«Σαν ρόδο και σαν αίνιγμα». Κάτω από αυτόν τον τίτλο ξετυλίγεται η ζωή της Αν Χάθαγουεϊ, της συζύγου του Σαίξπηρ που βρίσκει τα λόγια πριν από το τέλος της ζωής του και σπάει την εκκωφαντική σιωπή της. Ο συγγραφέας Άκης Δήμου πλάθει μια ηρωίδα που από την αφάνεια βγαίνει στο φως ενός ποιητικού σύμπαντος, έρχεται σε πρώτο πλάνο και εξομολογείται τα κομμάτια της αινιγματικής της σχέσης με τον Σαίξπηρ. Η Πέγκυ Σταθακοπούλου υποδύεται μια γυναίκα δυνατή και εύθραυστη, πικραμένη, αστεία, αινιγματική, και αυτός ο ρόλος της είναι η αφορμή για μια κουβέντα λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της στο θέατρο Τόπος Αλλού.
— Πέγκυ, πάντα έχω την εντύπωση ότι «μπαίνεις και βγαίνεις» στο θέατρο, κάνεις παύσεις. Τι διαλέγεις να κάνεις, πώς αποφασίζεις;
Πλέον κάνω θέατρο όταν είναι η στιγμή, όταν υπάρχει μια συνεργασία που έχει ενδιαφέρον, όταν υπάρχει ένα ισχυρό κίνητρο. Μετά τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια στη δουλειά κατάλαβα ότι για να μπορείς να είσαι συγκεντρωμένος σε κάτι, πρέπει να το θέλεις πολύ. Μου είναι πολύ δύσκολο να κάνω πολλά πράγματα παράλληλα. Έκανα την κόρη μου, την οποία ήθελα να χαρώ σε κάθε στιγμή της καθώς μεγάλωνε, και άλλες προσωπικές επιλογές που με οδήγησαν στο να κάνω θέατρο όταν πραγματικά νιώθω την ανάγκη. Αυτό έχει θετικά αλλά και ένα τίμημα που πληρώνεις. Είναι σαν να αποχωρείς και να επανέρχεσαι με έναν τρόπο, επομένως διακόπτεται η συνέχεια και η ροή στην πορεία σου.
— Αυτό σε ενοχλεί;
Δεν με ενοχλεί καθόλου, γιατί αρκετά νωρίς κατάλαβα ότι αυτό που κάνω, ειδικά στο θέατρο, έχει να κάνει με την αληθινή και βαθιά μου περιέργεια ως προς την προσωπική μου εξέλιξη. Δηλαδή είναι πιο σημαντικό για μένα το πώς εξελίσσομαι ως άνθρωπος κατά συνέπεια και ως καλλιτέχνης παρά το πόσο μεγάλη ή ενδιαφέρουσα καριέρα θα κάνω. Σε αυτό ήμουν αρκετά τυχερή, γιατί μπόρεσα σύντομα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου, παρόλο που δεν είναι εύκολη απόφαση. Είναι δύσκολο να συντηρείς μια συνέχεια, να επανέρχεσαι όχι γιατί δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις αλλά γιατί θέλεις να δοκιμάζεσαι με απαιτητικά και δύσκολα κείμενα ή συνεργασίες.
Το στοίχημα για μια γυναίκα είναι να μεγαλώνει και να είναι όμορφη στην ηλικία της, χωρίς όλα τα υπόλοιπα. Αναγνωρίζω ότι υπάρχει μεγάλη αγωνία στις γυναίκες σήμερα και αυτό ακουμπάει και στο θέμα του παιδιού, αλλά τις ρυτίδες δεν πρέπει να τις φοβόμαστε, είναι δικό μας πράγμα, κατακτημένο.
— Αισθάνθηκες ποτέ ότι σε ξέχασαν;
Επειδή ακόμα και όταν δεν δουλεύω εισπράττω μεγάλη ζεστασιά και αγάπη από τον κόσμο, δεν με πειράζει, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ.
