«ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ δεν υπήρξαν πρωτοβουλίες οι οποίες να έχουν κάποιο διαρκές αποτέλεσμα», σημείωνε στο ημερολόγιό του ο τριανταεννιάχρονος Φράντς Κάφκα τον Ιανουάριο του 1922, δυο χρόνια πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.
«Ήταν σαν να μου δόθηκε το κέντρο ενός κύκλου, όπως σε κάθε άνθρωπο, και σαν να έπρεπε εγώ, όπως εξάλλου και κάθε άλλος, να διασχίσω το μήκος της αποφασιστικής ακτίνας και στη συνέχεια να σχηματίσω έναν τέλειο κύκλο. Αντί γι’ αυτό, ξεκινούσα πάντοτε με την ορμή να χαράξω την ακτίνα, ορμή όμως η οποία πάντοτε αναστελλόταν (παραδείγματα: πιάνο, βιολί, γλώσσες, γερμανική φιλολογία, αντισιωνισμός, σιωνισμός, εβραϊκά, κηπουρική, ξυλουργική, λογοτεχνία, απόπειρες γάμου, ανεξάρτητη κατοικία). Από το κέντρο αυτού του φανταστικού κύκλου ξεκινούν πλήθος μισοαρχινισμένες ακτίνες, δεν υπάρχει πια θέση για νέα απόπειρα και δεν υπάρχει θέση γιατί δεν το επιτρέπει η ηλικία και τα αδυνατισμένα νεύρα και καμιά απόπειρα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί».
Τον ίδιο μήνα όπου στο ημερολόγιό του εμφανίζονται αυτές οι πρώτες, οριστικές αποτιμήσεις της ζωής του, ο Κάφκα αρχίζει να γράφει ένα καινούριο μυθιστόρημα όπου κυριαρχεί το μοτίβο της αδυναμίας επίτευξης ενός «διαρκούς αποτέλεσματος», ένα μυθιστόρημα όπου μετουσιώνεται σε τέχνη η αίσθηση του ανολοκλήρωτου που σημάδεψε τον βίο του: τον «Πύργο».
Κεντρικός ήρωας στον «Πύργο» είναι ο Κ. Το επάγγελμά του, χωρομέτρης. Μια λέξη που στα γερμανικά (landvermesser) παραπέμπει σε κάποιον που κάνει ένα σφάλμα στη μέτρηση, αλλά και σε κάποιον που είναι ένοχος προπέτειας ή αλαζονείας.
Ο Κ. καταφθάνει σ’ ένα χωριό οι τύχες του οποίου διαφεντεύονται από τον Πύργο, ισχυριζόμενος πως έχει προσκληθεί για να κάνει καταμέτρηση της γης. Ωστόσο, δεν γίνεται δεκτός. Κανείς δεν χρειάζεται χωρομέτρη, του μηνύουν. Όπως θα του εξηγήσει ο δήμαρχος, όλα στηρίζονται σε μια παρεξήγηση.
Αν στην «Δίκη» ο Κάφκα περιέγραφε τον αγώνα του Γιόζεφ Κ. να γλιτώσει από μια απρόσωπη και παντοδύναμη εξουσία που επιδιώκει την εξόντωσή του, στον «Πύργο» αποτύπωσε την αντίστροφη διαδρομή: τον αγώνα του Κ. να πλησιάσει μια εξουσία επίσης απρόσωπη και απόρθητη.
Όντως πριν από δέκα χρόνια είχε φτάσει από τον Πύργο μια πρόταση στο δημαρχείο για πρόσληψη χωρομέτρη, αλλά η έγγραφη απάντηση του δημάρχου ήταν αρνητική. Το έγγραφο χάθηκε μέσα στον λαβύρινθο της γραφειοκρατίας. Κι έτσι, τη στιγμή ακριβώς που όλα τα ενδιαφερόμενα γραφεία ασχολούνταν με την παραγραφή αυτής της παλιάς πρότασης, ο Κ. γίνεται αποδέκτης μιας πρόσκλησης που, λογικά, δεν έπρεπε να λάβει ποτέ.
