Δηλώνει «εργάτρια του θεάτρου» και δεν μπορείς παρά το σεβαστείς. Ξεκίνησε ως ηθοποιός που πορεύτηκε μέσα από ομάδες οι οποίες άφησαν εποχή, σε εποχές που όλοι περίμεναν από τους νέους το επόμενο τολμηρό βήμα.
Έτσι, με το Ελεύθερο Θέατρο και τη Σκηνή συμμετείχε σε ιστορικές παραστάσεις όπως το «… και συ χτενίζεσαι», το «Τραμ το τελευταίο», η «Γκόλφω» (έπαιξε τον ομώνυμο ρόλο), οι «Αγροίκοι», το «Συμφορά από το πολύ μυαλό», το «Σε φιλώ στη μούρη». Κι όταν έμεινε άστεγη καλλιτεχνικά μερικοί από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές, εκτιμώντας το ταλέντο και το ήθος της, της ανέθεσαν ρόλους σε μερικές από τις πιο αξιόλογες δουλειές τους.
Έχει δουλέψει με τους Τριβιζά, Βολανάκη, Ντασέν, Δαμάτη, Φασουλή, Μαστοράκη, Λιβαθινό και άλλους, ενώ έχει συνεργαστεί και με την Μπέτυ Αρβανίτη σε αξιομνημόνευτες παραστάσεις στις δύο σκηνές της οδού Κεφαλληνίας («Παλιοί καιροί», «Πριν την αναχώρηση», «Κεκλεισμένων των θυρών»). Αυτόν τον χειμώνα εμφανίζεται στο έργο του Αλέξη Σταμάτη «Το λευκό δωμάτιο» στο θέατρο Σταθμός, σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη.
— Απροσδόκητη επιλογή το «Λευκό Δωμάτιο» και η συμμετοχή σας σε αυτό ή όχι;
Ξέρω τον Αλέξη Σταμάτη από δεκαπέντε χρονών, απ’ όταν ήμουν παντρεμένη και μέναμε στην ίδια γειτονιά, τη Νεάπολη Εξαρχείων. Τον βοηθούσε ο άντρας μου, που ήταν αρχιτέκτονας, στη γεωμετρία. Άλλωστε, με τη μητέρα του, την Μπέτυ Αρβανίτη, είμαστε φίλες από το 1974 που συνεργαστήκαμε με τον Τριβιζά και έκτοτε μας ενώνει μια δυνατή και άρρηκτη κλωστή.
Όταν μου ζήτησε να παίξω στο έργο του είπα αμέσως το «ναι», καθώς τον εκτιμώ ως συγγραφέα και αυτό το έργο με ξάφνιασε ευχάριστα. Είναι περίεργο, αλλά συνάμα και γοητευτικό. Είναι η ιστορία μιας πανσιόν που δέχεται καταξιωμένους ήρωες θεατρικών έργων, οι οποίοι έρχονται για ένα διάστημα και ζουν στον χώρο με ορισμένους κανόνες. Εγώ ενσαρκώνω την κυρία Φλώρα, τη διευθύντρια της πανσιόν.
Δεν έχω κανένα απωθημένο, γιατί ξέρω τι θέλω. Δεν ήμουν ποτέ ηγέτης, ήμουν εργάτρια της τέχνης. Φιλοδοξία μου δεν ήταν να αναγνωριστώ από το πλατύ κοινό αλλά από το θεατρόφιλο. Κι όταν με ρωτάνε τι ρόλο θέλεις να παίξεις, δεν έχω να πω τίποτα. Γιατί ρόλοι κόντρα, που ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα μου ανατεθούν, βγήκαν με πολύ ενδιαφέρον. Οπότε δεν εμπιστεύομαι πάντα την υποκειμενική μου γνώμη για το τι μπορώ.
— Πώς σας φαίνεται η συνεργασία σας με νέους;
Είναι πάρα πολύ ωραίο να συνεργάζεσαι με νεότερους, από παλιά είχα πάρα πολύ καλή σχέση μαζί τους. Δεν τους θεωρούσα κατώτερούς μου. Μπορεί να είμαι αυστηρή στη δουλειά γιατί είμαι αυστηρή και με τον εαυτό μου, αλλά δεν υποτιμώ κανέναν. Όπως θα μιλούσα σκληρά στον εαυτό μου, το ίδιο θα έκανα, συμβουλευτικά, και σε ένα νέο παιδί.