— Έχεις κάνει πολλή τηλεόραση και σειρές που παίζονται σε επανάληψη και αυτό κρατά σε μια επικαιρότητα έναν ηθοποιό, δεν είναι έτσι;
Σωστά. Μάλιστα τηλεόραση έκανα σε μια εποχή και με όρους που ήταν ιδανικοί. Γιατί ήταν πολύ σπουδαίοι οι σκηνοθέτες, ωραία τα θέματα, κινηματογραφημένες οι σειρές, ακόμα και οι ανάλαφρες κομεντί, και η πιο ανάλαφρη εκδοχή, ήταν φροντισμένες.
— Τώρα την παρακολουθείς την επιστροφή της μυθοπλασίας;
Όχι πάρα πολύ, για να είμαι ειλικρινής. Αυτό που μου συνέβη με την καραντίνα είναι ότι αισθάνθηκα την ανάγκη να μην είμαι εξαρτημένη κάθε φορά από την πληροφορία όπως τη δίνει η τηλεόραση, γι’ αυτό την κράτησα κλειστή. Πάντα παρακολουθώ τις σειρές, τους συναδέλφους μου, περισσότερο παίρνω μια ιδέα για το πώς προχωράει ο χώρος μου. Απ’ όσα έχω δει, μπορώ να κάνω μερικές παρατηρήσεις, όπως ότι είναι πολύ θετικό το ότι το κρατικό κανάλι έχει κάνει ένα άνοιγμα στην προσπάθειά του να γίνει ανταγωνίσιμο, ποιοτικό και ταυτόχρονα φιλικό στον κόσμο, κάτι που είναι από μόνο του σημαντικό γιατί βάζει και τα ιδιωτικά κανάλια σε ένα άλλο επίπεδο ανταγωνισμού. Ο χώρος μας πια έχει χιλιάδες συναδέλφους, η καραντίνα και η κρίση προηγουμένως τού έκαναν πολύ μεγάλη ζημιά, και τώρα δίνεται μια ευκαιρία και στους νεότερους ηθοποιούς αλλά και σ’ εμάς, τους παλιότερους, να κάνουμε τη δουλειά μας με ενδιαφέροντες όρους, παράγοντας ένα αποτέλεσμα φροντισμένο.
— Εννοείς το τηλεοπτικό προϊόν;
Ναι, και με αυτό εννοώ πως δεν είμαι σίγουρη αν η τηλεόραση χρειάζεται πάντα να κάνει υψηλή τέχνη. Από τη φύση της ως εργαλείο και είδος δουλειάς δεν μπορεί να το πετύχει πάντα. Το να βλέπεις όμως αξιόλογες δουλειές είναι σημαντικό και έχει σημασία και για τον κόσμο να παθιάζεται με σειρές και με το μέσο. Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοίχημα αυτή την εποχή, να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να επιστρέψουν στο θέατρο μετά από όλη αυτήν τη ταλαιπωρία με την πανδημία που τον έχει καθηλώσει στο σπίτι σε εποχές που είναι διαφορετικές και οικονομικά. Το είδαμε αυτήν τη χρονιά που ήταν δύσκολη, μεταβατική και, φυσικά, όλοι ελπίζουμε ότι η επόμενη θα είναι καλύτερη.
