Η ΣΥΛΛΟΓΗ Εκλήθην ομιλήτρια είναι η πρώτη της Κικής Δημουλά (1931-2020) εν τη απουσία της. Δεν πρόκειται όμως για ανέκδοτα ποιήματα. Πρόκειται για είκοσι οκτώ «πεζά» κείμενα, μερικά δημοσιευμένα σε εφημερίδες, περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων και άλλα αδημοσίευτα, αλιευμένα «μέσα από την ανέμελη ακαταστασία των συρταριών της και του ερασιτέχνη υπολογιστή της», όπως γράφει η κόρη της Έλση Δημουλά στο εισαγωγικό κείμενο του τόμου.
Καλύπτουν μια περίοδο περίπου είκοσι πέντε ετών, από το πρώτο «Κωνσταντίνος Καβάφης, Σπονδή στο θείο ακατόρθωτο», ομιλία που είχε δώσει η Κική Δημουλά στο Διεθνές Κέντρο Εουτζένιο Μοντάλε της Ρώμης τον Μάρτιο του 1992, έως το τελευταίο, το «Αυτοδίδακτο πάθος», ομιλία της κατά την τελετή της αναγόρευσής της σε επίτιμη διδάκτορα του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Ιούνιο του 2017.
Άλλωστε, τα περισσότερα από τα κείμενα αυτής της πολύ ιδιαίτερης συλλογής προέρχονται από ομιλίες της ποιήτριας. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο, αν λάβουμε υπόψη μας τη σωματικότητα της ποίησής της, ότι τρεις από τις ομιλίες έχουν παρουσιαστεί σε ιατρικά συνέδρια: μία στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Κεφαλαλγίας, μία άλλη σε εκδήλωση της Ελληνοαμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας και μία τρίτη στο 44ο Πανελλήνιο Οφθαλμολογικό Συνέδριο.
Δίπλα σ’ αυτές πρέπει να βάλουμε την ομιλία της «Βλαστοκύτταρα για τη θεραπεία της νεότητας από τη νόσο του γήρατος» που παρουσίασε στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών. Το ίδρυμα αυτό ήταν έργο ζωής του ακαδημαϊκού Γρηγόρη Σκαλκέα, συνάδελφου της Δημουλά στην Ακαδημία.
«Ενέδωσα όχι μόνο για την προστατευτική τρυφερότητα με την οποία περιέβαλε την άτολμη είσοδό μου στην Ακαδημία αλλά και γιατί από τα πρώτα χρόνια με αποκαλούσε αηδονάκι», γράφει η Δημουλά για τον Σκαλκέα. Κι αυτή η φράση από την ομιλία της δείχνει και ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν όλα τα κείμενα του τόμου: πολύ προσωπικό ύφος, διυλισμένο μέσα από την εμπειρία και την αυτοβιογράφηση.
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του ετοιμάσεις ένα δέντρο. Αυτό είναι η ποίηση».
«Ποιητικά χρονογραφήματα» χαρακτηρίζει η Έλση Δημουλά τα κείμενα της μητέρας της που περιλαμβάνονται στη συλλογή Εκλήθην ομιλήτρια. Είναι κυριολεκτικός χαρακτηρισμός. Η γραφή είναι απολύτως ποιητική, όπως κι αν αντιλαμβάνεται κανείς την έννοια αυτού του τόσου πλατιού, και αρκετές φορές, παρεξηγημένου, επιθέτου: ποιητική γλώσσα, νόημα, αίσθηση, αισθαντικότητα. Αλλά και η αμεσότητα, η απλότητα, ο ρυθμός, το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός της Δημουλά. Πριν απ’ όλα, βρίσκουμε σε αυτά αρκετούς ορισμούς της ποίησης ή, τουλάχιστον, τους τρόπους με τους οποίους η ποιήτρια όριζε την ποίηση.
Ιδού ένας ορισμός: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του ετοιμάσεις ένα δέντρο. Αυτό είναι η ποίηση».
Έπειτα, αυτά τα πεζά κείμενα, αυτές οι «εκφωνηθείσες» ομιλίες, μοιάζουν να είναι φτιαγμένα από στίχους. Ο αναγνώστης θα βρει πολλά ποιήματα, πολλές ποιητικές εικόνες, ιδέες και έννοιες. Για παράδειγμα, να ένα ποίημα που ένας αναγνώστης μπορεί να φτιάξει στα γρήγορα, παίρνοντας φράσεις από το κείμενο «Διατριβή ενός αδαούς μονολόγου πάνω σε άγνωστο θέμα», ομιλία που είχε δώσει η Δημουλά σε εκδήλωση των μαθητριών της Α’ Λυκείου του Αρσακείου Ψυχικού.
Η ποίηση είναι ένα πείσμον μυστικό
Το ποίημα που γράφεται είναι μία πείσμων πονηρία που
Πες πες, καταφέρνει πότε πότε να αποσπάσει ελάχιστο τμήμα αυτού του μυστικού
και σπεύδει να το διαδώσει.
Η ποίηση είναι ένα πείσμον μυστικό παράπονο
Που σχηματίστηκε πολύ πριν από τις αιτίες του
Προεξοφλώντας ότι θα υπάρξουν.
Ο ποιητής, τώρα, είναι ο συναγερμός που έχει τοποθετήσει η ποίηση στα τρωτά της σημεία
Για να μην τη διαρρήξουν
Είναι το κόκκινο ματάκι που αρχίζει να βαράει δαιμονισμένα
Μόλις περάσει μπροστά από την ακτίνα του ύποπτος
Γάτα, κουνούπι ή και κάποια σωματώδης αδιαφορία.