— Τι κοινό έχει η σημερινή γενιά με εκείνη των νέων, όταν ξεκινούσατε εσείς;
Υπάρχει μια δίψα και μια επιθυμία να γεννηθούν πράγματα. Απλώς ο χρόνος που αφιερώνεται σήμερα σε αυτά είναι πολύ λιγότερος, και σε ώρες και σε διαθεσιμότητα. Ο ηθοποιός χρειάζεται να δουλέψει σε δυο και τρεις δουλειές. Τότε ήταν πιο «χειροποίητα» όλα. Τώρα είναι πιο βιομηχανοποιημένα, χωρίς να είναι βιομηχανοποιημένα. Κι αυτό δεν ισχύει για όλα τα θέατρα, γιατί υπάρχουν κάποια που κρατάνε τις συνθήκες δουλειάς, όπου κυριαρχούν η καλλιτεχνία και το μεράκι, η δίψα για τη δουλειά.
— Τελειώσατε τη σχολή του Εθνικού, μια τάξη της οποίας όλοι οι μαθητές έγιναν γνωστοί.
Ναι, ήταν μια τάξη πρωταγωνιστών. Από την τάξη μου ξεπήδησε το Ελεύθερο Θέατρο, δηλαδή ο πυρήνας, που ήταν ο Αρζόγλου, η Μαλτέζου, ο Σκυλοδήμος, ο Χατζησάββας, η Μιχαλιτσιάνου. Μετά μπήκαν ο Σταμάτης Φασουλής και η Άννα Παναγιωτοπούλου, που ήταν έναν χρόνο μεγαλύτεροί μας, δύο ισχυρές προσωπικότητες. Στην πορεία προστέθηκαν πολλοί.
Εγώ δεν ήμουν στο καταστατικό, αλλά έχω να πω ότι ο καθένας που συμμετείχε διαμόρφωσε την εικόνα και τα στοιχειώδη που όφειλε να έχει αυτή η ομαδική δουλειά. Κι όλα ξεκίνησαν από μια παράδοση. Στις γιορτές της Αποκριάς γραφόντουσαν διάφορα σκετς και τα έπαιζαν οι μαθητές. Από κει ξεκίνησε η εμπλοκή του Ελευθέρου Θεάτρου με την επιθεώρηση. Τα πρώτα νουμεράκια γράφτηκαν τότε.
— Ήσασταν από την αρχή στο Ελεύθερο Θέατρο;
Συμμετείχα σε όλες τις πρόβες του εναρκτήριου έργου, της «Όπερας του ζητιάνου», που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Μιχαηλίδης, αλλά εξαιτίας κάποιων προσωπικών λόγων δεν έπαιξα. Ξαναέσμιξα μαζί τους στο «… κι εσύ χτενίζεσαι», με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστό το Ελεύθερο Θέατρο και απέκτησε μόνιμη στέγη, το Άλσος Παγκρατίου.
— Με πολλές άγριες καταστάσεις, λόγω χούντας.
Θυμάμαι που παίζαμε τον «Πινόκιο» της Καλογεροπούλου και πήγαν στο σπίτι του Αρζόγλου να τον συλλάβουν. Άλλοι ήταν καταζητούμενοι, κάποιοι μπήκαν στις φυλακές, αλλά ήμασταν νέοι, υπήρχε ορμή, ενέργεια, πάθος, ζωντάνια.
Άκουσα πρόσφατα, χάρη σε μια ανάρτηση στο ίντερνετ, την έναρξη του «Τραμ του τελευταίου» με τον Σταμάτη (Φασουλή) και συγκινήθηκα. Είδα αυτό που έκανε τον κόσμο να θέλει να παρακολουθήσει τις παραστάσεις εκείνες. Κάτι γινόταν, βρε παιδί μου! Θυμάμαι ότι η διαδικασία των προβών στο «Χτενίζεσαι» ήταν μια γιορτή. Υπήρχε τέτοια ελευθερία και συμμετοχή του καθενός, τέτοιο κέφι, που μόνο τα νιάτα μπορούν να τα προσφέρουν.