— Στο θέατρο εσύ τι ήθελες να παίζεις;
Νομίζω πως ένα παιδί, όταν ξεκινάει, ονειρεύεται ρόλους και κυρίως αυτούς που θεωρούνται ρόλοι-σταρ. Εγώ ξεκίνησα νωρίς, στα είκοσι δύο μου, να παίζω και μεγάλους ρόλους, αλλά κατάλαβα εγκαίρως ότι κάποιους ρόλους θα τους χάσω. Τους έχασα τη στιγμή που ήθελα πολύ να τους κάνω, αλλά με μερικούς από αυτούς, με έναν περίεργο τρόπο, ξανασυναντηθήκαμε αργότερα. Αυτό μου έδειξε ότι δεν έχει τόση σημασία ποιον ρόλο θα παίξεις αλλά πότε θα τον παίξεις και πώς, με ποια συνεργασία και μέσα από ποια διαδικασία. Επίσης, μπορεί να μην παίξεις ρόλους που ονειρεύτηκες όταν ήσουν νεότερη ηθοποιός, αλλά έρχονται και σε βρίσκουν άλλοι ρόλοι που σε προετοιμάζουν ή γιατί εκείνη τη στιγμή θέλεις να μιλήσεις κι εσύ γι’ αυτό που μιλάει ο εκάστοτε χαρακτήρας που υποδύεσαι. Επομένως, στο θέατρο δεν χρειάζεται να πεις «θέλω να παίξω αυτό» αλλά «για να δούμε αυτό που ήρθε να με συναντήσει ως πρόταση με αυτήν τη συνεργασία πού θα με οδηγήσει». Γιατί, καθώς μεγαλώνουμε, έτσι κι αλλιώς αλλάζουν πολλά πράγματα. Δεν χορταίνεις ποτέ την παρουσία σου στο θέατρο, αλλά τη βλέπεις με έναν άλλο, πολύ σεβάσμιο τρόπο, έχει μεγαλύτερη σημασία από την καριέρα. Άλλωστε, η έκθεση που υφίσταται ένας ηθοποιός μέσα από τους ρόλους είναι σκληρή.
— Και η έκθεση η προσωπική δεν είναι σκληρή;
Νομίζω σε αυτό είχα μια δική μου ισορροπία, τη «διεκδίκησα» και την κέρδισα, έτσι ώστε η ζωή μου να μην αναμειγνύεται πολύ με τη δουλειά. Δεν έχω να κρύψω τίποτα, δεν είμαι από τους ηθοποιούς που αγωνιούν μην τους «πετύχουν κάπου». Υπήρξε μια εποχή που αρρώστησα, αργότερα έμεινα πέντε χρόνια εκτός δουλειάς με ένα πρόβλημα υγείας του άντρα μου ή όταν προσπαθούσα να κάνω την κόρη μου. Δεν έκρυψα τίποτα, αλλά δεν δημοσιοποίησα και τίποτα.
— Δυσκολεύτηκες να κάνεις παιδί;
Ναι, δυσκολεύτηκα.
— Θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό;
Ναι, γιατί όχι; Συνάντησα τον άνθρωπο με τον οποίο αισθάνθηκα ότι θέλω να κάνω ένα παιδί σε μια ηλικία που τα πράγματα δεν ήταν πολύ εύκολα, πράγμα που συμβαίνει σε πάρα πολλές γυναίκες. Έκανα τη Χριστίνα σε ηλικία σαράντα τεσσάρων ετών, σήμερα είναι δεκαοκτώ. Σήμερα βλέπω ότι οι γυναίκες καθυστερούν να κάνουν παιδί όχι μόνο λόγω καριέρας αλλά και γιατί οι σχέσεις των δύο φύλων έχουν αλλάξει, άντρας και γυναίκα αργούν να πάρουν την απόφαση και την ευθύνη, πρέπει να είναι πιο σίγουροι για τους εαυτούς τους, για τα αισθήματά τους, για την πορεία τους. Όμως νομίζω ότι σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να θέλεις να γίνεις γονιός, με όποιον τρόπο, και να μην μπορείς να το κάνεις, γιατί εκεί έξω υπάρχουν χιλιάδες παιδιά και μας περιμένουν.
— Εσύ, αν δεν τα κατάφερνες να κάνεις παιδί, θα υιοθετούσες;
Ναι, φυσικά, αυτή ήταν μια απόφαση ειλημμένη. Αλλά χρειάζεται ένα άνοιγμα και ένα πλαίσιο που να μην τα καθιστά όλα δύσκολα και αδιάβατα και επίσης, όσο και να νομίζουμε ότι οι κοινωνίες έχουν προχωρήσει και εξελιχθεί, αυτό δεν συμβαίνει, οι κοινωνίες γίνονται συντηρητικές, μοιάζουν ελεύθερες, αλλά δεν είναι. Δεν είμαστε όσο θα θέλαμε απελευθερωμένοι και νομίζω πως αυτό συμβαίνει γιατί δεν θέλουμε να λέμε την αλήθεια στον εαυτό μας, δεν έχουμε μάθει να το κάνουμε. Όποιος το καταφέρνει, το κάνει με πολύ κόπο, αλλά μόνο έτσι υπάρχει μία περίπτωση να διαχειριστείς την πραγματικότητα και να την υποστηρίξεις και μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον. Έχει πολύ δρόμο μπροστά της η ελληνική κοινωνία και χρειάζεται χρόνο.