Απ’ αυτά τα ποιητικά χρονογραφήματα δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι ποιητές. Βρίσκουμε εδώ τον Κ.Π. Καβάφη, τον Άθω Δημουλά, τον σύντροφο και σύζυγο της ποιήτριας, τον Μάριο Μαρκίδη, τον Μάρκο Μέσκο, τη Μαρία Κυρτζάκη, τον Κώστα Ουράνη, τον Νίκο Καρύδη, τον ιδρυτή του Ικάρου, που έγινε ο εκδοτικός της οίκος, τον Κωστή Παλαμά, τον Λορέντζο Μαβίλη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη.
Οι αναφορές της δεν είναι φιλολογικές. Και ευτυχώς. Έχουν σχέση με τη δική της στάση απέναντι στο ποίημα πρωτίστως, και μετά στον ποιητή, μια στάση που μπορεί να είναι χρήσιμη για τον αναγνώστη, καθώς μπορεί να του δώσει ένα κλειδί ανάγνωσης της ποίησης της ίδιας της Δημουλά.
Στο κείμενό της για τον Ελύτη αναφέρεται στις επιρροές που δέχτηκε απ’ αυτόν. «Θα αναφέρω την πλέον απροκάλυπτη», γράφει, «που είναι η εμμονή μου για την παρομοίωση. Βέβαια, επειδή μου αρέσει να βάζω τις διαφορές στη θέση τους, ο Ελύτης κάνει περιορισμένη χρήση της παρομοίωσης, ίσα για να εξασφαλίσει ένα κάτοπτρο για τη μορφή της μοναδικότητας, ενώ εγώ κατάχρηση, παράγοντας αντίγραφα που μόνο την ονειρεύονται».
Στο κείμενό της για τον Παλαμά, που το έργο του, όπως ξέρουμε, είχε περιπέσει σε μια σχετική λήθη, γράφει: «Φαίνεται όμως ότι αυτό το φόβητρο, η λήθη, κάποια στιγμή ξαναδιάβασε τον Παλαμά και παραδέχτηκε ότι δεν προορίζεται για ξεχασμένος».
Στο κείμενό της για τον Καβάφη είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Μας λέει ότι πρωτοδιάβασε τον Καβάφη από βιβλίο που της χάρισε ο Άθως Δημουλάς, «δώρο από μόνιμο αγαπημένο πρόσωπο, τον ιδανικά αγαπημένο Άθω». Ομολογεί ότι τα πρώτα ποιήματά της ήταν «καβαφικά». «Είναι πολυσυζητημένο το θέμα των επιρροών που δεχόμαστε, κι ωστόσο παραμένει σκοτεινό», γράφει.
Κάποια στιγμή έκλεισε το βιβλίο του Καβάφη και πήγε «να κατασκηνώσει παραπέρα». Αλλά και πάλι: «υποπτεύομαι σαν καβαφικό κατάλοιπο ότι αρκετά ποιήματά μου τελειώνουν με ένα συμπέρασμα», γράφει. «Το διακινούν δύο ή τρεις, ή και ένας μόνο, στίχοι, που τους απομονώνω λίγο, στο χαρτί, από το ποίημα, ώστε και σε εκείνο να ανήκουν αλλά και στη δική του αποκλειστικά μοναξιά».
Όσο για εκείνο το «επέστρεφε» του ποιητή αντί για τον σωστό γραμματικό τύπο «επίστρεφε», η Δημουλά μας λέει πολύ ωραία ότι «χάρη σ’ αυτό το επέστρεφε δημιουργείται ένας άλλος χρόνος, μια εσαεί επανάληψη στο παρελθόν, που εντέλει υπογράφει την υποκειμενική πραγματικότητα του ποιητή».
Η αυτοβιογραφία είναι παρούσα σε αρκετά κείμενα της συλλογής. Πριν απ’ όλα στο κείμενο «Καπνός αναθρώσκων» για το σπίτι της στην Κυψέλη, Πυθίας 26 και Φαέθοντος, στο οποίο έζησε πενήντα χρόνια. «Μπήκα σ’ αυτό το σπίτι με τη νεότητά μου περίπου συνομήλικη με τη δική του. Εγώ είχα χτιστεί πριν από είκοσι τρία χρόνια, εκείνο πριν από είκοσι».
Πολύ αυτοβιογραφικά και τα κείμενα της για την Καλαμάτα και τη Μεσσήνη, τόπους καταγωγής της οικογένειάς της, όπου έζησε όμως και η ίδια κάποιες δύσκολες περιόδους κυρίως της νεανικής ζωής της. Η μνήμη, το «θυμάμαι» είναι ο μοχλός αυτών των κειμένων. Και η δική της μαντλέν είναι «ένα κατακόκκινο κοκοράκι-γλειφιτζούρι, ανέγγιχτο, διάφανο σαν γυαλί».
Η βινιέτα που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου είναι του ζωγράφου Σωτήρη Σόρογκα. Ένα από τα κείμενα της συλλογής είναι αφιερωμένο στον ζωγράφο. Έχει τίτλο «Ύμνος στη θεραπεύτρια φθορά». Γράφει η Δημουλά: «Φεύγοντας από το εργαστήριο του Σωτήρη, έκλεψα κάτι που έμοιαζε με προπέλα. Χρειαζόμουν επειγόντως την κινητήριο δύναμή της».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.