτ. - Νοέμβρ. 1970
Γειά σου Ιουλία Ραλλίδη. Από τον Λωτό που σε γνώρισα, από την Πράξη το 1972 που φτιάξαμε μαζύ με τον Ανδρέα Παγουλάτο και την Κατερίνα Παπαϊακώβου...από τα χρόνια της χούντας και μετά ... έως σήμερα που δεν είσαι πιά μαζύ μας...
Κωστής Τριανταφύλλου
Συνέντευξη με τον Greg Sage των Whispers
Θάλεια Καραμολέγκου
Συνέντευξη με τον Πέτρο Τατσόπουλο, συν-σεναριογράφο της ταινίας Οι Απέναντι (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου.
Απόσπασμα από συνέντευξη με τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Την αναδημοσιεύει ο Φώντας Τρούσας στη Lifo από το περιοδικό Σχολιαστή. Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ: 30 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Σιδηρόπουλου
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος στην τελευταία δεκαετία της ζωής του, στην δεκαετία του '80, έδωσε αρκετές συνεντεύξεις σε περιοδικά κι εφημερίδες. Και όχι μόνο σε μουσικά περιοδικά, αλλά παντού, ακόμη και σε ποικίλης ύλης.
Πολλές απ' αυτές τις συνεντεύξεις, σήμερα, δεν έχουν ενδιαφέρον, είναι επικαιρικές του τότε, ή λέγονται πράγματα χωρίς ιστοριοδιφική αξία. Ξαναδιάβασα, τέλος πάντων, πολλές πριν καταλήξω σ' αυτήν που δόθηκε για το πολιτικό περιοδικό Σχολιαστής (#57, 23 Δεκεμβρίου 1987) στην γνωστή μεταφράστρια και δημοσιογράφο Ιουλία Ραλλίδη, με αφορμή ένα πρόγραμμα που ανέβαζε τότε ο Σιδηρόπουλος στο κλαμπ Rodeo, μαζί με τoν Ζωρζ Πιλαλί και την Κρίστη Στασινοπούλου.
Η συνέντευξη, την οποία θα αναδημοσιεύσουμε, έχει ενδιαφέρον. Θα μπορούσα να σχολιάσω αρκετά απ' αυτά που λέει ο αείμνηστος τραγουδοποιός σε σχέση με το ροκ, το ρεμπέτικο και το blues, αλλά δεν θα το κάνω. Θα παρέμβω μόλις σ' ένα σημείο. Προτείνω, όμως, όλα αυτά να διαβαστούν κριτικά, σημειώνοντας, τέλος, πως έχουν πολύ και ιδιαίτερο νόημα όλα όσα αναφέρει ο ίδιος για την ηρωίνη, προς το τέλος της συζήτησης.
— Υπάρχει το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατό να γραφτεί ροκ εντ ρολ με ελληνικό στίχο. Αυτό έχει αποδειχτεί πια ότι έχει ξεπεραστεί...
Σίγουρα έχει ξεπεραστεί, γιατί η Αθήνα είναι ήδη πια παγκόσμιο ξενοδοχείο και στη μουσική έχουμε φαινόμενα όπως ο Fela Kuti, που τραγουδάει στα αφρικάνικα, η Nina Hagen στα γερμανικά, ένα ρώσικο συγκρότημα που τραγουδάει στη γλώσσα του και που ακούσαμε στο Live Aid. Η ελληνική γλώσσα έχει ήδη ταιριάξει στον ρυθμό του ροκ, και αυτό το ίδιο είναι παγκόσμιο φαινόμενο – είναι διεθνιστικό φαινόμενο, μπορούμε να πούμε, δεν έχει εθνικά σύνορα. Δεν έχει εθνική συνείδηση.
— Εσύ, όταν γράφεις ή όταν σκέφτεσαι νοιώθεις τη δέσμευση να αποφασίσεις ποιας γλώσσας λέξη θα βάλεις;
Όχι, καθόλου. Σκέφτομαι πάντα οικουμενικά, παγκόσμια. Υπάρχει η ελληνική ταυτότητα, όμως εμένα η σκέψη μου δεν έχει τέτοια σύνορα. Αυτή τη στιγμή θεωρείται παράδοση ο Αττίκ και ο Χαιρόπουλος – παρ' όλα αυτά η μουσική τους είναι καθαρά γαλλικής κουλτούρας. Τα ρεμπέτικα είναι πάλι τούρκικη-αραβική κουλτούρα και τώρα κυριαρχεί η αγγλοσαξονική κουλτούρα, η δυτική κουλτούρα, με ματζόρε-μινόρε. Το ροκ τελικά έχει όμως και ανατολικά στοιχεία, είναι παγκόσμιο ξενοδοχείο, συγχωνεύει τα πάντα. Σήμερα υπάρχει ροκ που έχει δρόμους δικούς μας, λαϊκούς, αφρικάνικες κλίμακες, ινδικές ragas.
— Η ρεμπέτικη κουλτούρα έχει σχέση με κρασί, με ούζο...
Και με το «μαύρο», με το χασίσι...
— ...από την άλλη μεριά έχουν γίνει προσπάθειες κι από σένα, που το θυμάμαι όταν το συζητούσες πιο παλιά, να συνενωθεί αυτή η κουλτούρα με το ροκ εντ ρολ...
Μουσικά, ναι. Γιατί υπάρχουν οι παλιοί μπλουζίστες, που ο τρόπος ζωής τους μοιάζει πολύ με αυτόν των ρεμπέτηδων, κάτω βέβαια από άλλες συνθήκες και από άλλες εκφραστικές εικόνες. Άλλες φωτογραφίες θα είχαμε με λιμάνια, λουλάδες κ.λπ., κι άλλες θα ήταν οι φωτογραφίες με μπλουζίστες στην Αμερική, με κουνιστές πολυθρόνες, φυτείες και τέτοια. Όμως το feeling είναι το ίδιο. Απ' αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε πως οι δυο κουλτούρες έχουν κάποια συγγένεια. Επίσης η blue, η μελαγχολική κλίμακα των μπλουζ μοιάζει με το παράπονο των ρεμπέτηδων και με ορισμένους δρόμους τους. Αν αυτό το σκεφτεί κανείς και μουσικά μπορεί να βγάλει ένα μείγμα –ας το πούμε έτσι– που θα 'ναι όμως δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να βγει κάτι ωραίο ή κάτι τελείως απαράδεκτο. Θα το καταλάβεις μόνο αν το κάνεις στην πράξη, γιατί όπως έλεγε κι ο Lou Reed –και το υποστηρίζω κι εγώ– μεταξύ ιδέας και έκφρασης υπάρχει μια ζωή ολόκληρη. Και στην Ελλάδα πολύς κόσμος έχει κάνει τέτοιες κρούσεις. Προσωπικά έχω ξεχωρίσει τον Νίκο Παπάζογλου, που είναι πιο «ρεμπέτης» απ' όσο θα ήθελα εγώ, και τους Φατμέ (Νίκος Πορτοκάλογλου κ.ά.), που είναι πιο υποτονικοί, απ' όσο θα ήταν η δικιά μου μουσική. [...]