Το Ελεύθερο Θέατρο με κακόμαθε, μου έμαθε την ελευθερία του λόγου, να μπορείς να εκφράζεσαι μέσα στη δουλειά, να διαφωνείς, πράγματα που τα θεωρώ υγιή γιατί σε προχωράνε. Στην πορεία μου βρήκα πολλές φορές τοίχο. Ήθελα να βάζω κι εγώ το πετραδάκι μου σε αυτό που χτίζαμε όλοι μαζί. Δεν γίνεται να μη σε αφήνουν να βάλεις το πετραδάκι σου.
— Ήσασταν, άλλωστε, από ένα σπίτι έντονα πολιτικοποιημένο, απ’ όσο γνωρίζω.
Ο πατέρας μου ήταν ο μουσικοσυνθέτης Γαληνός Κιοσόγλου. Είχε καλλιτεχνικό ψευδώνυμο το Σμυρναίος, που υιοθέτησα κι εγώ. Υπήρξε πολιτικοποιημένος όσον αφορά το αντάρτικο, όχι τα κόμματα. Δεν ήταν άνθρωπος του γραφείου. Ήταν ένα παλικάρι που πολέμησε εκείνα τα δύσκολα χρόνια δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη. Ήταν ο Αστραπόγιαννος και έγραψε το «Στ’ άρματα, στ’ άρματα».
Αυτός ο αντάρτης πατέρας ένα πράγμα μάς απαγόρευσε: «Παιδιά μου, μην μπλέξετε με κόμματα». Αριστερών πεποιθήσεων είμαι, αλλά με ανοιχτό ορίζοντα, που μπορώ να κρίνω και τους αριστερούς και τους δεξιούς. Πολιτικά είμαι άστεγη. Πάντα υπήρχαν εξαιρέσεις ήθους σε όλα τα κόμματα.
— Όπως η περίπτωση του Τάκη Χορν, του οποίου υπήρξατε αγαπημένη μαθήτρια.
Τι πάει να πει; Καλλιτέχνες είμαστε. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
— Το να ανήκεις σε μια συγκεκριμένη ομάδα δεν είναι σαν να ανήκεις σε ένα κόμμα;
Μέχρι ενός σημείου. Ας πούμε, εγώ ήθελα να ασχοληθώ με το κλασικό θέατρο και το Ελεύθερο δεν το προσέφερε. Όταν έλεγα «βρε παιδιά, και λίγο Ίψεν», γελάγανε.
— Κι έτσι βρεθήκατε σε καθαρά εμπορικό σχήμα, με θιασάρχη τον Νίκο Κούρκουλο, να παίζετε στον «Γλάρο» του Τσέχοφ.
Προηγήθηκαν δύο έργα με τον Τριβιζά. Μάλιστα είχα απορρίψει προηγουμένως για χάρη του τον ρόλο της Πόλυ στην «Όπερα της πεντάρας» με Κούρκουλο, Μελίνα και Ντασέν. Έχω κάνει κι εγώ τις λάθος επιλογές μου. Αλλά έτσι σκεφτόμουν τότε.
— Παρ’ όλα αυτά, με το ζεύγος βρεθήκατε αργότερα, συμμετέχοντας στο «Γλυκό πουλί της νιότης».
Ευλογημένη παράσταση. Και η Μελίνα ήταν εξαιρετική στον ρόλο. Τους γνώρισα σαν ανθρώπους πρώτα απ’ όλα. Το σπίτι τους ήταν ό,τι πιο ανοιχτό, φιλόξενο και εγκάρδιο θα μπορούσε κανείς να ονειρευτεί. Πηγαίναμε για πρόβα δυο-τρεις από εμάς και μας κρατάγανε για φαγητό. Απλοί άνθρωποι, δεν υπήρχε καμία μάσκα. Σκληρός δουλευτής ήταν ο Ντασέν. Και είχε πολύ καλό μάτι, όπως όλοι οι καλοί σκηνοθέτες. Πολύ γοητευτικός, με πολύ χιούμορ. Σε έκανε να νιώθεις άνετα, άφηνε τρομερές ελευθερίες και τις υιοθετούσε.