— Με τον χρόνο τι σχέση έχεις, σε απασχολεί;
Στη σημερινή εποχή είναι πολύ αστείο να κρύβεις την ηλικία σου. Νιώθω πολύ περήφανη για το γεγονός ότι μεγαλώνω. Νιώθω μέσα μου πολύ νέα, αλλά ταυτόχρονα, όταν νιώθω πολύ μεγάλη, κι αυτό δικό μου είναι, κερδισμένο. Το στοίχημα για μια γυναίκα είναι να μεγαλώνει και να είναι όμορφη στην ηλικία της, χωρίς όλα τα υπόλοιπα. Αναγνωρίζω ότι υπάρχει μεγάλη αγωνία στις γυναίκες σήμερα και αυτό ακουμπάει και στο θέμα του παιδιού, αλλά τις ρυτίδες δεν πρέπει να τις φοβόμαστε, είναι δικό μας πράγμα, κατακτημένο.
— Ας πάμε στη γυναίκα που υποδύεσαι στο έργο. Έρχεται στο φως μια γυναίκα παραγνωρισμένη, που ζει στο περιθώριο της ιστορίας του μεγαλύτερου συγγραφέα παγκοσμίως. Πώς ήταν αυτή η συνάντηση μαζί της;
Νομίζω ότι αυτό που έχει δημιουργήσει ο Άκης Δήμου ως Αν Χάθαγουεϊ είναι ένα πλάσμα τόσο περίπλοκο, τόσο γήινο, τόσο δυνατό και ταυτόχρονα εύθραυστο και ευαίσθητο, ευάλωτο και ισχυρό και ο τρόπος που συνδυάζει όλα αυτά τα στοιχεία την καθιστά πολύπλοκη και στον τρόπο που την αντιμετωπίζεις επί σκηνής. Πριν όμως φτάσεις να την αντιμετωπίσεις ως ένα θεατρικό πρόσωπο, σκύβεις επάνω σε αυτή την προσωπικότητα με όσα στοιχεία έχεις. Οι θεωρίες είναι άπειρες και είχα τη χαρά να διαβάσω ένα βιβλίο με μελέτες που έχουν γίνει σε όλο τον κόσμο σχετικά με το πρόσωπό της, όπου υπάρχουν πολλές πληροφορίες αντικρουόμενες μεταξύ τους. Αυτό που είναι καθαρό είναι ότι ήταν μια γυναίκα που μπορούσε να ζει εντελώς ανεξάρτητα από τον Σαίξπηρ και ταυτόχρονα να τον λατρεύει με έναν τρόπο πνευματικό και να του είναι πιστή.
— Η συνάντηση με τον Σαίξπηρ στο έργο του Άκη Δήμου γίνεται λίγο πριν από τον θάνατο του βάρδου και διαβάζοντας το έργο, είδα πολύ αντικρουόμενα συναισθήματα.
Νομίζω ότι το πιο συγκινητικό σε αυτήν τη γυναίκα, που είναι απλή, όχι μορφωμένη, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή, είναι ότι πρόκειται για μια λαϊκή γυναίκα που έμαθε να παλεύει στη ζωή της άλλοτε ράβοντας, άλλοτε ζυμώνοντας μπίρα, άλλοτε κρυώνοντας, προσπαθώντας να προστατεύσει τα παιδιά της από τον λιμό, με έναν άντρα ο οποίος απουσίαζε. Δεν έχει χάσει, όμως, τη χαρά της ζωής, είναι ζωντανή και έρχεται για να μιλήσει, να βγει από το περιθώριο με έναν συνδυασμό δύναμης και ευαισθησίας. Έρχεται με έναν τρόπο να αντικατοπτρίσει το παράπονο εκατομμυρίων γυναικών σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο αυτών που στέκονται πίσω από σπουδαίους άντρες ή όσων είναι στο περιθώριο. Ακόμα και πολύ ισχυρές γυναίκες ένα μέρος του εαυτού τους το έχουν τοποθετήσει στο περιθώριο για να μπορεί ένα άλλο μέρος τους να βγαίνει μπροστά, επομένως ναι, μιλάμε για όλα τα κομμάτια μιας γυναίκας που βρίσκονται στο περιθώριο.