Μόνο που τώρα, δεν υπάρχει άλλος κόσμος για τον Κ. πέρα από εκείνον του Πύργου. Όλη του η ύπαρξη είναι συνδεδεμένη μ’ ένα σφάλμα. Κι όλες οι αποφασιστικές ευκαιρίες που θα μπορούσαν να προωθήσουν την υπόθεσή του χάνονται.
Αν στη «Δίκη» ο Κάφκα περιέγραφε τον αγώνα του Γιόζεφ Κ. να γλιτώσει από μια απρόσωπη και παντοδύναμη εξουσία που επιδιώκει την εξόντωσή του, στον «Πύργο» αποτύπωσε την αντίστροφη διαδρομή: τον αγώνα του Κ. να πλησιάσει μια εξουσία επίσης απρόσωπη και απόρθητη.
Όσο δεινός κι αν είναι ο αγώνας του τελευταίου να γίνει αποδεκτός από τον θεσμό που αντιπροσωπεύει ο Πύργος κι όσες προσπάθειες κι αν καταβάλλει, αναζητώντας συμμάχους μέσα απ' τους κατοίκους του χωριού που, στην πλειονότητά τους, τον αντιμετωπίζουν με εχθρότητα και καχυποψία, ο στόχος του μοιάζει ανέφικτος.
Μυθιστόρημα ημιτελές, όπως όλα τα μεγάλα πεζά του Κάφκα, ο «Πύργος» κυκλοφόρησε σε βιβλίο μετά τον θάνατο του συγγραφέα, με τη φροντίδα του επιστήθιου φίλου του Μαξ Μπροντ. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Μπροντ, ο Κάφκα είχε σκοπό να τελειώσει το γραπτό του με τον χωρομέτρη να πεθαίνει από εξάντληση. Και, πάνω στο ψυχορράγημά του, θα κατέφθανε αγγελιοφόρος με την είδηση ότι, παρόλο που δεν θα γινόταν δεκτός ως επίσημος χωρομέτρης του Πύργου, θα του επιτρεπόταν να ζήσει στο χωριό.
Γεγονός παραμένει ότι με αυτό το τελευταίο μυθιστόρημά του, ο Κάφκα μίλησε συνοπτικά για ό,τι έμελλε να κυριαρχήσει στον 20ό αιώνα: για την απομόνωση και το άγχος του ανθρώπου μπροστά σε ανώνυμες και απατηλές δυνάμεις, για τον φόβο απέναντι σε παράλογα γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο, για τη δίψα για ελευθερία που μπορεί να ξεπεράσει κάθε όριο.
Στο πέρασμα του χρόνου, ο «Πύργος» συχνά διαβάστηκε ως ένα σύμβολο του Εβραίου που αναζητά την αποδοχή μέσα στη μη εβραϊκή κοινότητα, ενώ πολλοί είδαν ν’ αναδύεται από τις σελίδες του η βασανιστική σχέση του Κάφκα με τον πατέρα του, θεωρώντας τον σαν μια μεταφορά της πατρικής εξουσίας, επιθυμητής και απωθητικής ταυτόχρονα.
Όπως, όμως, σημειώνει ο βιογράφος του συγγραφέα Νίκολας Μάρεϊ (βλ. «Κάφκα», εκδ. Ίνδικτος) «εκεί όπου όλες οι κριτικές του Πύργου αποτίουν από κοινού φόρο τιμής, είναι η άπειρη υποβλητικότητα και η υπαινικτικότητα του μυθιστορήματος. Ο Κάφκα ήταν μέγιστος μάστορας στο να παρατείνει την αμφισημία και την αβεβαιότητα, με τη διαυγέστερη στην τελειότητά της πρόζα».
*Ο «Πύργος» κυκλοφορεί σε πολλές μεταφράσεις από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ανάμεσά τους, του Αλέξανδρου Κοτζιά (εκδ. Κέδρος), του Βασίλη Πατέρα (εκδ. Ροές), του Βασίλη Τομανά (εκδ. Νησίδες) και της Τέας Ανεμογιάννη (εκδ. Ηριδανός).