— Ποια περίοδο θεωρείτε ότι ωριμάσατε καλλιτεχνικά;
Κάθε περίοδος έχει για μένα διαφορετικό αντίκτυπο. Στο Ελεύθερο Θέατρο ήταν η νιότη μου, το αυθόρμητο. Αλλά αυτό το αυθόρμητο ήταν κάτι που δεν είχα εκλογικεύσει. Με τον Λευτέρη Βογιατζή και τη Σκηνή, που είναι ο δεύτερος μεγάλος σταθμός, ήμασταν πια ολοκληρωμένοι ηθοποιοί, πάνω κάτω γύρω στα τριάντα όλοι μας, με μια πορεία στο θέατρο, διαμορφωμένοι με κάποιον τρόπο. Ξανασκύψαμε για να βρούμε την κοινή γλώσσα και αυτά που θα θέλαμε εμείς να γίνονται στο θέατρο και τότε άρχισε η συνειδητοποίηση του αυθόρμητου. Υπάρχει ένα κενό από τη στιγμή της συνειδητοποίησης και μετά, κινδυνεύεις να γίνεις εγκεφαλικός ηθοποιός.
Εγώ το βίωσα και το είδα και σε άλλους συναδέλφους που πέρασαν από τον Λευτέρη για κάποια χρόνια. Ευτυχώς, σώθηκαν. Όταν το ένστικτο και η φαντασία σου γίνονται φράση, εγκλωβίζεσαι σε αυτήν. Το θέμα είναι πώς θα ξεπεραστεί η φράση, δηλαδή η ανάλυση της θεωρίας, και θα γίνει πάλι κάτι φρέσκο. Να περάσεις από τη γνώση και την εμπειρία πάλι στο φρέσκο. Στο εδώ και τώρα. Ό,τι συμβεί τώρα.
— Γι’ αυτό κρατούσαν τόσο πολύ καιρό οι πρόβες με τον Βογιατζή;
Οι πρόβες κρατούσαν πολύ καιρό για πολλούς λόγους. Υπήρχε μια εμμονή ‒και καλώς‒ στο κείμενο, στην ανάλυσή του. Μιλάω για μια μέθοδο που όλοι πασχίζαμε να καταλάβουμε και να συνεννοηθούμε, ώσπου στο τέλος ο καθένας ερμήνευε με έναν δικό του τρόπο για να μπορεί να λειτουργεί με σάρκα, αίμα και νεύρα και να μην είναι ένα στεγνό, εγκεφαλικό πράγμα. Να είναι ζωντανό. Γι’ αυτό είχε και αυτό το αποτέλεσμα.
— Ποια παράσταση σας έμεινε από εκείνη την εποχή;
Όλες. Καθεμία για διαφορετικό λόγο. Στη «Σπασμένη στάμνα» υπήρχαν αρκετά προβλήματα, να βρεθεί χώρος και άλλα. Εγώ ήμουν υπέρ της άποψης να είναι πρώτο έργο οι «Αγροίκοι», το οποίο είχε προτείνει ο Βασίλης Παπαβασιλείου ως πιο ομαδικό, με περισσότερους ρόλους, για να μην είναι προσωποπαγής η πρώτη εμφάνιση, με πρωταγωνιστή τον Λευτέρη.
— Εν τέλει ανέβηκε πρώτη η «Σπασμένη στάμνα».
Ναι, δεκτό! Οι «Αγροίκοι» ήταν η ευτυχισμένη στιγμή του ελληνικού θεάτρου. Όσα χρόνια δουλεύω στο θέατρο, δεν έχω ξαναδεί κόσμο να βγαίνει με χαμόγελο και δάκρυα ευτυχίας στα μάτια. Η εξάμηνη προετοιμασία του «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Γκριμπογιέντοφ, αυτού του δύσκολου εγχειρήματος με τους είκοσι πέντε ανθρώπους στην 6x5 σκηνή, κράτησε έξι μήνες. Δεν είχα υλικό μεγάλου ρόλου, αλλά αυτό με ενεργοποίησε στη σκηνή του χορού, όπως και τη Ράνια (Οικονομίδου) και την Άννα (Κοκκίνου), να εκμεταλλευτούμε το τίποτα, τη σκόνη, την ατμόσφαιρα, για να είναι οι δεκαπέντε ατάκες που λέγαμε καθεμιά μας κάτι διαφορετικό.