— Κάτι που συμβαίνει και σήμερα;
Συμβαίνει περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Μπορεί να μην είμαστε στο 1580, που η θέση της γυναίκας ήταν πολύ δύσκολη και πολύ συγκεκριμένη, αλλά δεν μπορεί να πει κανείς ότι σήμερα η γυναίκα έχει καταφέρει, με όλη την προσπάθεια και τους αγώνες της, να πετύχει τα αυτονόητα κατά τα άλλα δικαιώματα. Αγωνίζεται και θα συνεχίσει να το κάνει.
— Μιλάει ανοιχτά αυτή η γυναίκα; Τολμά; Έχει θάρρος;
Θα απαντήσω στα ίσια. Περάσαμε και ένα ΜeΤoo, για το οποίο έχω τοποθετηθεί από την αρχή, και δεν θέλω να μιλάω κάθε τρεις και λίγο. Για μένα, επειδή μιλήσαμε πολύ για το θέατρο, το θέατρο και η ζωή πάνε δίπλα-δίπλα. Έρχεσαι ενώπιος ενωπίω και πρέπει να βρεις τον δικό σου τρόπο κάθε φορά να προχωρήσεις, έρχεσαι αντιμέτωπος με δυσκολίες και πρέπει να αποφασίσεις τι αντέχεις, να κονταροχτυπηθείς και με αρχές και με αξίες. Νομίζω ότι αυτό μπορεί να το κάνει οποιαδήποτε γυναίκα. Ωστόσο, δεν πρέπει να επικρίνουμε κάποιον όταν δεν μπορεί να το κάνει, το να σιωπά δεν σημαίνει ότι είναι άτολμος. Ο καθένας έχει αντιμετωπίσει θέματα, άλλος μπορεί να τα δημοσιοποιήσει, άλλος όχι, κι αυτό το σέβομαι.
— Διδάσκεις στη σχολή Θεοδοσιάδη και είσαι διαρκώς με νέους. Τι σκέφτεσαι γι’ αυτά τα παιδιά;
Αγαπώ, βοηθώ και στηρίζω τους νέους, όχι μόνο γιατί είναι αδηφάγο το τοπίο αλλά και γιατί ξέρω πόση ανασφάλεια έχουμε όλοι μας, ειδικά όταν ξεκινάμε. Επομένως η διαδικασία της διδασκαλίας με πάει σε εκείνο το κορίτσι που στα δεκαεννιά του σπούδαζε θέατρο, με κάνει να θυμάμαι όλες μου τις δυσκολίες. Ταυτόχρονα ανακαλύπτω με μεγάλη προσοχή τις επόμενες γενιές, προσπαθώ να δω τα ζητήματα των παιδιών. Νομίζω, και αυτό το λέω παρόλο που είναι επικίνδυνο, ότι πολλά παιδιά, βγαίνοντας από το σχολείο, δεν είναι κερδισμένα. Δηλαδή μπαίνουν στις σχολές με μια πολύ θολή αντίληψη ακόμα και για το τι είναι ένα διήγημα και ένα μυθιστόρημα, ποιοι είναι οι νομπελίστες ποιητές μας ή ποιος είναι ο Παπαδιαμάντης. Υπάρχει ένα δέος και μια απέχθεια για τη γλώσσα που είναι το βασικό μας εργαλείο σε αυτές τις σπουδές. Έτσι οφείλεις να πλησιάσεις αυτά τα παιδιά ώστε να ελευθερώσουν τον συναισθηματικό τους κόσμο, να διαβάσουν, να αισθανθούν, γιατί είναι ευαίσθητα, ακόμα και το πιο αυθάδικο παιδί είναι μια όαση.