Ακολούθησε το «Σε φιλώ στη μούρη», η πρώτη φορά που αισθάνθηκα απόλυτη ελευθερία. Ίσως η μοναδική φορά, με τη Ρίτα, την πόρνη. Και μετά ήρθε η ρήξη, η διάλυση της Σκηνής, όπου ήμουν διευθύνουσα σύμβουλος. Μοίρασα τα πάντα στα δύο και δεν δέχτηκα να μπω στην ομάδα του Λευτέρη. Έμεινα ως απλή ηθοποιός, και καμία εμπλοκή σε καμία ομάδα από κει και πέρα.
— Σήμερα η ρήξη εκείνη θα γινόταν πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες και περιοδικά. Ακούστηκε ότι οι συγκρούσεις ήταν πολύ άσχημες.
Ναι. Έπρεπε να γίνουν. Εγώ, που ήμουν πολύ νεότερη, χάρη στην εμπειρία μου από το Ελεύθερο Θέατρο είχα πει ότι οι ομάδες κρατάνε επτά χρόνια. Μετά διαλύονται.
— Βγαίνουν οι ματαιοδοξίες του καθενός στην επιφάνεια;
Δεν είναι μόνο ματαιοδοξίες, είναι επιθυμίες, ανικανοποίητα, φιλοδοξίες, διάφορα. Κι έρχεται η πρώτη οικονομική αποτυχία και τα κάνει όλα σμπαράλια, το φιάσκο του Γκριμπογιέντοφ, που είκοσι πέντε άτομα πληρωνόντουσαν έξι μήνες πρόβα. Δηλαδή ό,τι είχε βγει από τους «Αγροίκους», που ήταν μεγάλη επιτυχία εισπρακτική, πήγε εκεί. Μετά το ταμείο έμεινε άδειο. Η επιτυχία του «Σε φιλώ στη μούρη» δεν έσωσε την κατάσταση.
— Στην περίπτωση αυτή, πάντως, κυριάρχησε η προσωπικότητα του σκηνοθέτη και δεν επισκιάστηκε από τα αρνητικά.
Γι’ αυτό και επέλεξα να μείνω μαζί του, αλλά μόνο ως ηθοποιός πια. Με τη Νέα Σκηνή έπαιξα στον «Θείο Βάνια» την πρώτη χρονιά και μετά αποχώρησα, ήταν πολύ κουραστικό για μένα.
Όλοι θα καταλήξουμε στο κείμενο αναγκαστικά, γιατί είναι το μόνο που μπορεί να γίνει ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών των πραγμάτων, των ιδεών και των πολυμέσων. Γιατί μόνο αυτό μένει. Η αποδόμηση είναι αποδόμηση, ε και; Στα κείμενα, δηλαδή σε νοήματα καθαρά, εκεί θα επιστρέφουμε πάντα.
— Τι κάνατε για να βιοποριστείτε; Διδάξατε;
Έχω διδάξει, αλλά άντεξα μόνο έναν χρόνο. Στη Σχολή Βεάκη και το πρώτο τετράμηνο της σχολής του Εμπρός, όπου είχα μαθητές τον Δημήτρη Καραντζά, τον Θάνο Παπακωνσταντίνου, την Ελίνα Ρίζου, την Ελένη Μολέσκη. Αυτούς παρακολουθώ, γιατί από τριάντα άτομα σε μια σχολή, πόσοι θα κάνουν θέατρο;
— Πόσοι θα κάνουν θέατρο; Έχετε δει ταλαντούχους ανθρώπους να χάνονται;
Υπάρχουν παιδιά που τέλειωσαν και είχα εντυπωσιαστεί μαζί τους και μου κάνει εντύπωση που δεν είναι ενεργά σήμερα. Κάνουν μόνο σποραδικές εμφανίσεις.