— Εσύ πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Σπούδαζα νομικά, αλλά μου άρεσε το θέατρο. Η οικογένειά μου το αγαπούσε και πηγαίναμε συχνά. Έτσι, στη διάρκεια των σπουδών μου αποφάσισα ότι κάτι άλλο έψαχνα. Νομίζω ότι αυτό που με κράτησε στο θέατρο είναι το ότι με έστρεψε πολύ προς τα μέσα μου, να καταλάβω ποια είμαι. Αυτό άλλοτε είναι βάσανο, αλλά έχει και χαρά. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούμε το ρήμα «παίζω», έχει κάτι από ένα παιδί που συνεχίζει να υπάρχει μέσα μας, άλλοτε με επιτυχία άλλοτε με αποτυχία, δεν έχει σημασία, με κάτι παίζεις. Αυτό ήταν το αρχικό έναυσμα, αλλά γοητεύεσαι από αυτόν τον κόσμο του θεάτρου, είναι μαγικός και δεν έχει καμία σχέση με τις άλλες δουλειές.
— Γιατί έρχονται τόσα παιδιά στις δραματικές σχολές;
Νομίζω ότι θέλουν να εκφραστούν χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τι σημαίνει αυτό, όπως δεν γνωρίζουν και τι σημαίνει «κάνω ένα επάγγελμα». Δηλαδή, σε αυτή την ηλικία ούτε το ταλέντο μπορείς να το διακρίνεις καθαρά, άλλοτε το βλέπεις, μετά σου κρύβεται. Το ταλέντο δεν είναι ένα πράγμα, είναι το πόσο σκληρά θέλεις να δουλεύεις, το πόσο σε απασχολεί αυτό που έχεις να κάνεις, τι παραστάσεις έχεις από τη ζωή σου και πόσο ανήσυχος είσαι κοινωνικά, πολιτικά, πνευματικά. Θρέφεται το ταλέντο, δεν αρκούν ένα ένστικτο και μια ευκολία.
— Ποιος είναι ο πιο δύσκολος ρόλος που έχεις κάνει;
Τα τελευταία δέκα χρόνια όλοι οι ρόλοι, με τον τρόπο που έχω αποφασίσει να κάνω θέατρο, με δυσκολεύουν. Σίγουρα το «Vincent River», η ιστορία μιας γυναίκας που το παιδί της είναι ομοφυλόφιλο και δολοφονείται, ήταν έργο απαιτητικό και ζοφερό, μια μεγάλη ανηφόρα κάθε βράδυ, η Κάτια από τη Λούλα Αναγνωστάκη. Με όλους τους ρόλους παιδεύομαι, με βασανίζουν. Ο ρόλος στην «Μπέλα Βενέτσια» του Βογιατζή ήταν δύσκολος και ο τρόπος που δούλευε ο Λευτέρης τον έκανε ακόμα πιο σύνθετο. Είχαμε και διαφωνίες και εντάσεις, αλλά το θεωρώ μεγάλο κέρδος και τύχη που δουλέψαμε μαζί και το κατάλαβα αργότερα, γιατί είδα επάνω μου αλλαγές χάρη σε αυτήν τη συνεργασία. Είναι μεγάλο το κέρδος από τέτοιες συνεργασίες, ακόμα και από τις πιο αδύναμες στιγμές τους. Υπάρχει και κάτι άλλο: νομίζω ότι ο καθένας μας μπορεί να αναγνωρίσει αν όλα αυτά γίνονται επί προσωπικού ή είναι μέρος της δουλειάς. Όταν γίνονται ως μέρος της δουλειάς πρέπει να είσαι πολύ άτολμος για να γυρίσεις την πλάτη και να φύγεις. Αν γίνονται επί προσωπικού, ομοίως πρέπει να είσαι πολύ άτολμος για να μη φύγεις, πρέπει να σταθμίσεις σοβαρά τα πράγματα. Μη γελιόμαστε, η δική μας δουλειά χρειάζεται υπέρβαση των ορίων πολλές φορές. Αρκεί να ξέρεις ποια είναι τα όρια.