— Τι κρατάει κάποιους και τι διώχνει κάποιους άλλους; Αρκεί το ταλέντο ή χρειάζεται κάτι άλλο;
Το να μείνει κανείς στο θέατρο ή σε οποιαδήποτε δουλειά και να μπορέσει να εκφράσει αυτό που πραγματικά έχει μέσα του δεν είναι μόνο θέμα ταλέντου. Είναι με ποιους ανθρώπους θα βρεθείς, με ποιους θα μοιραστείς, από ποιους θα μάθεις, σε ποιους θα μάθεις για να προχωρήσεις. Δεν είμαστε μονάδες, είναι ομαδική δουλειά το θέατρο. Αν ένας καλός νέος ηθοποιός δουλέψει σε μια παράσταση όπου όλα είναι ετοιματζίδικα, τι προκοπή θα έχει; Τι εξέλιξη;
Όλα θέλουν τριβή. Είναι θέμα τύχης και του πώς αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο που έχεις μάθεις να δουλεύεις. Στην Ελλάδα τα κάνουμε όλα μόνοι μας, δεν υπάρχει ακαδημία θεάτρου. Βλέπεις παραστάσεις στο εξωτερικό, στο Λονδίνο ας πούμε, μια χώρα που εξάγει πολιτισμό και θέατρο, με ένα εξαιρετικά εκπαιδευμένο κοινό και αισθάνεσαι ότι όλοι έχουν βγει από την ίδια μήτρα. Καθένας ανάλογα με το πώς έχει προχωρήσει με το ταλέντο του και την ικανότητά του, την έμπνευσή του, την ιδιοφυΐα του.
Υπάρχουν, φυσικά, και τα σκαλοπάτια, μια ιεραρχία, αλλά όλοι έχουν βγει από την ίδια μήτρα. Εδώ ο καθένας λειτουργεί μέσα από την εμπειρία του στο θέατρο. Εν τέλει δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε, κάνουμε πολύ ωραίες παραστάσεις. Έχουμε πολύ ταλαντούχα άτομα.
— Πώς βλέπετε το θέατρο της νέας αισθητικής, συχνά με αποδομήσεις ή χρήση πολυμέσων;
Όλοι θα καταλήξουμε στο κείμενο αναγκαστικά, γιατί είναι το μόνο που μπορεί να γίνει ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών των πραγμάτων, των ιδεών και των πολυμέσων. Γιατί μόνο αυτό μένει. Η αποδόμηση είναι αποδόμηση, ε και; Στα κείμενα, δηλαδή σε νοήματα καθαρά, εκεί θα επιστρέφουμε πάντα.
— Ξεχωρίζετε κάποιους καλλιτεχνικά από τις τελευταίες γενιές σκηνοθετών και ηθοποιών;
Πρώτα απ’ όλα, εγώ βλέπω τους ίδιους ανθρώπους να κυκλοφορούν και να συνεργάζονται μεταξύ τους. Δεν το κατηγορώ, απλώς το διαπιστώνω. Όταν έχεις συνεργαστεί καλά με κάποιους ανθρώπους και ξέρεις τι θα σου βγάλουν και έχουν διαμορφώσει ένα όνομα και ένα appeal στο κοινό, γιατί να μην τους χρησιμοποιήσεις; Ή κάποιον άλλο, που οι προσεγγίσεις σας μοιάζουν. Εγώ δεν ανήκα ποτέ σε παρέες. Δεν ήταν παρέες οι ομάδες όπου δούλεψα. Έχει διαφορά και δεν χρειάζεται να το αναλύσω.
— Μετά τη Σκηνή δεν μπορεί παρά να είχατε μεγάλη αυτοπεποίθηση καλλιτεχνικά και μια ιδιαίτερη εκτίμηση στη θεατρική πιάτσα.
Μετά τη διάλυση της Σκηνής και την αποχώρησή μου και από τη Νέα Σκηνή του Βογιατζή είχα πρόταση από τον Φασουλή για μια επιθεώρηση με τίτλο «Για ψήφου πήδημα». Αν δεν το είχα κάνει αυτό, μπορεί και να μην ξαναέπαιζα στο θέατρο. Κι αυτό, μετά το οριστικό μου φευγιό από τις ομάδες, για να σου εξηγήσω ότι είχα αυτοπεποίθηση μετά τη Σκηνή. Δεν είναι πάντα έτσι ο άνθρωπος. Έχει και ευαισθησίες που δεν τις διαλαλεί.
— Γιατί δεν θέλατε να ξανακάνετε θέατρο;
Εξαιτίας μιας βαθιάς απογοήτευσης, μετά τη διάλυση κάποιων πραγμάτων.