— Ποιον θεωρείς μεγάλο σου δάσκαλο στο θέατρο;
Τον Κατράκη, τον Μιχαηλίδη, τη Ζαβιτσιάνου, τη Μάγια Λυμπερόπουλου. Είχα τη χαρά να έρθω σε επαφή με σπουδαίους ανθρώπους του θεάτρου.
— Παρακολουθείς το θέατρο, έχεις μια εικόνα για το τι συμβαίνει;
Πάντα έχω την αγωνία καθώς τα χρόνια περνούν να μη γίνομαι καχύποπτη, δεν μου αρέσει καθόλου και δεν μου άρεσε ούτε όταν ήμουν νεότερη. Δεν μου αρέσει καθόλου να λέω «αχ, αυτά τα νέα παιδιά, τι νομίζουν ότι κάνουν;». Κάθε εποχή φτιάχνει το δικό της θέατρο, το δικό της λεξιλόγιο και τους δικούς της κώδικες και δεν είναι εύκολο για έναν άνθρωπο που έρχεται από μια άλλη γενιά να το παρακολουθήσει ή να τον συγκινήσει. Όπως δεν είναι κακό να μη μας αρέσει κάτι που αρέσει σε άλλους ή το αντίθετο. Αν δεν μας αρέσει κάτι, πρέπει να έχουμε έναν τρόπο να το εκφράζουμε, κάτι που δεν είναι αυτονόητο σήμερα, αλλά εκεί χρειάζεται μια προσοχή για να συνεχίσουμε να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο θέατρο φυσικά, άθελά μας αρχίζουμε να φοβόμαστε πολλά μικρά καθημερινά πράγματα που δεν μας αρέσουν και δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε. Θέλει μια προσοχή όλο αυτό, να μην είσαι επικριτικός, να μην καταδικάζεις και να μην αφορίζεις. Αν είσαι ένας θεατής που αγαπά το θέατρο, δεν είναι δυνατό να μην μπορείς να βρεις ένα πράγμα να σου αρέσει σε μια παράσταση. Δεν μου αρέσει καθόλου ο θυμός όταν δεν μας αρέσει κάτι, όταν μας καταβάλλει η προκατάληψη. Ας σκεφτούμε αν μπορούμε να συνδεθούμε με ένα θέαμα, ένα βιβλίο, ένα πνευματικό δημιούργημα με έναν τρόπο ανοιχτό και ελεύθερο και αν δε συμβεί, δεν έγινε κάτι.
— Μιλήσαμε για τη σχέση με τα έργα του πνεύματος. Οι σχέσεις σου με τους άλλους πώς περιγράφονται;
Θεωρώ τον εαυτό μου έναν ελεύθερο άνθρωπο που δεν αγωνιά να κερδίσει κανέναν πια. Θέλω να συναντώ τον άλλο και έχω μια αντίληψη για τις ανθρώπινες σχέσεις ότι δεν χρειάζονται πλαίσιο να τις χαρακτηρίζει. Ας πούμε, η σχέση μου με τη Χριστίνα δεν είναι μητέρας - κόρης μόνο. Είμαστε δυο γυναίκες που συναντιόμαστε και συμφωνούμε, διαφωνούμε, αλληλοστηριζόμαστε και αγαπιόμαστε. Είμαστε δυο πνεύματα που συναντιούνται, δυο ψυχές που κάπου βρίσκονται, δεν είναι ανάγκη να βάλουμε ταμπέλα, αλλά να επιδιώκουμε κάτι ανοιχτό, σε οποιαδήποτε σχέση. Επίσης, οι σχέσεις δεν είναι ανάγκη να συντηρούνται εσαεί. Αρκεί ακόμα και στο λίγο που θα διαρκέσουν, αν συμβεί έτσι, να υπάρχει κάτι βαθύ, αληθινό και έντιμο. Νομίζω ότι είμαι ένας άνθρωπος γενναίος που δεν του αρέσει να μιλά και να έχει απόψεις για όλα και να βρίσκεται διαρκώς μπροστά. Το να είσαι τόσο στρεβλά απορροφημένος από τον εαυτό σου, να συντηρείς μια εικόνα που τελικά δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα βαθιά μέσα σου, το θεωρώ επικίνδυνο.