— Σαν να βγήκατε από έναν αποτυχημένο γάμο;
Σαν να βγήκα στο φως μετά το τούνελ. Μετά από αυτό συνεργάστηκα με τον Βολανάκη, τον πιο γενναιόδωρο άνθρωπο που έχω γνωρίσει στο θέατρο. Ένα θείο δώρο η γνωριμία μαζί του, σε όλα τα επίπεδα. Η πρώτη μας συνεργασία ήταν η «Καινούργια σελίδα» με τη Λάσκαρη και τον Φέρτη και μετά τα «Χειροκροτήματα», με τη Χρονοπούλου.
Βέβαια, υπήρχε ένα ζήτημα, γιατί όταν βγαίνεις από τις ομάδες, όπου αναπτύσσεται κώδικας επικοινωνίας και αλληλοεκτίμησης, δηλαδή μια ισότητα στις σχέσεις, μια εκτίμηση, ξαφνικά βρίσκεσαι σε εντελώς διαφορετική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε ο Μίνως, υπήρχαν κάποιοι πολύ καλοί συνάδελφοι, υπήρχε η ταλαντούχα Μαίρη Χρονοπούλου, η Τασσώ Καββαδία. Στις πρόβες μού άφηνε χώρο.
— Ωστόσο βρεθήκατε από το ποιοτικό θέατρο στο απολύτως εμπορικό.
Τη δουλειά μου έκανα, ακόμα και όταν έκανα καθημερινό στο Mega, που το εκμεταλλευόμουν στο έπακρο, την «Απαγορευμένη Αγάπη», την πρώτη σειρά που στέριωσε στο Mega. Βέβαια, είχε έναν εμπνευσμένο σκηνοθέτη τα δύο πρώτα χρόνια και εξαιρετικούς βοηθούς, μετά άλλαξε χέρια και αντίληψη.
Χάρη σε αυτήν μάζεψα τα ένσημά μου για να μπορέσω να πάρω σύνταξη. Γιατί από ομαδικές δουλειές τι ένσημα να μαζέψεις; Κράτησε έξι χρόνια. Διόρθωνα το κείμενο, πήγαινα πολύ πρωί για να έχω πλήρες οκτάωρο και να μην έχω κάθε μέρα γύρισμα. Κοιμόμουν τέσσερις ώρες για να προλαβαίνω και το θέατρο.
— Καλλιτεχνικά απωθημένα έχετε;
Δεν έχω κανένα απωθημένο, γιατί ξέρω τι θέλω. Δεν ήμουν ποτέ ηγέτης, ήμουν εργάτρια της τέχνης. Φιλοδοξία μου δεν ήταν να αναγνωριστώ από το πλατύ κοινό αλλά από το θεατρόφιλο. Κι όταν με ρωτάνε τι ρόλο θέλεις να παίξεις, δεν έχω να πω τίποτα. Γιατί ρόλοι κόντρα, που ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα μου ανατεθούν, βγήκαν με πολύ ενδιαφέρον. Οπότε δεν εμπιστεύομαι πάντα την υποκειμενική μου γνώμη για το τι μπορώ.
Δόξα τω Θεώ, έχω μεγάλη γκάμα και μπορώ να παίξω τα πάντα. Εκτός από αρχαίο δράμα, που δεν έχω ασχοληθεί και δεν θέλω να το αγγίξω. Μόνο Αριστοφάνη έχω παίξει, την Πενία, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, με Κιμούλη και Αρμένη στο Ηρώδειο.
— Ποιο ήταν το μεγαλύτερο δώρο που σας έκανε το θέατρο;
Ότι γνώρισα πλευρές του εαυτού μου που δεν φανταζόμουν ότι έχω. Άλλοτε τρομακτικές και άλλοτε επουλωτικές.
Λευκό Δωμάτιο
Συγγραφέας: Αλέξης Σταμάτης
Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Μουσική: Δημήτρης Τσάκας
Σκηνικά – κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Video: Παντελής Μάκκας
Φωτογραφία: Σπύρος Περδίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου
Ερμηνεύουν: Πέγκυ Σταθακοπούλου, Εύα Σιμάτου, Δημήτρης Τσίκλης, Σμαράγδα Σμυρναίου
Συμμετέχουν (voice off): Στον ρόλο του Χένρικ Ίψεν ο Δημήτρης Καταλειφός, στον ρόλο του Τενεσί Ουίλιαμς ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης
Θέατρο Σταθμός
Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο, 210 5230267
Κάθε Σάββατο στις 18.00 και κάθε Κυριακή στις 21.00
Μέχρι τις 9/1